28 Οκτ 2018

Ἀριστεῖα τιμῆς, ἀνδρείας καὶ ἡρωισμοῦ

Γράφει ὁ Δημήτριος Νατσιός, δάσκαλος- Κιλκὶς 

Ἡ ἀριστεῖα καταργήθηκε ἀπὸ τὸν κ. Γαβρόγλου. Πλέον οἱ μαθητὲς μᾶς «διδάσκονται» ὅτι στὴν ζωὴ δὲν χρειάζεται κόπος καὶ μελέτη καὶ θυσίες. Ὄχι. Τύχη χρειάζεται καὶ τυχερὰ παιχνίδια. Τί νὰ πεῖ κανείς; Hκατρακύλα ἐπιταχύνεται. Λυπάμαι πολὺ βλέποντας τοὺς μαθητές μας, αὐτὰ τὰ ἀθῶα μάτια καὶ τὶς μεταξένιες ψυχές, νὰ ὑφίστανται αὐτὴν τὴν κακοποίηση ἀπὸ μία χούφτα ἀνίκανους ἐθνομηδενιστές. Πώς φτάσαμε σὲ τέτοια παρακμὴ μέσα σὲ τόσο λίγα χρόνια; Γιατί ἐπιτρέψαμε σὲ «ἄδεια κανάτια» νὰ γίνουν ἀφέντες; 
Ἂς ἀφήσουμε ὅμως τὰ τυμπανιαίας ἀποφορᾶς πτώματα, τὶς ἀναθυμιάσεις τους καὶ ἂς ἀρωματιστοῦμε ἀπὸ ἀριστεῖα τιμῆς, ἀνδρείας καὶ ἡρωισμοῦ, προστρέχοντας σὲ ἄνθη μυρίπνοα, ποτισμένα μὲ αἷμα, αἷμα ἑλληνικό. Σὲ κείμενα ὅπου λάμπει τὸ μεγαλεῖο τοῦ...
 λαοῦ μας τὴν περίοδο τοῦ Ἔπους τοῦ 40. 

Διαβάζω: «Ἡ ἐχθρικὴ ἀντεπίθεση τοῦ Μαρτίου ἔχει ἐκδηλωθεῖ. Τὸ 731 ἔχει μεταβληθεῖ σὲ ἡφαίστειο. Οἱ φαντάροι μας, πεσμένοι μὲ τὴν κοιλιὰ στοὺς λάκκους τῶν ὀβίδων, πυροβολοῦν, χωρὶς διακοπῆ, γιὰ νὰ συγκρατήσουν τὸ ἐχθρικὸ πεζικό. Ὁ δάσκαλος – ἔτσι ἔχει βαφτίσει τὸν διοικητὴ τοῦ ὁ λόχος, γιατί δημοδιδάσκαλος εἶναι τὸ ἐπάγγελμά του – μὲ προβιὲς καὶ ἐπιδέσμους, γύρω ἀπὸ τὰ κρυοπαγημένα πόδια του, ἀντὶ γιὰ παπούτσια, χωρὶς νὰ προφυλάγεται τρέχει νευριασμένος ἀπὸ διμοιρία σὲ διμοιρία καὶ δίνει ὁδηγίες. 

– Μην πυροβολεῖτε στὰ στραβά, παιδιά! Μὴν ξοδεύετε ἀσκόπως τὶς χειροβομβίδες σας, τοὺς λέει. Κι ὅταν ὁ ταγματάρχης τοῦ φωνάζει νὰ μὴν ἐκθέτει τόσο τὸν ἑαυτό του, ὁ δάσκαλος τοῦ ἀπαντάει: 

– Φοβάμαι μήπως χάσουμε σήμερα τὸ ὕψωμα. Καὶ τί θὰ δικαιολογηθῶ ὕστερα ἐγὼ στοὺς μαθητές μου, ἅμα γυρίσω στὸ σχολεῖο;». (Χρ. Ζαλοκώστα, «Πίνδος», ἔκδ. «Ἑστία», σέλ. 194). (Αὐτὸ ἀφιερώνεται σὲ «συναδέλφους» ξεσκονίστρες τῆς ἐξουσίας, ποὺ τρέμουν τὴν σκιά τους, μήπως καὶ δυσαρεστηθοῦν προσκυνημένοι διευθυντὲς καὶ σύμβουλοι ἢ παρασύμβουλοι). 

Kείμενο, μία παραπομπὴ σὲ κάτι ἐκπληκτικὸ ποὺ εἶχα διαβάσει παλαιότερα σ’ ἕνα περιοδικό. Εἶναι γραμμένο ἀπὸ ἑλληνομαθῆ Γερμανὸ συγγραφέα. Ἕνα εὐλαβικὸ μνημόσυνο στὶς μάνες τοῦ ’40, στὶς Ἑλληνίδες, ποὺ ἀνέβαζαν πολεμοφόδια στὴν Πίνδο, γιὰ νὰ τὰ πάνε σὲ κάτι παιδιὰ ποὺ «τριγύριζαν πάνω στὸ χιόνι μὲ τὶς χλαῖνες κοκαλιασμένες», στὰ παιδιὰ τῆς Ἑλλάδος. 

Γύρω στὸ 1952 ἐπισκέπτεται τὴν Κρήτη. Γράφει. 

«Ἕνα σούρουπο, καθὼς ὁ ἥλιος βασίλευε, πλησίασα τὸ γερμανικὸ νεκροταφεῖο. Ἦταν ἔρημο, μὲ μόνο σύντροφο τὶς τελευταῖες ἡλιαχτίδες. Ἔκανα ὅμως λάθος. Ὑπῆρχε ἐκεῖ μία ζωντανὴ ψυχή, μία μαυροφορεμένη ἡλικιωμένη γυναίκα. Μὲ μεγάλη μου ἔκπληξη τὴν εἶδα ν’ ἀνάβει κεριὰ στοὺς τάφους τῶν Γερμανῶν νεκρῶν του πολέμου καὶ νὰ πηγαίνει μεθοδικὰ ἀπὸ μνῆμα σὲ μνῆμα. 

Τὴν πλησίασα καὶ τὴ ρώτησα: 

– Είστε ἀπὸ δῶ; 

– Μάλιστα 

– Και τότε γιατί τὸ κάνετε αὐτό; Οἱ ἄνθρωποι αὐτοὶ σκότωσαν Κρητικούς. 

Καὶ ἡ ἀπάντηση μόνο στὴν Ἑλλάδα θὰ μποροῦσε νὰ δοθεῖ. 

– Παιδί μοῦ, εἶπε, ἀπὸ τὴν προφορά σου, φαίνεσαι ξένος καὶ δὲν θὰ γνωρίζεις τί συνέβη ἐδῶ τὴν περίοδο 1941-1944. Ὁ ἄντρας μου σκοτώθηκε στὴ μάχη τῆς Κρήτης καὶ ἔμεινα μὲ τὸ μονάκριβο γιό μου. Μοῦ τὸν πῆραν οἱ Γερμανοὶ ὅμηρο τὸ 1943 καὶ πέθανε σὲ στρατόπεδο συγκέντρωσης στὸ Σαξενχάουζεν. Δεν ξέρω ποῦ εἶναι θαμμένο τὸ παιδί μου. Ξέρω ὅμως πὼς ὅλα τοῦτα ἦταν παιδιὰ μίας κάποιας μάνας σὰν κι ἐμένα. Καὶ ἀνάβω καὶ στὴ μνήμη τους, ἐπειδὴ οἱ μάνες τους δὲν μποροῦν νὰ ἔρθουν ἐδῶ κάτω. Σίγουρα μία ἄλλη μάνα θὰ ἀνάβει τὸ καντήλι στὴ μνήμη τοῦ γιοῦ μου…» 

Διαβάζω ἀπὸ ἕναν τόμο, ποὺ τιτλοφορεῖται: «Ἡ ἐποποιΐα 1940-41», ἐκδόσεις «Ἀρχεῖον Ἱστορικὸν Σελίδων» (τοῦ 1965), ὁ ὁποῖος περιέχει, σὲ φωτοτυπίες, πρωτοσέλιδα ἐφημερίδων τῆς ἐποχῆς τοῦ 1940-41, κατὰ τὴν διάρκεια τῆς μεγαλειώδους νίκης. 

Σ’ ἕνα ἀπ’ αὐτὰ ὁ Ἀλέκος Λιδωρίκης (δημοσιογράφος καὶ γνωστὸς θεατρικὸς συγγραφέας 1907-1988), τὸν Ἰανουάριο τοῦ 1941, γράφει στὴν ἐφημερίδα «Η ΝΙΚΗ», γιὰ «τὸ μεγάλο μυστικὸ τῶν πολεμιστῶν μας». Ζεῖ μὲ τοὺς στρατιῶτες, μοιράζεται τὰ πάθια καὶ τοὺς καημούς τους, χαίρεται καὶ καμαρώνει τὴν ἀντρειοσύνη τους. «Κάπου στὸ μέτωπο», ὅπως σημειώνει, συναντᾶ ἕναν φαντάρο. 

Ἀντιγράφω: «Αὐτὸ πού μου ‘κᾶνε κατάπληξη, πού μου ‘δῶσε συγκίνηση, ποὺ ἔκθαμβο μὲ κράτησε γιὰ ἀρκετὰ λεπτά, ἦταν τὸ θέαμα ἑνὸς φαντάρου, ποὺ κουρασμένος, τσακισμένος, μὲ γένια ἀτίθασα καὶ ἄτακτα, αἱματωμένος, λασπωμένος, εἶχε τραβήξει μοναχὸς κάτω ἀπὸ ἕνα δέντρο καὶ κάτι χάραζε σ’ ἕνα χαρτί. Πλησίασα γιὰ νὰ τὸν δῶ, βέβαιος πὼς γράφει στὴν μάνα, στὴ γυναίκα του, στὸ σπίτι... Μὰ τί μεγάλο λάθος! Μὲ τὴ ὀρθογραφία ποὺ κρατῶ, διάβασα αὐτοὺς τοὺς στίχους: 

“Βρε τὴ κανόνια, τὴ ντουφέκια, τὴ κακὸ/στοὺς Ἰταλοὺς σκορπίσαμαι παντοῦ τὸν πανικὸ/Βόηθα Χριστὲ καὶ Παναγιὰ καὶ στοῦ ἅγιου Ἀνδρέα/στὴ χάρη σου νὰ φθάσωμε ὅλος ὁ στρατὸς παρέα”. 

Τὸν κοίταξα, μὲ κοίταξε... Αὐθόρμητα μὲ πῆρε τὸ γέλιο, ποὺ ἴσως νὰ ἐμοίαζε μὲ κλάμα... 

-Βρὲ σύ, τί κάνεις; τὸν ρώτησα χτυπώντας τὸν στὸν ὦμο... 

Σήκωσε τὸ κεφάλι του, ἔξυσε τ’ ἀγριωπά του γένια, μὲ τὴν παλάμη ὁλόκληρη. Κι ἀπάντησε: 

-Γλεντάω! 

Μία λέξη... Μέσα σ’ αὐτὴν ἂς διακρίνει ὁ ἀναγνώστης κάτι ἀπὸ τὸ μυστήριο, τὸ ἀνεξάντλητο γοητευτικὸ μυστήριο ποὺ κρύβει στὴν ψυχὴ τοῦ ὁ ἀγαπημένος στρατιώτης μας». 

Καὶ ἕνα ἀπὸ τὰ ἠρωϊκότερα ἐπεισόδια ἐκείνου τοῦ καιροῦ, ποὺ συμβαίνει στὰ μετόπισθεν, ὅπου ὁ λαὸς δίνει τὴν δική του μάχη. Τὴν μάχη τοῦ φρονήματος. Τὸ διηγήθηκε ὁ Στρατὴς Μυριβήλης, κατὰ τὴν ἐκφώνηση τοῦ πανηγυρικοῦ στὴν Ἀκαδημία Ἀθηνῶν στὶς 27 Ὀκτωβρίου τοῦ 1960. 

«Εἶχε ὀργανωθεῖ, ὅπως θὰ θυμάστε, κατὰ τὴ διάρκεια τοῦ ἀγῶνος ὑπηρεσία μεταγγίσεως αἵματος, ἀπὸ τὸν Ἐρυθρὸ Σταυρὸ τῆς Ἑλλάδος. Εἶχα ἕνα φίλο γιατρό, σ’ αὐτὴ τὴν ὑπηρεσία, λοιπὸν πήγαινα κάπου-κάπου νὰ τὸν δῶ καὶ νὰ τὰ ποῦμε. 

Ὁ κόσμος ἔκαμε οὐρὰ κάθε μέρα γιὰ νὰ δώσει τὸ αἷμα του γιὰ τοὺς τραυματίες μας. Ἦταν ἐκεῖ νέοι, κοπέλες, γυναῖκες, μαθητές, παιδιά, ποὺ περίμεναν τὴ σειρά τους. Μία μέρα λοιπὸν ὁ ἐπὶ τῆς αἱμοδοσίας φίλος μου γιατρός, εἶδε μέσα στὴ σειρὰ τῶν αἱμοδοτῶν ποὺ περίμεναν, νὰ στέκεται καὶ ἕνα γεροντάκι. 

-Ἐσύ, παππούλη, τοῦ εἶπε ἐνοχλημένος, τί θέλει ἐδῶ; 

Ὁ γέρος ἀπάντησε δειλά: 

-Ἦρθα κι ἐγώ, γιατρέ, νὰ δώσω αἷμα. 

Ὁ γιατρὸς τὸν κοίταξε μὲ ἀπορία καὶ συγκίνηση. Ὁ γέρος παρεξήγησε τὸ δισταγμό του. Ἡ φωνὴ τοῦ ἔγινε πιὸ ζωηρή. 

-Μὴ μὲ βλέπεις ἔτσι, γιατρέ μου. Εἶμαι γερός, τὸ αἷμα μου εἶναι καθαρό, καὶ ἀκόμα ποτές μου δὲν ἀρρώστησα. Είχα τρεῖς γιούς. Σκοτώθηκαν καὶ οἱ τρεῖς ἐκεῖ πάνω. Χαλάλι τῆς πατρίδας. Όμως μοῦ εἶπαν πὼς οἱ δύο, πῆγαν ἀπὸ αἱμορραγία. Λοιπόν, εἶπα στὴ γυναίκα μου, θὰ ‘ναὶ κι ἄλλοι πατεράδες, ποὺ μπορεῖ νὰ χάσουν τὰ παλληκάρια τοὺς γιατί δὲ θὰ ‘χοῦν οἱ γιατροὶ μᾶς αἷμα νὰ τοὺς δώσουν. Νὰ πάω νὰ δώσω κι ἐγὼ τὸ δικό μου. “Άϊντε, πήγαινε, γέρο μού” μου εἶπε κι ἂς εἶναι γιὰ τὴν ψυχὴ τῶν παιδιῶν μας. Κι ἐγὼ σηκώθηκα καὶ ἦρθα». 



Νὰ κλείσω, ἀναπνέοντας καὶ πάλι ἄρωμα ἠρωϊσμού, μ’ αὐτὸ ποῦ διασώζει ὁ συγγραφέας Χρ. Ζαλοκώστας στὸ βιβλίο τοῦ «Τὸ περιβόλι τῶν θεῶν», σ. 135. Περιγράφει τὴν ἐπίσκεψη τοῦ πρωθυπουργοῦ Μεταξὰ στὸ στρατιωτικὸ νοσοκομεῖο «Εὐαγγελισμὸς» καὶ τὴν στιχομυθία μὲ πληγωμένο στρατιώτη: 

«-Ποῦ πληγώθηκες ἐσύ, παιδί μου; 

-Στὸ Ἰβᾶν! 

-Ε, τὸ Ἰβᾶν τὸ τιμωρήσαμε! Ἔπεσε χθὲς τὸ βράδυ. 

-Ναί, ἔπεσε κ. Πρόεδρε. Θὰ μποροῦσε ὅμως νὰ εἶχε πέσει ἐδῶ καὶ πέντε μέρες. Ὅταν βρήκαμε τὴν πρώτη ἀντίσταση, ἔπρεπε νὰ μᾶς θυσιάσει ὁ συνταγματάρχης μας. Θὰ τὸ παίρναμε ἀπὸ τότε». 

Τί νὰ πεῖ κανεὶς ἐνώπιον τέτοιου μεγαλείου; Γι’ αὐτὸ νικήσαμε… 

Δημήτρης Νατσιὸς 
δάσκαλος- Κιλκὶς 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΚΑΝΤΕ ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ ΤΟΥ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟΥ ΜΑΣ.