2 Νοε 2017

Ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης: Ἡ ἀληθινὴ μετάνοια προσελκύει τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ

- Ἀπόδοση στὴ Νεοελληνικὴ: Σάββας Ἠλιάδης, Δάσκαλος -
Ἀπὸ τὸ βιβλίο: «ΝΕΑ ΚΛΙΜΑΞ» - (Ἑρμηνεία στὸν δεύτερο Ἀναβαθμὸ τοῦ Β΄ ἤχου)
«Ἐλέησον ἠμᾶς τοὺς πταίοντας σοὶ πολλὰ καθ' ἑκάστην ὥραν, ὢ Χριστέ μου, καὶ δὸς πρὸ τέλους τρόπους τοῦ μετανοεῖν σοί»
Καὶ αὐτὸν τὸν Ἀναβαθμὸ τὸν δανείζεται ὁ μελωδὸς ἀπὸ τὸν ἴδιο Ἀναβαθμὸ τοῦ Δαβίδ, ἀπὸ τὸν ὁποῖο δανείστηκε καὶ τὸν προηγούμενο. Διότι λέγεται σὲ ἐκεῖνον ἀπὸ μέρους τῶν Ἑβραίων: «ἐλέησον ἠμᾶς, Κύριε, ἐλέησον ἠμᾶς, ὅτι ἐπὶ πολὺ ἐπλήσθημεν ἐξουδενώσεως» (Ψάλμ. 122,3). Ἡ ἐπανάληψη δὲ τοῦ «ἐλέησον», δείχνει κατὰ τὸν Θεοδώρητο, τὴν θερμότητα τῆς ψυχῆς τῶν Ἑβραίων καὶ γὶ` αὐτὸ λοιπὸν παρακαλοῦν, ὥστε νὰ ἐλεηθοῦν μία ὥρα νωρίτερα. Πρόσεξε δέ, πὼς μόνο ἀπὸ τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ παρακαλοῦν νὰ σωθοῦν ἀπὸ τὴ σκλαβιά τους καὶ ὄχι ἀπὸ τὰ ἔργα τους. Διότι τὰ ἔργα τῶν ἀνθρώπων, αὐτὰ καθ` ἑαυτά, δὲν εἶναι ἄξια γιὰ τὴ σωτηρία, ἐπειδὴ παρουσιάζουν ἄπειρες ἐλλείψεις.
Μιμούμενος λοιπὸν τοὺς Ἰουδαίους, ὁ ἅγιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης, ὁ μελωδὸς τῶν Ἀναβαθμῶν, ἀπευθύνει αὐτὸν τὸν Ἀναβαθμὸ πρὸς τὸν Χριστὸ καὶ λέει: «Ὢ φιλανθρωπότατε, Ἰησοῦ Χριστέ μου». Πρόσθεσε δὲ τὴ λέξη «μου», γιὰ νὰ φανερώσει τὴν ξεχωριστὴ οἰκειότητα ποὺ εἶχε μὲ τὸν Χριστό, ὅπως εἶπε καὶ ὁ Γρηγόριος ὁ Θεολόγος στὰ Φῶτα: «Πάλι ὁ Ἰησοῦς ὁ δικός μου». Λέγει, λοιπὸν στὸν Ἀναβαθμό, «ἐσὺ Χριστέ μου, ἐλέησέ μας, ἐμᾶς, ποὺ κάθε ὥρα ἁμαρτάνουμε πολὺ σὲ σένα», δηλαδὴ μὲ ὑπερβολικὰ καὶ μεγάλα ἁμαρτήματα. Ἢ τὸ «πολλὰ» μπορεῖ νὰ ἔχει τὴ σημασία κατὰ πολλοὺς τρόπους. Δηλαδὴ ἁμαρτάνουμε σὲ σένα καὶ μὲ λόγια καὶ μὲ ἔργα. Ἁμαρτάνουμε σὲ σένα καὶ μὲ τὴ θέληση καὶ χωρὶς τὴ θέλησή μας καὶ γνωρίζοντας ὅτι εἶναι ἁμαρτία καὶ μὴ γνωρίζοντας ὅτι εἶναι ἁμαρτία. Ἁμαρτάνουμε σὲ σένα καὶ σχεδιάζοντας καὶ μελετώντας τὴν ἁμαρτία, ἀλλὰ καὶ αἰφνιδιαζόμενοι ἀπὸ αὐτήν. Ἁμαρτάνουμε καθ` ὑπερβολὴ κάθε ὥρα, γιὰ νὰ μὴν πῶ κάθε στιγμή, μὲ τοὺς λογισμοὺς καὶ τὶς ἐνθυμήσεις. Πάνω σ` αὐτὸ εἶπε ὁ μέγας Βασίλειος: «Ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι εἴμαστε εὔκολοι στὴ διάπραξη τῶν ἁμαρτημάτων, αὐτῶν ποὺ γεννιοῦνται στὸ μυαλό μας. Διότι, οἱ μὲν πράξεις τοῦ σώματος, γιὰ νὰ γίνουν, χρειάζονται χρόνο καὶ κατάλληλη εὐκαιρία καὶ κόπο καὶ συνεργοὺς καὶ κάθε ἄλλη βοήθεια, οἱ δὲ κινήσεις τοῦ νοῦ γίνονται σὲ ὁποιαδήποτε στιγμή, ἀνεξάρτητα ἀπὸ τὸ χρόνο. Ἐπίσης ἐπιτελοῦνται χωρὶς κόπο, παίρνουν τὴ μορφὴ τῆς ἁμαρτίας, χωρὶς νὰ ἔχουν ἀνάγκη ἀπὸ ὑλικὰ πράγματα καὶ κάθε στιγμὴ εἶναι διαθέσιμη, γιὰ νὰ διαπράττονται» (Λόγος, πρόσεχε σεαυτῶ). Τὸ δανείστηκε δὲ αὐτὸ ὁ μελωδὸς ἀπὸ τὸν Ἀδελφόθεο Ἰάκωβο, ὁ ὁποῖος λέει: «πολλὰ γὰρ πταίομεν ἅπαντες» (Ἰακ. 3,2), ὁ δὲ Σολομῶν εἶπε: «τὶς καυχήσεται ἁγνὴν ἔχειν τὴν καρδίαν; ἢ τὶς παρρησιάσεται καθαρὸς εἶναι ἀπὸ ἁμαρτιῶν;» (Πάρ. 20,9). Καὶ πάλι: «οὐκ ἔστιν ἄνθρωπος, ὃς οὒχ ἁμαρτήσεται» (Γ΄Βάσ. 8, 46). Καὶ ὁ ἀγαπημένος Ἰωάννης λέει: «ἐὰν εἴπωμεν ὅτι ἁμαρτίαν οὐκ ἔχομεν, ἑαυτοὺς πλανῶμεν καὶ ἡ ἀλήθεια οὐκ ἔστιν ἐν ἠμὶν» ( Ἃ΄Ἰωάν. 1,8).
Ἐπειδὴ λέγει λοιπόν, πώς κάθε μέρα ἐμεῖς εἴμαστε φταῖχτες ἀπέναντί σου Κύριε, γὶ` αὐτὸ ἐσὺ μὴν θυμώσεις μαζί μας οὔτε νὰ προσέξεις τὶς ἁμαρτίες μας, διότι δὲν μποροῦμε νὰ ἀντέξουμε τὴν ὀργή σου: «ἐὰν ἀνομίας παρατηρήσης, Κύριε Κύριε, τὶς ὑποστήσεται;» (Ψάλμ. 129,3). Βέβαια κανένας. Γὶ` αὐτὸ κᾶνε πὼς δὲν βλέπεις τὶς ἁμαρτίες μας καὶ ἐλέησέ μας, καθὼς εἶσαι ἐλεήμων καὶ πολυέλαιος. Διότι ἐσὺ μόνος σου ὀνόμασες ἔτσι τὸν ἑαυτό σου: «ἐλεήμων γὰρ εἰμι» (Ἕξ. 22, 27). Καὶ καθὼς εἶναι ἄπειρη ἡ μεγαλοσύνη σου, ἔτσι εἶναι ἄπειρο τὸ ἔλεός σου, ὅπως εἶπε ὁ Σειράχ: «ὡς γὰρ ἡ μεγαλωσύνη αὐτοῦ, οὕτως καὶ τὸ ἔλεος αὐτοῦ» (Σείρ. 2, 18).
Στὴ συνέχεια εἶπε ὁ μελωδὸς ὅτι ἁμαρτάνουμε στὸ Θεό. Διότι, ὅποιος ἁμαρτάνει, ἁμαρτάνει στὸ νομοθέτη Θεό, ἐπειδὴ παραβαίνει τοὺς νόμους του, ὅπως ἑρμηνεύει ὁ Ζηγαβινός. Αὐτό, τὸ ὅτι ἁμαρτάνουμε στὸ Θεό, μπορεῖ νὰ ἑρμηνευτεῖ καὶ ἀλλιῶς, δηλαδή, ὅτι ἀκόμη καὶ ἂν κάποιος ἁμαρτήσει κρυφὰ καὶ δὲν τὸν βλέπει κανένας, ἁμαρτάνει ὅμως στὸ Θεό, διότι ὁ Θεὸς τὸν βλέπει καὶ δὲν μπορεῖ νὰ κρυφτεῖ. Ἔτσι, ὅταν ὁ Δαβὶδ μοίχευσε κρυφὰ τὴν Βηρσαβεέ, ἔλεγε ἐξομολογούμενος πρὸς τὸν Θεό: «Σοὶ μόνω ἥμαρτον» (Ψάλμ. 50,6), τὸ ὁποῖο, ἑρμηνεύοντας ὁ Θεοδώρητος, εἶπε: «τὸ Σοὶ μόνω ἥμαρτον, γίνεται κατανοητό, σὰν νὰ ἤθελε νὰ πεῖ, σὲ σένα μόνο ἔγινε φανερὸ τὸ ἁμάρτημά μου. Καὶ μπορεῖ νὰ κρύφτηκε ἀπὸ ὅλα τὰ μάτια τοῦ κόσμου, δὲν ξέφυγε ὅμως ἀπὸ τὰ μάτια τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ ἐλέγχθηκε διὰ τοῦ προφήτου Νάθαν».
Παρακάτω παρακαλεῖ ὁ μελωδὸς τὸν Κύριο, ὥστε νὰ δώσει στοὺς ἁμαρτωλοὺς τρόπους γιὰ νὰ μετανοήσουν. Ποιοὶ εἶναι δὲ αὐτοὶ οἱ τρόποι, τοὺς ὁποίους δίνει ὁ Θεὸς στοὺς ἁμαρτωλούς, γιὰ νὰ μετανοήσουν; Ἄκουσε. Τρόπος μετανοίας εἶναι τὸ νὰ γνωρίσει ὁ ἄνθρωπος τὴν ἁμαρτία ποὺ ἔκανε καὶ νὰ ταπεινωθεῖ γὶ` αὐτὴν καὶ νὰ συντριβεῖ καὶ ἁπλῶς, νὰ μετανοήσει. Διότι, χωρὶς νὰ συναισθανθεῖ ὁ ἄνθρωπος πόσο κακὸ εἶναι ἡ ἁμαρτία, δὲν μπορεῖ νὰ μετανοήσει γὶ` αὐτήν. Τρόπος μετανοίας εἶναι ὁ ἐσωτερικὸς ἔλεγχος τῆς συνειδήσεως, ὁ ὁποῖος βάλθηκε ἀπὸ τὸ Θεὸ στὸν ἄνθρωπο, σὰν ἕνας παντοδύναμος δήμιος καὶ ἀδέκαστος κριτής, γιὰ νὰ βασανίζει ἀσταμάτητα τὸν ἁμαρτωλὸ καὶ νὰ τὸν παρακινεῖ σὲ μετάνοια.
Τρόποι μετανοίας εἶναι οἱ ἐξωτερικοὶ ἔλεγχοι, ποὺ κάνουν οἱ ἄνθρωποι πρὸς τοὺς ἁμαρτωλούς, παρακινώντας τους νὰ μετανοήσουν. Τέτοιοι εἶναι οἱ Πατριάρχες, οἱ Ἀρχιερεῖς, οἱ ἱερεῖς, οἱ ὁποῖοι εἶναι πνευματικοὶ καὶ διδάσκαλοι, διορισμένοι ἀπὸ τὸν Θεό, στὸ νὰ παρακινοῦν τοὺς ἁμαρτωλοὺς στὴ μετάνοια. Παρόμοιοι ἦταν παλιὰ καὶ οἱ προφῆτες, οἱ ὁποῖοι μιλοῦσαν μὲ τὸ στόμα τοῦ Θεοῦ, ξεχωριστὰ δέ, ὁ προφήτης Νάθαν, ὁ ὁποῖος ἔλεγξε τὸν προφήτη Δαβὶδ καὶ τὸν παρακίνησε νὰ μετανοήσει ἀπὸ τὶς δύο μεγάλες ἁμαρτίες ποὺ ἔκανε, τὴ μοιχεία καὶ τὸ φόνο. Ἂν βέβαια φωτίσει κάποιον ὁ Θεὸς καὶ ἀναχωρήσει ἀπὸ τὸν κόσμο καὶ πάει σὲ μοναστήρι καὶ γίνει μοναχός, αὐτὸς εἶναι ὁ καλύτερος ἀπ` ὅλους τούς τρόπους, γιὰ νὰ μετανοήσει κανείς, καθότι ἡ μοναχικὴ ζωὴ εἶναι ζωὴ μετανοίας.
Καὶ γιὰ νὰ μιλήσω γενικά, τρόποι μετανοίας εἶναι ὅλες οἱ συμφορές, ὅλες οἱ δυστυχίες καὶ ὅλες οἱ θλίψεις καὶ οἱ ἀσθένειες, τὶς ὁποῖες παραχωρεῖ ὁ Θεὸς καὶ ἔρχονται στοὺς ἀνθρώπους. Διότι μέσω αὐτῶν ἔρχονται οἱ ἁμαρτωλοὶ σὲ συναίσθηση τῶν ἁμαρτιῶν τους καὶ μετανοοῦν. Ἔτσι ὁ Ἰωνάς, διὰ μέσου της φουρτούνας τῆς θάλασσας γνώρισε τὴν ἁμαρτία τῆς παρακοῆς ποὺ ἔκανε καὶ ἀφοῦ μετανόησε, εἶπε στοὺς ναῦτες νὰ τὸν ρίξουν στὴ θάλασσα. Μὲ τὸν ἴδιο τρόπο οἱ Νινευίτες, ὅταν ἄκουσαν πὼς πρόκειται νὰ καταστραφεῖ ἡ πόλη τους, κατάλαβαν τὶς ἁμαρτίες τους καὶ μετανόησαν. Ἔτσι τὸ βλέπουμε ἐμεῖς ἀπὸ τὴν πείρα μας. Ὅταν γίνεται σεισμός, ἀμέσως ὅλοι φοβόμαστε, ἀμέσως ὅλοι πενθοῦμε καὶ γρήγορα ἐπιστρέφουμε ἀπὸ τὶς κακίες μας.
Παρακαλεῖ δὲ ὁ μελωδὸς νὰ μᾶς δοθοῦν ἀπὸ τὸν Θεὸ οἱ τρόποι μετανοίας πρὶν ἀπὸ τὸ θάνατό μας, ἐπειδὴ μετὰ τὸν θάνατο δὲν ὠφελεῖ πλέον ἡ μετάνοια καὶ ἡ ἐξομολόγηση, ὅπως λέει καὶ ὁ Δαβίδ: «ἐν δὲ τῷ ἅδη τὶς ἐξομολογήσεται σοί;» (Ψάλμ. 6,6), ἐννοεῖται, κανείς. Διότι ὁ μὲν παρὸν βίος εἶναι βίος ἀγῶνος καὶ μετανοίας, ὁ δὲ μέλλων τῶν αἰωνίων ἀνταποδόσεων. Πάρα πολὺ ὡραία εἶναι καὶ τὰ λόγια τοῦ Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου, ὁ ὁποῖος λέει τὰ ἑξῆς: «Εἶναι παράδοξο πράγμα, νὰ ἔχει τελειώσει ἡ πανήγυρη καὶ τότε νὰ θέλεις νὰ κάνεις διαπραγματεύσεις. Εἶναι παράδοξο πράγμα, νὰ παρέρχεται καὶ νὰ τελειώνει τὸ μάννα καὶ σὺ τότε νὰ ἐπιθυμεῖς σφοδρὰ τὴν τροφή. Εἶναι παράδοξο, νὰ σκέφτεσαι μὲ ὑστεροβουλία καὶ ταυτόχρονα νὰ ἀντιλαμβάνεσαι τὴ ζημιά, ὅταν πλέον δὲν θὰ ὑπάρχει λύση γὶ` αὐτήν, δηλαδὴ μετὰ τὸ πέρασμα στὴν ἄλλη ζωὴ καὶ τὸν πικρὸ περιορισμό, ποὺ θὰ ὑποστεῖ ὁ καθένας, ἀνάλογα μὲ τὸ πῶς ἔζησε. Καὶ τὴν κόλαση τῶν ἁμαρτωλῶν καὶ τὴν λαμπρότητα αὐτῶν οἱ ὁποῖοι φρόντισαν νὰ καθαρίσουν τὴν καρδιὰ τοὺς» (Λόγος εἰς τὸ Βάπτισμα). Ἐπίσης, ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος εἶπε: «Ὅλη ἡ ἐπίγεια ζωὴ εἶναι ἀγώνας καὶ πάλη» (Λόγος β΄εἰς τὸ Πάσχα). Καὶ πάλι, ὁ ἴδιος: «Ἡ παροῦσα ζωὴ εἶναι καιρὸς πένθους καὶ θλίψεως, γύμνασης καὶ ἐλέγχου τοῦ ἑαυτοῦ μας, ἀγώνων καὶ ἱδρώτων καὶ ἐσὺ γελᾶς;» (Λόγος εἰς τὴν πρὸς Ἑβραίους).
Τί εἶναι δὲ μετάνοια; Ἄκου πῶς δίνει τὸν ὁρισμὸ τῆς ὁ θεῖος Χρυσόστομος: «Μετάνοια εἶναι τὸ νὰ μὴν ξανακάνεις ποτὲ τὰ ἴδια μ` αὐτὰ ποὺ ἔκανες. Διότι αὐτὸς ποὺ ξανακάνει τὰ ἴδια μοιάζει μὲ σκυλί, τὸ ὁποῖο ἐπιστρέφει στὸν ἐμετό του. Πρέπει λοιπὸν νὰ ἀπομακρυνόμαστε καὶ στὴν πράξη καὶ στὴ σκέψη ἀπὸ αὐτὰ ποὺ ἁμαρτήσαμε καί, ἀφοῦ ἀπομακρυνθοῦμε, νὰ βάλουμε καὶ φάρμακα ἐπάνω στὰ τραύματα, τέτοια ποὺ ἀντιστέκονται στὶς ἁμαρτίες. Δηλαδή, τί ἐννοῶ; Ἂν ἅρπαξες καὶ ἐνήργησες μὲ πλεονεξία, ἀπομακρύνσου ἀπὸ τὴν ἁρπακτικὴ διάθεση καὶ τοποθέτησε ἐπάνω στὸ τραῦμα ὡς φάρμακο τὴν ἐλεημοσύνη. Ἂν πόρνευσες, φύγε μακριὰ ἀπὸ τὴν πορνεία καὶ τοποθέτησε ὡς φάρμακο ἐπάνω στὴν πληγὴ τὴν ἁγνότητα. Καὶ γιὰ κάθε ἕνα ἀπὸ τὰ παραπτώματά μας, ἂς κάνουμε τὸ ἴδιο» (Ὁμιλ. λὲ΄εἰς τὸ κατὰ Ἰωάννην). Τὸ ὅτι πρέπει δὲ νὰ μετανοοῦμε καὶ μία ὥρα νωρίτερα, ὁ ἴδιος ὁ ἅγιος Χρυσόστομός μας παραγγέλνει λέγοντας: «Εἶσαι γέροντας καὶ κοντεύεις πρὸς τὴν τελευταία ἔξοδο τῆς ζωῆς σου; Μὴν νομίζεις πὼς καὶ σ` αὐτὴν τὴν κατάσταση δὲν ἔχεις δικαίωμα στὴ μετάνοια καὶ μὴν ἔρθεις σὲ ἀπόγνωση γιὰ τὴ σωτηρία σου. Εἶσαι νέος; Μὴν ξεθαρρεύεις ἐξαιτίας τῆς νιότης σου οὔτε νὰ νομίζεις πὼς ἔχεις ἀρκετὸ χρόνο προθεσμίας στὴ ζωή σου . Διότι ἡ ἡμέρα τοῦ Κυρίου ἔρχεται ὅπως ὁ κλέφτης μέσα στὴ νύχτα. Γὶ` αὐτὸ μας κρατάει κρυφὴ τὴν ἡμέρα τοῦ θανάτου ὁ Θεός, γιὰ νὰ δείξουμε φανερὰ καὶ ξεκάθαρα τὴ βιάση καὶ τὴν προθυμία στὴν μετάνοια. Δὲν βλέπεις ποὺ κάθε μέρα μικροὶ στὴν ἡλικία ἁρπάζονται ἀπὸ τὸν θάνατο Γὶ` αὐτὸ μας προτρέπει κάποιος, λέγοντας: «Μὴ ἀνάμεναι ἐπιστρέψαι πρὸς Κύριον, μηδὲ ἀναβάλλου ἡμέρας, μὴ πότε, ὡς μέλλεις ἐκτριβὴς» (Σειράχ).
Ὁ γέροντας ἂς ἔχει ἐκείνη τὴν προτροπὴ στὸ νοῦ καὶ στὴν καρδιά του, ὁ νέος ἂς ἔχει αὐτὴν τὴν νουθεσία. Ἀλλὰ τί θὰ συμβεῖ, ἂν μέσα σὲ κλίμα ἀσφαλὲς καὶ πλουτίζεις καὶ ὑπερηφανεύεσαι γιὰ τὰ χρήματα καὶ δὲν σοὺ συμβαίνει κανένα κακό; Ἄκουσε τί λέγει ὁ ἅγιος Χρυσόστομος: «Ὅταν μιλᾶνε γιὰ εἰρήνη καὶ ἀσφάλεια, τότε παρουσιάζεται σ` αὐτοὺς αἰφνίδιος ὁ ὄλεθρος καὶ γίνεται μεγάλη ἀνατροπὴ στὰ πράγματα. Εἴμαστε κύριοί τοῦ θανάτου; Ὄχι. Ἂς γίνουμε κύριοί της ἀρετῆς» (Λόγ. Πρὸς τοὺς ζητοῦντας τίνος ἕνεκεν οὐκ ἐκ μέσου γέγονεν ὁ διάβολος). Λέει δὲ πάλι ὁ ἴδιος ὅτι: «Πολλοὶ εἶναι οἱ τρόποι καὶ οἱ ὁδοὶ τῆς μετανοίας, ὅπως ἡ περιφρόνηση τῆς ἁμαρτίας, τὸ νὰ μὴν κρατᾶς τὸ κακὸ πού σου ἔκαναν οἱ ἐχθροί σου, τὸ νὰ μὴν κρατᾶς τὴν ὀργή σου, τὸ νὰ συγχωρεῖς τὰ ἁμαρτήματα τῶν εὐρισκομένων μαζί σου στὴν ἐργασία καὶ στὴ ζωή, ἡ θερμὴ καὶ ἀκριβὴς προσευχή, ἡ ἐλεημοσύνη καὶ ἡ ταπεινοφροσύνη». Φοβερὰ δὲ εἶναι καὶ τὰ λόγια ποὺ γράφει ὁ Ἰωσὴφ ὁ Βρυέννιος: «Ὑπάρχουν τέσσερα πράγματα, ἀπὸ τὰ ὁποία καὶ ἕνα μόνο ἂν ἔχει ὁ ἄνθρωπος, δὲν μπορεῖ οὔτε νὰ μετανοήσει οὔτε τὴν προσευχὴ του δέχεται ὁ Θεός: Ἂν ὑπερηφανεύεται, ἐὰν δὲν ἔχει ἀγάπη, ἐὰν κρίνει κάποιον ποὺ ἁμαρτάνει καὶ ἐὰν μνησικακεῖ ἐναντίον κάποιου» (Λόγ. Θ΄ περὶ Τριάδος).
Ἀλλὰ καὶ σύ, ἀδελφέ, ποὺ διαβάζεις αὐτά, ὅταν ἔρθουν καὶ σὲ σένα περιστάσεις καὶ κίνδυνοι καὶ ἀνάγκες, μὴ λυπηθεῖς οὔτε νὰ γογγύσεις. Ἀλλὰ δέξου τὰ ὡς θεία δῶρα μὲ εὐχαριστία. Διότι αὐτοὶ εἶναι οἱ τρόποι, τοὺς ὁποίους σου ἔστειλε ὁ Θεός, γιὰ νὰ μετανοήσεις. Ὅλα αὐτὰ εἶναι τὸ ἔλεος, ποὺ ζητᾶς κάθε μέρα γιὰ νὰ σοὺ τὸ δώσει ὁ Θεός, φωνάζοντας ἄλλοτε μὲν μαζὶ μὲ ὅλη τὴν ἐκκλησία «Κύριε ἐλέησον», ἄλλοτε δὲ μὲ τὸν Δαβὶδ «ἐλέησον μέ, Κύριε, ὅτι ἀσθενὴς εἰμι» (Ψάλμ.6,2) καὶ τώρα μὲν μὲ τὸν Ἠσαΐα : «Κύριε, ἐλέησον ἠμᾶς, ἐπὶ σοῖ γὰρ πεποίθαμεν» (Ἤς. 33,2), τώρα δὲ μὲ τὸν Σειράχ: «Ἐλέησον ἠμᾶς, δέσποτα ὁ Θεὸς» (Σείρ. 36,1). Ὅταν λοιπόν σου σταλεῖ τὸ τοιούτου εἴδους ἔλεος ἀπὸ τὸν Κύριο, μὴν τὸ ἀποστραφεῖς. Ξέρεις ἄραγε τί θέλει νὰ πεῖ ὁ λόγος, τὸν ὁποῖον προφέρεις καὶ λὲς «ἐλέησον μὲ Κύριε;». Ὅπως ὁ ἐπαίτης καὶ ὁ ζητιάνος, ποὺ ἔρχεται στὴν πόρτα τοῦ σπιτιοῦ σου καὶ στέκεται σὲ στάση ἐλεεινή, μὲ καρδιὰ λυπημένη καὶ μάτια ποὺ τρέχουν δάκρυα καὶ φωνὴ ἀνακατεμένη μὲ κλάμα καὶ σοὺ φωνάζει «κᾶνε ἔλεος σὲ μένα ἀφέντη μου, ἐλέησε μὲ τὸν ταλαίπωρο» καὶ ἐσὺ βλέποντας τὸν τόσο ταπεινωμένο, λυπημένο καὶ ἐλεεινό, του δίνεις ἐλεημοσύνη, ἔτσι καὶ σύ, ἀδελφέ, ἂν θέλεις νὰ κάνει καὶ σὲ σένα ἔλεος ὁ Θεός, μὴ λὲς μόνο τὸ Κύριε ἐλέησον, ἀλλὰ μαζὶ μ` αὐτὸ νὰ ἔρχεσαι στὴν μετάνοια. Κᾶνε ἀποχὴ ἀπὸ τὸ κακό, ἔχε καρδιὰ λυπημένη καὶ συντετριμμένη λόγω τῆς ἁμαρτωλότητάς σου. Δεῖξε στάση ἀνθρώπου, ποὺ ζητᾶ ἔλεος καὶ τοῦ ἀξίζουν δάκρυα καὶ ὁπωσδήποτε θὰ πάρεις τὸ θεῖο ἔλεος. Διότι δὲν θὰ τὸ πάρεις κατὰ ἄλλον τρόπο. Γὶ` αὐτό, ὁ θεῖος Χρυσόστομος, ἑρμηνεύοντας τὸ «ἐλέησον μέ, Κύριε, ὅτι ἀσθενὴς εἰμι», λέει: «Αὐτὸς ποὺ ἔκανε κάτι ἄξιό του ἐλέους, θὰ πεῖ ἐλέησον μέ, αὐτὸς δὲ ποὺ ἔθεσε ἀπὸ μόνος του τὸν ἑαυτὸ του ἔξω ἀπὸ τὴν προσπάθεια νὰ λάβει αὐτὴν τὴ συγγνώμη, εἰς μάτην θὰ πεῖ τὸ ἐλέησον μέ. Διότι, ἂν ἐπρόκειτο νὰ δίδεται τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ σὲ ὅλους τους ἀνθρώπους, κανένας δὲν θὰ κολαζόταν. Ἄρα, τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ ἀπαιτεῖ κάποια κριτήρια, καὶ ἀναζητᾶ τὸν ἄξιο καὶ τὸν κατάλληλο, ὥστε νὰ τὸ ἀπολαύσουν».
Εἶπε δὲ καὶ ὁ Μέγας Βασίλειος ὅτι ἡ διάθεση τοῦ ἀνθρώπου εἶναι τὸ μέτρο τοῦ ἐλέους τοῦ Θεοῦ. Καὶ ὅσο αὐτὴ ἡ διάθεση εἶναι χωρητική, τόσο δίνεται καὶ τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ. Ἑρμηνεύοντας ἔτσι τὸ «γένοιτο, Κύριε, τὸ ἔλεός σου ἒφ ἠμᾶς, καθάπερ ἠλπίσαμεν ἐπὶ σὲ» (Ψάλμ. 32,22), λέγει: «Βλέπεις μὲ πόση ἀκρίβεια καὶ ἐπιμέλεια προσευχήθηκε; Τὴν δική του διάθεση ἔθεσε ὡς μέτρο ὁ ψαλμωδός, γιὰ νὰ δεχτεῖ τὶς εὐλογίες τῆς χάρης τοῦ Θεοῦ. Τόσο, λέει, ἂς ἔρθει τὸ ἔλεός σου Κύριε σέ μας, ὅσο ἐμεῖς καταβάλαμε κόπο, γιὰ νὰ ἐναποθέσουμε τὶς ἐλπίδες μας σὲ σένα». Εἶναι δὲ γλαφυρὴ καὶ ἡ ἑρμηνεία ποὺ δίνει ὁ ἅγιος Νικόλαος Καβάσιλας, ὁ ἐπίσκοπος Δυρραχίου (κέφ. ἴα΄ τῆς ἑρμηνείας τῆς ἱερᾶς Λειτουργίας, περὶ τοῦ Κύριε ἐλέησον), ὅπου λέει: «Ἐπιπλέον δέ, ἡ αἴτηση τὴν ὁποία κάνουν, τοὺς παρουσιάζει καὶ ὡς εὐχαριστοῦντας καὶ ὡς ἐξομολογουμένους πρὸς τὸν Θεό. Διότι, τί ζητᾶνε; Νὰ ἐλεηθοῦν. Δηλαδή, λέγοντας τὸ Κύριε ἐλέησον, ξέρουν πὼς τὸ ζητᾶνε σὰν νὰ εἶναι κατάδικοι, οἱ ὁποῖοι, ὅταν ἐξαντλήσουν στὸ δικαστήριο κάθε μορφὴ ἀπολογίας καὶ δὲν ἔχουν πλέον νὰ ποῦν ἄλλη δικαιολογία, ἀφήνουν τελευταία νὰ φωνάξουν πρὸς τὸν δικαστὴ αὐτὴν τὴν παράκληση, ὄχι ἐπειδὴ νομίζουν πὼς ἔχουν δίκαιο, ἀλλὰ ἐπειδὴ ἐλπίζουν στὴ δική του φιλανθρωπία, περιμένοντας νὰ πετύχουν νὰ πάρουν αὐτὰ γιὰ τὰ ὁποία τὸν παρακαλοῦν. Αὐτὸ δὲ δείχνει ὅτι ὁμολογοῦν, γιὰ τὸν μὲν δικαστὴ πὼς ἔχει πολλὴ ἀγαθότητα, γιὰ τοὺς ἑαυτοὺς δέ, πὼς ἔχουν πονηρία. Ἀπὸ αὐτὰ τὰ δύο, τὸ πρῶτο εἶναι αἰτία γιὰ ἐξομολόγηση καὶ τὸ δεύτερο γιὰ εὐχαριστία».
Μ ἐ μία κουβέντα λοιπόν, ἂν ἐσὺ ἀδελφέ, δὲν ἐλεήσεις πρῶτα τὸν ἑαυτό σου, δὲν πρόκειται νὰ ἐλεηθεῖς ἀπὸ τὸν Θεό, ὅπως εἶπε ὁ Ἠσύχιος: «Αὐτὸς πού δὲν ἐλεεῖ τὸν ἑαυτό του, πῶς μπορεῖ νὰ ἐλεηθεῖ ἀπὸ τὸν Κριτή;». Λοιπόν, οὐδέποτε μπορεῖ. Ταιριάζει σ` αὐτὸ καὶ ἐκεῖνο ποὺ εἶπε ὁ μέγας Ἀντώνιος. Ὅταν κάποιος τοῦ εἶπε, ἐλέησε μέ, πάτερ καὶ προσευχήσου γιὰ μένα, ἐκεῖνος τοῦ ἀποκρίθηκε: «Οὔτε ἐγὼ σὲ ἐλεῶ οὔτε ὁ Θεός, ἂν δὲν ἐλεήσεις ἐσὺ τὸν ἑαυτό σου». Ἀλλὰ καὶ ὁ ἅγιος Χρυσόστομος, ἑρμηνεύοντας τὸ θαῦμα τῶν δύο παρὰ τὴν ὁδὸν τυφλῶν, λέει: «Ἀλλά, ἂν καὶ ἔλεος εἶναι καὶ χάρη (ἡ θεραπεία τους), ἐντούτοις ἐπιζητεῖ τοὺς ἀξίους. Τὸ ὅτι δὲ ἦταν ἄξιοι οἱ τυφλοί, φανερώνεται καὶ ἀπ` αὐτὸ ποὺ φώναζαν. Καὶ ἀφοῦ ἔλαβαν δὲν ἀπομακρύνθηκαν, κάτι ποὺ τὸ κάνουν πολλοί, οἱ ὁποῖοι, ἀφοῦ λάβουν τὶς εὐεργεσίες, φέρονται ἔτσι μὲ ἀγνωμοσύνη. Ἐκεῖνοι ὅμως, οἱ τυφλοί, δὲν ἦταν τέτοιοι. Καὶ πρὶν ἀπὸ τὴν εὐεργεσία στάθηκαν καρτερικοὶ καὶ μετὰ ἀπ` αὐτὴν εὐγνώμονες, ἀκολουθώντας τὸν Χριστὸ» (Ὁμιλ. ξστ΄εἰς τὸ κατὰ Ματθαῖον).

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΚΑΝΤΕ ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ ΤΟΥ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟΥ ΜΑΣ.