19 Ιουν 2017

Μάχη τοῦ Κιλκίς: ἀνύπαρκτη γιὰ τὰ σχολικὰ βιβλία Ἱστορίας

Γράφει ὁ Δημήτρης Νατσιὸς, δάσκαλος-Κιλκὶς
«Ὅλα τα εἶχα προβλέψει, τὰ εἶχα σκεφθεῖ, ὅλα ἐκτὸς ἀπὸ τὴν τρέλα τῶν Ἑλλήνων». (Ν. Ἰβανώφ, Βούλγαρος στρατηγός, στὴ μάχη τοῦ Κιλκίς)
Ἔχω ἐνώπιόν μου τρεῖς, ἃς τὸ ὀνομάσουμε ἔτσι, γενεὲς βιβλίων ἱστορίας τῆς Στ΄Δημοτικοῦ. Τὸ πρῶτο, τὸ ὁποῖο μόρφωνε τοὺς μαθητές μας ὡς τὸ σχολικὸ ἔτος 2005-2006, μὲ τίτλο «Στὰ νεότερα χρόνια» καὶ εἶχε πρωτοεκδοθεῖ τὸ 1983, ἂν θυμᾶμαι καλά. Τὸ δεύτερο εἶναι τὸ "κοπρώνυμον", τὸ βιβλίο τῆς κ. Ρεπούση, μνημεῖο γραικυλισμοῦ, τὸ ὁποῖο-εὐτυχῶς- μόλις γιὰ ἕναν χρόνο μόλυνε μὲ τὶς ἀναθυμιάσεις του τὶς σχολικὲς αἴθουσες. Τὸ τρίτο, μὲ τίτλο «Ἱστορία τοῦ νεότερου καὶ σύγχρονου κόσμου», εἶναι αὐτὸ ποὺ διδάσκουμε.
Ἀπὸ τὰ τρία, ἢ μᾶλλον δύο βιβλία, τὸ καλύτερο, ποὺ ἀναδίδει καὶ τὴν εὐωδία τῆς ἱστορικῆς μας παρουσίας καὶ τὸ καταλληλότερο, γιὰ τὴν ἡλικία τῶν παιδιῶν λόγω γλώσσας καὶ ἱστορικῶν πηγῶν, εἶναι τὸ πρῶτο. Τὸ τιμῶ δεόντως. Πολλὲς φορὲς φωτοτυπῶ σελίδες του καὶ τὶς μοιράζω στοὺς....
μαθητές μου. (Μακάρι νὰ βρεθεῖ τρόπος νὰ ἐκτυπώσουμε μερικὲς χιλιάδες ἀντίτυπα, γιατί θὰ χρειαστοῦν σίγουρα. Μὲ τούτους τοὺς καντιποτένιους ἐθνομηδενιστὲς ποὺ μπλέξαμε, τὸ μάθημα τῆς Ἱστορίας, ἀπὸ «πολύτιμος φύλακας τῆς πείρας τοῦ παρελθόντος», ὅπως ἔλεγε ὁ ἀείμνηστος καθηγητὴς Ἄπ. Βακαλόπουλος, θὰ καταντήσει μέσο προπαγάνδας καὶ ἐπιβολῆς τῆς νεοταξικῆς ἀνομίας καὶ πλάνης).
Αὐτὸ ὅμως ποὺ προκαλεῖ κακή, χειρίστη ἐντύπωση εἶναι ὅτι καὶ στὰ τρία βιβλία -χάριν... «οἰκονομίας» συμπεριλαμβάνω καὶ τὸ ρεπούσειον ἄγος, μιᾶς καὶ φέρει «σφραγίδα» τοῦ ὑπουργείου Παιδείας -ἀπουσιάζει, ἔστω καὶ ὡς ἁπλὴ ἀναφορὰ καὶ νύξη, ἡ φονικότερη, κρισιμότερη καὶ ἐνδοξότερη μάχη τῆς νεοελληνικῆς ἱστορίας: ἡ μάχη τοῦ Κιλκίς.
Στὸ πρῶτο βιβλίο ἱστορίας, στὸ οἰκεῖο κεφάλαιο, μὲ τίτλο «Οἱ Βαλκανικοὶ πόλεμοι», σέλ. 195, διαβάζουμε: "Ἡ Βουλγαρία δὲν ἔμεινε ἱκανοποιημένη ἀπὸ τὰ ἐδάφη ποὺ πῆρε, γι’ αὐτὸ ἦρθε σὲ σύγκρουση μὲ τοὺς πρώην συμμάχους της, Ἕλληνες καὶ Σέρβους. Οἱ Ἕλληνες σημείωσαν ἐπιτυχίες ἐναντίον τῶν Βουλγάρων καὶ πῆραν τὴν Ἀνατ. Μακεδονία". Στὴν σέλ. 196 παρατίθεται ἕνας χάρτης, ὅπου καταγράφονται τὰ σπουδαιότερα πεδία τῶν μαχῶν, μὲ τὸ Κιλκὶς προκλητικὰ νὰ ἀπουσιάζει καὶ στὴν ἑπόμενη σελίδα τὸ γράμμα ἑνὸς πολεμιστῆ ἀπὸ τὴν ἀπελευθέρωση τῶν Ἰωαννίνων.
Στὸ δεύτερο, τῆς Ρεπούση τὸ «κατόρθωμα», στὸ κεφάλαιο γιὰ τοὺς «Βαλκανικοὺς πολέμους», διαβάζουμε στὴν σελίδα 94: « Ὁ ἑλληνικὸς στρατὸς καταλαμβάνει ἐδάφη τῆς Μακεδονίας καὶ τῆς Ἠπείρου...». (Ἡ κυρὰ-Μαρία καὶ οἱ ὁμοϊδεάτες τῆς ἀφοῦ "λιώσαν τὰ νιάτα τους" στὶς καταλήψεις, ἐξέλαβαν τὶς ἀπελευθερωτικὲς μάχες τοῦ στρατοῦ μας ὡς κάτι παρόμοιο. Τὸ κακὸ εἶναι ὅτι ἐπανακάμπτουν καὶ ... καταλαμβάνουν τὶς ποικιλώνυμες ἐπιτροπὲς καὶ «συναγωγὲς» ἀναθεώρησης-καρατόμησης τῶν σχολικῶν βιβλίων. Καὶ ἔσται ἡ ἐσχάτη πλάνη χείρων τς πρώτης...
Στὶς ἑπόμενες δύο σελίδες ποὺ ἀφιέρωνε στοὺς βαλκανικοὺς πολέμους, φιλοξενοῦνται, στὴν πρώτη, χάρτες ποὺ δείχνουν τὴν Ἑλλάδα μετὰ τὶς «καταλήψεις» ἐδαφῶν. Στὴν τελευταία, σέλ. 96 περιέχονται δύο φωτογραφίες. Τὸ «Γενὶ τζαμὶ» καὶ τὸ «Μπέη χαμὰμ» τῆς Θεσσαλονίκης. (Ἃς κάνουν μιὰ βουτιὰ στὸ Αἰγαῖο καὶ ἃς περάσουν ἀπέναντι ὅλοι αὐτοὶ οἱ ἰσλαμολάγνοι, νὰ χορτάσει τὸ μάτι τοὺς τζαμιὰ καί... χαμάμια. Ἴσως πρέπει νὰ σκεφτοῦμε σοβαρὰ μιὰ νέα ἀνταλλαγή, ὄχι πληθυσμῶν, ἀλλὰ ἱστορικῶν. Ὅταν γράφεις, γιὰ παράδειγμα, «συνωστισμὸς στὸ λιμάνι τῆς Σμύρνης», πρέπει νὰ σὲ δεῖ ἕνας καλός... ἱστορικός. Αὐτὸ οὔτε Τοῦρκος ἱστορικὸς δὲν διανοήθηκε νὰ τὸ γράψει).

Τὸ τρίτο βιβλίο, τὸ τωρινό, στὸ ἴδιο κεφάλαιο, γιὰ τὸ ὁποῖο ἀφιερώνονται τέσσερις σελίδες (186-189), γράφει:
«Ἡ ρύθμιση τῶν συνόρων ἀνάμεσα στὰ βαλκανικὰ κράτη προκάλεσε τὸν Β΄ Βαλκανικὸ Πόλεμο, τὸν Ἰούνιο τοῦ 1913... Ὁ ἑλληνικὸς στρατὸς κέρδισε σημαντικὲς νίκες καὶ κατέλαβε (δυστυχῶς καὶ ἐδῶ το ἴδιο ἀπαράδεκτο ρῆμα καὶ ὄχι ἀπελευθέρωσε), τὴν ὑπόλοιπη κεντρικὴ καθὼς καὶ τὴν Ἀνατολικὴ Μακεδονία...». Πουθενὰ στὶς τέσσερις σελίδες δὲν θὰ βρεῖς τὴν λέξη Κιλκίς. Καμμία ἀναφορὰ στὴν τριήμερο ἐποποΐα!!

Στὴν σελίδα 188, ἔχει μιὰ ἀκατανόητη καὶ ἐντελῶς ἄσχετη μὲ τοὺς Βαλκανικοὺς Πολέμους παραπομπή. Γράφει γιὰ τὰ δικαιώματα τῶν γυναικὼν καὶ γιὰ τὶς λεγόμενες «σουφραζέτες» τῆς Βρετανίας.

Ἔχω στὴν κατοχή μου ἕνα βιβλία σπάνιο καὶ δυσεύρετο. Τιτλοφορεῖται: «Ἀθάνατη Ἑλλὰς» καὶ ὑπότιτλο «Ἐπικαὶ συρράξεις τῶν Ἑλλήνων καὶ τῶν Βουλγάρων». Συγγραφέας του ὁ Δ. Καλλίμαχος, ἐθελοντὴς ἱεροκήρυκας τῆς Ἐ΄ Μεραρχίας Πεζικοῦ, ποὺ ἀρίστευσε μὲ τὸν ἠρωϊσμὸ τῆς κατὰ τὴν μάχη τοῦ Κιλκὶς-χωρὶς καμμιὰ νὰ ὑστερήσει. Ὁ ἐθελοντὴς ἱεροκήρυκας συμμετεῖχε, ὄχι μὲ τὸ καριοφίλι ἀλλὰ μὲ τὸ πετραχήλι, στὶς μάχες τοῦ στρατοῦ, ἰδίως στὸ Κιλκίς, καὶ τὸ 1942 ἐξέδωσε τὸ βιβλίο στὴν Νέα Ὑόρκη, σὲ ἔκδοση τοῦ «Ἐθνικοῦ Κήρυκος» τῆς ἱστορικῆς ὁμογενειακῆς ἐφημερίδας. Τὸ βιβλίο εἶναι συγκλονιστικό, τὸ μελετᾶς μὲ δάκρυα, μελετᾶς τὰ λαμπρὰ παλληκάρια... Στὴν σέλ. 83 διαβάζω στὶς σημειώσεις του μετὰ τὴν μάχη:

«Ὁ ἀπέραντος χῶρος τοῦ θεάτρου τῆς μάχης ὠμοίαζε πρὸς μακελλεῖον. Καὶ ὅταν ἀντικρυσα τὴν φρικιαστικὴν εἰκόνα καμμένων σπαρτῶν καὶ ψημένων σωμάτων καὶ εἶδα σκοτωμένους μὲ τὴν λόγχην στὰ χέρια καὶ μὲ ἀποκρυσταλλωμένην εἰς τὸ πρόσωπον τὴν ψυχολογίαν τῆς ὁρμῆς καὶ τῆς χαλυβδίνης ἀποφασιστικότητος, ἐδάγκασα ἀσυναισθήτως τὰ χείλη ἀποθαυμάζων.

 Ἀγγελιαφόρος τῆς Δ ΄Μεραρχίας ἐστάθη καὶ ἤκουσα νὰ ἀπαγγέλη:
«Στοῦ Κιλκὶς τὴν ὁλόμαυρη ράχη
περπατώντας ἡ Δόξα μονάχη
μελετᾶ τὰ λαμπρὰ παλληκάρια
καὶ στὴν κόμη στεφάνι φορεῖ
γινωμένο ἀπ’ ὀλίγα χαρτάρια
πούχαν μείνη στὴν ἔρημη γῆ».
(Ἡ μάχη διεξήχθη 19-21 Ἰουνίου 1913 ἐν μέσω φοβεροῦ καύσωνος. Τὰ σιταροχώραφα τοῦ Κιλκίς, ἐξαιτίας τῶν ὀβίδων, πῆραν φωτιά. Πολλοὶ βαριὰ τραυματισμένοι στρατιῶτες μας ἀνήμποροι νὰ κινηθοῦν, ἦταν καὶ σὲ νηπιώδη κατάσταση τὸ σῶμα τραυματιοφορέων, κάηκαν ζωντανοί).

Πόσα ἦταν τὰ λαμπρὰ παλληκάρια ποὺ ἔπεσαν ὑπὲρ πίστεως καὶ πατρίδας; 8.828 ἀξιωματικοὶ καὶ στρατιῶτες μεταξὺ αὐτῶν ἐννέα διοικητὲς ταγμάτων καὶ συνταγμάτων ποὺ πήγαιναν μπροστὰ γιὰ νὰ ἐμψυχώσουν τοὺς μαχητές.
Μεταξὺ αὐτῶν καὶ ὁ συνταγματάρχης Καμάρας, «εὐσεβής, φιλεύσπλαχνος, ἀγαθώτατος εὐθὺς καὶ εἰλικρινὴς καὶ πράος». Τραυματίζεται θανασίμως ἀπὸ βλῆμα ὀβίδας. Διαβάζω:
«Γονατίζει ὁ εὐγενικὸς συνταγματάρχης καὶ μὲ τὸ λάμπον ξίφος του ἀκόμη εἰς τὰ χέρια ἀπευθύνει πρὸς τοὺς ἄνδρας τοῦ τὸν τελευταῖον χαιρετισμόν:

-Θάρρος, παιδιά, θάρρος, γενναῖοι μου!

Τὸ αἷμα τρέχει κρουνηδὸν ἀπὸ τὸ τραῦμα καὶ ὁ Καμάρας σωριάζεται. Ὅταν μετεφέρετο πρὸς τὰ χειρουργεῖα, ἀτενίσας διὰ τελευταίαν φορᾶν τοὺς ἄνδρας τοῦ ἐδάκρυσε καὶ εἶπε:
-Ἄχ, ποὺ σ’ ἀφήνω σύνταγμά μου! Σᾶς χαιρετῶ καλά μου παλληκάρια καὶ μὲ τὴν εὐχή μου ὅλοι ἐμπρὸς νὰ δοξάσετε τὴν τιμημένη μᾶς πατρίδα». (σελ. 71).
‘Ιδια περιγραφὴ καὶ μάλιστα γραμμένη ἀπὸ τὸν γιό του, στρατιώτη τότε, ἔχουμε καὶ γιὰ τὸν ἠρωϊκὸ θάνατο τοῦ συνταγματάρχη Καμπάνη. Καὶ γιὰ τὸν σχὴ Παπακυριαζὴ ποὺ ἦταν σύγγαμβρος τοῦ ἄλλου ἀετοῦ, τοῦ ἥρωα τῶν ἡρώων, Ἰωάννη Βελλησαρίου, ποὺ καὶ αὐτός σε λίγες μέρες σκοτώθηκε. Παραθέτω τὰ ὀνόματα καὶ τῶν ἄλλων ἑπτὰ ἀθανάτων ἡρώων συνταγματαρχῶν, διοικητῶν μονάδων: Καραγιαννόπουλος, Κορομηλᾶς, Διαλέτης, Κουτήφαρης, Κατσιμήδης, Ἰατρίδης, Χατζόπουλος. Καὶ ἀναγκάστηκε τὸ στρατηγεῖο νὰ διατάξει νὰ βγάλουν τὰ διάσημα, γιατί δὲν θὰ ἔμενε κανεὶς ζωντανός. Οἱ Βούλγαροι σκοπευτὲς αὐτοὺς σημάδευαν.

Τὴν ἴδια ἀνδρεία ἔδειξαν καὶ οἱ ἁπλοὶ στρατιῶτες. Εἶναι χαρακτηριστικὴ ἡ σκηνὴ ποὺ περιγράφει ὁ Καλλίμαχος. Στρατιώτης τοῦ 22ου Σ.Π. τραυματίζεται στὸ χέρι. Τοῦ λένε νὰ φύγει γιὰ τὸ χειρουργεῖο.

«-Τί ἔκανε, λέει; Γιὰ μιὰ τσουγκρανιὰ νὰ φύγω; Τὸ παλιοτόμαρό μου βαστάει ἀκόμη. Καὶ συνεχίζει τὸν ἀγώνα. Παίρνει δεύτερο βόλι καὶ ἐξακολουθεῖ νὰ μάχεται καὶ τὸ δεύτερο τραῦμα γίνεται τρίτο καὶ ἕπεται συνέχεια.

Ὅταν δὲν ἦτο δυνατὸν πλέον νὰ συνεχίσει τὸν ἀγώνα, λέει:

«-Μωρὲ δὲν μποροῦσα νὰ εἶχα κι ἄλλο παλιοτόμαρο, νὰ βγάλω αὐτὸ τὸ τρυπημένο καὶ νὰ βάλω τὸ καινούργιο;». (σέλ. 76). 

Μὲ ἐκεῖνα τὰ ἡρωικά... παλιοτόμαρα εἶναι ραμμένη ἡ γαλανόλευκη. Τὰ τωρινὰ ὄντως παλιοτόμαρα τὴν μαγαρίζουν, σβήνοντας τὸ «ἐλευθερία ἢ θάνατος» τῶν ἐννέα λωρίδων καὶ βάζοντας στὴν θέση τοὺς τὶς πολύχρωμες μπογιὲς τῆς διαστροφῆς...

Ἡ μάχη τοῦ Κιλκὶς ἔκρινε τὴν τύχη τῆς Μακεδονίας, τῆς Ἑλλάδος ὅλης. Χάθηκε ὁ ἀνθὸς τότε τοῦ Γένους. Μιὰ ἐλάχιστη μνημόσυνη ἀναφορὰ στὰ βιβλία ἱστορίας τοῦ δημοτικοῦ σχολείου δὲν ἀξίζουν τόσοι ἥρωες; Οἱ σουφραζέτες τῆς Ἀγγλίας εἶναι σπουδαιότερες; Ζῶ στὸ Κιλκὶς καὶ ντρέπομαι, ὅταν ἔρχεται ἡ ὥρα νὰ διδάξω τοὺς Βαλκανικοὺς Πολέμους. Λέω στοὺς μαθητές μου ὅτι ἂν σκάψουμε τὴν αὐλὴ τοῦ σχολείου μας θὰ βροῦμε κόκκαλα Ἑλλήνων ἱερά. Τονίζω τὴν σπουδαιότητα τῆς μάχης, διαβάζουμε μεγαλειώδεις σκηνὲς θυσίας καὶ ἀντρειοσύνης. Καὶ πᾶς στὸ βιβλίο καὶ ἀντικρίζεις τὴν σιωπὴ καὶ τὴν περιφρόνηση. Γιατί;

Τοὺς διαβάζω ἕνα ὡραῖο,παλιὸ κείμενο, μαθητὴ σὲ σχολεῖο τοῦ Κιλκὶς λίγα χρόνια μετὰ τὴν μάχη:

«Ἕνα ἀπέραντο "Ἐθνικὸ Νεκροταφεῖο", ποὺ κρύβει στὰ σπλάχνα τοῦ τὰ κορμιὰ χιλιάδων παλληκαριῶν, εἶναι ὁ τόπο μας. Καὶ πάνω στὰ κορμιὰ αὐτὰ στήθηκαν τὰ θεμέλια αὐτῆς τῆς πόλης. Καὶ τὸ σιτάρι ποὺ φτιάχνει τὸ ψωμὶ μας θεριεύει καὶ μεστώνει ρουφώντας ἀπὸ τὴ γῆ αἷμα ἀντὶ γιὰ νερό.

Κάθε λόφος γύρω μας κι ἕνας "κρανίου τόπος". Κάθε χωράφι κι ἕνας «ἀγρὸς αἵματος» γιὰ νὰ χρησιμοποιήσω τοὺς χαρακτηρισμοὺς τοῦ Εὐαγγελίου ποὺ τόσο ταιριάζουν στὴν περίπτωση.

Τὰ πρῶτα χρόνια, τ’ ἀλέτρια ποὺ ὄργωναν τὴ γῆ, ἔφερναν στὴν ἐπιφάνεια λευκὰ κόκκαλα, "κόκκαλα Ἑλλήνων ἱερά", ἀντάμα μὲ σκουριασμένες ξιφολόγχες καὶ δερμάτινες παλάσκες περασμένες σὲ ζωστῆρες ποὺ ἔζωναν, κάποτε, λυγερὰ σώματα παλληκαριῶν. Κι ὅλοι μας, λίγο-πολύ, ἔχουμε νὰ θυμόμαστε πὼς κάποτε, σκάβοντας τὶς αὐλὲς τῶν σπιτιῶν μᾶς εἴχαμε βρεῖ σκουριασμένα ὅπλα κι ἀνθρώπινα κόκκαλα.

Σὰν στοιχειωμένος ἔμοιαζε τὸ τόπος μας καὶ τὰ παιδιὰ φοβόταν νὰ βγοῦν τὸ βράδυ ἀπὸ τὰ σπίτια τους.

Θυμᾶμαι τοὺς πρώτους περιπάτους ποὺ κάναμε μὲ τὸ νηπιαγωγεῖο, ἐκεῖ κοντὰ στοὺς πρόποδες τοῦ Ἄη-Γιώργη. Ἡ δασκάλα μᾶς ἔλεγε ὅτι οἱ παπαροῦνες στὸν τόπο μας εἶναι πιὸ κόκκινες ἀπὸ ἀλλοῦ "γιατί παίρνουν τὸ χρῶμα τους ἀπὸ τὸ αἷμα τῶν σκοτωμένων παλληκαριῶν". Κι ἐμεῖς διστάζουμε νὰ τὶς κόψουμε, ἀπὸ φόβο, μήπως  καὶ ματώσουμε τὰ χέρια μας».
(Στ. Λίβα «Ἡ παλιά, μικρή μας πόλη», σέλ. 179, Ἀθήνα 1988).

Αὐτὴ εἶναι ἡ πατρίδα μας, λέω τῶν παιδιῶν. Ἕνας «ἀγρὸς αἵματος». Αὐτὸς ὁ ἀγρός, ἡ Ἱστορία καὶ ἡ Πίστη μας, εἶναι γεμάτος ἄνθη μυρίπνοα, οἱ ἅγιοι καὶ οἱ ἥρωές μας. Τέτοια ἄνθη, σὰν αὐτὰ ποὺ φυτρώνουν στὴν ματοθρεμμένη γῆ τῆς Μακεδονίας μας, δὲν τὰ κόβεις, τὰ καμαρώνεις καὶ τὰ στολίζεις στὸ Εἰκονοστάσι τοῦ Γένους καὶ τῆς Ἐκκλησιᾶς, "ἐκεῖ νὰ λειτουργιῶνται".

1 σχόλιο:

  1. "Μην αποκάμης δουλευτή..." ευσυνείδητε κι ηρωϊκέ ,δάσκαλε,κε Νατσιέ.Το θάρρος κι η ομολογία σου,καθώς κι ολίγων άλλων κι οι προσευγές των Αγίων μακαρίων και ζώντων θα συγκινήσουν την άδολη αγάπη του Θεού ,ώστε να παραβλέψη το θράσος και την ασέβεια των πολλών και να ευλογήση και ελεήση ξανά το τιμημένον Γένος μας και την ταλαίπωρη Πατρίδα μας,χάριν του μικρού ποιμνίου.Ελπίζουμε σε καλύτερες ημέρες συν Θεώ. Γένοιτο. Δρ.Δέσποινα Κοντοστεργίου

    ΑπάντησηΔιαγραφή

ΚΑΝΤΕ ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ ΤΟΥ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟΥ ΜΑΣ.