11 Οκτ 2016

Ἡ ἀγωγὴ τῶν παιδιῶν γιὰ τὸ θάνατο

Tοῦ μητροπολίτη Σουρὸζ Anthony Bloom (+)
Ὁ τρόπος ἀντιμετώπισης τοῦ δικοῦ μας θανάτου διαφοροποιεῖται στὸν καθένα μᾶς ἀνάλογα μὲ τὴν ἡλικία καὶ τὶς περιστάσεις. Σκεφτεῖτε τὰ παιδιὰ ποὺ ἀκοῦν τὴ λέξη «θάνατος» καὶ εἴτε ἔχουν μία ἀσαφῆ ἰδέα γι' αὐτόν, εἴτε ἴσως ἔχουν χάσει ἕναν ἢ καὶ τοὺς δύο γονεῖς τους, καὶ πενθοῦν μέσα στὴν μοναξιά: ἡ ἀπώλεια εἶναι ποὺ χαρακτηρίζει τὴν ἀντίληψή τους γιὰ τὸ θάνατο, ὄχι ὁ ἴδιος ὁ θάνατος. Τὰ περισσότερα παιδιὰ -τὰ περισσότερα ἀγόρια σίγουρα- ἔχουν παίξει, σὲ κάποιες φάσεις τῆς ζωῆς τους, παιχνίδια πολέμου: «Σὲ πυροβόλησα. Εἶσαι πεθαμένος. Πέσε κάτω.»
Καὶ τὸ παιδὶ ξαπλώνει κάτω κι ἐκείνη τὴ στιγμὴ γνωρίζει συναισθηματικά, ἀλλὰ μέσα στὴν ἀσφάλεια τοῦ παιχνιδιοῦ, ὅτι εἶναι νεκρό, πράγμα ποὺ σημαίνει πὼς δὲν ἔχει δικαίωμα νὰ παίξει, νὰ τρέξει ἢ νὰ κινηθεῖ. Πρέπει νὰ μείνει ξαπλωμένο μ' ἕνα συγκεκριμένο τρόπο. Ἡ ζωὴ συνεχίζεται τριγύρω του, ἀλλὰ ἐκεῖνο δὲν ἀποτελεῖ πιὰ μέρος της, μέχρι τὴ στιγμὴ ποὺ αὐτὸ τοῦ φαίνεται πιὰ πολύ, καὶ πετάγεται πάνω λέγοντας: «Βαρέθηκα νὰ εἶμαι πεθαμένος. Σειρά σου τώρα».
Αὐτὴ εἶναι πολὺ σημαντικὴ ἐμπειρία, διότι τὸ παιδὶ μέσα ἀπ' αὐτὴ ἀνακαλύπτει ὅτι μπορεῖ νὰ....
εἶναι ξένο πρὸς τὴ ζωὴ κι ὡστόσο, ὅλο αὐτὸ εἶναι ἕνα παιχνίδι καὶ διαθέτει τὴν ἀσφάλεια ποὺ τὰ παιχνίδια διαθέτουν. Μπορεῖ νὰ τελειώσει ἀνὰ πάσα ὥρα καὶ στιγμὴ μὲ ἀμοιβαία συμφωνία, ἀλλὰ τὸ παιδὶ ὅλο καὶ κάτι θὰ ἔχει διδαχθεῖ. Θυμᾶμαι πρὶν πολλὰ χρόνια, ἕνα ὑπερβολικὰ εὐαίσθητο παιδὶ σὲ κάποια ἀπὸ τὶς κατασκηνώσεις μας, τὸ ὁποῖο βίωνε τὸ παιχνίδι αὐτὸ μὲ τέτοια ἔνταση ποὺ δὲν τὸ ἄντεχε. Ἔτσι ἔπαιξα ἕνα ὁλόκληρο παιχνίδι μαζί του, ὥστε μέσα ἀπὸ τὸ κρυφτὸ καὶ τὸ κυνηγητὸ τοῦ πολεμικοῦ παιχνιδιοῦ, νὰ μπορέσει νὰ εἰσέλθει μέσα σ' αὐτὴ τὴν ἐμπειρία. Γι' αὐτόν, δὲν ἦταν παιχνίδι· ἦταν πολὺ ἀληθινό.
Ἡ εἰσαγωγὴ ἑνὸς παιδιοῦ στὸ ζήτημα τοῦ θανάτου μπορεῖ νὰ γίνει μὲ τρόπο τερατώδη καὶ νὰ τὸ ὁδηγήσει στὴ νοσηρότητα, ἢ ἀντιθέτως μπορεῖ νὰ γίνει μὲ τρόπο σωστὸ καὶ ὑγιῆ. Τὸ παράδειγμα ποὺ ἀκολουθεῖ εἶναι ἀληθινό, ὄχι φανταστικό. Μία ἡλικιωμένη κυρία, πολυαγαπημένη γιαγιά, πέθανε μετὰ ἀπὸ μακροχρόνια καὶ ὀδυνηρὴ ἀσθένεια. Μὲ κάλεσαν νὰ ἔρθω στὸ σπίτι καὶ ὅταν κατέφθασα, διαπίστωσα πὼς τὰ παιδιὰ εἶχαν ἀπομακρυνθεῖ.
Οἱ γονεῖς μου ἐξήγησαν: «Δὲν θὰ μπορούσαμε νὰ ἐπιτρέψουμε στὰ παιδιὰ νὰ μείνουν σ' ἕνα σπίτι ὅπου ὑπάρχει νεκρός». «Γιατί ὄχι;» τοὺς ρώτησα. «Διότι γνωρίζουν τί σημαίνει θάνατος», ἀποκρίθηκαν. «Καὶ τί σημαίνει θάνατος;», ξαναρώτησα. «Εἶδαν στὸν κῆπο τὶς προάλλες ἕνα κουνέλι κομματιασμένο ἀπὸ τὶς γάτες· ἑπομένως γνωρίζουν τί εἶναι ὁ θάνατος». Ἀντεῖπα λοιπὸν πὼς ἂν αὐτὴ ἦταν ἡ εἰκόνα τοῦ θανάτου ποὺ εἶχαν τὰ παιδιά, τότε ἦταν καταδικασμένα γιὰ πάντα νὰ κατακλύζονται ἀπὸ μία αἴσθηση τρόμου, κάθε φορᾶ ποὺ θὰ ἀκοῦν τὴν λέξη «θάνατος», κάθε φορᾶ ποὺ θὰ παρακολουθοῦν ἕνα μνημόσυνο, κάθε φορᾶ ποὺ θὰ βλέπουν ἕνα φέρετρο - ἀνείπωτος τρόμος κρυμμένος σ' ἕνα ξύλινο κουτί.
Μετὰ ἀπὸ μακρὰ συζήτηση, κατὰ τὴν ὁποία οἱ γονεῖς μου εἶπαν πὼς τὰ παιδιὰ θὰ ἦταν καταδικασμένα σὲ νευρικὴ καταρράκωση ἂν τοὺς ἐπιτρεπόταν νὰ δοῦν τὴν γιαγιά τους, καὶ πὼς ἡ πνευματική τους κατάσταση θὰ ἦταν δική μου εὐθύνη, ἔφερα τὰ παιδιὰ πίσω. Ἡ πρώτη τους ἐρώτηση ἦταν: «Τί συνέβη, πραγματικά, στὴ γιαγιά;» Τοὺς ἀπάντησα τὸ ἑξῆς: «Θυμάστε ποῦ ἡ γιαγιά σας, ἐπανειλημμένα στὸ παρελθόν, εἶχε πεῖ πῶς λαχταράει νὰ ξανασμίξει μὲ τὸν ἄντρα της στὴν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, ὅπου ἐκεῖνος εἶχε ἤδη πάει; Αὐτὸ τῆς συνέβη τώρα». «Ὅποτε εἶναι εὐτυχισμένη;», μὲ ξαναρώτησε τὸ ἕνα ἀπ' τὰ παιδιά. «Ναί», ἀποκρίθηκα.
Στὴ συνέχεια, πήγαμε στὸ δωμάτιο ὅπου κείτονταν ἡ γιαγιά. Ἡ γαλήνη ἐκεῖ ἦταν ὑπέροχη. Ἡ ἡλικιωμένη γυναίκα, ποὺ τὸ πρόσωπο της ἦταν ρημαγμένο ἀπὸ τὰ τελευταία χρόνια τς ὀδύνης, κείτονταν ἀπόλυτα γαλήνια καὶ ἤρεμη. Ἕνα ἀπ' τὰ παιδιὰ εἶπε: «Ὥστε αὐτὸς εἶναι ὁ θάνατος». Καὶ τὸ ἄλλο εἶπε: «Τί ὄμορφα!» Αὐτὲς εἶναι δύο ὄψεις τῆς ἴδιας ἐμπειρίας. Θὰ ἐπιτρέψουμε στὰ παιδιὰ νὰ δοῦν τὸ θάνατο μέσα ἀπὸ τὴν εἰκόνα τοῦ κατακρεουργημένου στὸν κῆπο ἀπὸ τὶς γάτες μικροῦ κουνελιοῦ, ἢ θὰ τοὺς ἀφήσουμε νὰ δοῦν τὴ γαλήνη καὶ τὴν ὀμορφιὰ τοῦ θανάτου;
Στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, φέρνουμε τὸν πεθαμένο στὸ ναὸ ὅσο γρηγορότερα μποροῦμε. Προσευχόμαστε ὑπὸ τὴν παρουσία ἑνὸς ξεσκέπαστου φερέτρου. Ἐνήλικες καὶ παιδιὰ τὸ πλησιάζουν. Ὁ θάνατος δὲν εἶναι κάτι ποὺ πρέπει νὰ ἀποκρυφτεῖ· εἶναι κάτι ἁπλό, εἶναι μέρος τῆς ζωῆς. Καὶ τὰ παιδιὰ μποροῦν νὰ δοῦν τὸ πρόσωπο τοῦ συχωρεμένου καὶ τὴν εἰρήνη ποὺ τὸ ἔχει ἐπισκιάσει. Ἀσπαζόμαστε τὴ σορό. Δὲν πρέπει νὰ ξεχνᾶμε, σ' αὐτὸ τὸ σημεῖο, νὰ προειδοποιοῦμε τὰ παιδιὰ πὼς ὅταν θὰ ἀσπαστοῦν τὸ μέτωπο τοῦ συχωρεμένου ἀνθρώπου -τὸ μέτωπο ποὺ ἦταν πάντοτε ζεστὸ- αὐτὸ θὰ εἶναι τώρα κρύο. «Αὐτὸ εἶναι τὸ σημάδι τοῦ θανάτου», μποροῦμε νὰ τοὺς ποῦμε. Ἡ ζωὴ συνεπάγεται θερμότητα. Ὁ θάνατος εἶναι ψυχρός. Κι ἔτσι, τὸ παιδὶ δὲν τρομοκρατεῖται γιατί ἔχει ἐμπειρία θερμῶν καὶ ψυχρῶν πραγμάτων, καὶ καθετὶ ἀπ' αὐτὰ ἔχει τὴ δική του φύση, τὸ δικό του νόημα.
Αὐτὲς οἱ πρῶτες ἐντυπώσεις, καθορίζουν τὸν τρόπο ποὺ ἀντιμετωπίζουμε ἀργότερα τὸ θάνατο.
Ἀπὸ τὸ βιβλίο «O Θάνατος ὡς κέρδος» ἐκδόσεις Ἐν πλῶ, 2006

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΚΑΝΤΕ ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ ΤΟΥ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟΥ ΜΑΣ.