21 Ιουν 2016

Ἡ Πανορθόδοξη Σύνοδος τῆς Κρήτης ἀντιγράφει τὴν Β΄ Βατικανὴ...

Φώτο: Αἱρετικοὶ παρατηρητὲς στὴν ἐναρκτήρια συνεδρίαση τῆς Μεγάλης Συνόδου (20/06/16)
Ἱερὰ Μητρόπολις Πειραιῶς, γραφεῖο ἐπὶ τῶν αἱρέσεων καὶ τῶν παραθρησκειῶν
Νέα ἀπάντηση στὸν Θεοφ. Ἐπίσκοπο Ἀβύδου κ.Κύριλλο
Δὲν εἴχαμε σκοπὸ νὰ ἀσχοληθοῦμε ἐκ νέου μὲ τὸ μακροσκελέστατο, (38 σελίδων), ἄρθρο τοῦ Θεοφιλεστάτου Ἐπισκόπου Ἀβύδου κ. Κυρίλλου μὲ τίτλο «Ἐμπιστεύομαι τὴν Ἐκκλησία». Ὡστόσο ἐπειδὴ ὁ κατὰ τὰ ἄλλα ἀγαπητὸς καὶ σεβαστὸς Θεοφιλέστατος, (στὸ ἑξῆς Θ.Α.Κ.), θεώρησε ἀναγκαῖο νὰ ἀπαντήσει στὸν σχολιασμό μας, ὑπακούοντας στὴν προτροπὴ τοῦ Σεβασμιωτάτου μας καὶ ζητώντας τὶς εὐχές του, θὰ μποῦμε καὶ πάλι στὸν κόπο νὰ δώσουμε νέες ἐξηγήσεις, καὶ ἀπαντήσεις, ἀλλὰ καὶ νὰ θέσουμε ἐρωτήματα.
Θεοφιλέστατε Ἅγιε Ἀβύδου,
Γράφετε: «Ὁ συντάκτης τῆς δικῆς σας ἀπάντησης δὲν εἶναι ὁ ἐν Χριστῷ ἀδελφὸς Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης σας, ἀλλὰ οὔτε καν - ἐξ ὁλοκλήρου ἡ ἐν μέρει - ἐσεῖς».  Κατ’ ἀρχὴν...
ξεκαθαρίζουμε ὅτι κανένα κείμενο, εἴτε τοῦ Γραφείου Αἱρέσεων, εἴτε ἄλλου Γραφείου τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως δὲν δημοσιεύεται χωρὶς τὴν ἔγκριση τοῦ Σεβασμιωτάτου. Αὐτὸ σημαίνει ὅτι τὰ πολυάριθμα μέχρι σήμερα δημοσιευθέντα κείμενα τοῦ Γραφείου μας, (ποὺ ἀνήκουν ἐξ’ ὁλοκλήρου στοὺς συντάκτες τοῦ Γραφείου καὶ σὲ κανέναν ἄλλον), προτοῦ δημοσιευθοῦν, περνοῦν ἀπὸ τὸ «ψιλὸ κόσκινο» τοῦ Σεβασμιωτάτου, ὑφίστανται τροποποιήσεις καὶ βελτιώσεις καὶ ἔτσι παίρνουν τὴν τελική τους μορφή. Ἑπομένως ἡ κάθε κριτικὴ ποὺ ἀσκεῖται ἐναντίον τῶν κειμένων τοῦ Γραφείου μας, στρέφεται κατ’ οὐσίαν ἐναντίον τοῦ Σεβασμιωτάτου.    

Παρὰ κάτω γράφετε: «Δὲν προτίθεμαι νὰ ἐπαναλάβω, ὅσα ἔγραψα καὶ ἀσφαλῶς καὶ κυρίως δὲν προτίθεμαι νὰ ἀνατρέψω πρόταση – πρόταση τὸ δικό σας κείμενο». Θεοφιλέστατε εἶναι ἀντιφατικὸ καὶ ἀνακόλουθο ἐσεῖς μὲν νὰ μὴν προτίθεστε, ἢ μᾶλλον νὰ μὴν τολμᾶτε, νὰ ἀνατρέψετε τὸ κείμενό μας «πρόταση – πρόταση», καὶ παράλληλα νὰ  μέμφεστε τὸ Γραφεῖο μας ἐπειδὴ δὲν ἀπήντησε λεπτομερῶς «πρόταση – πρόταση» σὲ ὅλα τὰ σημεῖα τοῦ ἄρθρου σας, ἀλλὰ μόνο στὰ κυριότερα καὶ οὐσιωδέστερα. Τολμῆστε λοιπόν, νὰ ἀνατρέψετε ἐκεῖνα τὰ σημεῖα τοῦ ἄρθρου σας τὰ ὁποία σχολιάσαμε.  Τὸ περιμένουμε μὲ ἀγωνία, ὄχι μόνον ἐμεῖς, ἀλλὰ καὶ ὅλος ὁ πιστὸς λαὸς τοῦ Θεοῦ!

Γιὰ νὰ σᾶς βοηθήσουμε στὸ ἐγχείρημά σας, σᾶς ὑπενθυμίζουμε:

1. Ἐπισημάνατε ὅτι ὁ χριστιανικὸς κόσμος «μετὰ ἀπὸ μία δεύτερη χιλιετία διχασμοῦ, ἀμοιβαίας ἀποξένωσης καὶ ἀλλοτρίωσης στὸν τελευταῖο κυρίως αἰώνα τῆς δεύτερης χιλιετίας αἰσθάνθηκε τὴν ἀνάγκη τοῦ διαλόγου καὶ τῆς προσέγγισης». Σχολιάσαμε: «Ἡ Ὀρθοδοξία, πιστὴ στὴν ταυτότητά της καὶ στὴν ἀδιάκοπη ποιμαντική της πράξη ἀπέναντι στοὺς ἐξερχομένους ἀπὸ τοὺς κόλπους της αἱρετικοὺς καὶ σχισματικούς, ἀμέσως μετὰ τὸ σχίσμα τοῦ 1054 καὶ μέχρι τὰ τέλη τοῦ 19ου αἰώνα διεξήγαγε σειρὰ θεολογικῶν διαλόγων μαζί τους, μεριμνώντας γιὰ τὴν ἐπιστροφή τους στὴν ἐν Χριστῷ Ἀλήθεια». Πράγμα ποὺ σημαίνει ὅτι δὲν ὑπῆρξε ἀποξένωση ὅπως ἰσχυρίζεστε. Τί ἀπαντᾶτε ἐσεῖς σ’ αὐτό: Ἀπολύτως τίποτα. Τί ἔχετε νὰ μᾶς πεῖτε γιὰ τοὺς συγχρόνους Διαλόγους; Ἔχουν χρεοκοπήσει ναί, ἢ ὄχι; Εἶναι ὀρθόδοξα τὰ κείμενα τοῦ Balamand, τῆς Ραβένας, τοῦ Πόρτο Ἀλέγκρε, καὶ τοῦ Πουσᾶν, ναὶ ἢ ὄχι; 

2. Παρὰ κάτω γράφετε: «ὅταν διαλέγεσαι μὲ αὐτοὺς ποὺ κάποιοι καλοῦν αἱρετικούς, κάποιοι ἄλλοι τοὺς καλοῦν ἑτεροδόξους, οὐσιαστικὰ βάζεις ἀνάχωμα…». Σχολιάσαμε: «Οἱ σύγχρονοι Διάλογοι ποὺ γίνονται ἐδῶ καὶ πολλὲς δεκαετὲς πόσο ‘ἀνάχωμα’ ἐπέφεραν στὴν προσηλυτιστικὴ δράση τοῦ Παπισμοῦ μέσω τῆς Οὐνίας, ἢ τῶν προτεσταντῶν στὶς Ὀρθόδοξες χῶρες»; Τί ἀπαντᾶτε ἐσεῖς στὸν σχολιασμὸ μας αὐτό; Ἀπολύτως τίποτα.

3. Παρὰ κάτω γράφετε: «Καλεῖσαι καὶ μπορεῖς νὰ ἀντιμετωπίσεις ἀπὸ κοινοῦ τὶς προκλήσεις τοῦ κόσμου τῆς ἀθεΐας καὶ ἡ ἀντιμετώπιση εἶναι γιὰ προφανεῖς λόγους ἀποτελεσματικώτερη». Σχολιάσαμε: «Ἡ αἵρεση εἶναι κατὰ τὸν ἅγιο [Γρηγόριο τὸν Παλαμὰ] ἕνα δεύτερο εἶδος ἀθεΐας. Πῶς λοιπὸν μπορεῖ σήμερα ἡ Ὀρθοδοξία νὰ ἀντιμετωπίσει  ‘ἀπὸ κοινοῦ, [μὲ τοὺς  ἀθέους, παπικούς], τὶς προκλήσεις τοῦ κόσμου τῆς ἀθεΐας’; Αὐτὸ εἶναι ἀδύνατο διότι ὁ δαίμονας τῆς ἀθεΐας δὲν καταπολεμεῖται καὶ δὲν ἀντιμετωπίζεται μὲ ἄλλο δαίμονα, τὸν δαίμονα τῆς αἱρέσεως». Τί ἀπαντᾶτε ἐσεῖς σ’ αὐτό: Ἀπολύτως τίποτα.   
              
4. Παρὰ κάτω ἀρχίζετε νὰ σχολιάζετε τὸ κείμενο: «Σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρὸς τὸν λοιπὸν Χριστιανικὸν κόσμον». Στὸ σχολιασμὸ τοῦ ἄρθρου 22 ἀναφέρετε ὅτι «ἡ γνησιότητα τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως διασφαλίζεται …διὰ τῆς Ἐκκλησίας ἀποφαινομένης ἐν συνόδω, διὰ τῆς λειτουργίας τοῦ συνοδικοῦ συστήματος ποὺ ἀποτελοῦσε στὴν ἱστορικὴ πορεία τῆς Ἐκκλησίας καὶ ἀποτελεῖ μέχρι σήμερα τὸν ἁρμόδιο κριτὴ περὶ τῶν θεμάτων πίστεως». Δὲν ἐπισημαίνετε δηλαδὴ κανένα λάθος στὴ διατύπωση τοῦ ἄρθρου 22.
Σχολιάσαμε: «Τὸ ἄρθρο 22 εἶναι μὲ τέτοιο τρόπο διατυπωμένο, ὥστε νὰ προδικάζει τὸ ἀλάθητο τῶν ἀποφάσεων τῆς μέλλουσας νὰ συνέλθει Ἁγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου. Θεωρεῖ, ὅτι ‘ἡ διατήρησις τῆς γνησίας ὀρθοδόξου πίστεως διασφαλίζεται μόνον διὰ τοῦ συνοδικοῦ συστήματος, τὸ ὁποῖον ἀνέκαθεν ἐν τῇ Ἐκκλησία ἀπετέλει τὸν ἁρμόδιον καὶ ἔσχατον κριτὴν περὶ τῶν θεμάτων τῆς πίστεως’.

Στὸ ἄρθρο αὐτὸ παραγνωρίζεται τὸ ἱστορικὸ γεγονός, ὅτι στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἔσχατο κριτήριο εἶναι ἡ γρηγοροῦσα δογματικὴ συνείδηση τοῦ πληρώματος τῆς  Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία στὸ παρελθὸν ἐπεκύρωσε, ἡ θεώρησε ληστρικὲς ἀκόμη καὶ Οἰκουμενικὲς Συνόδους. Τὸ συνοδικὸ σύστημα ἀπὸ μόνο τοῦ δὲν διασφαλίζει μηχανιστικὰ τὴν ὀρθότητα τῆς ὀρθοδόξου πίστεως. Αὐτὸ γίνεται μόνο, ὅταν οἱ συνοδικοὶ Ἐπίσκοποι ἔχουν μέσα τους ἐνεργοποιημένο τὸ Ἅγιο Πνεῦμα καὶ τὴν Ὑποστατικὴ Ὁδό, τὸν Χριστό, ὅποτε ὡς συν-ὁδικοὶ εἶναι στὴν πράξη καὶ «ἑπόμενοι τοῖς ἁγίοις πατράσι». Τί ἀπαντᾶτε ἐσεῖς στὸν σχολιασμὸ μας αὐτό; Ἀπολύτως τίποτα.  
               
5. Παρὰ κάτω γράφετε: «Ἡ μαρτυρία καὶ ὁ διάλογος τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας μὲ τὸ λοιπὸ χριστιανικὸ κόσμο δίδεται καὶ ὀφείλει νὰ δίδεται ἐπὶ τὴ βάσει τῆς ἀποστολικῆς παραδόσεως καὶ πίστεώς μας», συμφωνώντας ἀπολύτως μὲ τὴν διατύπωση τοῦ ἄρθρου 24. Σχολιάσαμε: «Μποροῦμε νὰ ποῦμε ὅτι στοὺς μέχρι τώρα γενομένους διαλόγους ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἔδωσε τὴν μαρτυρία ‘τῆς ἀποστολικῆς παραδόσεως καὶ πίστεώς μας; Τί μαρτυροῦν τὰ κείμενα τοῦ Balamand κ.λ.π. τὰ ὁποία μνημονεύσαμε προηγουμένως;». Ποιὰ εἶναι ἡ ἀπάντησή σας στὸν σχολιασμὸ μας αὐτό; Καμία.

 6. Παρὰ κάτω, στὰ συμπεράσματά σας, γράφετε: «Ἡ περὶ ἀποκλειστικότητας τῆς Ἐκκλησίας διδασκαλία δὲν ἀποτελεῖ δογματικὴ διδασκαλία τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας». Σχολιάσαμε: «Ἡ θεωρία αὐτή τῆς ‘μὴ ἀποκλειστικότητος’ βέβαια δὲν εἶναι καινούργια, ἀλλὰ ἔχει τὶς ρίζες της στοὺς Ρώσους θεολόγους τῆς Διασπορᾶς Π. Εὐδοκίμωφ καὶ Ν. Μπερντιάεφ καὶ ἀργότερα στὴν Β΄ Βατικανὴ Σύνοδο». Τί ἀπαντᾶτε ἐσεῖς στὸν σχολιασμὸ μας αὐτό; Ἀπολύτως τίποτα.

7. Σχετικὰ μὲ τὸ θέμα αὐτὸ θεωροῦμε ἀναγκαῖο νὰ προσθέσουμε στὸ σημεῖο αὐτὸ μία πολὺ σημαντικὴ παρατήρηση τοῦ πρωτ. π. Πέτρου Χίρς, Διδάκτορος τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Α.Π.Θ. σὲ κάποια ὁμιλία του στὴ «Διάκειο Σχολὴ Λαοῦ Πατρῶν», στὶς 18.5.2016. Ὁ ὡς ἄνω κληρικός, βαθὺς γνώστης τῶν ἀποφάσεων τῆς Β΄ Βατικανῆς Συνόδου, (1962-65), ἐπισημαίνει τὴν ἀπόλυτη ταύτιση τῆς νέας ἐκκλησιολογικῆς διδασκαλίας ποὺ υἱοθετήθηκε ἀπὸ τὴν ἐν λόγω Σύνοδο στὸ Διάταγμα Lumen Gentium, μὲ τὴν περὶ ἐκκλησίας ἀντίληψη, ὅπως αὐτὴ ἐκφράζεται στὸ προσυνοδικὸ κείμενο: «Σχέσεις Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μὲ τὸν λοιπὸν χριστιανικὸν κόσμον».

Στὸ Διάταγμα Lumen Gentium ἐγκαταλείπεται ἡ ἀπόλυτη καὶ ἀποκλειστικὴ ταύτιση τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ μὲ τὴν Ρωμαιοκαθολικὴ «Ἐκκλησία», ὅπως εἶχε παραδοσιακὰ καθιερωθεῖ καὶ διεκήρυσσε τὸ ἐπὶ αἰῶνες στὶς παπικὲς ἐγκυκλίους, καὶ ἀντικαθίσταται μὲ τὴν δήλωση ὅτι: «Ἡ ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ ἐνυπάρχει (subsistitin) στὴν Καθολικὴ Ἐκκλησία». Ὁ Λατινικὸς ὅρος «subsistitin» οὐσιαστικὰ εἰσάγει καὶ ἀποδέχεται ἐκκλησιαστικότητα, ἔστω καὶ ἀτελῆ, στὶς ἐκτός τῆς Ρωμαιοκαθολικῆς «Ἐκκλησίας» ἐκκλησιαστικὲς κοινότητες.

Αὐτὸ σημαίνει ὅτι οἱ Ρωμαιοκαθολικοὶ εἰσάγουν τὴν «μὴ ἀποκλειστικότητα», τὴν ὁποία ἐσεῖς Θεοφιλέστατε, τόσο ἔνθερμα ὑποστηρίζετε, ταυτιζόμενος, χωρὶς ἴσως νὰ τὸ ἀντιλαμβάνεσθε, μ’ αὐτούς. Τὸ τραγικὸ εἶναι ὅτι ἡ ἴδια ἀντίληψη ἐκφράζεται, μὲ μία διαφορετικὴ διατύπωση βέβαια, καὶ στὸ προσυνοδικὸ κείμενο: «Σχέσεις Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας…»: «Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἀναγνωρίζει τὴν ἱστορικὴν ὕπαρξιν ἄλλων Χριστιανικῶν Ἐκκλησιῶν καὶ Ὁμολογιῶν μὴ εὐρισκομένων ἐν κοινωνία μετ’ αὐτῆς». Οὐσιαστικὰ τὸ προσυνοδικὸ κείμενο ἀντιγράφει τὴν  Β΄ Βατικανή.

8. Παρὰ κάτω ἰσχυρίζεστε ὅτι ἡ περὶ ἀποκλειστικότητας τῆς Ἐκκλησίας διδασκαλία ἀποτελεῖ προσωπικὴ ἀντίληψη τοῦ Ἁγ. Κυπριανοῦ Καρθαγένης, τὴν ὁποία ἀργότερα ἡ Ἐκκλησία δὲν ἀπεδέχθη διὰ τοῦ 95ου κανόνα τῆς Πενθέκτης Οἰκουμενικῆς: «Ἐπειδὴ προφανῶς οἱ ἀντιλήψεις τοῦ Ἁγ. Κυπριανοῦ ποὺ διακηρύσσουν τὴν ἀποκλειστικότητα δὲν ἐγένοντο δεκτὲς ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία, οἱ ἱεροὶ κανόνες μὲ σαφήνεια προσδιορίζουν, πότε τὸ βάπτισμα ὡς ἀνυπόστατο χρειάζεται νὰ γίνει, ὅταν κανεὶς προσέρχεται στὴν Ἐκκλησία, πότε ἀπαιτεῖται χρίσμα καὶ πότε ἀπαιτεῖται μόνο ὁ λίβελλος».

Σχολιάσαμε: «Παραθεωρεῖ ὅμως τὸ γεγονὸς [ὁ Θ.Α.Κ.] ὅτι οἱ θέσεις τοῦ ἁγίου Κυπριανοῦ δὲν εἶναι ἰδικὲς του προσωπικὲς θέσεις, ἀλλὰ ἔγιναν ἀποδεκτὲς ἀπὸ τρεῖς τοπικὲς Συνόδους τῆς Ἀφρικῆς, (τὸ Φθινόπωρο τοῦ 255 μὲ 31 ἐπισκόπους, τὴν Ἄνοιξη τοῦ 256 μὲ 71 ἐπισκόπους, καὶ τὸν Σεπτέμβριο τοῦ 256 μὲ 85 ἐπισκόπους). Οἱ τοπικὲς αὐτὲς Σύνοδοι, ἀκολουθώντας τοὺς Ἀποστολικοὺς Κανόνες 46, 47, 50 καὶ 68, ἐδογμάτισαν ὅτι ὅλα τὰ ‘μυστήρια’ τῶν αἱρετικῶν εἶναι ἐντελῶς ἀνυπόστατα. Ἡ Σύνοδος τῆς Καρχηδόνος, (255 μ.Χ.), στὴν ἀπόφασή της τονίζει ὅτι ἀκολουθεῖ τὴν πάγια μέχρι τότε ἐκκλησιαστικὴ παράδοση: ‘οὐ πρόσφατον γνώμην, οὐδὲ νῦν ἠδρασμένην προσφέρομεν, ἀλλὰ τὴν πάλαι ὑπὸ τῶν προγενεστέρων ἠμῶν μετὰ πάσης ἀκριβείας καὶ ἐπιμελείας δεδοκιμασμένην’, καὶ ἀποφαίνεται: ‘μηδένα βαπτίζεσθαι δύνασθαι ἔξω τῆς καθολικῆς Ἐκκλησίας, ἑνὸς ὄντος βαπτίσματος καὶ ἐν μόνη τὴ καθολικὴ Ἐκκλησία ὑπάρχοντος’.

Ἐὰν λοιπὸν θεωρήσουμε ὅτι οἱ δογματικὲς ἀποφάσεις τῶν τοπικῶν Συνόδων τῆς Ἀφρικῆς δὲν ἔγιναν καθολικῶς ἀποδεκτὲς ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία, διότι ἐκφράζουν μία ‘ἐκκλησιαστικὴ συγκυρία τοῦ 3ου αἰῶνος’ καὶ ἕνα ἁπλὸ ‘ἔθος’, τότε κατ’ ἀνάγκην θὰ πρέπει νὰ θεωρήσουμε καὶ τοὺς Ἀποστολικοὺς Κανόνες 46, 47, 50 καὶ 68, ὡς τέτοιους, δηλαδὴ ὡς μὴ καθολικὰ ἀποδεκτούς, πράγμα ἄτοπον. Διότι οἱ ἐν λόγω Ἱεροὶ Κανόνες δὲν ἀφήνουν κανένα περιθώριο νὰ θεωρήσουμε τὰ μυστήρια τῶν αἱρετικῶν ὡς ὑποστατᾶ καθ’ ἑαυτὰ καὶ ἔγκυρα. Ἀλλὰ καὶ  τοὺς Ἱεροὺς Κανόνες τοῦ Μεγ. Βασιλείου 1 καὶ 47, θὰ πρέπει ἐπίσης νὰ θεωρήσουμε ὡς μὴ καθολικὰ ἀποδεκτούς, διότι καὶ αὐτοί, (ὅπως καὶ οἱ παρὰ πάνω ἀναφερθέντες ἀποστολικοὶ) ἐκφράζουν τὴν ‘ἀποκλειστικότητα’, ἐπειδὴ καὶ αὐτοὶ εἶναι ἀπόλυτα σύμφωνοι μὲ τὶς δογματικὲς ἀποφάσεις τῶν τοπικῶν Συνόδων τῆς Ἀφρικῆς». Τί ἀπαντᾶτε ἐσεῖς στὸν σχολιασμὸ μας αὐτό; Ἀπολύτως τίποτα. 

9. Παρὰ κάτω γράφετε: «Ἡ Ὀρθόδοξη Θεολογία θεωρεῖ ὅτι ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ μπορεῖ νὰ πνέει καὶ ἔξω ἀπὸ τὰ κανονικὰ ὅρια τῆς Ἐκκλησίας καὶ αὐτὸ εἶναι σύμφωνο μὲ τὴ βιβλικὴ καὶ πατερικὴ διδασκαλία». «Εἶναι δεδομένο καὶ ἀπολύτως κατανοητὸ ὅτι γιὰ νὰ μπορεῖ νὰ γίνει λόγος γιὰ Ἐκκλησία ἔξω ἀπὸ τὴ Μία, Ἁγία, Καθολικὴ καὶ Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία, θὰ πρέπει νὰ ὑπερβεῖ κανεὶς τὴν ἀντίληψη τῆς ἀποκλειστικότητας καὶ νὰ παραδεχθεῖ τὴν ὕπαρξη τῆς χάριτος καὶ τὴν πνοὴ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἐκτὸς αὐτῆς. Μὲ ἄλλα λόγια τίθεται τὸ ἐρώτημα, ἐὰν στὶς διατετμημένες καὶ ἀποσχισθεῖσες ὁμάδες μπορεῖ νὰ ὑπάρχουν μυστήρια, ἀρχῆς γενομένης ἀπὸ τοῦ βαπτίσματος».

Σχολιάσαμε: «Τὸ ἅγιο Πνεῦμα ἐπειδὴ ἀκριβῶς εἶναι τὸ ‘Πνεῦμα τῆς ἀληθείας’, γνωρίζουμε ὅτι πνέει μόνο πρὸς τὴν κατεύθυνση τοῦ Χριστοῦ, σύμφωνα μὲ τὸν λόγον Του: ‘ἐκεῖνος ἐμὲ δοξάσει, ὅτι ἐκ τοῦ ἐμοῦ λήψεται καὶ ἀναγγελεῖ ὑμῖν’ (Ἰω. 16,14). Αὐτὸ σημαίνει ὅτι Ἐκεῖνο μᾶς ὁδηγεῖ στὴν Ἐκκλησία, διότι Αὐτὴ εἶναι ‘στύλος καὶ ἑδραίωμα τῆς ἀληθείας’ (Α΄ Τίμ.3,15). Κλασικὸ παράδειγμα ἀποτελεῖ ἡ περίπτωση τοῦ Κορνηλίου (βλ. Πράξεις 10,1-43)… Εἶναι φανερὸ ἑπομένως ὅτι ἡ μὲ τέτοιο τρόπο καὶ γιὰ τέτοιο σκοπὸ πνοὴ τοῦ ἁγίου Πνεύματος στοὺς ἐκτός τῆς ἐκκλησίας, μὲ κανένα τρόπο δὲν σημαίνει ὅτι ἡ Χάρις τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἐνεργεῖ στὰ μυστήρια τῶν αἱρετικῶν καὶ παρέχει σωτήρια ἀποτελέσματα.

Κατ’ ἐπέκτασιν εἶναι ἀδύνατον νὰ γίνει λόγος ‘γιὰ Ἐκκλησία ἔξω ἀπὸ τὴ Μία, Ἁγία, Καθολικὴ καὶ Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία’, διότι ἁπλούστατα δὲν ἐνεργεῖ ἡ Χάρις τοῦ Ἁγίου Πνεύματος στὰ μυστήρια τῶν αἱρετικῶν. Ἡ πνοὴ τοῦ ἁγίου Πνεύματος στὴν ἐποχὴ τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, (στοὺς πατριάρχες καὶ προφῆτες), δὲν εἶχε σωτηριολογικὸ χαρακτήρα, ἀλλὰ προπαρασκευαστικὸ γιὰ τὴν προετοιμασία τῆς ἀνθρωπότητος στὴν ἐν Χριστῷ σωτηρία. Ἂν αὐτὴ ἔσωζε τότε θὰ ἦταν περιττή, ἴσως καὶ ἀνόητη ἡ σάρκωση τοῦ Θεοῦ Λόγου». Τί ἀπαντᾶτε ἐσεῖς στὸν σχολιασμὸ μας αὐτό; Ἀπολύτως τίποτα.

10. Ἐπίσης χρησιμοποιεῖτε τὸ χωρίο τοῦ ἀποστόλου Παύλου: «ἔθνη τὰ μὴ νόμον ἔχοντα, φύσει τὰ τοῦ νόμου ποιῆ» (Ρωμ. 2,14), γιὰ νὰ ἀποδείξετε ὅτι τὰ ἔθνη, χωρὶς νὰ ἔχουν ὡς ὁδηγὸ τὸν Μωσαϊκὸ νόμο, (καὶ φυσικὰ οὔτε τὸν νόμο τοῦ Εὐαγγελίου), ἀλλὰ μόνον τὸ νόμο τῆς συνειδήσεῶς των δὲν ἀποκλείονται ἀπὸ τὴ δυνατότητα τῆς σωτηρίας. Ὡστόσο ἂν διαβάζατε τί λέει ὁ ἀπόστολος λίγο παρὰ κάτω, δὲν θὰ βγάζατε αὐτὸ τὸ ἐπιπόλαιο συμπέρασμα: «πάντες γὰρ ἥμαρτον καὶ ὑστεροῦνται τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ, δικαιούμενοι δωρεὰν τῇ αὐτοῦ χάριτι διὰ τῆς ἀπολυτρώσεως τῆς ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ» (Ρωμ.3,23-24). Ὅλοι ἁμάρτησαν, Ἰουδαῖοι καὶ Ἐθνικοί, καὶ αὐτοὶ ποὺ εἶχαν ὡς ὁδηγὸ τὸν Μωσαϊκὸ νόμο καὶ αὐτοὶ ποὺ εἶχαν ὡς ὁδηγὸ τὸν νόμο τῆς συνειδήσεως. Ὅλοι στερήθηκαν τὴν δόξα τῆς Βασιλείας τῶν οὐρανῶν καί ἑπομένως ὅλοι δικαιοῦνται, σώζονται, διὰ τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὅλοι ἔχουν ἀνάγκη τῆς ἐν Χριστῷ ἀπολυτρώσεως. (Βλέπε καὶ ἑρμηνεία τοῦ ἁγίου Νικοδήμου τοῦ ἁγιορείτου στὴν πρὸς Ρωμαίους ἐπιστολή, Τόμ. Α΄ σελ.115-116, Ἔκδ. «Ὀρθόδοξος Κυψέλη»).

11. Παρὰ κάτω γράφετε: «Ἡ ἑνότητα τῆς καθολικῆς Ἐκκλησίας δὲ θίγεται ἀπὸ τὴ διαίρεση τοῦ χριστιανικοῦ κόσμου». Καὶ γιὰ νὰ στηρίξετε τὸν ἰσχυρισμὸ σας αὐτό, ἐπικαλεῖστε τρία πατερικὰ χωρία ἀπὸ τὸν Μέγα Βασίλειο, τὸν ἅγιο Ταράσιο καὶ τὸν ἅγιο Μάρκο τὸν Εὐγενικό. Μὲ βάση αὐτὰ συμπεραίνετε ὅτι «ἡ διάσπαση, ἡ κατάτμηση, ἢ ἡ διάρρηξη τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος ποὺ ἀποτελεῖ ὀδυνηρὸ πραγματικὸ γεγονὸς δὲ θίγει τὴν ὀντολογικὴ ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας ποὺ ἐξακολουθεῖ νὰ παραμένει Μία».

Σχολιάσαμε: «Ἡ ἀποκοπὴ τῶν αἱρετικῶν ἀπὸ τὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, (καὶ ἐν προκειμένω τῶν παπικῶν καὶ προτεσταντῶν), μὲ κανένα τρόπο δὲν προκαλεῖ ‘διάρρηξη τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος’. Οἱ αἱρετικοί, ἐπειδὴ ἀκριβῶς καταντοῦν στὴν αἵρεση ἐκπίπτουν καὶ παύουν νὰ ἀποτελοῦν μέλη τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος, ἀλλὰ τὸ ἐκκλησιαστικὸ σῶμα ἐξακολουθεῖ νὰ παραμένει ἀδιάρρηκτο καὶ μετὰ τὴν ἀποκοπὴ αὐτῶν, ἐπειδὴ εἶναι ἀδύνατον νὰ διαιρεθεῖ ὁ Χριστός, ὁ ὁποῖος εἶναι ἡ κεφαλὴ τῆς ἐκκλησίας. ‘Μεμέρισται ὁ Χριστός;’ (Α΄ Κόρ.1,13), (μπορεῖ νὰ διαιρεθεῖ ὁ Χριστός;), ἐρωτᾶ ὁ Παῦλος μ’ ἕνα ρητορικὸ ἐρώτημα τοὺς Κορινθίους. Καὶ φυσικὰ ἡ ἀπάντηση εἶναι ‘οὐδέποτε’. Εἶναι δυνατὸν νὰ ὑποθέσουμε ὅτι ὁ  Μέγας Βασίλειος, ὁ ἅγιος Ταράσιος καὶ ὁ ἅγιος Μάρκος ὁ Εὐγενικὸς ἀγνοοῦσαν τὴν μεγάλη αὐτὴ ἀλήθεια πού ἐπισημαίνει ὁ ἀπόστολος, ὅτι δηλαδὴ εἶναι ἀδύνατον νὰ διαιρεθεῖ ὁ Χριστός; Ὄχι βέβαια». Τί ἀπαντᾶτε ἐσεῖς στὸν σχολιασμὸ μας αὐτό; Ἀπολύτως τίποτα.  

12. Παρὰ κάτω μπαίνετε σ’ ἕνα ἄλλο προβληματισμό, στὸ πῶς δηλαδὴ ἡ Ἐκκλησία κατὰ τὴν Ζ΄ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο ἔκανε δεκτούς τούς ἐπισκόπους «οἱ ὁποῖοι ἐπέδωσαν τὸ λίβελλο τῆς μετανοίας τους καὶ ἐξέφρασαν τὴν ἐπιθυμία, ἐγκαταλείποντας τὴν κακοδοξία τους νὰ προσέλθουν στὴν Ἐκκλησία ….. Τὸ αἴτημά τους ἐγένετο ἀποδεκτὸ καὶ ὄχι μόνο τοὺς ἀνεγνωρίσθη τὸ βάπτισμα καὶ τὸ χρίσμα, ἀλλὰ τοὺς ἀναγνωρίστηκε καὶ ἡ ἀρχιερωσύνη τους ποὺ εἶχαν λάβει κατὰ τὴν παραμονή τους στὴν κακοδοξία…. Μὲ ποιὸ δικαίωμα καὶ ποία ἐξουσία οἱ πατέρες τῆς Ζ΄ Οἰκουμενικῆς ἔκαναν δεκτούς τούς εἰκονομάχους, χωρὶς νὰ ἀπαιτήσουν οὔτε βάπτισμα, οὔτε χρίσμα; Ποιοὺς ἱεροὺς κανόνες ἐφήρμοσαν γιὰ νὰ προβοῦν στὴν (κατ΄ οἰκονομία) ἀναγνώριση αὐτῶν τῶν μυστηρίων ….;».

Σχολιάσαμε: «Οἱ Πατέρες τῆς Ζ΄ Οἰκουμενικῆς δὲν ἔκαναν δεκτούς τούς εἰκονομάχους ἀπροϋπόθετα, ἀλλὰ ἐπειδὴ ἐκεῖνοι μετενόησαν καὶ ἐξέφρασαν τὴν ἐπιθυμία ἐγκαταλείποντας τὴν κακοδοξία τους νὰ προσέλθουν στὴν Ἐκκλησία». Τί ἔχετε νὰ πεῖτε ὡς πρὸς τὸ γεγονὸς ὅτι στὸ κείμενο «Σχέσεις Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρὸς τὸν λοιπὸν Χριστιανικὸν κόσμον» πουθενὰ δὲν γίνεται λόγος γιὰ μετάνοια καὶ ἐπιστροφὴ τῶν ἑτεροδόξων στὴν Ὀρθοδοξία; Δὲν σᾶς προβληματίζει, τί ἄραγε μπορεῖ νὰ σημαίνει αὐτὴ ἡ σιωπὴ τοῦ κειμένου; Τί ἄλλο μπορεῖ νὰ σημαίνει, παρὰ τὸ ὅτι ἐδῶ ἐπιχειρεῖται ἀναγνώριση τῶν μυστηρίων τῶν ἑτεροδόξων, χωρὶς τὴν ἀπαραίτητη προϋπόθεση τῆς μετανοίας καὶ ἐπιστροφῆς αὐτῶν στὴν Ὀρθοδοξία; Καὶ τί νόημα μπορεῖ νὰ ἔχει ὁ ὅλος προβληματισμὸς σας ὅταν τὸ μὲν κείμενο «Σχέσεις Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας…», πουθενὰ δὲν κάνει λόγο γιὰ μετάνοια, ἐνῶ οἱ Πατέρες τῆς Ζ΄ Οἰκουμενικῆς ἔκαναν δεκτούς τούς εἰκονομάχους μὲ τὴν προϋπόθεση τῆς μετανοίας;

13. Παρὰ κάτω γράφετε: «Τί εἶναι ἐκεῖνο πού καθιστὰ ἕνα – κατ΄ αὐτοὺς - [τοὺς ὀπαδοὺς τῆς ἀποκλειστικότητας], ἀνυπόστατο μυστήριο ὑποστατό, ὅταν ἀκολουθήσει ἡ προσέλευση στὴν Ἐκκλησία;». Σχολιάσαμε: «Ἡ ἀπάντηση εἶναι σαφής. Η ΕΚΚΛΗΣΙΑ! Αὐτὴ εἶναι ἡ ταμειοῦχος τῆς Θείας Χάριτος. Αὐτὴ ἔχει τὸ δεσμεῖν καὶ λύειν. Τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιο ἔχει τὴν δύναμη μ’ ἕνα τρόπο ἀκατάληπτο σέ μᾶς, νὰ μεταβάλει ἕνα ἀνυπόστατο μυστήριο σὲ ὑποστατό, (μὲ προϋπόθεση βέβαια πάντα τὴν μετάνοια), ὅπως ἀκριβῶς μὲ τρόπο ἀκατάληπτο μεταβάλλει τὸ ψωμὶ καὶ τὸ κρασὶ σὲ Σῶμα καὶ Αἷμα Χριστοῦ». Πιστεύετε ὅτι ἡ Ἐκκλησία ἀδυνατεῖ νὰ μεταβάλει ἕνα ἀνυπόστατο μυστήριο σὲ ὑποστατό, ὅταν προηγηθεῖ ἡ μετάνοια καὶ ἡ προσέλευση στὴν Ἐκκλησία;

14. Παρὰ κάτω γράφετε: «Ἀνεξάρτητα ὅμως ἀπὸ τὸ πὼς θεωρεῖ κανεὶς τοὺς ἱεροὺς κανόνες γενικῶς ….εἶναι ἐπιβεβλημένο καὶ ἀπὸ τὰ πράγματα ἀναγκαῖο ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἡ ὑπερβαίνουσα τὴν ἀποκλειστικότητα, προβληματιζόμενη, νὰ ἀποφανθεῖ, ἐὰν ἀναγνωρίζει μυστήρια ἐκτὸς αὐτῆς, ποιὰ εἶναι αὐτὰ καὶ ποίων ἑτεροδόξων συγκεκριμένα τὰ μυστήρια ἀναγνωρίζονται, ἐὰν ἀναγνωρίζονται. Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία στὸ σύνολό της οὐδέποτε μέχρι σήμερα καθόρισε τὶς σχέσεις της μὲ τοὺς σύγχρονους ἑτεροδόξους…..».

Σχολιάσαμε: «Ἡ Ἐκκλησία ἔχει ἤδη ἀποφανθεῖ, ἅπαξ διὰ παντός, (καὶ δὲν χρειάζεται νὰ ἀποφανθεῖ ἐκ νέου), ὅτι οὐδέποτε ἀνεγνώρισε κανένα μυστήριο τῶν ἑτεροδόξων-αἱρετικῶν, μὲ ὅσα ἀναπτύξαμε προηγουμένως καὶ μὲ βάση τοὺς Ἱεροὺς Κανόνες ποὺ ἀναφέραμε. Ὁ ἰσχυρισμὸς ὅτι δῆθεν ‘ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία στὸ σύνολό της οὐδέποτε μέχρι σήμερα καθόρισε τὶς σχέσεις της μὲ τοὺς σύγχρονους ἑτεροδόξους’ εἶναι αὐθαίρετος καὶ ἐσφαλμένος. Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία σὲ πάμπολλες Συνόδους μέχρι σήμερα κατεδίκασε τὶς αἱρετικὲς διδασκαλίες τοῦ Παπισμοῦ, (καὶ κατ’ ἐπέκτασιν τοῦ Προστεσταντισμοῦ), ἀρχῆς γενομένης ἀπὸ τὴν Η΄  Οἰκουμενικὴ Σύνοδο τὸ 879.

Ἀναφέρουμε ἐνδεικτικὰ μερικές: Τὶς ἐν Κωνσταντινουπόλει Συνόδους τοῦ 1170, τοῦ 1450, τοῦ 1722, τοῦ 1838, τοῦ 1848 καὶ τοῦ 1895». Πιστεύετε ὅτι οἱ παρὰ πάνω Σύνοδοι δὲν εἶναι γνήσιες Ὀρθόδοξοι Σύνοδοι; Μήπως κάποια μεταγενέστερη Σύνοδος τὶς ἀπεκήρυξε ὡς ψευδοσυνόδους καὶ ληστρικές; Ἂν πιστεύετε κάτι τέτοιο νὰ μᾶς τὸ πεῖτε ξεκάθαρα. Μήπως καὶ οἱ ἅγιοι Πατέρες ποὺ ἀναφέρουμε παρὰ κάτω, (Μέγας Φώτιος, ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς κλπ.), οἱ ὁποῖοι ὁμόφωνα ὀνομάζουν τοὺς παπικοὺς αἱρετικούς, πλανήθηκαν; Μήπως ἔγιναν «θύματα τοῦ ἀρχεκάκου ὄφεως» καὶ δὲν τὸ ξέρουμε; Ἂν πιστεύετε κάτι τέτοιο παρακαλοῦμε νὰ μᾶς τὸ πεῖτε ξεκάθαρα.    

15. Κατὰ συνέπεια, μὲ βάση τὰ ὅσα εἴπαμε στὴν προηγούμενη παράγραφο, (14), ὁ προβληματισμὸς ποὺ ἐκφράζετε στὴ συνέχεια ὅτι «ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἡ ὑπερβαίνουσα τὴν ἀποκλειστικότητα, προβληματιζόμενη, νὰ ἀποφανθεῖ, ἐὰν ἀναγνωρίζει μυστήρια ἐκτὸς αὐτῆς, ποιὰ εἶναι αὐτὰ καὶ ποίων ἑτεροδόξων συγκεκριμένα τὰ μυστήρια ἀναγνωρίζονται, ἐὰν ἀναγνωρίζονται», εἶναι μετέωρος καὶ οὔτε καν ἔπρεπε νὰ τίθεται. Ἐπίσης ὁ ἰσχυρισμός σας ὅτι ἐὰν ἀναγνωρισθεῖ ὁ ἐκκλησιαστικὸς χαρακτήρας μίας τέτοιας κοινότητας, (π.χ. τῶν παπικῶν), τὸ γεγονὸς αὐτὸ «δὲ θίγει σὲ τίποτα τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ποὺ διατηρεῖ τὴν αὐτοσυνειδησία ὅτι εἶναι ἡ Μία, Ἁγία, Καθολικὴ καὶ Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία. Ὑπὸ τὴν ἔννοια αὐτὴ τίποτα δὲν μᾶς ἐμποδίζει νὰ ὀνομάσουμε αὐτὲς τὶς χριστιανικὲς κοινότητες Ἐκκλησία,…», εἶναι πέρα γιὰ πέρα ἐσφαλμένος.

Πῶς εἶναι δυνατὸν νὰ δεχθοῦμε ὅτι Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία δὲν θίγεται σὲ τίποτα καθ’ ὂν χρόνον ἀνατρέπεται μία σωρία Συνοδικῶν ἀποφάσεων πού καταδίκασαν τὸν Παπισμὸ ὡς αἵρεση; Πῶς εἶναι δυνατὸν «νὰ ὀνομάσουμε αὐτὲς τὶς χριστιανικὲς κοινότητες Ἐκκλησία» ἀνατρέποντας μία Παράδοση 10 αἰώνων; Ἐὰν οἱ ἑτερόδοξοι εἶναι Ἐκκλησία, τότε κακῶς οἱ Ἅγιοι Πατέρες τοὺς κατεδίκασαν συνοδικῶς ὡς αἱρετικούς. Αὐτὸ σημαίνει ὅτι ἐπλανήθηκαν, δὲν ἀπεφάνθησαν ἐν ἁγίω Πνεύματι καὶ ὄχι μόνον δὲν πρέπει νὰ τοὺς τιμοῦμε «ὡς σάλπιγγες τοῦ Πνεύματος», ἀλλὰ καὶ νὰ τοὺς ἀποστρεφόμαστε ὡς πρόσωπα ποὺ προκάλεσαν σχίσματα καὶ διαιρέσεις στὴν Ἐκκλησία. Κάνουμε λάθος στὶς παρὰ πάνω διατυπώσεις μας; Περιμένουμε μία ἀπάντηση.

16. Παρὰ κάτω γράφετε σχετικὰ μὲ τὸ ζήτημα τῶν μικτῶν γάμων: «Ἡ τέλεση μικτῶν γάμων στοὺς τελευταίους αἰῶνες ἀπὸ αὐτοκέφαλες Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες συνιστᾶ μία σιωπηρὴ ἀναγνώριση τοῦ βαπτίσματος τῶν ἑτεροδόξων, ἐνῶ οἱ παλινδρομήσεις ποὺ ἐνίοτε παρουσιάζονται στὸ θέμα αὐτὸ μὲ τὴν ἀπαγόρευσή τους δείχνει ὅτι ἡ ἀντιμετώπισή τους δὲν εἶχε θεολογικὰ κριτήρια, διότι ἐὰν αὐτὰ συνέτρεχαν ἀπαγορευτικά, δὲ θὰ εἶχαν ποτὲ συναφθεῖ μικτοὶ γάμοι, ἀλλὰ κριτήρια συγκυριακὰ προσδιοριζόμενα ἀπὸ ἱστορικὲς παραμέτρους καὶ ἔχουν σχέση μὲ τὴν ποιότητα τῆς στάσης τῶν ἑτεροδόξων ἀπέναντι στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία».

Σχολιάσαμε: «Βάσει ποίων Ἱερῶν Κανόνων οἱ ἐν λόγω ‘αὐτοκέφαλες Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες’ προχώρησαν στὴν νομιμοποίηση καὶ καθιέρωση μικτῶν γάμων, ὅταν μάλιστα αὐτοὶ ἀπαγορεύονται ρητῶς ἀπὸ ἀποφάσεις Οἰκουμενικῶν Συνόδων; Ὁ 14ος Κανὼν τῆς Δ΄ Οἰκουμενικῆς ὁρίζει: ‘Ἐπειδὴ ἐν τισιν ἐπαρχίαις συγκεχώρηται τοῖς ἀναγνώσταις καὶ ψάλταις γαμεῖν, ὤρισεν ἡ Ἁγία Σύνοδος, μὴ ἐξεῖν αἴτινι αὐτῶν ἑτερόδοξον γυναίκα λαμβάνειν ... μήτε μὴν συνάπτειν (τέκνον) πρὸς γάμον αἱρετικῶ, ἢ Ἰουδαίω, ἢ Ἕλληνι (εἰδωλολάτρη), εἰ μὴ ἄρα ἐπαγγέλλοιτο μετατίθεσθαι εἰς τὴν ὀρθόδοξον πίστιν τὸ συναπτόμενον πρόσωπον τῷ Ὀρθοδόξω’. Ὁ 72ος Κανὼν τῆς Πενθέκτης ὁρίζει: ‘Μὴ ἐξέστω Ὀρθόδοξον ἄνδρα αἱρετικὴ συνάπτεσθαι γυναικί, μήτε μὴν αἱρετικῶ ἀνδρί γυναίκα ὀρθόδοξον συζεύγνυσθαι. Ἀλλ’ εἰ καὶ φανείη τί τοιοῦτον ὑπὸ τινὸς τῶν ἁπάντων γινόμενον, ἄκυρον ἠγεῖσθαι τὸν γάμον, καὶ τὸ ἄθεσμον διαλύεσθαι συνοικέσιον’. (Πρβλ. καὶ 10ον καὶ 31ον τῆς ἐν Λαοδικεία, καὶ 29ον τῆς ἐν Καρθαγένη).

Τὸ θέμα τῶν μικτῶν γάμων δὲν εἶναι καινούργιο ἀλλὰ ὑπῆρχε ἐδῶ καὶ πολλοὺς αἰῶνες στὴν ἐκκλησία, ἡ ὁποία τὸ ἔλυσε ἅπαξ διὰ παντὸς μὲ τὶς παρὰ πάνω διαχρονικοῦ κύρους Συνοδικὲς ἀποφάσεις της. Γιὰ ποιὸ λοιπὸν λόγο θὰ πρέπει τώρα ἡ Ἐκκλησία στὴν μέλλουσα νὰ συγκληθεῖ Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδο, νὰ νομιμοποιήσει ἕνα παράνομο καθεστὼς καὶ νὰ θεσμοθετήσει ἐπίσημα κακῶς εἰλλημένες συνοδικὲς ἀποφάσεις, ὅταν μάλιστα αὐτὲς ὁδηγοῦν σὲ ἄλλο μεγάλο κακό, τὴν σιωπηρὴ ἀναγνώριση τοῦ βαπτίσματος τῶν ἑτεροδόξων καὶ στὴν defacto ἀναγνώριση τῆς βαπτισματικῆς Θεολογίας;» Τί ἀπαντᾶτε ἐσεῖς στὸν σχολιασμὸ μας αὐτό; Ἀπολύτως τίποτα. Περιμένουμε μία ἀπάντηση. 

17. Παρὰ κάτω καταπιάνεστε μὲ τὴν § 20 τοῦ κειμένου ὅπου «γίνεται λόγος γιὰ τὶς προοπτικὲς τῶν θεολογικῶν διαλόγων τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μὲ τὶς ἄλλες Ἐκκλησίες καὶ Ὁμολογίες ποὺ προσδιορίζονται ἐπὶ τὴ βάσει τῶν κανονικῶν κριτηρίων τῆς ἤδη διαμορφωμένης ἐκκλησιαστικῆς παραδόσεως ποὺ θέτουν οἱ κανόνες 7 τῆς Β/ Οἰκουμενικῆς καὶ 95 τῆς Πενθέκτης». Σχετικὰ μὲ τὴν § 20 παραθέσαμε μερικὰ ἀποσπάσματα ἀπὸ μία πολὺ σημαντικὴ μελέτη τοῦ πρωτ. π. Ἀναστάσιου Γκοτσόπουλου, ἐφημερίου τοῦ Ἱεροῦ Ναοῦ ἁγίου Νικολάου Πατρῶν, ἐπειδὴ κατὰ τὴν γνώμη μας ὁ π. Ἀναστάσιος ἀναλύει τὸ θέμα μὲ μεγάλη ἐπιτυχία καὶ πληρότητα. Τί ἔχετε νὰ πεῖτε πάνω στὶς ἐπισημάνσεις τοῦ ὡς ἄνω κληρικοῦ; Εἶναι λανθασμένες; Καὶ ἂν ναί, ποῦ διαπιστώνετε λάθη; Περιμένουμε μία ἀπάντηση.

18. Παρὰ κάτω καταπιάνεστε μὲ τὴν ἐκφρασθεῖσα «ἀντίρρηση ὅτι στὴ σύνοδο μετέχει ἕνας περιορισμένος ἀριθμὸς ἐπισκόπων ἀπὸ κάθε Ἐκκλησία»: «Εἶναι σαφὲς ἀπὸ τὴν ἱστορία τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων ὅτι οἱ πλείονες τῶν ἐπισκόπων προήρχοντο ἀπὸ τὸ Πατριαρχεῖο τῆς Κωνσταντινουπόλεως, ἐνῶ παρίστατο ἕνας μικρὸς ἀριθμὸς ἐκπροσώπων ἀπὸ τὰ ὑπόλοιπα Πατριαρχεῖα, οἱ ὁποῖοι καὶ κατέθεταν τὴν ἄποψη τῶν Ἐκκλησιῶν τους. Ἐκτὸς ἀπὸ τὴν Α΄ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο, στὴν ὁποία ἐκλήθησαν ὅλοι οἱ ἐπίσκοποι, ὅταν ἀπὸ αὐτὴ εἰσήχθη τὸ Μητροπολιτικὸ σύστημα στὴ διοίκηση τῆς Ἐκκλησίας, ἦταν παρόντες 3 ἐπίσκοποι ἀπὸ κάθε ἐπαρχία, ὅταν δὲ μὲ τὴν Δ΄ Οἰκουμενικὴ καθιερώθη ὁ θεσμὸς τῆς Πενταρχίας, ἦταν ἀναγκαία ἡ συμφωνία τῶν 5 Πατριαρχείων ὡς ἀπαραίτητος ὅρος κανονικῆς συγκλήσεως τῆς Συνόδου».

Σχολιάσαμε ὅτι «παντελῶς ἀμάρτυρος στὴν Ὀρθόδοξη Παράδοση ἀποτελεῖ ὁ ἰσχυρισμὸς ὅτι κατὰ τὰς Συνόδους προσεκαλοῦντο πάντοτε μόνον τριμελεῖς ἢ ὀλιγομελεῖς ἀντιπροσωπεῖαι ἐξ ἑκάστης ἐπαρχίας. Τὰ ἱστορικὰ στοιχεῖα ποὺ ἔχουμε στὴ διάθεσή μας σχετικὰ μὲ τὸν ἀριθμὸ τῶν συνοδικῶν μελῶν, ποὺ ἔλαβαν μέρος κατὰ τὶς Οἰκουμενικὲς Συνόδους, μαρτυροῦν ὄχι ἀντιπροσώπευση, ἀλλὰ τὴν μεγαλύτερη δυνατὴ συμμετοχὴ ἐπισκόπων ἀπὸ ὅλες τὶς ἐπαρχίες τῆς ἀνὰ τὴν Οἰκουμένην Ἐκκλησίας. Ἔτσι ὁ ἀριθμὸς τῶν ἐπισκόπων ποὺ ἔλαβαν μέρος κατὰ τὴν Α΄Οἰκουμενικὴ Σύνοδο ἦταν 318, κατὰ τὴν Β΄  150,  κατὰ τὴν Γ΄  200, κατὰ τὴν Δ΄  630,  κατὰ τὴν Ε΄   165, κατὰ τὴν ΣΤ΄ 289,  κατὰ τὴν Πενθέκτη 240,  κατὰ τὴν Ζ΄ 367, ἐνῶ κατὰ τὴν Η΄ 383.…

Ἐπίσης ἡ ἀνάπτυξη τοῦ μητροπολιτικοῦ συστήματος οὐδέποτε ἐλειτούργησε οὐσιαστικὰ εἰς βάρος τοῦ ἐπισκοπικοῦ ἀξιώματος. Καὶ τοῦτο, διότι σύμφωνα μὲ τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησιολογία, ὁ κάθε ἐπίσκοπος κάθε τοπικῆς Ἐκκλησίας, καὶ τῆς μικρότερης ἀκόμη, ἐκπροσωπεῖ μὲ τὸ ποίμνιό του ἕνα ζωντανὸ μέρος τῆς Καθολικῆς Ἐκκλησίας. Ἡ ἀπουσία του ὄχι μόνο τραυματίζει τὴν ὁλοκληρία τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ, ἀλλὰ καὶ στερεῖ τὴν δυνατότητα νὰ ἐκφρασθεῖ ἀπὸ ὅλους ἡ συνείδηση τοῦ  πληρώματος τῆς Ἐκκλησίας, τὴν ὁποία φαίνεται ὅτι φοβοῦνται οἱ ὑπεύθυνοι γιὰ τὴν προετοιμασία καὶ σύγκληση τῆς Συνόδου…..». Τί ἀπαντᾶτε ἐσεῖς στὸν σχολιασμὸ μας αὐτό; Ἀπολύτως τίποτα.

19. Παρὰ κάτω γράφετε: «Καμιὰ σύνοδος δὲν συνεκλήθη στὴν Ἐκκλησία ἐκ προοιμίου ἀναφέροντας ὅτι τὸ κύρος τῶν ἀποφάσεών της τελεῖ ὑπὸ τὴν αἵρεση τῆς ἀποδοχῆς τῶν ἀποφάσεών της ἀπὸ τὸ ἐκκλησιαστικὸ πλήρωμα. Ἡ ἀποδοχὴ ἢ μὴ κρίνεται στὴν πορεία τοῦ χρόνου. Αὐτὸ φαίνεται νὰ τὸ ἔχουν ὑπ΄ ὄψιν τους οἱ συντάκτες τοῦ κειμένου, ποὺ δὲν ἔχουν ἀσφαλῶς τὴν πρόθεση νὰ περιθωριοποιήσουν τὸ ἐκκλησιαστικὸ πλήρωμα, ἀλλὰ νὰ τὸ ἐκφράσουν».

Σχολιάσαμε ὅτι εἶναι μὲν ἀληθὴς ὁ παρὰ πάνω ἰσχυρισμός σας, ἀλλ’ εἶναι πάλι «ἐξ’ ἴσου ἀληθὲς ὅτι καμιὰ Σύνοδος δὲν προδίκασε τὸ ἀλάθητο τῶν ἀποφάσεών της. Ἡ παράγραφος αὐτὴ εἶναι μὲ τέτοιο τρόπο διατυπωμένη, ὥστε νὰ ἀφήνεται ἀβίαστα νὰ ἐννοηθεῖ, ὅτι ἡ μέλλουσα νὰ συνέλθει Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδος προδικάζει τὸ ἀλάθητο τῶν ἀποφάσεών της….. Ὁ ‘συνοδικὸς Θεσμὸς’ δὲν εἶναι ὑπόθεση μόνο τῶν Ἐπισκόπων, ἀλλὰ ὁλοκλήρου τοῦ Σώματος τῆς Ἐκκλησίας. Οἱ λοιποὶ κληρικοὶ καὶ μοναχοὶ καὶ λαϊκοὶ μπορεῖ νὰ μὴν ἀνήκουν στὸ ἐν στενὴ ἐννοία συνοδικὸ ‘Σῶμα’, ἐν τούτοις, ἀκριβῶς στὰ πλαίσια τοῦ ‘Συνοδικοῦ Θεσμοῦ’, καλοῦνται νὰ ἐπικυρώσουν, ἢ νὰ ἀπορρίψουν τὶς ἀποφάσεις καὶ συνεκδοχικὰ ἀκόμα καὶ τὴν ἴδια τὴ Σύνοδο. Αὐτὸ ἔχει ἀποδείξει ἡ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας μας.  Ὁ ‘Συνοδικὸς Θεσμὸς’ ὡς συμμετοχὴ ὁλόκληρης τῆς Ἐκκλησίας καὶ ὡς ἔκφραση τῆς ἀλάθητης ἐκκλησιαστικῆς συνειδήσεώς Της ἀποτελεῖ τὸν ‘ἔσχατο κριτὴ περὶ τῶν θεμάτων πίστεως’». Τί ἀπαντᾶτε ἐσεῖς στὸν σχολιασμὸ μας αὐτό; Ἀπολύτως τίποτα. 

20. Παρὰ κάτω γράφετε: «Ἡ § 5 τοῦ κειμένου ἐπισημαίνει ὅτι σκοπὸς τῶν θεολογικῶν διαλόγων εἶναι ἡ ἑνότητα τῶν Χριστιανῶν ἐπὶ τὴ βάσει τῆς πίστεως καὶ τῆς παραδόσεως τῆς ἀρχαίας Ἐκκλησίας τῶν ἑπτὰ Οἰκουμενικῶν Συνόδων. Αὐτὸ σημαίνει ὅτι ἡ εὐχαριστιακὴ κοινωνία μὲ τοὺς ἑτεροδόξους θὰ καταστεῖ δυνατή, ὅταν γίνει ἀποδεκτὴ ἡ πίστη καὶ ἡ παράδοση τῆς ἀρχαίας Ἐκκλησίας. Ὡς ἀρχαία Ἐκκλησία ὁρίζεται ἡ περίοδος τῶν ἑπτὰ Οἰκουμενικῶν Συνόδων ποὺ ἱστορικὰ καλύπτει τοὺς πρώτους 8 αἰῶνες τῆς Ἐκκλησίας».

Σχολιάσαμε: «Ἡ διατύπωση αὐτὴ πάσχει διότι ἡ πίστη καὶ ἡ παράδοση ‘τῆς ἀρχαίας Ἐκκλησίας τῶν ἑπτὰ Οἰκουμενικῶν Συνόδων’ δὲν εἶναι κάτι ποὺ τὸ ἀναζητοῦμε διὰ τῶν Διαλόγων. Ἡ πίστη καὶ ἡ παράδοση αὐτὴ εἶναι δεδομένη καὶ ὑφίσταται ἀνόθευτη ἐντός τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καὶ μόνον ἐντὸς αὐτῆς. Ἑπομένως ἡ ὀρθὴ διατύπωση θὰ ἔπρεπε νὰ εἶναι: ‘Ὁ σκοπὸς τῶν θεολογικῶν διαλόγων εἶναι ἡ ἑνότητα τῶν Χριστιανῶν διὰ τῆς ἐπιστροφῆς τῶν ἑτεροδόξων στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ἡ ὁποία διατηρεῖ τὴν πίστη καὶ τὴν παράδοση τῆς ἀρχαίας Ἐκκλησίας τῶν ἑπτὰ Οἰκουμενικῶν Συνόδων’». Τί ἀπαντᾶτε ἐσεῖς στὸν σχολιασμὸ μας αὐτό; Ἀπολύτως τίποτα.  

21. Παρὰ κάτω καταπιάνεστε μὲ τὴν θεολογία τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ καὶ τὶς Συνόδους τοῦ 14ου αἰώνα καὶ μνημονεύετε ἐκείνη τοῦ ἔτους 1351, ποὺ στὴ συνείδηση τῆς Ἐκκλησίας θεωρεῖται ὡς ἡ Θ΄ Οἰκουμενική. Γνωρίζετε ἀσφαλῶς πόσος θόρυβος ἔγινε καὶ πόσα ἄρθρα δημοσιεύθηκαν γιὰ τὴν ἀνάγκη ἀναγνωρίσεως ἀπὸ τὴν μέλλουσα νὰ συνέλθει Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδο, τῶν δύο Συνόδων, ποὺ θεωροῦνται στὴ συνείδηση τοῦ Ὀρθοδόξου πληρώματος ὡς Οἰκουμενικές, δηλαδὴ τῆς Η΄ Οἰκουμενικῆς, (879-880), τῆς ἐπὶ ἱεροῦ Φωτίου συγκληθείσης καὶ τῆς Θ΄ Οἰκουμενικῆς, (1351), τῆς ἐπὶ ἁγίου Γρηγορίου Παλαμᾶ, διότι καὶ οἱ δύο αὐτὲς Σύνοδοι εἶχαν ὅλα τὰ στοιχεῖα καὶ τὶς προϋποθέσεις τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων καὶ εἶχαν καταδικάσει συγκεκριμένες αἱρετικὲς διδασκαλίες τοῦ Παπισμοῦ.

Γνωρίζετε πολὺ καλὰ ὅτι τέτοιο ἐνδεχόμενο δὲν προκύπτει ἀπὸ τὴν θεματολογία καὶ τὰ προσυνοδικὰ κείμενα. Δὲν ἀγνοεῖτε ἐπίσης ὅτι κατὰ τὴν Διορθόδοξη Ἐπιστημονικὴ Ἡμερίδα ποὺ ἔγινε τὸν περασμένο Μάρτιο στὸν Πειραιά, (23.3.2016), μία ἀπὸ τὶς εἰσηγήσεις τῶν ὁμιλητῶν ἀφοροῦσε ἀκριβῶς τὸ θέμα τῆς ἀναγνωρίσεως τῶν δύο αὐτῶν Συνόδων. Γνωρίζετε τέλος ὅτι ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία τῆς Σερβίας κατόπιν συνοδικῆς ἀποφάσεώς της, (Μάϊος 2015), ὑπέβαλε πρότασιν δι’ ἐπιστολῆς της πρὸς τὸν Οἰκουμενικὸν Πατριάρχην κ. Βαρθολομαῖον (24.7.2015), κοινοποιηθεῖσα πρὸς ὅλες τὶς τοπικὲς Ἐκκλησίες, γιὰ τὴν ἀναγνώριση ὡς Οἰκουμενικῶν τῶν ὡς ἄνω Συνόδων. Σχετικὰ μὲ τὸ θέμα αὐτὸ σὲ σχετικὴ παραπομπὴ σας ἀναφέρετε ὅτι «Αὐτονόητα, ἡ σύγκλιση μὲ τοὺς ἑτεροδόξους συμπεριλαμβάνει τὴν ἀποδοχὴ τῆς ἐπὶ ἰ. Φωτίου συγκληθείσης συνόδου (879/80) ποὺ ἀπαγορεύει τὴν οἱαδήποτε προσθήκη στὸ σύμβολο τῆς Πίστεως».

Γιὰ τὸ μεγάλο λοιπὸν αὐτὸ θέμα γιὰ τὸ ὁποῖο τόσος θόρυβος ἔγινε, δὲν θὰ ἔπρεπε νὰ ἔχει κεντρικὴ θέση στὸ ἄρθρο σας τὸ θέμα τῆς ἀναγνωρίσεώς της Η΄ Οἰκουμενικῆς; Ἡ τοποθέτηση τῆς γνώμης σας σὲ μία παραπομπή, (μὲ ψιλὰ γράμματα), ὅπου εἶναι πολὺ εὔκολο νὰ διαφύγει τῆς προσοχῆς τοῦ ἀναγνώστου, δὲν δείχνει προσπάθεια ὑποβαθμίσεως τοῦ θέματος; Σχετικὰ μὲ τὸ θέμα τῆς ἀναγνωρίσεως τῆς Θ΄ Οἰκουμενικῆς ἀποφεύγετε νὰ πάρετε θέση καὶ νὰ πεῖτε ξεκάθαρα τὴν γνώμη σας. Τὸ παρακάμπτετε καὶ ἀλλάζετε θέμα γιὰ νὰ μᾶς πεῖτε κάτι ποὺ τὸ γνωρίζει ὅλος ὁ πιστὸς λαὸς τοῦ Θεοῦ ἀκόμη καὶ μὴ θεολόγοι: «Ἡ ἡσυχαστικὴ παράδοση διατρέχει καὶ διαπερνᾶ τὴν ὅλη δογματικὴ διδασκαλία τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας….».

Τὰ παρὰ πάνω Θεοφιλέστατε εἶναι γνωστὰ καὶ δὲν χρειαζόταν καθόλου νὰ τὰ γράψετε. Ἐκεῖνο ποὺ περίμενε ὁ κλῆρος καὶ ὁ πιστὸς λαὸς ἀπό σᾶς, ἦταν, νὰ μᾶς πεῖτε καθαρὰ καὶ ξάστερα, χωρὶς ὑπεκφυγὲς καὶ ἑλιγμούς,  ποιὰ εἶναι ἡ θέση σας πάνω στὸ καυτὸ θέμα τῆς ἀναγνωρίσεως τῆς Θ΄ Οἰκουμενικῆς. Πὲς τέ μας λοιπὸν εὐθέως καὶ χωρὶς περιστροφές, ἔστω καὶ τώρα: Εἶναι ἀναγκαία, ναὶ ἢ ὄχι, ἡ ἀναγνώριση τῆς Θ΄ Οἰκουμενικῆς ἀπὸ τὴν Σύνοδο τῆς Κρήτης; Περιμένουμε ἀπάντηση.

22. Παρὰ κάτω καταπιάνεστε μὲ τὸ Π.Σ.Ε., τὸ ἔργο του, καὶ τὸν ρόλο καὶ τὴν συμμετοχὴ του σ’ αὐτὸ τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν. Γράφετε ὅτι τὰ μέλη τοῦ Π.Σ.Ε. καλοῦνται «νὰ προωθήσουν τὴν κοινή τους παρουσία στὴ διακονία τοῦ κοινωνικοῦ ἔργου, νὰ δώσουν κοινὴ μαρτυρία στὴν Ἱεραποστολὴ μὲ τὴν ὑπέρβαση τοῦ μεταξὺ αὐτῶν ἀνταγωνισμοῦ καὶ τοῦ προσηλυτισμοῦ, νὰ ἐργαστοῦν ἀπὸ κοινοῦ γιὰ τὴν προστασία τῶν ἀνθρωπίνων δικαιωμάτων, τὴ διαφύλαξη τῆς εἰρήνης καὶ τῆς δικαιοσύνης στὸν κόσμο. Τὸ πρὸς ἐπικύρωση παραπεμπόμενο κείμενο ἀντιλαμβάνεται τὴν παρουσία τῶν Ὀρθοδόξων στὴν Οἰκουμενικὴ κίνηση ὡς ‘μαρτυρίαν τῆς ἀληθείας’…».

Σχολιάσαμε ὅτι ἡ εἰκόνα ποὺ μᾶς δίδει τόσο τὸ κείμενο «Σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρὸς τὸν λοιπὸν Χριστιανικὸν κόσμον» ὅσο καὶ ἐσεῖς σχετικὰ μὲ τὸ Π.Σ.Ε. εἶναι ψευδὴς καὶ ἐπίπλαστη. Κατ’ ἀρχὴν αὐτὴ καθ’ ἑαυτὴν ἡ ἔνταξη τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας σ’ ἕναν ὀργανισμὸ ποὺ ἐμφανίζεται ὡς ὑπερεκκλησία, [ἔστω καὶ ἂν στὸ καταστατικό τοῦ Π.Σ.Ε. δηλώνεται θεωρητικὰ τὸ ἀντίθετο], καὶ ἡ συνύπαρξη καὶ συνεργασία της μὲ τὴν αἵρεση συνιστᾶ παραβίαση τῆς κανονικῆς τάξεώς της καὶ ἀθέτηση τῆς ἐκκλησιολογικῆς αὐτοσυνειδησίας της. Πάνω στὸ θέμα αὐτὸ παραθέσαμε τὴν γνώμη τοῦ ἁγίου Ἰουστίνου Πόποβιτς, ὁ ὁποῖος θεωρεῖ αὐτὴ τὴν παράνομη καὶ ἀντικανονικὴ ἔνταξη «ἀνήκουστο προδοσία». Τί ἀπαντᾶτε ἐσεῖς στὴν παρὰ πάνω θέση τοῦ ἁγίου; Ἀπολύτως τίποτα. Πιστεύετε ὅτι ἔπεσε ἔξω ὁ ἅγιος; Περιμένουμε μία ἀπάντηση.

Ἐπίσης παραθέσαμε τὴν γνώμη τοῦ  ἀείμνηστου καθηγητοῦ τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Παν. Ἀθηνῶν στὸν τομέα τοῦ Κανονικοῦ Δικαίου κυροῦ Κων. Μουρατίδη. Μήπως καὶ ὁ συνάδελφός σας καθηγητὴς ἔπεσε ἔξω; Ἐπίσης σχολιάσαμε: «Τὸ πρὸς ψήφιση προσυνοδικὸ κείμενο ἀποκρύπτει τὴν πραγματικὴ εἰκόνα τῶν μέχρι σήμερα γενομένων Διαλόγων μὲ τὶς προτεσταντικὲς ὁμολογίες-μέλη τοῦ Π.Σ.Ε. καὶ τὸ ἀδιέξοδο στὸ ὁποῖο αὐτοὶ ἔχουν φθάσει σήμερα. Πέραν τούτου δὲν καταδικάζονται, τὰ ἀπαράδεκτα ἀπὸ Ὀρθοδόξου ἀπόψεως κοινὰ κείμενα τῶν Γενικῶν Συνελεύσεων τοῦ Π.Σ.Ε, (Πόρτο Ἀλέγκρε, Πουσᾶν κλπ.) καὶ ἐπὶ πλέον ἀποσιωπῶνται πλεῖστα ὅσα ἐκφυλιστικὰ φαινόμενα, τὰ ὁποῖα συναντοῦμε σ’ αὐτό, ὅπως intercommunion, διαθρησκειακὲς συμπροσευχές, χειροτονία γυναικῶν, περιεκτικὴ γλώσσα, ἀποδοχὴ τοῦ σοδομισμοῦ ἀπὸ πολλὲς ὁμολογίες κλπ.».Τί ἀπαντᾶτε ἐσεῖς στὰ παρὰ πάνω; Ἀπολύτως τίποτα. Ποιὰ εἶναι ἡ θέση σας πάνω στὰ κείμενα τοῦ Πόρτο Ἀλέγκρε, καὶ τοῦ Πουσᾶν; Εἶναι Ὀρθόδοξα; Περιμένουμε ἀπάντηση.  

23. Διαπιστώσαμε ἐπίσης ἀντιφάσεις. Γράφετε: «Ἡ συμμετοχὴ τῆς [Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας] στὸ Π.Σ.Ε. δὲ σημαίνει ὅτι ἀποδέχεται τὴν ἰδέα τῆς ἰσότητας τῶν Ὁμολογιῶν. Θεωρεῖ δηλαδὴ ἑαυτὴν ὡς τὴ Μία, Ἁγία, Καθολικὴ καὶ Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία, πράγμα ποὺ δίνει τὴ δυνατότητα νὰ χαρακτηρίζει μέλη τοῦ Π.Σ.Ε., στὸ δικό της κείμενο, ὡς ὁμολογίες, μὲ τὶς ὁποῖες ἀσφαλῶς καὶ δὲν εὑρίσκεται ἐκκλησιολογικὰ στὸ ἴδιο ἐπίπεδο».  Παρὰ κάτω γράφετε: «Τὰ μέλη τοῦ Π.Σ.Ε. χαρακτηρίζονται ὡς Ἐκκλησίες καὶ Ὁμολογίες. Εἶναι προφανὲς ὅτι τὸ κείμενο χαρακτηρίζει ὑπὸ τὰ ὀρθόδοξα κριτήρια ὡς Ἐκκλησία τὰ ὀλίγα ἐκεῖνα μέλη του, πάντοτε ὑπὸ τὴν ἔννοια ποὺ ἐξετέθη ἀνωτέρω, ἡ ὁποία δὲν αἴρει τὴν καθολικότητα τῆς Μίας (ὀρθόδοξης) Ἐκκλησίας, τῶν ὁποίων ἀναγνωρίζει τὸ βάπτισμα καὶ μετὰ τῶν ὁποίων διεξάγει θεολογικὸ διάλογο».

Σχολιάσαμε: «Πὼς εἶναι δυνατὸν ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἀπὸ τὴ μία μεριὰ νὰ χαρακτηρίζει μέλη τοῦ Π.Σ.Ε., στὸ δικό της κείμενο, ὡς ὁμολογίες, ‘μὲ τὶς ὁποῖες ἀσφαλῶς καὶ δὲν εὑρίσκεται ἐκκλησιολογικὰ στὸ ἴδιο ἐπίπεδο’ καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη νὰ ἀναγνωρίζει ‘ὡς Ἐκκλησία τὰ ὀλίγα ἐκεῖνα μέλη του, (ποιὰ εἶναι αὐτά;)…. τῶν ὁποίων ἀναγνωρίζει τὸ βάπτισμα καὶ μετὰ τῶν ὁποίων διεξάγει θεολογικὸ διάλογο’; Καὶ πῶς εἶναι δυνατὸν νὰ ἀναγνωρίζει στὰ ‘ὀλίγα αὐτὰ μέλη’ ἐκκλησιαστικότητα καὶ βάπτισμα, καθ’ ὂν χρόνον αὐτὰ δὲν ἔχουν ἐπιστρέψει στὴν ὀρθοδοξία;». Τί ἀπαντᾶτε ἐσεῖς στὸν σχολιασμὸ μας αὐτό; Ἀπολύτως τίποτα.  

24. Παρὰ κάτω γράφετε: «Τὸ Π.Σ.Ε. δὲν εἶναι καὶ δὲν πρέπει ποτὲ νὰ γίνει Ὑπερ-Ἐκκλησία. Δὲν διαπραγματεύεται ἑνώσεις μεταξὺ τῶν Ἐκκλησιῶν….Ταυτόχρονα δὲν ἀξιώνει ἀπὸ μία Ἐκκλησία νὰ ἐγκαταλείψει τὴ δική της ἐκκλησιολογική θεώρηση». Ὡστόσο στὴ Δήλωση τοῦ Τορόντο (§ 2) τονίζεται ρητῶς ὅτι «οἱ ἐκκλησίες ἀναγνωρίζουν ὅτι τὸ νὰ ἀποτελεῖ κάποιος  μέλος τῆς ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ εἶναι πιὸ περιεκτικὸ ἀπὸ τὸ νὰ ἀποτελεῖ μέλος τῆς ἴδιας του τῆς ἐκκλησίας».

Σχολιάσαμε: «Μπορεῖ νὰ εἶναι ἀποδεκτὸ ἀπὸ τὴν Ὀρθόδοξη ἐκκλησιολογία ὅτι ὑπάρχει διαφοροποίηση μεταξύ τοῦ ἕνας Ὀρθόδοξος νὰ εἶναι μέλος τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καὶ μέλος ‘τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ’; Ἤ ὅτι ‘ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ’ (ὅπως ἐννοεῖται στὸ Π.Σ.Ε.) ὑφίσταται πάνω ἀπὸ ὅλες τὶς ἐκκλησίες-μέλη τοῦ Π.Σ.Ε;». Συμφωνεῖ ὁ παρὰ πάνω ἰσχυρισμός σας μὲ τὴν Δήλωση τοῦ Τορόντο, ἡ ἔρχεται σὲ ὀξεία ἀντίθεση καὶ τὸν ἀνατρέπει; Τί ἀπαντᾶτε ἐσεῖς στὸν σχολιασμὸ μας αὐτό; Ἀπολύτως τίποτα.  

25. Σχολιάζετε ἐπίσης στὴν «Ἀπάντησή» σας, (15.6.2016), τὴν ἑρμηνεία τοῦ χωρίου Ἰω. 3,8. Γράφετε: «Ἑρμηνεύετε τὸ χωρίο Ἰω. 3,8 ‘τὸ πνεῦμα ὅπου θέλει πνεῖ’, ἐπισημαίνοντας ὅτι τὸ Ἅγ. Πνεῦμα ὁδηγεῖ στὸ Χριστό. Παραλείπετε κατ’ ἀρχὴν νὰ ἑρμηνεύσετε καὶ νὰ λάβετε ὑπ’ ὄψιν τὴ φράση (γιὰ τὸ Πνεῦμα) ‘οὐκ οἶδας πόθεν ἔρχεται καὶ ποὺ ὑπάγει’. Ποιὸς ὅμως σᾶς εἶπε ὅτι δικαιοῦσθε σύμφωνα μὲ τὴν ὀρθόδοξη καὶ πατερικὴ θεολογία νὰ κάνετε διάκριση μεταξύ τῆς Οἰκονομίας τοῦ Πνεύματος καὶ τῆς Οἰκονομίας τοῦ Λόγου, δεδομένου ὅτι ἡ ἐκ τῆς θείας φύσεως ἀπορρέουσα ἐνέργεια τῶν θείων προσώπων εἶναι μία καὶ κοινή; Ὑπάρχει περίπτωση ἡ ἐνέργεια τοῦ Πνεύματος νὰ εἶναι διαφορετικὴ καὶ διακριτὴ ἀπὸ τὴν ἐνέργεια τοῦ Λόγου; Τέτοιες θέσεις εὐδοκιμοῦν στὸ χῶρο τῆς Θεολογίας τῶν Θρησκειῶν ἀπὸ πλουραλιστὲς ‘Θεολόγους’ ποὺ ἐπιζητοῦν τὴν ἰσοπέδωση τῶν Θρησκειῶν. Εἶναι δυνατὸν ἐσεῖς - ἀσυνείδητα καὶ ἐξ ἀγνοίας βεβαίως – νὰ συμμαχεῖτε μὲ τέτοιες θεωρήσεις ποῦ διευκολύνουν τὴν Πανθρησκεία; Τὸ χωρίο ὑποδηλοὶ ὅτι ἡ ἐνέργεια τοῦ Πνεύματος, κοινὴ μὲ αὐτὴ τοῦ Πατέρα καὶ τοῦ Υἱοῦ δὲν μπαίνει καὶ δὲν περιορίζεται στὰ ‘καλούπια’ ποὺ ἐσεῖς θέλετε».

Τὸ πρῶτο ποὺ ἐδῶ πρέπει νὰ ξεκαθαρίσουμε σχετικὰ μὲ τὴν ἑρμηνεία τοῦ ἐν λόγω χωρίου εἶναι ὅτι ἡ φράση τοῦ Κυρίου: «τὸ πνεῦμα ὅπου θέλει πνεῖ» δὲν ἀναφέρεται στὸ ἅγιο Πνεῦμα, ἀλλὰ στὸν ἄνεμο. Ἐπειδὴ ὁ Νικόδημος δὲν κατάλαβε τὰ παραπάνω λόγια τοῦ Χριστοῦ: «τὸ γεγεννημένον ἐκ τῆς σαρκὸς σάρξ ἐστι...», γι’ αὐτὸ τοῦ φέρνει τὸ παράδειγμα τοῦ ἀνέμου. (βλ. Κυρίλλου Ἀλεξανδρείας P.G. 73,245). Προσπαθεῖ μὲ τὸ παράδειγμα αὐτὸ νὰ τοῦ ἐξηγήσει ὅτι ὅπως ἀκριβῶς δὲν γνωρίζουμε ἀπὸ ποὺ ξεκίνησε ὁ ἄνεμος καὶ ποὺ θὰ καταλήξει, («οὐκ οἶδας πόθεν ἔρχεται καὶ ποὺ ὑπάγει»), ἔτσι ἀκριβῶς δὲν μποροῦμε νὰ κατανοήσουμε μὲ ποιὸν τρόπο τὸ ἅγιο Πνεῦμα ἀναγεννᾶ τὸν ἄνθρωπο «ἄνωθεν», «ἐξ’ ὕδατος καὶ Πνεύματος».

Ἑπομένως ἡ φράση σας: «Παραλείπετε κατ’ ἀρχὴν νὰ ἑρμηνεύσετε καὶ νὰ λάβετε ὑπ’ ὄψιν τὴ φράση (γιὰ τὸ Πνεῦμα) ‘οὐκ οἶδας πόθεν ἔρχεται καὶ ποὺ ὑπάγει’», εἶναι λανθασμένη καὶ δείχνει ἄγνοια τῆς ἑρμηνείας τοῦ χωρίου, ποὺ εἶναι ἀδικαιολόγητη γιὰ ἕναν καθηγητή. Ἡ φράση «οὐκ οἶδας πόθεν ἔρχεται καὶ ποῦ ὑπάγει» δὲν ἀναφέρεται στὸ ἅγιο Πνεῦμα ὅπως λανθασμένα νομίζετε, τοποθετώντας τὴ λέξη Πνεῦμα μέσα σὲ παρένθεση μὲ κεφαλαῖο τὸ Π, ἀλλὰ στὸν ἄνεμο. Γι’ αὐτὸ καὶ στὸ βιβλικὸ κείμενο, ἂν προσέξετε, ἡ λέξη πνεῦμα τοποθετεῖται μὲ μικρὸ τὸ π. Ἐπίσης καὶ οἱ ἅγιοι Πατέρες Κύριλλος Ἀλεξανδρείας P.G. 73,245 καὶ Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος (Ε.Π.Ἐ 13,418-420), μὲ τὴν ἔννοια τοῦ ἀνέμου κατανοοῦν τὴ λέξη «πνεῦμα» στὰ ὡς ἄνω χωρία.

26. Στὴ συνέχεια μὲ λανθασμένη ἀφετηρία καὶ μὴ γνωρίζοντας τὴν ἑρμηνεία τῶν παρὰ πάνω χωρίων, φυσικὸ καὶ ἑπόμενο εἶναι νὰ πέφτετε καὶ σὲ ἄλλο, πολὺ χοντρὸ λάθος, ποὺ δὲν τὸ συναντᾶ κανεὶς οὔτε σὲ φοιτητὲς τῆς Θεολογίας. Ποιὸς σᾶς εἶπε ὅτι δικαιοῦσθε σύμφωνα μὲ τὴν ὀρθόδοξη καὶ πατερικὴ θεολογία νὰ ταυτίζετε καὶ νὰ συγχέετε τὴν Οἰκονομία τοῦ Πνεύματος μὲ τὴν Οἰκονομία τοῦ Λόγου; Πῶς μπορεῖ νὰ ταυτίζεται ἡ Οἰκονομία τοῦ Πνεύματος μὲ τὴν Οἰκονομία τοῦ Λόγου, ὅταν ἡ ἔνσαρκη Θεία οἰκονομία ἀφορᾶ τὸν Λόγον καὶ ὄχι τὸ Πνεῦμα; Ὁ Λόγος εἶναι Ἐκεῖνος ποὺ ἐσαρκώθη, καὶ ὡς Θεάνθρωπος στὴ συνέχεια ἀπέθανε καὶ ἀνέστη καὶ ὄχι τὸ ἅγιο Πνεῦμα. Προηγεῖται ἡ Οἰκονομία τοῦ Λόγου καὶ ἐπακολουθεῖ ἡ οἰκονομία τοῦ ἁγίου Πνεύματος.

Ἐὰν δὲν εἶχε προηγηθεῖ ἡ Οἰκονομία τοῦ Λόγου δὲν θὰ ἦταν δυνατὸν νὰ ἐπακολουθήσει ἡ Οἰκονομία τοῦ ἁγίου Πνεύματος: «συμφέρει ὑμὶν ἴνα ἐγὼ ἀπέλθω. ἐὰν γὰρ μὴ ἀπέλθω, ὁ παράκλητος οὐκ ἐλεύσεται πρὸς ὑμᾶς· ἐὰν δὲ πορευθῶ, πέμψω αὐτὸν πρὸς ὑμᾶς» (Ἰω. 16,7). Ὁ ἴδιος ὁ σαρκωμένος Λόγος διακρίνει τὸν Ἑαυτό του καὶ  τὸ ἔργο του ἀπὸ τὸ ἅγιο Πνεῦμα καὶ τὸ ἔργο του: «ἐγὼ ἐρωτήσω τὸν πατέρα καὶ ἄλλον παράκλητον δώσει ὑμὶν» (Ἰω. 14,16), [ὁ ἕνας Παράκλητος ὁ σαρκωμένος Λόγος, ὁ ἄλλος Παράκλητος τὸ ἅγιο Πνεῦμα]. «Τὸ ἔργον ἐτελείωσα ὁ δέδωκάς μοι ἴνα ποιήσω» (Ἰω. 17,4) [ὁ σαρκωμένος Λόγος περατώνει τὴν ἔνσαρκη Θεία οἰκονομία]. «καὶ ἐλθῶν ἐκεῖνος [ὁ Παράκλητος, τὸ ἅγιο Πνεῦμα], ἐλέγξει τὸν κόσμον περὶ ἁμαρτίας καὶ περὶ δικαιοσύνης καὶ περὶ κρίσεως» (Ἰω. 16,8).

Μετὰ τὴν περάτωση τῆς Οἰκονομίας τοῦ Λόγου ἀρχίζει ἡ Οἰκονομία τοῦ Πνεύματος. Τὸ Πνεῦμα ἔχει συγκεκριμένο ἔργο. Θὰ ἔρθει νὰ «ἐλέγξει»… Ὁ ἔλεγχος δὲν εἶναι ἔργο τοῦ σαρκωμένου Λόγου, ἀλλὰ τοῦ Πνεύματος. Τὸ ὅτι ἡ ἐκ τῆς Θείας Φύσεως ἀπορρέουσα ἄκτιστη Ἐνέργεια τῶν Θείων Προσώπων εἶναι μία καὶ κοινή, αὐτὸ δὲν σημαίνει ὅτι μποροῦν νὰ συγχέονται, ἢ νὰ ταυτίζονται οἱ δύο Οἰκονομίες, ὅπως ἀκριβῶς δὲν μποροῦν νὰ συγχέονται ἡ Θεία φύσις μὲ τὶς Θεῖες Ἐνέργειες, ἢ τὰ Θεία πρόσωπα μὲ τὶς Θεῖες Ἐνέργειες. Τί νὰ ὑποθέσουμε γιὰ τὰ παρὰ πάνω βασικότατα λάθη; Ὅτι ἔχουμε ἄγνοια Θεολογίας ἢ ἐπηρεασμὸ ἀπὸ Διαθρησκειακὲς θεωρίες;  
   
27. Θὰ κλείσουμε παραθέτοντας ἀποσπάσματα ἀπὸ σύγγραμμα τοῦ μέγιστου θεολόγου καὶ ὁμολογητὴ τῆς Ἐκκλησίας τοῦ περασμένου αἰώνα, τοῦ θεοφώτιστου καὶ χαριτωμένου ἁγίου Ἰουστίνου Πόποβιτς, ὁ ὁποῖος, δυστυχῶς, γιὰ σᾶς, ἔχει τὶς ἴδιες ἀπόψεις μὲ ἐμᾶς τοὺς «αἱρετικούς». Ὅτι δηλαδὴ πρέσβευε καὶ δίδασκε τὴν μοναδικότητα καὶ τὴν ἀποκλειστικότητα τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Αὐτὸ ποὺ πεισματικὰ ἀρνοῦνται οἱ σύγχρονοι θιασῶτες τοῦ Οἰκουμενισμοῦ.

Ἰδοὺ τί ἀναφέρει ὁ θεοφόρος ἅγιος Ἰουστίνος: «Κατὰ τὴν ἑνιαίαν στάσιν τῶν Πατέρων καὶ τῶν Συνόδων ἡ Ἐκκλησία εἶναι ὄχι μόνον μία, ἀλλὰ καὶ μοναδική, διότι ὁ εἰς καὶ μοναδικὸς Θεάνθρωπος, ἡ Κεφαλή Της, δὲν δύναται νὰ ἔχη πολλὰ σώματα. Ἡ Ἐκκλησία εἶναι μία καὶ μοναδική, διότι εἶναι τὸ Σῶμα τοῦ ἑνὸς καὶ μοναδικοῦ Χριστοῦ. Εἶναι ὀντολογικῶς ἀδύνατος ὁ χωρισμὸς τῆς Ἐκκλησίας, διὰ τοῦτο ποτὲ δὲν ὑπῆρχε διαίρεσις τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλὰ μόνον χωρισμὸς ἀπὸ τὴν Ἐκκλησίαν. Κατὰ τὸν λόγον τοῦ Κυρίου δὲν διαιρεῖται ἡ Ἄμπελος, ἀλλὰ μόνον τὰ ἑκουσίως ἄκαρπα κλήματα ἐκπίπτουν καὶ ξηραίνονται ἀπὸ τὴν ἀείζωον Ἄμπελον (πρβλ. Ἰωάν.15,1-6).

Ἐκ τῆς μίας ἀδιαιρέτου Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ εἰς διαφόρους καιροὺς ἀπεσχίσθησαν καὶ ἀπεκόπησαν οἱ αἱρετικοὶ καὶ οἱ σχισματικοί, οἱ ὁποῖοι κατὰ συνέπειαν ἔπαυσαν νὰ εἶναι μέλη τῆς Ἐκκλησίας καὶ σύσσωμοι τοῦ Θεανθρωπίνου Σώματός Της. Τοιοῦτοι ἤσαν πρῶτον οἱ Γνωστικοί, κατόπιν οἱ Ἀρειανοὶ καὶ Πνευματομάχοι, ἔπειτα οἱ Μονοφυσίται καὶ Εἰκονομάχοι καὶ τέλος οἱ Ρωμαιοκαθολικοὶ καὶ Προτεστάνται καὶ Οὐνίται καὶ ὅλη ἡ ἄλλη αἱρετικὴ καὶ σχισματικὴ λεγεών». (Ἰουστίνου Πόποβιτς, Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία καὶ Οἰκουμενισμός, Θεσσαλονίκη 1974, σελ. 81-82).

Ἰδοὺ τί λέει γιὰ τὴν ἐγκυρότητα τῶν μυστηρίων τῶν αἱρετικῶν: «Ἡ διδασκαλία τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας τοῦ Θεανθρώπου Χριστοῦ, διατυπωθεῖσα ὑπὸ τῶν ἁγίων Ἀποστόλων, ὑπὸ τῶν ἁγίων Πατέρων, ὑπὸ τῶν ἁγίων Συνόδων, περὶ τῶν αἱρετικῶν εἶναι ἡ ἑξῆς: αἱ αἱρέσεις δὲν εἶναι Ἐκκλησία, οὔτε δύνανται νὰ εἶναι Ἐκκλησία. Δία τοῦτο δὲν δύνανται αὖται νὰ ἔχουν ἅγια Μυστήρια» (ὅπου. ἀνωτ. σελ. 228). «Ἕνεκα τούτου, συμφώνως πρὸς τὸ φρόνημα τῆς Καθολικῆς τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας καὶ συμφώνως πρὸς ὁλόκληρον τὴν ὀρθόδοξον Παράδοσιν, ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία δὲν παραδέχεται τὴν ὕπαρξιν ἄλλων μυστηρίων ἔξω ἀπ΄ αὐτήν, οὔτε θεωρεῖ αὐτὰ ὡς μυστήρια, ἕως ὅτου προσέλθη τὶς διὰ τῆς μετανοίας ἐκ τῆς αἱρετικῆς ‘ἐκκλησίας’, δηλαδὴ ψευδοεκκλησίας, εἰς τὴν Ὀρθόδοξον Ἐκκλησίαν τοῦ Χριστοῦ. Μέχρις ὅτου δὲ μένει τὶς ἔξω ἀπὸ τὴν Ἐκκλησίαν, μὴ ἡνωμένος μετ΄ αὐτῆς διὰ τῆς μετανοίας, μέχρι τότε εἶναι οὗτος διὰ τὴν Ἐκκλησίαν αἱρετικὸς καὶ ἀναποφεύκτως εὑρίσκεται ἐκτός της σωτηριώδους Κοινωνίας (= communio). Διότι ‘τὶς μετοχὴ δικαιοσύνη καὶ ἀνομία; τὶς δὲ κοινωνία φωτὶ πρὸς σκότος;’ (Β/Κόρ.6,14)» (ὅπου ἀνωτ. σελ. 230).

Ἰδοὺ τί λέει γιὰ τὴν διαβόητη Οἰκουμενικὴ Κίνηση, (Π.Σ.Ε.), γιὰ τὴν ὁποία μὲ τόσα ἐγκωμιαστικὰ λόγια ὁμιλεῖτε: «Ὁ Οἰκουμενισμὸς εἶναι κοινὸν ὄνομα διὰ τοὺς ψευδοχριστιανισμούς, διὰ τὰς ψευδοεκκλησίας τῆς Δυτικῆς Εὐρώπης. Μέσα του εὑρίσκεται ἡ καρδία ὅλων τῶν εὐρωπαϊκῶν οὐμανισμῶν, μὲ ἐπὶ κεφαλῆς τὸν Παπισμόν. Ὅλοι δὲ αὐτοὶ οἱ ψευδοχριστιανισμοί, ὄλαι αἱ ψευδοεκκλησίαι, δὲν εἶναι τίποτε ἄλλο παρὰ μία αἵρεσις παραπλεύρως εἰς τὴν ἄλλην αἵρεσιν. Τὸ κοινόνευαγγελικον ὄνομα τῶν εἶναι ἡ παναίρεσις» (ὅπου ἀνωτ. σέλ. 224).

Ἰδοὺ πὼς κατονομάζει ὁρισμένες ἀπὸ τὶς πολλὲς παπικὲς κακοδοξίες τοῦ Παπισμοῦ καὶ τοῦ Προτεσταντισμοῦ: «Ἐξ αὐτῆς δὲ τῆς παναιρέσεως  ἐγεννήθησαν καὶ γεννῶνται συνεχῶς ἄλλαι αἱρέσεις: τὸ Filioque, ἡ ἀποβολὴ τῆς ἐπικλήσεως, τὰ ἄζυμα, ἡ εἰσαγωγὴ τῆς κτιστῆς χάριτος, τὸ καθαρτήριον πῦρ, τὸ θησαυροφυλάκιον τῶν περισσῶν ἔργων, ἡ μηχανοποιημένη διδασκαλία περὶ τῆς σωτηρίας καὶ ὡς ἐκ τούτου μηχανοποιημένη διδασκαλία περὶ τῆς ζωῆς, ὁ παποκαισαρισμός, ἡ ἱερὰ ἐξέτασις, τὰ συγχωροχάρτια, ὁ φόνος τοῦ ἁμαρτωλοῦ διὰ τὴν ἁμαρτίαν, ὁ ἰησουητισμός, ἡ σχολαστική, ἡ καζουϊστική, ὁ μοναρχισμός, ὁ κοινωνικὸς ἀτομικισμὸς διαφόρων εἰδῶν...

Ὁ Προτεσταντισμός; Εἶναι τὸ πλέον πιστὸν τέκνον τοῦ Παπισμοῦ, τὸ ὁποῖον διὰ τῆς ὀρθολογιστικῆς σχολαστικῆς του πίπτει διὰ μέσου τῶν αἰώνων ἀπὸ τὴν μίαν αἵρεσιν εἰς τὴν ἄλλην αἵρεσιν καὶ πνίγεται συνεχῶς εἰς τὰ διάφορα δηλητήρια τῶν αἱρετικῶν πλανῶν του. Πρὸς τούτοις, ἡ παπιστικὴ ὑψηλοφροσύνη καὶ ἡ “ἀλάθητος” ἀφροσύνη βασιλεύει ἀπολυταρχικῶς καὶ ἐρημώνει τὰς ψυχᾶς τῶν πιστῶν του. Κατ΄ ἀρχὴν ἕκαστος προτεστάντης εἶναι ἕνας ἀνεξάρτητος πάπας εἰς ὅλα τὰ ζητήματα τῆς πίστεως. Τοῦτο δὲ πάντοτε ὁδηγεῖ ἀπὸ τὸν ἕνα πνευματικὸν θάνατον εἰς τὸν ἄλλον· τέλος αὐτοῦ τοῦ ‘ἀποθνήσκειν’ δὲν ὑπάρχει, καθ΄ ὅτι ὁ ἀριθμὸς τῶν πνευματικῶν θανάτων τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ἀναρίθμητος» (ὅπου ἀνωτ. σελ. 230).

Τέλος ὁ πνευματοφόρος καὶ θεωμένος ἅγιος δίνει καὶ τὴν λύση τῆς διαβόητης «ἑνώσεως τῶν ἐκκλησιῶν», ἡ ὁποία ἀπέχει παρασάγγας ἀπὸ αὐτὴ τῶν συγχρόνων οἰκουμενιστῶν: «Ἀφοῦ οὕτως ἔχουν τὰ πράγματα, τότε διὰ τὸν παπιστικὸν – προτεσταντικὸν Οἰκουμενισμὸν μὲ τὴν ψευδοεκκλησίαν του καὶ τὸν ψευδοχριστιανισμόν του δὲν ὑπάρχει διέξοδος ἀπὸ τὸ ἀδιέξοδόν του, ἄνευ ὁλοψύχου μετανοίας ἐνώπιον τοῦ Θεανθρώπου Χριστοῦ καὶ τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας Του. Ἡ μετάνοια εἶναι τὸ φάρμακον δι΄ ἑκάστην ἁμαρτίαν, φάρμακον δοθὲν εἰς τὸν ἄνθρωπον ἀπὸ τὸν μόνον Φιλάνθρωπον» (ὅπου ἀνωτ. σέλ. 230).

Τί ἔχετε νὰ μᾶς ἀπαντήσετε σχετικὰ μὲ τὰ παρὰ πάνω ἀποσπάσματα; Μήπως καὶ ὁ μεγάλος αὐτὸς ἅγιος, ὁ ὁποῖος συνδύαζε στὴ ζωὴ του τὴν ἁγιότητα μὲ τὴν ἄριστη γνώση τῆς Θεολογίας ὡς καθηγητὴς τῆς Δογματικῆς, ἦταν «πλανεμένος», ὅπως θεωρεῖτε ἐμᾶς; Ἐμεῖς τί περισσότερο, ἢ τί λιγότερο πρεσβεύουμε ἀπὸ αὐτὰ ποὺ πρέσβευε καὶ δίδασκε ὁ ἅγιος Ἰουστίνος;

Ἐκ τοῦ Γραφείου ἐπὶ τῶν Αἱρέσεων καὶ τῶν παραθρησκειῶν

4 σχόλια:

  1. Η τρέχουσα σύνοδος της Κρήτης, θα θεωρηθεί από τους συνειδητούς Ορθόδοξους Χριστιανούς, ότι δεν έγινε ΠΟΤΕ, δηλαδή ότι ΔΕΝ υπάρχει μέσα στην Ορθόδοξη Εκκλησιαστική ιστορία.
    Ασχολούνται στη σύνοδο με ουσιαστικά ανούσια θέματα, αλλά σίγουρα ΔΕΝ θα τολμήσουν να κτυπήσουν τον δαιμονικό Οικουμενισμό, είτε διότι απειλήθηκαν και εκβιάστηκαν μυστικώς είτε διότι εξαγοράσθηκαν από τα μεγάλα και ισχυρά διεθνή συμφέροντα.

    Με άλλα απλά λόγια: πολύς θόρυβος, για μια σύνοδο ουσιαστικά ΑΝΥΠΑΡΚΤΗ μέσα στην Ορθόδοξη Εκκλησιαστική ιστορία.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. O ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΕΜΦΑΝΙΖΕΤΑΙ ΓΟΝΥΠΕΤΗΣ ΣΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑ ,ΓΙΑ ΝΑ ΚΟΡΟΗΔΕΨΕΙ ΤΟΥΣ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΥΣ ΚΑΙ ΝΑ ΜΗΝ ΑΝΤΙΛΗΨΘΟΥΝ ΟΤΙ Η ΣΥΝΟΔΟΣ ΕΤΟΙΜΑΖΕΙ ΤΗΝ ΑΙΡΕΣΗ ΤΗΣ ΠΑΝΘΡΗΣΚΕΙΑΣ

      Διαγραφή
    2. ΣΩΣΤΑ 2:58!!Ἄλλη μία ληστρική στήν ἱστορία μας....
      Ἀπειλοῦνται καί ἐκβιάζονται,σίγουρα !!!
      Ἀλλά,δέν θά τολμήσουν....
      Καλλιόπη

      Διαγραφή
  2. Το κείμενο του Γραφείου δίνει ανάσα σε όλους οσους αναζητούμε γνήσιο θεολογικό λόγο.
    Παράλληλα βέβαια με τις κακοδοξίες που έχουν υιοθετήσει πολλοί ακαδημαϊκοί όπως ο ΘΑΚ, πρέπει να μας προβληματίσουν και οι αμαρτωλές πρακτικές που έχει υιοθετήσει πλήθος απλών ορθοδόξων πιστών: από την αντισύλληψη που καταδικάζει η εκκλησια ως πορνεία, τις προγαμιαίες σχέσεις μετά τον αρραβώνα (sic), τη μη συμμετοχή στη θεία κοινωνία τουλάχιστον κάθε Κυριακή κα.. Ποιος ιερέας θα μιλώσει καθαρά γι' αυτά στους πιστούς; Πώς θα αποκτήσει ο πιστός τον θείο φωτισμό για να μπορεί να κρίνει και τα λεπτότερα θεολογικά θέματα, και να διακρίνει ποιος από τους ιερείς είναι ο λύκος και ποιος το πρόβατο;
    Κανάκη Γ.

    ΑπάντησηΔιαγραφή

ΚΑΝΤΕ ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ ΤΟΥ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟΥ ΜΑΣ.