14 Μαΐ 2016

Ἀπὸ τὴν ἀποκάρωση στὴν ἀποκαραδοκία

Γράφει ὁ Ἠλιάδης Σάββας, Δάσκαλος
Λέξεις ἄγνωστες στοὺς πολλούς, σημαδεύουν ὅμως καὶ ὁρίζουν τὶς δυὸ στάσεις ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου στὸ θέμα τῆς σωτηρίας: αὐτὴν τῆς γενικῆς ἀπραξίας, ποὺ ὁδηγεῖ στὸ βέβαιο πνευματικὸ θάνατο καὶ αὐτὴν τὴν ἐνεργὴ καὶ ἀγωνιώδη, ποὺ τρέφει τὴν ἐλπίδα τῆς σωτηρίας. 
Ἡ λέξη ἀποκάρωσις (καὶ ἀποκάρωμα) δὲν ὑπάρχει στὴν Ἁγία Γραφή. Σύμφωνα ὅμως μὲ τὰ ἀντίστοιχα λήμματα τῶν ἔγκυρων λεξικῶν παράγεται ἀπὸ τὸ ρῆμα ἀποκαρῶ (-όω), ἀποκαρώνω, ποὺ σημαίνει κάμνω κάποιον νὰ περιπέσει σὲ λήθαργο, σὲ νάρκη. (Λεξικὰ Δημητράκου καὶ Μπαμπινιώτη). Ἄρα ἀποκάρωσις σημαίνει τὴν κατάσταση τοῦ ληθάργου, τῆς νάρκης, τῆς πλήρους ἀδράνειας καὶ ἀπραξίας. (Μπαμπινιώτης)
Ἡ λέξη ἀποκαραδοκία προέρχεται ἀπὸ τὸ ρῆμα ἀποκαραδοκέω (-), ποὺ σημαίνει περιμένω μετὰ πόθου, παραμονεύω, καιροφυλακτῶ, περιμένω τὴν κατάλληλη εὐκαιρία. Ἄρα ἀποκαραδοκία σημαίνει τὴν ἔνθερμη προσδοκία. (Λεξικὸ LIDDELL-SKOTT καὶ Δημητράκου) Ἐπαναλαμβάνεται δυὸ φορὲς στὴν Καινὴ Διαθήκη στὶς....
ἐπιστολὲς τοῦ ἀποστόλου Παύλου:
1. «ἡ γὰρ ἀποκαραδοκία τῆς κτίσεως τὴν ἀποκάλυψιν τῶν υἱῶν τοῦ Θεοῦ ἀπεκδέχεται» (Ρωμ. 8,19) 
2. «κατὰ τὴν ἀποκαραδοκίαν καὶ ἐλπίδα μου ὅτι ἐν οὐδενὶ αἰσχυνθήσομαι, ἀλλ' ἐν πάση παρρησία, ὡς πάντοτε, καὶ νῦν μεγαλυνθήσεται Χριστὸς ἐν τῷ σώματί μου εἴτε διὰ ζωῆς εἴτε διὰ θανάτου». (Φίλ. 1,20)
Οἱ δυὸ αὐτὲς λέξεις, ποὺ συνθέτουν τὸν τίτλο τοῦ ἄρθρου, χρησιμοποιοῦνται σπάνια στὸν καθημερινὸ λόγο. Μοιάζουν ὡς ἕνα σημεῖο στὴν προφορά, σὰν παρώνυμα, ἀλλὰ ἔχουν ἀκριβῶς τὸ ἀντίθετο νόημα. Μᾶς φέρνουν δὲ μπροστὰ στὸν προβληματισμὸ καὶ στὴν εὐθύνη τῆς ἐπιλογῆς γιὰ τὴν πορεία μας στὴ ζωή. Ἀπὸ τὴ μιὰ ὁ λήθαργος, ἡ νάρκη, ἡ πνευματικὴ ἀπραξία καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη ἡ ἔνθερμη προσδοκία, ἡ βέβαιη  ἐλπίδα, ἡ ἀναμονὴ τῆς ποθητῆς ἐξέλιξης, τουτέστιν ἡ  λαχτάρα γιὰ σωτηρία.
Εἶναι ἀνάγκη νὰ ξεκαθαρίσουμε μέσα μας σὲ ποιὰ ἀπ` τὶς δύο καταστάσεις πορευόμαστε. Μέσα στὸ γενικότερο κλίμα τῆς ἀδιαφορίας  γιὰ τὰ θεϊκά, γιὰ τὰ ἅγια καὶ τῆς ἀπαξίωσης γιὰ τὰ πνευματικὰ καὶ σωτηριώδη θέματα τῆς ζωῆς, στὸ ἐπίμονο κυνήγι τῶν ἀναγκαίων τς ἐπιβίωσης, στὴν ἐπικρατοῦσα βιοθεωρία τοῦ κόσμου «φάγωμεν πίωμεν, αὔριον γὰρ ἀποθνήσκομεν»,  νὰ στήσουμε «εὐήκοον οὖς» στοὺς χτύπους τῆς καρδιᾶς μας καὶ νὰ δοῦμε τὸ ποιόν τους; Εἶναι ξεροὶ χτύποι ναρκωμένης καρδιᾶς, ποὺ χρειάζεται χειρουργεῖο ἢ  χτυπήματα λαχτάρας, ντυμένα μὲ τὸ μελωδικὸ ἦχο ἀπὸ τὸ τάλαντο τοῦ Εὐαγγελίου καὶ τῶν Ἁγίων, ποῦ ξυπνοῦν στὴν ὕπαρξη τὴν ἐπιθυμία γιὰ ἑτοιμότητα, γιὰ γλυκιὰ προσδοκία, γιὰ ζωντανὴ ἐλπίδα; 
Καὶ ἂν συλλάβουμε τὸν ἑαυτό μας στὴν πρώτη κατάσταση, στὴν ἀποκάρωση, νὰ κοιμᾶται δηλαδὴ μακάρια ἀλλὰ θανατηφόρα, νὰ ἠχήσει στὴν καρδιὰ μᾶς τὸ σάλπισμα τοῦ ἀποστόλου Παύλου: «ὥρα ἠμᾶς ἤδη ἐξ ὕπνου ἐγερθῆναι». (Ρωμ. 13,11) Νὰ κάνουμε κάθε προσπάθεια, γιὰ νὰ ἀποτινάξουμε καὶ τὸ τελευταῖο ἀπολειμμα τῆς νωθρότητας. Διότι ὕπνος εἶναι γενικῶς ἡ κατάσταση τῆς ἀπομάκρυνσης ἀπὸ τὸ Θεό, ἡ κατάσταση τῆς ἁμαρτίας. Ἐδῶ πιὸ συγκεκριμένα εἶναι ἡ κατάσταση τῆς νωθρότητας καὶ χλιαρότητας. Ἡ ἀφύπνιση εἶναι ἡ ἐνέργεια μὲ τὴν ὁποία ὁ ἄνθρωπος συναισθάνεται ζωηρὰ τὴν εὐθύνη του καὶ παραδίδεται στὴν προσευχὴ καὶ στὴ νήψη, τὰ ὁποῖα τὸν τραβᾶνε κοντὰ στὸ Θεὸ καὶ ἀποκαθιστοῦν τὴν κοινωνία μαζί του.(Π.Τρεμπέλας)
Ἀναφερόμενοι στὴν ἀποκαραδοκία θὰ προσπαθήσουμε νὰ δοῦμε ἀπὸ τὸ στίχο τς πρὸς Ρωμαίους ἐπιστολῆς, ὁ ὁποῖος ἀναφέρεται στὴ φύση καὶ ἡ ὁποία «προσδοκᾶ σφοδρὰ τὴ μέλλουσα δόξα τῶν παιδιῶν τοῦ Θεοῦ» (Οἰκουμένιος). Εἶναι φοβερό! Εἶναι τόση ἡ δόξα ποὺ θὰ περιλάμψει τοὺς μέλλοντες νὰ δοξασθοῦν, ὥστε καὶ αὐτὴ ἡ φύση νὰ περιμένει μὲ ἀγωνία νὰ δεῖ ποιοὶ θὰ εἶναι αὐτοὶ καὶ νὰ ἐλπίζει νὰ ἀπαλλαγεῖ καὶ αὐτὴ ἡ ἴδια, λέει ὁ Οἰκουμένιος. Ὁ ἅγιος Χρυσόστομος λέει: «Ἀποκαραδοκία εἶναι ἡ σφοδρὴ προσδοκία». Ὁ δὲ Σεβηριανός: «Ἀποκαραδοκία εἶναι ἡ κατάσταση κατὰ τὴν ὁποία αὐτὸς ποὺ προσδοκᾶ προβάλλει τὸ κεφάλι του καὶ ἁπλώνει τὸ βλέμμα του, ἔτσι ὥστε νὰ φαίνεται πώς, ὅπου νὰ `ναὶ σὲ λίγο, πρόκειται νὰ δεῖ αὐτὸ ποὺ προσδοκᾶ».
 Στὸ στίχο ἀπὸ τὴν πρὸς Φιλιππησίους ἐπιστολὴ καὶ τὰ σχόλια ποὺ κάνουν οἱ ἑρμηνευτὲς γίνεται  διαχωρισμὸς ἀποκαραδοκίας καὶ ἐλπίδας. Ἡ μὲν πρώτη ὡς ἐξωτερικὴ κίνηση τοῦ σώματος, ἡ δὲ δεύτερη ὡς ἐσωτερική τς ψυχῆς. Ὁ Οἰκουμένιος ὅμως λέει: «Ἀποκαραδοκία εἶναι ἡ σφοδρὴ καὶ ἐπιτεταμένη ἐλπίδα, τὴν ὁποία ὅποιος ἔχει, προβάλλει  τὸ κεφάλι του καὶ τὸ περιφέρει ἀπὸ δῶ κι ἀπὸ κεῖ περιμένοντας νὰ δεῖ τὸ προσδοκώμενο». Δηλαδὴ ἡ ἀποκαραδοκία συνδέεται μὲ τὴν ἐλπίδα. Ὁ δὲ ἅγιος Θεοφύλακτος Βουλγαρίας: «Αὐτὸ ποὺ πιστεύει κάποιος μὲ ὅλο του τὸ νοῦ καὶ ἀναζητᾶ αὐτό, ποὺ τὸ ἐλπίζει μὲ βεβαιότητα». Ἡ ἀποκαραδοκία εἶναι ἔκφραση τῆς πίστης: «Ἔστι δὲ πίστις ἐλπιζομένων ὑπόστασις, πραγμάτων ἔλεγχος οὐ βλεπομένων». (Ἑβρ. 11,1) Αὐτὴ ἡ πίστη στὴν ὑπόσταση τῶν ἐλπιζομένων, δηλαδὴ ἡ βεβαιότητα τῆς παρουσίας τους ὡς ἤδη κατεχομένων, εἶναι ἡ δύναμη ποὺ γεννᾶ τὴν ἀποκαραδοκία καὶ τανάπαλιν.
Ὅλα αὐτὰ τὰ λόγια τῶν πατέρων μᾶς ἀφήνουν μιὰ ἔμμεση ἀλλὰ σαφῆ διδαχή: Χωρὶς πνευματικὲς ἀνησυχίες, χωρὶς ἀναζήτηση πνευματικοῦ ὁδηγοῦ, χωρὶς ἀγωνία γιὰ τὴ σωτηρία τῆς ψυχῆς, χωρὶς συμμετοχὴ στὸν ἀγώνα κατὰ τῆς ἁμαρτίας καὶ τῆς ἀλλοίωσης τῶν παθῶν, χωρὶς ἐπιθυμία γιὰ συνάντηση μὲ τὴ χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καὶ γενικὰ χωρὶς τὴν καλὴ ἀνησυχία, δὲν ἔχουμε καμιὰ ἐλπίδα οὔτε γὶ` αὐτὴν τὴ ζωὴ οὔτε καὶ γιὰ τὴν αἰωνιότητα.
Θὰ κλείσουμε μὲ τὸ παράδειγμα ποὺ μᾶς ἔφερνε ὁ δάσκαλός μας, ὁ μακαριστὸς Στέργιος Σάκκος, ὅταν μᾶς μιλοῦσε καὶ μᾶς ἐξηγοῦσε τὴν ἔννοια καὶ τὸ περιεχόμενο τῆς λέξης  ἀποκαραδοκία. Ἀναφερόταν στὸ καταπληκτικὸ διήγημα τῆς ξενιτιᾶς τοῦ Χρίστου Χριστοβασίλη: «Ἡ ἀνίκητη ἐλπίδα». Τὸ θυμήθηκα, ποὺ τὸ διαβάζαμε στὸ δημοτικὸ σχολεῖο στὴν ἕκτη τάξη καὶ τὸ βρῆκα στὸ ἀναγνωστικό τς ΣΤ΄ δημοτικοῦ το Ο.Ε.Δ.Β. ἐκδόσεως 1965. Τὸ ἀναφέρω μὲ συντομία:
Ἡ Μήτραινα, ἡ μάνα τοῦ Γιάννη τοῦ ξενιτεμένου, ποὺ τὸν ξεπροβόδισε, ὅταν αὐτὴ ἦταν ἀκόμη νέα, ἔκανε ὅλες τὶς προετοιμασίες κάθε χρόνο παραμονὴ τῆς γιορτῆς του περιμένοντας τὸν νὰ ἔρθει. Πήγαινε πάντοτε στ` ἀγνάντια καὶ περίμενε. Ὅλοι στὸ χωριὸ τὴν λυποῦνταν, ποὺ ἔλπιζε στὸ ἀνέλπιστο. Αὐτὸ γινόταν γιὰ πολλὰ χρόνια, ἀλλὰ ὁ Γιάννης δὲ φάνηκε ποτέ. Ὅλα τα ξενιτεμένα παιδιὰ τοῦ χωριοῦ πήγαιναν κι ἔρχονταν, μὰ ὁ δικός της ποτέ. Τὸν εἶχαν ξεγράψει ὅλοι ἀπὸ τὸ χωριό. Κι ὅταν ἔμαθε ἡ Μήτραινα πὼς ὁ πρόεδρος τὸν ξέγραψε ἀπὸ τὰ χαρτιά, γιὰ νὰ μὴν πληρώνει ἄδικά τους φόρους του, πῆγε καὶ παραπονέθηκε. Διότι εἶχε πάντα στὴν καρδιὰ της πλήρη τὴν ἐλπίδα  πὼς τὸ παιδὶ της μιὰ μέρα θὰ `ρθεῖ. Ἔκανε τὰ πάντα κρατώντας τὴν ἐλπίδα τῆς ἐπιστροφῆς τοῦ γιοῦ της ἀλύγιστη. Αὐτὸ τὸ ἔκανε, δὲ θυμόταν γιὰ πόσα χρόνια. Αὐτὴν τὴν τελευταία φορά, ἀφοῦ τὰ τακτοποίησε ὅλα καὶ εἶδε πὼς δὲν ἦρθε ὁ γιός, πῆγε στ` ἀγνάντια, ἐκεῖ ποὺ εἶχαν ἀποχωριστεῖ καὶ φώναξε μὲ μεγάλη φωνή: 
- Γιάννη η η η ! Γιάννη, οὐουου!
- Ὁρίστε ε ε ε ! ἀπολογήθηκε μιὰ φωνὴ ἀπὸ μακριά.
-Χτύπα γρήγορα, παιδάκι μου, γιατί σ` ἔφαγε τὸ κρύο!
Κι ὅταν ἔφτασε, την ρώτησε:
-Μανούλα μου! Ποιός σου πῆρε τὰ συχαρίκια καὶ βγῆκες τέτοιαν ὥρα ἐδῶ, νὰ μὲ καρτερεῖς;
-Ἡ ἐλπίδα μου, ψυχούλα μου! Ἡ ἀνίκητη ἐλπίδα μου, ποὺ φώλιαζε μέσα ἐδῶ στὴν καρδιά μου βαθιά!
Ἀξίζει τὸν κόπο νὰ διαβαστεῖ ὁλόκληρο καὶ σὰν λογοτέχνημα ἀλλὰ καὶ γιὰ νὰ δοῦμε καὶ νὰ καταλάβουμε ζωντανὰ τί σημαίνει ἀποκαραδοκία, ὅσον ἀφορᾶ τὴ λαχτάρα γιὰ τὴ συνάντηση μὲ τὴ χάρη τοῦ Χριστοῦ.
Ἠλιάδης Σάββας
Δάσκαλος
Κιλκίς, 12-5-2016

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΚΑΝΤΕ ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ ΤΟΥ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟΥ ΜΑΣ.