20 Νοε 2014

Καὶ τοῦ πίστει οἰκοῦντος ἐν αὐτῇ – Ἡ θρησκευτικὴ ἐμπειρία τοῦ Μακρυγιάννη

Γράφει ὁ Παναγιώτης Ι. Νικολόπουλος
Βρισκόμαστε γύρω στὸ 1811 στὴ Δεσφίνα[1] τῆς Φωκίδας, στὸ πανηγύρι τ’ Ἀϊ Γιαννιο. Ἕνας νεαρὸς βοηθός, κρατᾶ τὸ ντουφέκι τοῦ ζαμπίτη[1] τῆς περιοχῆς. Ἐνθουσιασμένος ὁ νέος, θέλησε νὰ πυροβολήσει στὸν ἀέρα. Ἐξαιτίας τῆς ἀπειρίας του, ὅμως, τὸ ὅπλο τοῦ πέφτει ἀπὸ τὰ χέρια καὶ σπάει. Θυμωμένος ὁ ζαμπίτης τὸν πιάνει καὶ τὸν χτυπάει μπροστὰ σὲ ὅλο τὸν κόσμο. Γεμάτος ντροπή, ὁ νεαρὸς πηγαίνει στὸν μόνο ποὺ αἰσθανόταν κοντά του, γιὰ νὰ τοῦ πεῖ τὸν πόνο του· στὸν Ἅγιο Ἰωάννη. «Μπαίνω τὴν νύχτα μέσα εἰς τὴν ἐκκλησιά του καὶ κλείω τὴν πόρτα κι’ ἀρχινῶ τὰ κλάματα μὲ μεγάλες φωνὲς καὶ μετάνοιες· τί εἶναι αὐτὸ ὀπούγινε σ’ ἐμέναν, γομάρι εἶμαι νὰ μὲ δέρνουν; καὶ τὸν περικαλῶ νὰ μοῦ δώσει ἅρματα καλὰ κι ἀσημένια καὶ δεκαπέντε πουγγιὰ χρήματα, καὶ ἐγὼ θὰ τοῦ φκιάσω ἕνα μεγάλο καντήλι ἀσημένιον. Μὲ τὶς πολλὲς φωνὲς κάμαμεν τὶς συμφωνίες μὲ τὸν ἅγιον»[1]. Ὁ νεαρὸς αὐτὸς θὰ γίνει ἀργότερα ἕνας ἀπὸ τοὺς γνωστότερους ἀγωνιστὲς τῆς ἐπανάστασης τοῦ ΄21, ὁ στρατηγὸς Ἰωάννης Μακρυγιάννης. Ἤδη ἀπὸ νεαρὴ ἡλικία, ὁ Μακρυγιάννης εἶχε ἀποκτήσει μία οἰκειότητα μὲ τὴν θρησκευτικὴ...
ζωή. Ὅπως εὔστοχα παρατηρεῖ ὁ Διονύσιος Δ. Βαλαής, ἡ εἴσοδος τοῦ δεκατετράχρονου Μακρυγιάννη στὸ Ἱερὸ Βῆμα τοῦ ναοῦ ἀποτελεῖ συνειδητὴ ἐνέργεια ἀπὸ μέρους του, ποὺ φανερώνει αὐτὴ ἀκριβῶς τὴν οἰκειότητα[1]. Τὸ σημαντικὸ ποὺ πρέπει νὰ προσέξουμε ἐδῶ, ὅμως, εἶναι ὅτι ὁ Μακρυγιάννης δὲν ζητᾶ ἐκδίκηση ἢ τιμωρία τοῦ ζαμπίτη, ὅπως ἴσως θὰ ζήταγε ἕνα ἄλλο παιδὶ τῆς ἡλικίας του, ἀλλὰ ἀποκατάσταση τῆς τιμῆς του μὲ τὴν ἀπόκτηση ἁρμάτων καὶ χρημάτων, σύμφωνα μὲ τὶς ἀντιλήψεις τῆς ἐποχῆς. Ἐπίσης, ἂς κρατήσουμε καὶ τὴν ἀμεσότητα τῆς ἐπικοινωνίας μὲ τὸν Ἅγιο, μὲ τὸν ὁποῖο συζητᾶ, διαφωνεῖ καὶ συμφωνεῖ σὰν νὰ ἦταν παρών, γνώρισμα καὶ ἄλλων ἀγωνιστῶν τῆς ἐποχῆς.[1] Τελικά, ὁ Ἅγιος εὐλόγησε καὶ ὁ Μακρυγιάννης ἐκπλήρωσε τὸ τάμα του: «Τότε ἐφκίασα ντουφέκι ἀσημένιον, πιστιόλες καὶ ἅρματα καὶ ἕνα καντήλι καλό. Καὶ ἁρματωμένος καλὰ καὶ συγυρισμένος τὸ πῆγα εἰς τὸν προστάτη μου καὶ εὐεργέτη μου κι’ ἀληθινὸν φίλον, τὸν Αἳ-Γιάννη, καὶ σώζεται ὡς τὴν σήμερον [...]. Καὶ τὸν προσκύνησα μὲ δάκρυα ἀπὸ μέσα ἀπὸ τὰ σπλάχνα μου, ὅτι θυμήθηκα ὅλες μου τὶς ταλαιπωρίες ὁπού δοκίμασα»[1]. Ἂν καὶ μικρὸς ζήτησε, λοιπόν, ἀπὸ τὸν Ἅγιο χρήματα καὶ ὄπλα· ἐν τούτοις γνώριζε ὅτι τὰ πλούτη δὲν εἶναι ἀπὸ μόνα τους καλό. Τὸ ἀκόλουθο ἀπόσπασμα θυμίζει ἔντονα πατερικὰ κείμενα καὶ ἔχει ἰδιαίτερο ἐνδιαφέρον: «Δὲν πλουταίνει ὁ ἄνθρωπος μὲ χρήματα μοναχά, πλουταίνει κι’ ἀπὸ τὰ καλά του ἔργα».  Ἀξιοπρόσεχτη ἡ διάκριση τοῦ Μακρυγιάννη· δὲν θεωρεῖ τὰ λεφτὰ κάτι κακό, ἀλλὰ ὁ ἄνθρωπος πρέπει ἐπιπλέον νὰ κάνει καὶ καλὲς πράξεις γιὰ νὰ εἶναι πραγματικὰ πλούσιος.

Σὲ ὅλο τὸ ἔργο τοῦ Μακρυγιάννη εἶναι ἔντονη ἡ θρησκευτικότητα τοῦ βίου του, μία θρησκευτικότητα ποὺ δὲν πηγάζει ἀπὸ δυτικὸ πουριτανικὸ πνεῦμα ἀλλὰ ἀπὸ ἕνα γνήσιο βίωμα τῆς ὀρθόδοξης πνευματικότητας. Πολλὲς φορὲς νομίζεις πῶς δὲν γράφει ἕνας ἀγράμματος πολεμιστὴς ἄλλα ἕνας πνευματικὸς μοναχός. Θὰ δοῦμε στὴν συνέχεια μερικὰ παραδείγματα γιὰ νὰ πάρουμε μία μικρὴ γεύση του πῶς ἔβλεπε τὸν κόσμο ὁ Μακρυγιάννης.

Ὁ Ρουμελιώτης Στρατηγὸς εἶχε ἐπίγνωση τοῦ σκοποῦ ποὺ ἐπεδίωκε νὰ πετύχει μὲ τὴν συμμετοχή του στὸν ἀγώνα γιὰ τὴν λευτεριά. Ἀναφερόμενος στὴν ἐποχὴ τῆς μύησής του στὸ «μυστικὸ» (τὴ Φιλικὴ Ἑταιρεία) γράφει: «ἐργαζόμουνε διὰ τὴν πατρίδα μου καὶ θρησκείαν μου νὰ τὴν δουλέψω  λικρινῶς, καθὼς τὴν δούλεψα, νὰ μὴν μὲ εἰπῆ κλέφτη καὶ ἅρπαγον, ἀλλὰ νὰ μὲ εἰπῆ τέκνο της καὶ ἐγὼ μητέρα μου»[1] καὶ στὸ τέλος τῶν ἀπομνημονευμάτων του: «Κι’ ἀφοῦ ὁ Θεὸς θέλησε νὰ κάμῃ νεκρανάστασιν εἰς τὴν Πατρίδα μου, νὰ τὴν λευτερώσῃ ἀπό τὴν τυραγνίαν τῶν Τούρκων, ἀξίωσε κ’ ἐμένα νὰ δουλέψω κατά δύναμη, λιγότερον ἀπὸ τὸν χερώτερον πατριώτη μου Ἕλληνα»[1].

Θεωροῦσε, δηλαδή, τὴν πολεμική του δράση σὰν ἕνα ἔργο ποὺ τοῦ ἀνέθεσε ἡ πατρίδα καὶ ὁ Θεός, τὸ ὁποῖο ἔπρεπε νὰ φέρει εἰς πέρας. Καὶ βλέπουμε ὅτι καὶ ὁ ἴδιος πίστευε ὅτι θὰ ἐπιτύχει τὸν σκοπὸ τοῦ γιατί "ἡ ἀδικία, ὅσο νὰ κάμη ἡ ἀντρεία, νικιέται, ὅτι βγῆκαν ἀπὸ τοῦ Θεοῦ τὸν δρόμον οἱ Τοῦρκοι"[1]Ἐπίσης, σὲ ἄλλο χωρίο τών απομνημονευματών του διασώζει τὰ λόγια κάποιων Τούρκων ἀξιωματούχων τῆς περιοχῆς: ««Πασάδες καὶ μπέηδες, θὰ χαθοῦμε! Θὰ χαθοῦμε! [...] ὅτι ἐτοῦτος ὁ πόλεμος δὲν εἶναι μήτε μὲ τὸν Μόσκοβον, μήτε μὲ τὸν Ἐγγλέζο, μήτε μὲ τὸν Φραντζέζο. Ἀδικήσαμεν τὸν ῥαγιά καὶ ἀπὸ πλούτη καὶ ἀπὸ τιμή καὶ τὸν ἀφανίσαμε· καὶ μαύρισαν τὰ μάτια του καὶ μᾶς σήκωσε ντουφέκι»[2]. Πολὺ γνωστὸ καὶ τὸ ἀκόλουθο ἀπόσπασμα ἀπὸ τὰ λόγια ποὺ εἶπε στὸν Ναύαρχο Δερυγνὶ στοὺς Μύλους τῆς Ἀργολίδος, ὅταν ὁ Γάλλος ἀξιωματικός του ἐπεσήμανε τὶς ἀδυναμίες τῶν ἀμυντικῶν θέσεων τῶν Ἑλλήνων: «εἶναι ἀδύνατες οἱ θέσες κι' ἐμεῖς, ὅμως εἶναι δυνατός ὁ Θεός ὅπου μᾶς προστατεύει. Καὶ θὰ δείξωμεν τὴν τύχη μας σ' αὐτές τὶς θέσες τὶς ἀδύνατες»[3]. Λόγια μέσα στὸ πνεῦμα τῆς ὀρθόδοξης παράδοσης καὶ τοῦ ψαλμοῦ: «Πάντα τὰ ἔθνη ἐκύκλωσάν με καὶ τῷ ὀνόματι Κυρίου ἠμυνάμην αὐτούς»[4].

Ὁ ἴδιος αἰσθανόταν ὑπερήφανος γιὰ τὸ ἔργο αὐτὸ ποὺ ἐπετέλεσε. Πολὺ ὄμορφη καὶ συγκινητικὴ εἶναι ἡ διαμαρτυρία ποὺ ἔστειλε ὁ ἴδιος ὁ Μακρυγιάννης στὶς ἐφημερίδες, ὅπου παρουσιάζει μὲ περηφάνια, σὰν παράσημα θὰ ἔλεγε κανείς, τὶς πληγὲς ποὺ ἔλαβε κατὰ τὴν διάρκεια τοῦ ἀγῶνος: «Πότε ἀκούσατε ὅτι εἶμαι θηρίον εἰς τὴν κοινωνίαν; Πότε ἔβλαψα τὴν πατρίδα; Ἔχω δύο πληγάς εἰς τὴν κεφαλήν, ἄλλην εἰς τὸν λαιμόν, ἄλλην εἰς τὴν χείραν, ἥτις ὡς ἐκ τούτου δὲν ἔχει κόκκαλα, ἄλλην εἰς τὴν πόδα καὶ ἄλλην εἰς τὴν γαστέρα, καὶ εἶμαι ζωσμένος μὲ τὰ σίδερα καὶ φυλάττω τὰ ἔντερα ἐντὸς αὐτῆς. Αὐτάς τὰς πληγάς τὰς ἔλαβον διὰ τὴν πατρίδα καὶ ὅταν ἀλλάξη ὁ καιρός, οἱ δριμύτατοι πόνοι με καθιστῶσι παράφρονα».   
Παρὰ τὸ γεγονὸς ὅτι εἶχε ἐπίγνωση τοῦ ἄθλου ποὺ ἔφερε εἰς πέρας μὲ τὴν ἀπελευθέρωση τῆς Ἑλλάδας, παραμένει ταπεινός, ὅπως ἁρμόζει σὲ ἕναν γνήσιο Χριστιανό, τονίζοντας ἰδιαίτερα τὴν ἀγραμματοσύνη του: «Δὲν ἔπρεπε νὰ ἔμπω σ’ αὐτὸ τὸ ἔργον ἕνας ἀγράμματος, νὰ βαρύνω τοὺς τίμιους ἀναγνώστες καὶ μεγάλους ἂντρες καὶ σοφούς τῆς κοινωνίας...»[5], «Εἶμαι ἕνας ἀγράμματος καὶ δὲν μπορῶ νὰ βαστήσω σειρὰ ταχτικὴ εἰς τὰ γραφόμενα…»[6].
               
Ὅπως καὶ ἄλλοι ὁπλαρχηγοί, ἔτσι καὶ ὁ Μακρυγιάννης ἐμψύχωνε τοὺς ἄνδρες τοῦ πρὶν ριχτοῦν στὴν μάχη ἐπικαλούμενος τὸν Θεό. Χαρακτηριστικὸς εἶναι ὁ λόγος του, ποὺ ἐξεφώνησε πρὸς τοὺς Ἕλληνες πολεμιστές, κατὰ τὴν πολιορκία τῆς Ἄρτας:  «Τὸ γλέπετε μωρές παιδιά μου, ἐτοῦτο τὸ κάστρο καὶ κιοτεύετε πῶς θὰ τὸ κυριέψουμε; Δὲν εἶναι τίποτες σᾶς λέω. Ἄνθρωποι τό 'καμαν, ἐνώ τὰ κάστρα τῶν ψυχῶνε μας τὰ 'καμεν ὁ μεγαλοδύναμος Θεός κι' εἶναι πολλὲς φορὲς δυνατότερα ἀπὸ τοῦτο ἐδὼ τὸ κάστρο. Εἶναι ἀνίκητα σᾶς λέγω. Κι’ ὅπως ὁ Χριστός μας δὲν νικιέται ποτές, ἔτσι καὶ ἐμεῖς οἱ Χριστιανοί δὲν νικιώμαστε ποτές. Μὴ κιοτεύετε. Ὁ Χριστὸς νικᾶ. Καὶ ἐμεῖς ποὺμαστε παιδιά Του θὰ νικήσουμε. Μὲ τὴ δικιά του Δύναμη. Ἐμπρός, τὸ λοιπόν, στρατιῶτες τοῦ Χριστοῦ. Μὴ κιοτεύετε. Ἐμπρός, θὰ τὸ πάρουμε τὸ κάστρο»[7].

Ὁ Μακρυγιάννης ἔχει ἐμπιστοσύνη στὴν Θεία Πρόνοια: «Ἡ θεία πρόνοια μᾶς ἔσωσε ὅλους», «Ἔδωσε ὁ Θεός καὶ δὲν βδοκίμησε ὁ Μπραΐμης», «Ἡ θεία πρόνοια, ἀδελφοὶ ἀναγνῶστες, εἶναι μεγάλη καὶ δίκια», «Ἀπὸ 'μᾶς, θέλησε ὁ Θεός, δὲν πειράχτη κανένας». Σὲ Γάλλους ἀξιωματικοὺς ποὺ θέλησαν νὰ τὸν συναντήσουν εἶπε: «ὅταν σηκώσαμεν τὴν σημαία ἀναντίον τῆς τυραγνίας, ξέραμεν ὅτ’ εἶναι πολλοί αὐτῆνοι καὶ μαθητικοί κι’ ἔχουν καὶ κανόνια κι’ ὅλα τὰ μέσα· ἐμεῖς ἀπ’ οὗλα εἴμαστε ἀδύνατοι· ὅμως ὁ Θεὸς φυλάγει καὶ τοὺς ἀδύνατους· κι’ ἄν πεθάνωμεν, πεθαίνομεν διὰ τὴν πατρίδα μας, διὰ τὴν θρησκεία μας, καὶ πολεμοῦμεν ὅσο μποροῦμεν ἀναντίον τῆς τυραγνίας· κι’ ὁ Θεὸς βοηθός. Αὐτὸς ὁ θάνατος εἶναι γλυκός…»[8].
                
Μπορεῖ ὁ Μακρυγιάννης νὰ εἶναι θεοσεβούμενος, ἀλλὰ σὲ καμία περίπτωση δὲν εἶναι θρησκόληπτος ἢ πουριτανός. Ἰδοὺ ὁρισμένα παραδείγματα ὅπου προτιμᾶ νὰ ἔρθει σὲ ρήξη μὲ ἱερωμένους ἂν θεωρεῖ ὅτι δὲν ὑπηρετοῦν τὴν ἀλήθεια: «Ἀφοῦ ἐτοίμαζα αὐτά, ἔρχεται ὁ Δεσπότης τῆς Ἀρκαδιᾶς κι᾿ ἀνακατώνει τοὺς ἀνθρώπους καὶ μπαίνουν σὲ μια διχόνοια […] Τοὺς ἄλλους τοὺς ἔβαλε εἰς διχόνοια ὁ Δεσπότης τοὺς ἤθελε νὰ πᾶνε μαζί του και δεν τον θέλανε. Καὶ διὰ νυχτὸς σκόρπησαν. Πιάστηκα μὲ τὸν ἅγιον·»[9], αλλού: «Πιάνει τὸν γερο-Σισίνη καὶ Σισινόπουλον ὁ ἅγιος Παπαφλέσιας ὑπουργός […] καὶ τοὺς […] γυμνώνει αὐτοὺς καὶ τοὺς ἀξιωματικοὺς τους. Τοὺς πῆραν τὸ βιόν τους καὶ τ᾿ ἄλογά τους· μοῦ τὸ παράγγειλαν ἐμένα. Πῆγα εἰς Ἀνάπλι, ἔμαθα αὐτό· πῆγα εἰς τὴν Κυβέρνησιν, τῆς μίλησα χοντρά καὶ πατριωτικά. […] Καὶ πιαστήκαμε μὲ τὸν Παπαφλέσια οἱ δυό μας, ὁποὺ γενήκαμε ἀπὸ ἀσπροῦ. Κι᾿ ἔπεσα σὲ ὁλουνῶν αὐτηνῶν τὴν ὀργή»[10] καί λίγο παρακάτω: «Τοῦ εἶπα νὰ μοῦ δώση αὐτοὺς τοὺς μιστοὺς νὰ πλερώσω τοὺς ἀνθρώπους καὶ νὰ λάβω κι᾿ ὅ,τι ἔδωσα. Λέγει τοῦ Παπαφλέσια, μοῦ δίνει τοὺς παράδες, ὅ,τι μὄκανε· ὄμως νὰ τοῦ χαρίσω τὶς πιστιόλες μου, ὅτι τὶς λιμπίστη. Τοῦ παράγγειλα κι᾿ ἐγὼ νὰ τοῦ γαμήσω τὸ κέρατο, ὄχι θὰ τοῦ δώσω τ᾿ ἄρματά μου, ὁπού τἄχω ἀπὸ δεκοχτὼ χρονῶν παιδί. Τὸν μούτζωσα καὶ δὲν τοῦ ξαναμίλησα»[11]. Παρ’ ὅλα αὐτὰ ἀναγνωρίζει τὴν θυσία τοῦ Παπαφλέσσα στὸ Μανιάκι, ἀλλὰ δὲν μπορεῖ νὰ τοῦ συγχωρήσει καὶ τὰ πάθη του: «πεθαμένος διὰ τὴν πατρίδα, δὲν θέλω κατηγορήσει τὴν διαγωγή του».
               
Δὲν ξεφεύγουν ἀπὸ τὴν κριτική του οὔτε οἱ καπηλευόμενοι τὴν θρησκεία καὶ τὴν πατρίδα: «Οἱ ἀσυνείθητοι διὰ νὰ κάμῃ ὁ κάθεὶς τοὺς σκοπούς του, ἄλλος βγάνει τὴν θρησκεία ὀμπρός, ἄλλος τὴν πατρίδα κι᾿ ὅσο θέλουν καὶ σέβονται οἱ τοιοῦτοι αὐτὰ τὰ γερά, τόσο καλὸ νἄχουν»[12]. Ἐπίσης, δὲ διστάζει καὶ νὰ σατιρίσει τὴν φαινομενικὴ εὐσέβεια ὁρισμένων Ἑλλήνων: «Αὐτὸς ὁ καλὸς ἄνθρωπος (ὁ Θανάσης Βάγιας) λάδι τὴν Τετάρτη καὶ Παρασκευή δὲν ἔτρωγε, τοὺς ἀνθρώπους τοὺς ροκάναγε»[1] ἀλλὰ καὶ νὰ παραδεχτεῖ τὴν εὐσέβεια τῶν Τούρκων «…ὅτι οἱ Τοῦρκοι πολεμάγανε γιὰ τὴν πίστη τους καὶ μᾶς γαμήσανε τὸ κέρατο». Πολλὲς φορὲς εἶναι ἡ ἀπληστία ποὺ ἀπομακρύνει τὴν βοήθεια τοῦ Θεοῦ ἀπὸ τοὺς Ἕλληνες καὶ ἔτσι αὐτοὶ καταστρέφονται: «Ὅταν μπήκαμεν εἰς τὴν Ἄρτα ἤμαστε τέσσερες χιλιάδες. Ὕστερα […] γύμνωσαν τὸ κονσουλάτο κι᾿ ἐκκλησίαν τῆς Ἁγια-Σωτῆρος, ὁποὔταν γιομάτα βιὸν τῶν Ἀρτηνῶν καὶ Γιαννιώτων κι᾿ ἀλλουνῶν ἀπὸ ἄλλα μέρη. Ὅταν μπήκαμεν μὲ πόλεμον στὴν Ἀρτα, δὲν σκοτωθήκαμεν τίποτας, μικρὰ πράγματα· διὰ τὸ βιὸν τοῦ κονσουλάτου σκοτωθήκαμεν πλῆθος, ὅτι τὸ εἶχαν ὁλόγυρα πιασμένο οἱ Τοῦρκοι κι᾿ ὅλο σὲ κρέας βαροῦγαν»[13]. Ὁ Θεὸς δὲν εἶναι ὑπαίτιος γιὰ τὶς ἀποτυχίες τῶν Ἑλλήνων, ἀλλὰ οἱ ἄνθρωποι οἱ ἴδιοι: «Κι᾿ ὅσο ἦταν ὁ Μπραΐμης εἰς τὸ Νιόκαστρο, ἔκαναν τὶς στρατολογίες τους εἰς τὰ σπίτια τῶν κατοίκων καὶ πολεμοῦσαν μὲ τὶς κότες καὶ κρασιά. Τώρα ὁποὺ βῆκε ὁ Μπραΐμης ἔξω, τραβιῶνται κατ᾿ τ᾿ Ἀνάπλι ἐκεῖ εἶναι καζίνα καὶ μπιλλιάρδα»[14].
                 
Δὲν διστάζει νὰ μεμφθεῖ καὶ τὴν βαυαρικὴ κυβέρνηση ποὺ ἔχει βάλει στόχο νὰ καταστρέψει κάθε τι ποὺ θυμίζει ὀρθοδοξία[15]: «Εἰς τὴν πρωτεύουσα νὰ μὴν εἶναι ἐκκλησία ἀναλόγως μὲ τὴν τιμὴν τῶν ὑπηκόγων του» και αλλού: "Ὅ,τι ἀνταμεβὴ ἦβρες από τοὺς Ὀβραίους, ὁπού ‘ταν ἀλλόθρησκοι καὶ σὲ σταύρωσαν, ἦβρες καὶ ἀπὸ ἐκείνους ὁπού κοπίασες καὶ κοπιάζεις καὶ ἀνάστησες καὶ ἀναστήνεις, ἀπὸ τοὺς ὀρθοδόξους χριστιανούς."[16]

Ἐνδιαφέρον ἔχει καὶ ἡ ἀντίληψή του γιὰ τὸ πῶς ἀντιμετωπίζει ὁ Θεὸς τὸ καλὸ καὶ τὸ κακό: «Ὁ ἄνθρωπος εἶναι καὶ διὰ τὸ καλό και διὰ τὸ κακό. Ὅταν κάνη λίγο κακό καὶ μεγάλο καλό, ὁ Θεός τὸν συχωράγει»[17]. Ὁ ἴδιος ὁ Μακρυγιάννης ὅμως δὲν μπορεῖ νὰ συγχωρήσει ἀνθρώπους ποὺ ἔκαναν κακὸ στὴν πατρίδα του. Ἰδοὺ τί λέγει στὸν Ὄθωνα γιὰ τὸν Κωλλέτη: «Ἀπὸ τὸν καιρὸν ὁπού μοῦ εἶπες νὰ εἶμαι σύνφωνος μὲ τὸν πρωτοϋπουργόν σου καὶ σοῦ εἶπα δὲν εἶμαι, ὅτ᾿ εἶναι δόλιος. Τι σοῦ εἶπα; Θὰ σοῦ χαλάση τὸ Κράτος σου, θ᾿ ἀφανίση τὸ Ταμεῖον, θὰ σὲ τρογυρίση μὲ κακοὺς ἀνθρώπους καὶ θὰ κιντυνέψωμε. Ὅλα τὰ ἔκαμεν αὐτά καὶ εἶναι τὰ ὡς τὴν σήμερον. Αὐτὸς πάγει εἰς τὴν δουλειά του, ὄμως τὴν φωτιὰ τὴν κακὴ τὴν ἄφησε εἰς τὸ κράτος σου. –Μοῦ λέγει, μὴν τὸν καταριέσαι. -Δεν μπορῶ καὶ νὰ τὸν συχωρέσω»[18]. Ἐπίσης, δὲν μπορεῖ νὰ συγχωρήσει αὐτοὺς ποὺ ὑβρίζουν τὴν θρησκεία του: «Ἕνας ἄνθρωπος νὰ μὲ ὑβρίσει, νὰ φονεύσει τὸν πατέρα μου, τὴν μητέρα μου, τὸν ἀδελφόν μου καὶ ὕστερα τὸ μάτι νὰ μοῦ βγάλει, ἔχω χρέος σὰν χριστιανός νὰ τὸν συγχωρήσω. Τὸ νὰ ὑβρίσει τὸν Χριστόν μου καὶ τὴν Παναγία μου, δὲν θέλω νὰ τὸν βλέπω».
                
Μὲ διάκριση καὶ πίστη, λοιπόν, ὁ Μακρυγιάννης ἀντιμετώπισε τὰ πάθη καὶ τὰ κακῶς κείμενα τῆς ἐποχῆς του. Τὸ ρωμαίικο πνεῦμα, ἡ ἑλληνορθόδοξη δηλαδὴ παράδοση διακατέχει ὁλόκληρο τὸ ἔργο τοῦ ἀλλὰ καὶ τὴν ζωή του. Ἐξάλλου, ὅπως λέει καὶ ὁ ἴδιος, ὅταν πολεμοῦν ἱερὲς γιὰ αὐτὸν ἔννοιες δὲν κάνει ὑποχωρήσεις: «Ὅταν μοῦ πειράζουν τὴν πατρίδα μου καὶ θρησκεία μου, θὰ μιλήσω, θὰ ᾿νεργήσω κι᾿ ὅ,τι θέλουν ἀς μοῦ κάμουν». Γνήσιο παιδί, λοιπόν, τῆς ρωμαίικης παράδοσης, ὁ Μακρυγιάννης ἀξιώθηκε νὰ γίνει ἕνας ἀπὸ τοὺς σημαντικότερους καὶ πιὸ σεβαστοὺς ἀγωνιστὲς τοῦ 1821. Καὶ γιὰ τὸν λόγο αὐτό, ἐπειδὴ θυμίζει τὴν πραγματικὴ μορφὴ τοῦ ἀγώνα, πολεμήθηκε καὶ θὰ συνεχίσει νὰ πολεμᾶται ἀπὸ πολλοὺς ποὺ θέλουν τὴν ἐπανάσταση, στὸ πνεῦμα τῆς ἐποχῆς,  κοινωνικὴ καὶ ὄχι ἐθνικοαπελευθερωτική. Ὡς ἀπόγονοί του λοιπόν, οἱ σημερινοὶ Ἕλληνες ἂς εὐχηθοῦμε καὶ ἐμεῖς, ὅπως ὁ Μακρυγιάννης πρὶν διακόσια περίπου χρόνια:
"θέ, δῶσε μας γνώση κι’ ἀρετή νὰ σωθοῦμε, νὰ μὴν χαθοῦμε παράωρα".

ΠΗΓΕΣ:
Ι. Μακρυγιάννη, Ἀπομνημονεύματα, κδ. Μέρμηγκα
Ι. Μακρυγιάννη, Ὁράματα καὶ θάματα, κδ. ΜΙΕΤ
Γ. Σεφέρη, Δοκιμὲς (Ἕνας Ἕλληνας-Ὁ Μακρυγιάννης)
Δ. Βαλαής, Ἡ θρησκευτικὴ διάσταση στὴ ζωὴ καὶ τὸ ἔργο τοῦ Γιάννη Μακρυγιάννη, διδακτορικὴ διατριβή, Θεσσαλονίκη 1991 (http://www.didaktorika.gr/eadd/handle/10442/1673)
Κ. Ζουράρι, Νὰ τὴν χέσω τέτοια λευτεριά…, κδ. Ἁρμὸς  




[1] Απομν. Α, 113
[2] Απομν. Α,108 Πολύ ωραία η παρατήρηση του Σεφέρη πάνω σε αυτό το απόσπασμα: «Την αιτία της ελληνικής επανάστασης και του ολέθρου των τυράννων τη διατυπώνει ο Μακρυγιάννης με μια λέξη στο στόμα ενός αντιπάλου, όπως ο Αισχύλος βάζει τους εχθρούς να μιλούν για την καταστροφή της Σαλαμίνας. «Θα χαθούμε γιατί αδικήσαμε». Τους αρχαίους, αν θέλουμε πραγματικά να τους καταλάβουμε, θα πρέπει πάντα να ερευνούμε την ψυχή του λαού μας» Γ. Σεφέρης, Ένας Έλληνας - ο Μακρυγιάννης
[3] Απομν. Α, 254
[4] Ψαλμός 117, 10
[5] Απομν. Εισαγωγή, 93
[6] Απομν. Πρόλογος, 89
[7] Δ. Βαλαής, Η θρησκευτική διάσταση στη ζωή και το έργο του Γιάννη Μακρυγιάννη, σελ. 72
[8] ό.π. σελ. 82-83
[9] Απομν. Α,232
[10] Απομν. Α,225
[11] Απομν. Α,227
[12] Απομν. Γ, 441
[13] Απομν. Α, 127
[14] Απομν. Α, 255
[15] Το πολεοδομικό σχέδιο της Αθήνας που σχεδίασαν οι Βαυαροί περνούσε από όπου υπήρχαν βυζαντινές εκκλησίες και μοναστήρια. Βλ. και Κ. Ζουράρις, Να την χέσω τέτοια λευτεριά… σελ. 187 και Δ. Βαλαής, , Η θρησκευτική διάσταση στη ζωή και το έργο του Γιάννη Μακρυγιάννη σελ. 99 κ.ε.
[16] Βλ. Οράματα και θάματα
[17] Απομν. Α,180
[18] Απομν. Δ, 540

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΚΑΝΤΕ ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ ΤΟΥ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟΥ ΜΑΣ.