Γράφει ὁ Ἀρχιμ. Ἰωὴλ
Κωνστάνταρος
Εὐαγγελικὸ Ἀνάγνωσμα Κυριακῆς
Δ' Νηστειῶν (Μαρτίου Θ' 17-31)
Τὸ θεμέλιο ὅλης της πνευματικῆς ζωῆς καὶ ἡ βάση τοῦ Εὐαγγελικοῦ
οἰκοδομήματος, ὅπως αὐτὸ κηρύσσεται καὶ βιώνεται ἀπὸ τοὺς Ἁγίους της Ἐκκλησίας μας, εἶναι ἡ
Πίστις. Χωρὶς τὴν πίστη, εἶναι ἀδύνατον ὁ ἄνθρωπος νὰ αἰσθανθεῖ τὸν
Θεὸ καὶ νὰ ἐφαρμόσει τὶς ἐντολές του.
“Χωρίς δὲ πίστεως ἀδύνατον εὐαρεστῆσαι...”. (Ἑβρ. ΙΑ', 6). Ἄνευ τῆς πίστεως ὁ ἄνθρωπος
παραμένει κενὸς καὶ ἀδύναμος μπροστὰ καὶ στὴ μικρότερη δυσκολία τῆς ζωῆς. Καὶ αὐτὴ
τὴν πραγματικότητα τὴν τονίζει ὁ ἴδιος ὁ Κύριος στὸν ταλαίπωρο ἐκεῖνο Πατέρα ποὺ
Τοῦ ζητᾶ νὰ θεραπευθεῖ τὸ παιδί
του. “Ει δύνασαι πιστεῦσαι, πάντα δυνατὰ
τῷ πιστεύοντι”.
Βεβαίως, ὁ λόγος αὐτὸς τοῦ Κυρίου ἔχει γενικὸ χαρακτήρα καὶ ἀναφέρεται
σὲ ὅλους τους ἀνθρώπους, ὅλων των αἰώνων καὶ ὅλων των καταστάσεων καὶ τῶν ἐπιπέδων.
Τοῦτο δέ, διότι εἶναι ἔμφυτη. Ἡ ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου, θὰ σημειώσει ὁ Τερτυλιανός,
εἶναι ἐκ φύσεως ὄχι ἁπλῶς θρησκευτικὴ ἀλλὰ καὶ....
Χριστιανική.
Εἶναι ἕνα ἀπὸ τὰ πολυτιμότερα δῶρα τοῦ Θεοῦ χωρὶς τὸ ὁποῖο εἶναι
ἀδύνατον νὰ ὑπάρξει φυσιολογικὴ ζωὴ κατ' ἀρχὰς καὶ στὴ συνέχεια νὰ βιώσει ὁ ἄνθρωπος
καταστάσεις τῆς Χάριτος.
Ἐπειδὴ λοιπὸν εἶναι τόσο σπουδαῖο καὶ ἐκ τῶν ὧν οὐκ ἄνευ ἡ
Πίστις ποὺ πρέπει νὰ ἔχει καὶ νὰ καλλιεργεῖ ὁ ἄνθρωπος, στὴ συνέχεια θὰ δοῦμε
κάποιες πτυχὲς τοῦ ὅλου θέματος.
Χρειάζεται ἄραγε νὰ σημειώσουμε ὅτι στὴ ζωή μας θὰ ἔλθουν ἀνυπερθέτως
καὶ ἡμέρες κρίσιμες; Ἡμέρες δηλ. κατὰ τὶς ὁποῖες θὰ αἰσθανθοῦμε τὴ γῆ νὰ φεύγει
κάτω ἀπὸ τὰ πόδια μας, καὶ νὰ βιώνουμε σὲ κάποιο βαθμὸ τὴν ὀδύνη καὶ ἴσως τὸν
πανικὸ ποῦ ζοῦσε ὁ τραγικὸς πατέρας τῆς Εὐαγγελικῆς περικοπῆς; Ὅποιος νομίζει τὸ
ἀντίθετο φαίνεται ὅτι πετάει στὰ σύννεφα. Σὲ αὐτὲς ἀκριβῶς τὶς στιγμὲς μᾶς
χρειάζεται ἡ δύναμη τῆς ὑπομονῆς. Ἀλλὰ πῶς νὰ ὑπάρχει ὑπομονὴ ἐὰν ἀπουσιάζει ἡ
πίστις; Πῶς θὰ γεννηθεῖ ἡ θυγατέρα ἐὰν δὲν ὑπάρχει καν ἡ μητέρα; Καὶ πὼς θ' ἀνθίσει
τὸ μπουμπούκι καὶ θὰ δέσει ὁ καρπὸς ὅταν ἡ ρίζα ἔχει καταντήσει σκωληκόβρωτος;
Καὶ ἀπὸ τὴν εὐλογημένη ὑπομονὴ νὰ περάσουμε σὲ ἕνα ἄλλο
πολύτιμο ἕως σπάνιο δῶρο ποὺ χαρίζει ἡ πίστις, ἡ ζωντανὴ καὶ ἀκμαία στὴν “εἰκόνα
τοῦ Θεού”, τὸ δῶρο ποὺ ὀνομάζεται “ἠρεμία συνειδήσεως”. Ώ, αὐτὴ ἡ ἠρεμία τῆς
συνειδήσεως... Καὶ μόνο ὁ ἀπόηχος τοῦ ἀκούσματός της, διαπερνᾶ τὸ εἶναι μας καὶ
μᾶς μεταφέρει τὸ νοῦ σὲ παιδικὲς ἀναμνήσεις ἀθωότητος καὶ σὲ παραδεισένιες ἀνταύγειες
ἀπολύτου καρδιακῆς γαλήνης τῆς χάριτος.
Ναί, δῶρο τῆς πίστεως καὶ ἡ ἠρεμία τῆς συνειδήσεως ποὺ
συνδυάζεται μὲ μιὰ βαθιὰ ἐσωτερικὴ χαρά.
Μιὰ χαρὰ ποὺ οὐδεμία σχέση ἔχει μὲ τὴν χαρὰ τοῦ κόσμου, ποὺ ἐὰν
θέλουμε νὰ κυριολεκτοῦμε, θὰ ἔπρεπε νὰ παύσουμε νὰ μολύνουμε τὸ περιεχόμενο τοῦ
ὄρου καὶ ἀντὶ χαρὰ νὰ ὀνομάζεται “ἀρά”.
Κατάρα εἶναι φίλοι μου, ἄγχος, ἀγωνία καὶ μαύρη ἀπελπισία ἡ χαρὰ τοῦ μακράν τοῦ Θεοῦ κόσμου καὶ ὄχι γνήσια καὶ ἁγνὴ χαρὰ καὶ εὐτυχία. Καὶ τοῦτο διότι ἀπουσιάζει
καὶ ἐδῶ ἡ Βάσις τῆς πίστεως. Ἃς μὴ ξεγελιοῦνται λοιπὸν οἱ νέοι μας ἀπὸ τὴν ἀπατηλότητα
τῆς στιλπνῆς ἐπιφανείας. Ἃς μὴν μένουν οἱ ἄνθρωποι στὴν κρούστα, λίγα μόλις
χιλιοστὰ πιὸ κάτω ἀγγίζει κανεὶς τοὺς πάγους τῆς θλίψεως καὶ ἔρχεται ἀντιμέτωπος
μὲ τὴν ἀπαίσια μορφὴ τῆς ἀπιστίας καὶ διασταυρώνεται μὲ τὴ δύσμορφη καὶ
κακόγουστη ὀλιγοπιστία. Καὶ πῶς μπορεῖ νὰ συμβαίνει διαφορετικά, ἀφοῦ, εἰρήνη
συνειδήσεως καὶ καρδιακὴ εὐτυχία, μακρυὰ ἀπὸ τὸν Θεό, ὅσο κι ἂν ψάξει κανείς, εἶναι
ἀδύνατον ν' ἀνακαλύψει.
Ἀλλὰ ἡ πίστις, (ὄχι μιὰ κάποια πίστις σὲ κάποια ἄγνωστη καὶ ἀπρόσωπη
ἀνωτέρα δύναμη), ἡ Ὀρθόδοξη Χριστιανική μας πίστη ποὺ καλλιεργεῖ τὴν προσωπικὴ
συνάντηση καὶ τὸ μοναδικὸ βίωμα μὲ τὸν Κύριο, ἡ πίστις λοιπὸν αὐτή,
προσφέρει στὸν ἄνθρωπο καὶ ἕνα ἄλλο ἀνεκτίμητο
δῶρο. Ἕνα δῶρο ποὺ ὅσο κι ἂν ψάξει κανείς, πουθενὰ ἀλλοῦ δὲν θὰ τὸ συναντήσει.
Καὶ αὐτὸ δὲν εἶναι παρὰ ἡ παρηγοριά. Ἡ ὄμορφη καὶ γλυκιὰ θαλπωρὴ τῆς καρδιᾶς ποὺ
ὀνομάζεται παρηγοριὰ στὶς παγερὲς ἡμέρες τῶν θλίψεων καὶ στοὺς νυχτερινοὺς
φόβους τῆς ἀπελπισίας. Ἡ ὁδὸς τῆς πίστεως στὴν ὁποία μᾶς ποδηγετοῦν οἱ φίλοι
τοῦ Ἰησοῦ, οἱ φίλοι οἱ ἰδικοί μας, οἱ Ἅγιοι, ναὶ αὐτὴ ἡ ὀδοὸς εἶναι ποὺ ἔχει τὰ
ἀσφαλῆ πανδοχεῖα τῆς ἐν Χριστῷ παρηγορίας. Μέσα σ' αὐτὴν καὶ μόνο τὴν ἁγία ἀτμόσφαιρα
θὰ μπορέσει ἡ ὕπαρξις νὰ ἀκουμπήσει, νὰ ἐναποθέσει τὸ αἷμα τῆς καρδιᾶς, τὸ
δάκρυ δηλ. καὶ ὡς ἀνταπόδοση νὰ λάβει τὸν λόγο τοῦ πνεύματος “πάσαν χαρὰν ἠγήσασθε,
ἀδελφοί μου, ὅταν πειρασμοῖς περιπέσητε ποικίλοις” (Ἰακωβ. Ἃ' 3).
Καὶ ἀναμφιβόλως, μόνο ἡ δύναμη τῆς πίστεως σχηματίζει τὸ μεγάλο
ἀπόθεμα καὶ συμπληρώνει τὸ κεφάλαιο τῆς χάριτος τὴν ἐποχὴ κατὰ τὴν ὁποία ὅλα εἶναι
εὔκολα καὶ ὄμορφα. Ἀποτέλεσμα; Ὅταν ἔρχεται ἡ “συστολὴ τῆς Χάριτος” μὲ τὶς ὅποιες
δυσκολίες καὶ “σχοινοβασίες”, ὅταν δηλ. κανεὶς γίνεται “βαρὺς καὶ βλεπόμενος” νὰ
συνεχίζει ἐν ὑπομονὴ τὴν μαρτυρικὴ πορεία καὶ νὰ παρηγορεῖται μὲ τοὺς τόκους τοῦ
πνευματικοῦ κεφαλαίου...
Ὅλα ὅμως αὐτὰ ποὺ εἴδαμε προϋποθέτουν ἀκράδαντη πίστη. Ἀπόλυτη
ἐμπιστοσύνη στὸν Κύριο Ἰησοῦ. Αὐτὸ δηλ. τὸ ὁποῖο δὲν εἶχε ὁ Πατέρας τῆς παραβολῆς
καὶ ἐκεῖνο τὸ ὁποῖο ἔλαβαν στὸν ἀπόλυτο βαθμὸ οἱ Μαθητὲς ποὺ ἔγιναν Ἀπόστολοι
κατὰ τὴν μοναδικὴ ἐκείνη ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς. Φυσικά, αὐτὴ ἦταν ἡ αἰτία γιὰ τὴν
ὁποία οἱ Μαθητὲς “οὐκ ἠδυνήθησαν αὐτὸν θεραπεύσαι” (Ματθ. ΙΖ' 16).
Ἀποκαλύπτει τὴν αἰτία ὁ Ἴδιος ὁ Κύριος ὅταν μετὰ τὴν
θεραπεία ἐδέχθη τὴν ἐρώτηση τῶν μαθητῶν. Ὁ Εὐαγγελιστὴς Ματθαῖος κατὰ τρόπο
ρεαλιστικὸ περιγράφει αὐτὸν τὸν δραματικὸ διάλογο “Τότε προσελθόντες οἱ μαθηταὶ
τῷ Ἰησοῦ κατ' ἰδίαν εἶπον, διατὶ ἠμεῖς οὐκ ἠδυνήθημεν ἐκβαλεῖν αὐτό; ὁ δὲ Ἰησοῦς
εἶπεν αὐτοῖς, διὰ τὴν ἀπιστίαν ὑμῶν...” (Ματθ. ΙΖ' 19-20).
Ἀλλ' ἐὰν εἶχαν κάποια δικαιολογία οἱ μαθητές, καὶ φυσικὰ εἶχαν, μποροῦμε ἐμεῖς
σήμερα νὰ ζητοῦμε ἐπιείκεια γιὰ τὴ δική μας ὀλιγοπιστία; Καὶ μποροῦμε ἐμεῖς
σήμερα ποὺ γνωρίζουμε καὶ ἔχουμε ζήσει καταστάσεις τῆς πίστεως, ποὺ ἔχουμε
διδαχθεῖ τόσα καὶ τόσα περὶ τοῦ Θεανθρώπου καὶ τῆς αὐθεντίας καὶ δυνάμεως τῆς Ἐκκλησίας
μας, εἶναι δυνατὸν νὰ ἔχουμε κάποια, ἔστω καὶ τὴν μικρότερη δικαιολογία πρὸς ἀπολογίαν;
Τί νὰ πεῖ τώρα κανεὶς καὶ γιὰ τὴν ἀπιστία ποὺ κομπορρημονεῖ γιὰ τὸ κατάντημα καὶ
τὸ ψυχικό της καρκίνωμα; Τοῦτο μόνο τονίζουμε. Ὅποιος μολυνθεῖ ἀπὸ τὸν ἰὸν τῆς ἀπιστίας,
παύει νὰ εἶναι ἕνας ἀκέραιος καὶ νορμὰλ ἄνθρωπος, παρὰ τὰ ἄλλα του προσόντα, ἀφοῦ
κατὰ τὸν Πασκάλ, ἡ ἀθεΐα ἀποτελεῖ νόσον τοῦ ἐγκεφάλου.
Φαίνεται ὅμως πὼς κάποιοι ἐπιζητοῦν το νὰ φωτογραφίζονται στὸν
Βιβλικὸ στίχο καὶ ἔτσι ἀκοῦς τὴν θρηνώδη φωνὴ τοῦ ψαλμωδοῦ νὰ τοὺς πλέκει τῆς ἀπιστίας
τὸ μοιρολόγι: “Εἶπεν ἄφρων ἐν τῇ καρδία αὐτοὺ• οὐκ ἔστι Θεός” (Ψάλκ. ΙΓ' 1).
Τί κρίμα! Οἱ ταλαίπωροι αὐτοὶ “ἐλεύθεροι σκλάβοι”. Ἀντὶ ἡ
καρδιά τους νὰ εἶναι λειμώνας μὲ ὅλους
τους καρποὺς τῆς πίστεως καὶ τὰ ἄνθη τῶν ἀρετῶν, μὲ τὴν “πίστη στὴν ἀπιστία
τους”, ἐπιτρέπουν στὸ δαιμονικὸ δρεπάνι τῆς ἀπαίσιας ἀπιστίας καὶ τῆς
θανατηφόρου ἀποστασίας, νὰ θερίζει σύρριζα ὁτιδήποτε πάει νὰ χαμογελάσει καὶ νὰ
βλαστήσει...
Ἃς ἀπομακρυνθοῦμε πάραυτα ἀπὸ τὸ τρομακτικὸ καὶ μολυσμένο αὐτὸ
ἔδαφος τῶν συνειδησιακῶν ταραχῶν καὶ συγκρούσεων, τῶν καρδιακῶν μολύνσεων καὶ τῆς
ὑπαρξιακῆς λυματολάσπης. Ἡ ἀτμόσφαιρα εἶναι ἀποπνικτικὴ καὶ ὁ χῶρος κατάλληλος
μόνο γιὰ τὰ δαιμόνια ποὺ ἔφυγαν ἀπὸ τὴν νεανικὴ ὕπαρξη τῆς Εὐαγγελικῆς περικοπῆς.
Φίλοι μου, ἐπιτρέπει κάποιες φορὲς ἡ ἀγάπη τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ,
τόσο μέσα ἀπὸ δικές μας περιπέτειες, ὅσο καὶ ἀπὸ τὶς ποικίλες ταλαιπωρίες τῶν ἄλλων
ἀνθρώπων, νὰ ἐκτιμήσουμε ὅ,τι ὑψηλότερο καὶ ἁγιότερο εἶναι δυνατὸν νὰ βλαστήσει
στὸ κέντρο τῆς πνευματικῆς μας καρδιᾶς. Νὰ βλαστήσει ὁ σπόρος τῆς πίστεως καὶ νὰ
φτάσει νὰ γίνει δένδρο “πεφυτευμένον παρὰ τὰς διεξόδους τῶν ὑδάτων, ὃ τὸν καρπὸν
αὐτοῦ δώσει ἐν καιρῶ αὐτοῦ καὶ τὸ φύλλον αὐτοῦ οὐκ ἀπορρυήσεται, καὶ πάντα ὅσα ἂν
ποιῆ, κατευοδωθήσεται” (Ψάλ. Α' 3).
Γιὰ νὰ ἔχει βέβαια τὴν δύναμη αὐτὴ ἡ πίστη, πρέπει νὰ εἶναι
ζῶσα καὶ ὄχι νεκρά. Καὶ γιὰ νὰ συμβαίνει αὐτό, εἶναι ἀνάγκη νὰ εἶναι σταθερή,
χωρὶς ἀμφιβολίες καὶ πειρασμικὲς ἀμφιταλαντεύσεις, νὰ εἶναι ὁλόκληρη καὶ ἀκέραια.
Νὰ πιστεύει δηλ. ὁ ἄνθρωπος ὅλα τα δόγματα τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεώς μας. Ἐπίσης νὰ
εἶναι ἀπαλλαγμένη ἀπὸ προλήψεις καὶ δεισιδαιμονίες καὶ τέλος νὰ εἶναι ἐνεργός,
δηλ. νὰ συνοδεύεται ἀπὸ ἔργα ἀντάξια αὐτῆς τῆς ζωντανῆς καὶ φωτεινῆς πίστεως.
Στὴν σταθερὴ καὶ ἀποκαλυπτικὴ αὐτὴ βάση τῆς πίστεως,
καλλιεργεῖται ἡ προσευχὴ ἡ ἔνθεος καὶ ἑδράζεται ἡ ἀρετὴ καὶ τὸ ἀγώνισμα τῆς
νηστείας. Τὰ ὅπλα δηλ. ἐναντίον τῶν δαιμόνων.
Μέσω αὐτῶν ὁ ἄνθρωπος περνᾶ σὲ ἄλλες σφαῖρες ποὺ τὸν κάνουν
νὰ λησμονεῖ τὶς προκλήσεις τῆς γῆς καὶ νὰ πορεύεται πρὸς τὸν οὐρανό. Αὐτὸ δηλ.
ποῦ φοβοῦνται οἱ ἐχθροί τοῦ Θεοῦ καὶ τῶν ἀνθρώπων, οἱ ξεπεσμένοι καὶ
διεστραμμένοι ἄγγελοι τοῦ σκότους, γι' αὐτὸ καὶ δὲν ἀντέχουν νὰ στέκονται ἐνώπιόν
τῆς τανυπτέρου ψυχῆς ποὺ αὐγάζεται ἀπὸ τὸ φῶς τὸ ἀληθινὸν καὶ ὁλονὲν δυναμώνει
καὶ ἐξαγιάζεται ἀπὸ τὶς Εὐαγγελικὲς ἀρετὲς διὰ τῆς ἀμωμήτου καὶ Χριστοκεντρικὴς
πίστεως.
Καὶ ἃς γνωρίζουμε πάντοτε ὅτι ἐνῶ ἡ ψυχὴ τοῦ ἀπίστου ὁμοιάζει
μὲ ἕνα μαῦρο κάρβουνο ποὺ δὲν ἐπηρεάζεται ἀπὸ τὸ φῶς ποὺ τὸ περιβάλλει, ἐνῶ ὁ ἐσωτερικὸς
κόσμος τοῦ ὀλιγόπιστου εἶναι σὰν τὸν ὀφθαλμὸ ποὺ θέλει νὰ ἀπολαύσει τὸ φῶς, μὰ
δὲν τοῦ τὸ ἐπιτρέπουν, ἀντιθέτως, ἡ ψυχὴ καὶ ἡ ὅλη ὕπαρξη τοῦ πραγματικὰ πιστοῦ,
παρὰ τὶς δυσκολίες καὶ τὰ ἐμπόδια, “ὡς χρυσὸς ἐν χωνευτηρίω” καθαίρεται καὶ ἀπαστράπτει
τὴν γνησιότητα καὶ τὴν ἀξία καὶ συνάμα καθρεπτίζει τὴν πραγματικότητα τῆς
πίστεως καὶ τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ.
Ἀμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου