18 Δεκ 2013

Ὁ Κωνσταντῖνος Ἀρμενόπουλος καὶ ἡ νομοθεσία τῆς Ρωμανίας

ΙΔΡΥΜΑ ΘΡΑΚΙΚΗΣ ΤΕΧΝΗΣ ΚΑΙ ΠΑΡΑΔΟΣΗΣ
ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΓΛΩΣΣΑ & ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
ΞΑΝΘΗ, ΜΑΡΤΙΟΣ 2012
Ἰωάννης Ἀ. Σαρσάκης
Σκοπὸς τῆς παρούσας ἐργασίας, εἶναι νὰ ἀναδείξει μία μεγάλη μορφὴ τῆς Ρωμανίας, τὸν δικαστή, καὶ νομομαθῆ ἀπὸ τὴ Θεσσαλονίκη Κωνσταντῖνο Ἀρμενόπουλο. Πρὶν ἀναφερθῶ στὸ βίο, καὶ τὰ ἔργα τοῦ ὑπόψη νομικοῦ, θεωρῶ ὅτι μία συνοπτικὴ προσέγγιση στὴν ἐξέλιξη τοῦ νομικοῦ συστήματος τοῦ Ἀνατολικοῦ Ρωμαϊκοῦ Κράτους, θὰ βοηθήσει τὸν ἀναγνώστη, καὶ θὰ τὸν κατατοπίσει σχετικῶς.
Η ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΗ ΕΞΕΛΙΞΗ ΤΟΥ ΑΝΑΤΟΛΙΚΟΥ ΡΩΜΑΪΚΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ
Βασικὸ δεῖγμα πολιτισμοῦ σὲ μία κοινωνία, καὶ κατ΄ ἐπέκταση σὲ ἕνα κράτος ἀποτελεῖ τὸ νομοθετικὸ καὶ δικαστικό του σύστημα. Ὁ Πλάτων στὸν Πρωταγόρα ἀναφέρει ὅτι: ¨ἡ καλὴ συγκρότηση μίας πολιτείας, χρειάζεται ἀπαραίτητα τὰ δύο δῶρα τοῦ Δία ποὺ ἔδωσε στοὺς σπαρασσόμενους ἀνθρώπους, τὴν αἰδῶ καὶ τὴν δικαιοσύνη¨. Εἶναι ἱστορικὰ ἀποδεδειγμένο πὼς γιὰ νὰ ἀναπτυχθεῖ, καὶ νὰ ἀκμάσει ἕνα κράτος θὰ πρέπει νὰ στηρίζεται σὲ ἕνα ἰσχυρὸ καὶ δίκαιο νομικὸ καὶ δικαστικὸ σύστημα, ἐνδεικτικὰ παραδείγματα ἡ Σπάρτη, ἡ Ἀθήνα καὶ ἡ Ρώμη. Μὲ βάση τὴν ἰσχυρὴ νομοθετικὴ καὶ στρατιωτικὴ ὀργάνωση, ἀναπτύχθηκε, καὶ ἄκμασε...
καὶ ἡ Ἀνατολικὴ Ρωμαϊκὴ Αὐτοκρατορία (Ρωμανία), τῆς ὁποίας τὸν νομοθετικὸ σύστημα βασίστηκε στὸ Ρωμαϊκὸ καὶ ἐξελίχθηκε στηριζόμενο καὶ στὸ ἀρχαιοελληνικό, ἐνδεικτικὰ ὁ Ἰωάννης Μ. Χατζηφώτης γράφει: ¨Τὸ δίκαιο τῶν Βυζαντινῶν βασιζόταν βέβαια στὸ ρωμαϊκό, ἀλλὰ σ΄ αὐτὸ εἶχαν ἐνσωματώσει, ὅπως εἶναι γνωστό, τὸ ἀρχαῖο ἑλληνικὸ ἐθιμικὸ δίκαιο¨[1]. Ἐπίσης ὁ Γεώργιος Πετροπουλος ἀναφέρει: ¨εἰς τὴν Ἀνατολὴν νέον ἰδιωτικὸν δίκαιον ἤρξατο διαπλασόμενον, δικαίως καλούμενον Ρωμαϊκοελληνικόν, διότι ὁ σκελετὸς καὶ τὰ θεμέλια παραμένουν ρωμαϊκά, τὸ ὑπόλοιπον δὲ οἰκοδόμημα, καὶ δὴ τὸ ἐσωτερικόν, εἶναι ἑλληνικόν¨[2].

Ἡ βάση τοῦ ρωμαϊκοῦ δικαίου ὑπῆρξε ἡ Δωδεκάδελτος[3], μέχρι τὰ χρόνια της ὕστερης Ρωμανίας τὸ νομοθετικὸ αὐτὸ πλαίσιο δὲν ἔπαψε ποτὲ νὰ ἀνανεώνεται, ὅσον ἀφορᾶ στοὺς θεσμοὺς καὶ στὰ πρόσωπα. Εἴδη ἀπὸ τὸν 4ο αἰώνα ὁ Θεοδόσιος Ἃ΄(379-395) κωδικοποίησε διάφορα θέματα τὰ ὁποῖα εἶχαν ἐκδοθεῖ ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου (324-337), μὲ τὸν τίτλο Θεοδοσιανὸς Κώδικας, ἡ σύνθεση αὐτὴ περιελάμβανε μόνον ἔδικτα[4]. Κορυφαῖο νομοθετικὸ ἔργο ἐπιτέλεσε ὁ Ἰουστινιανὸς (527-565), ἡ πρόθεσή του δὲν ἦταν νὰ δημιουργήσει κάτι νέο, ἀλλὰ νὰ συλλέξει ὅλους τους νόμους ποὺ ἦταν ἀκόμη ἐν ἰσχύ, νὰ διαγράψει ἐκείνους ποὺ εἶχαν περιπέσει σὲ ἀχρηστία, καὶ νὰ ἀποβάλλει ὁποιοδήποτε εἶδος ἀντιφατικῶν διατάξεων. Ὁ Ἀλεξάντερ Βασίλιεφ σχετικὰ μὲ τὸ νομοθετικὸ ἔργο τοῦ Ἰουστινιανοῦ ἀναφέρει : ¨Ὁ Ἰουστινιανὸς ἔγινε διεθνῶς γνωστὸς χάρη στὸ νομοθετικό του ἔργο τὸ ὁποῖο εἶναι πραγματικὰ πολὺ σπουδαῖο. Ἡ γνώμη τοῦ ἦταν ὅτι ἕνας Αὐτοκράτωρ δὲν πρέπει νὰ δοξάζεται μόνο μὲ τὰ ὄπλα, ἀλλὰ καὶ νὰ ὁπλίζεται μὲ τοὺς Νόμους¨[5]. Τὸ νομοθετικὸ ἔργο τοῦ Ἰουστινιανοῦ ἀποτελεῖται ἀπὸ : τὶς Εἰσηγήσεις, τὸν Πανδέκτη, τὸν Κώδικα καὶ τὶς Νεαρές.

Ὁ Κάρολος Ντὶλ μᾶς ἐξηγεῖ μὲ πιὸ τρόπο ἐκπαιδευόταν οἱ ἀξιωματοῦχοι ποὺ θὰ στελέχωναν τὴ νομικὴ καὶ δικαστικὴ ὑπηρεσία ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τοῦ Ἰουστινιανοῦ καὶ μετέπειτα, γράφοντας τὰ παρακάτω : ¨Ἀλλὰ γιὰ νὰ δώσει στὶς δημόσιες ὑπηρεσίες ἱκανὰ καὶ ἔμπειρα ὄργανα, ἡ αὐτοκρατορικὴ κυβέρνηση φρόντισε νὰ δημιουργήσει θεσμοὺς ποὺ ἦταν φυτώρια ἀξιωματούχων : αὐτοὶ ἦταν οἱ νομικὲς σχολὲς ποὺ ἱδρύθηκαν ἀπὸ τὸν Ἰουστινιανὸ στὴν Κωνσταντινούπολη, τὴ Ρώμη, τὴ Βηρυτὸ καὶ ἡ νομικὴ σχολὴ ποὺ ἀναδιοργανώθηκε στὴν πρωτεύουσα στὰ μέσα τοῦ 9ου αἰώνα. Ἔτσι δημιουργήθηκε ἕνα σῶμα ὑπαλλήλων, καλὰ προσαρμοσμένο, πειθαρχημένο καὶ ἀφοσιωμένο.¨[6].

Ἐπὶ τῆς Δυναστείας τῶν Ἰσαύρων καὶ συγκεκριμένα ἀπὸ τὸν Λέοντα τὸν Γ΄ (717-741) ἐκδόθηκε κώδικας νόμων μὲ τὴν ὀνομασία Ἐκλογὴ τῶν Νόμων. Τὸ ἔργο αὐτὸ περιελάμβανε τοὺς βασικότερους κανόνες δικαίου γιὰ τὴν καθημερινὴ ζωή, γραμμένους σὲ ἁπλή, κατανοητὴ γλώσσα. Ἡ πιὸ σημαντικὴ ἀλλαγὴ ἔγινε στὶς ποινές, μὲ τὴν ἔνταξη τοῦ ἀκρωτηριασμοῦ ὡς τιμωρία γιὰ πολλὰ ἀδικήματα, ἀντικαθιστώντας τὴν θανατικὴ ἢ ἄλλες ποινές. Κάτι τέτοιο συνέβαινε πρώτη φορὰ στὸ ρωμαϊκὸ δίκαιο, πιθανὸν λόγω ἐπίδρασης βάρβαρων ἠθῶν ἀπὸ τὴν Ἀνατολή. Ἄλλα νομικὰ ἔργα τῆς περιόδου εἶναι: ὁ Νόμος Στρατιωτικός, Νόμος γεωργικὸς καὶ Νόμος Ροδίων ναυτικός. 
 Ἀναγέννηση τῆς νομικὴ δημιουργίας, συναντᾶται στὴν ἐποχὴ τῆς Μακεδονικῆς δυναστείας, οἱ αὐτοκράτορες Βασίλειος Α’ (867-886) καὶ Λέων Στ΄ ὁ Σοφὸς (886-912) παλινόρθωσαν τὴν Ἰουστινιάνια νομοθεσία, ἐπαναφέροντας τοὺς παλαιοὺς νόμους καὶ ὀργανώνοντάς τους σὲ 40 βιβλία ἀρχικὰ καὶ σὲ ἄλλα 20 ἀργότερα μὲ τὴν ὀνομασία Τὸ Πλάτος ἢ Ἡ Ἀνακάθαρση τῶν Νόμων. Ἡ συγγραφὴ νέων νομοθετημάτων εἶχε ὡς ἀποτέλεσμα τὴν ἔκδοση τριῶν ἔργων: τοῦ Πρόχειρου Νόμου, τῆς Ἐπαναγωγῆς ἢ Εἰσαγωγῆς τῶν Νόμων καὶ τῶν Βασιλικῶν. Ὁ Στῆβεν Ράνσιμαν ἀναφέρει σχετικῶς: ¨Ἡ Μακεδονικὴ νομοθεσία ἦταν μία συνειδητὴ ἐπιστροφὴ στὸν Ἰουστινιανό. Στὴν πραγματικότητα ὅμως πολλὰ ἀπὸ τὸ ἔργο τῶν Ἰσαύρων ἐξακολουθοῦν νὰ ἰσχύουν¨[7].

Εἰδικότερα γιὰ τὴ συμβολὴ τοῦ Λέοντος Στ΄ τοῦ σοφοῦ στὴ νομοθεσία, ὁ Γκιογκ Ὀστρογκόρσκι γράφει τὰ ἑξῆς : ¨Ὁ Λέων ὁ σοφὸς ἦταν ὅμως ἀναμφίβολα ὁ πιὸ γόνιμος νομοθέτης μετὰ τὸν Ἰουστινιανό. Τὸ νομοθετικό του ἔργο, ποὺ συμπίπτει μὲ τὴν περίοδο τῆς βασιλείας του, ἔχει μεγάλη σπουδαιότητα ἀλλὰ καὶ ἔκταση¨[8].

Στὴν τελευταία περίοδο τῆς Ρωμανίας (1071-1453) δὲν ἐκδόθηκε κανένας νέος κώδικας μετὰ τὰ Βασιλικά. Ἡ νομοθετικὴ δραστηριότητα περιορίζεται σὲ μεμονωμένους νόμους κατὰ τῶν μεγάλων ἰδιοκτητῶν καὶ ὑπὲρ ἡ κατὰ τῆς ἐκκλησίας. Ὁ Γκιὸργκ Ὀστρογκόρσκι ἐξετάζοντας τὸ νομοθετικὸ ἔργο τῆς τελευταίας περιόδου τῆς αὐτοκρατορίας ἀναφέρει: ¨Τὸ πιὸ σημαντικὸ νομικὸ ἔργο τῆς ὕστερης βυζαντινῆς περιόδου εἶναι τὸ ἔργο τοῦ νομοφύλακα τῆς Θεσσαλονίκης Κωνσταντίνου Ἀρμενόπουλου, ποὺ ἐκδόθηκε τὸ 1345. Ὀνομάζεται Ἑξάβιβλος ἐπειδὴ διαιρεῖται σὲ ἔξι βιβλία. Τὸ ἔργο καλύπτει τὸ χῶρο τοῦ ἀστικοῦ καὶ ποινικοῦ δικαίου καὶ εἶναι ἐπιτομὴ ἀπὸ τὰ νομικὰ καὶ νομοθετικὰ ἐγχειρίδια τῆς ἀρχαιότερης περιόδου. Στηρίζεται κατὰ βάση στὸ Πρόχειρον καὶ ἔχει προσθῆκες ἀπὸ τὴ synopsis Major, τὴ synopsis Minor, τὴν Ἐπαναγωγή, τὴν Ἐκλογή, τὶς Νεαρὲς τὴν Πείρα κτλ. Ἡ νομικὴ αὐτὴ ἐπιτομὴ τοῦ Ἀρμενόπουλου ἀπέκτησε μεγάλη δημοτικότητα καὶ διαδόθηκε ἀκόμη καὶ ἔξω ἀπὸ τὰ ὅρια τῆς Βυζαντινῆς αὐτοκρατορίας. Τὸ ἴδιο ἰσχύει καὶ γιὰ τὸ Σύνταγμα τοῦ Ματθαίου Βλάσταρη, ποὺ συντάχθηκε τὸ 1335. Τὸ ἔργο αὐτὸ προσφέρει σὲ ἀριθμητικὴ διάταξη μία νομοκανονικὴ συλλογὴ καὶ μεταφράσθηκε ἀμέσως μετὰ τὴν ἔκδοσή του στὴ σερβικὴ γλώσσα μὲ ἐντολὴ τοῦ Στέφανου Δουσάν¨[9].  
     
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΑΡΜΕΝΟΠΟΥΛΟΣ (1320 – πΕρ. 1380)
Οἱ πληροφορίες γιὰ τὰ πρῶτα χρόνια της ζωῆς του εἶναι συγκεχυμένες. Ἐπικρατέστερη ἐκδοχὴ εἶναι ὅτι ὁ Ἀρμενόπουλος ὄντας προικισμένος μὲ μεγάλη εὐφυΐα, σπούδασε νομικὰ καὶ κατέλαβε τὰ ἀνώτατα δικαστικὰ ἀξιώματα. Σὲ ἡλικία 22 ἐτῶν ἔγινε καθηγητὴς τοῦ δικαίου καὶ σὲ ἡλικία 30 ἐτῶν μέλος τοῦ ἀνώτατου δικαστικοῦ συμβουλίου τῆς αὐτοκρατορίας. Ὑπηρέτησε τὴ δικαιοσύνη  ὡς νομοφύλαξ καὶ κριτὴς Θεσσαλονίκης καὶ ὑπῆρξε σύμβουλος δύο Αὐτοκρατόρων, τοῦ Ἰωάννη Στ΄ Καντακουζηνοῦ (1347-1354) καὶ τοῦ Ἰωάννη Ε΄ Παλαιολόγου (1341-1391). Η Georgina Buckler ἀναφερόμενη στὰ νεανικὰ χρόνια του Ἀρμενόπουλου, παραθέτει τὰ παρακάτω: ¨Ὁ τελευταῖος σπουδαῖος νομοφύλακας ἦταν ὁ Ἀρμενόπουλος (14ος αἰώνας), ὁ ὁποῖος ἄρχισε νὰ σπουδάζει νομικὰ στὰ δεκαέξι του χρόνια καὶ νὰ διδάσκει ἀπὸ τοῦ εἰκοστοῦ δευτέρου ἔτους τῆς ἡλικίας του¨[10].

Ὁ Ἀρμενόπουλος μᾶς ἄφησε ποικίλο συγγραφικὸ ἔργο, ὅπως θὰ δοῦμε παρακάτω, αὐτὸ ὅμως ποὺ τὸν ἀνέδειξε καὶ θεωρεῖται τὸ τελευταῖο μεγάλο ἔργο τῆς βυζαντινῆς νομικῆς ἐπιστήμης εἶναι ἡ Ἑξάβιβλος. Γιὰ τὸ περιεχόμενο τῆς Ἑξαβίβλου, ἀπὸ τὴν ἐγκυκλοπαίδεια Δομὴ ἀντλοῦμε τὰ ἑξῆς: ¨To ἔργο αὐτὸ ἀρχίζει μὲ μία «Κριτῶν προκατάστασιν ἢ περὶ δικαιοσύνης», δηλαδὴ νουθεσία πρὸς τοὺς δικαστές, καὶ μία «προθεωρία», δηλαδὴ διευκρινίσεις γιὰ τὴ σύνθεση καὶ τὴ δομὴ τῆς συλλογῆς. Ὁ Ἀρμενόπουλος ἐξηγεῖ ὅτι στὴν ἐργασία τοῦ ἔλαβε ὑπόψη παλαιότερες κωδικοποιήσεις, ὅπως τοὺς Πανδέκτες, τὰ Βασιλικὰ καὶ τὸ Πρόχειρόν του Βασιλείου. Τὸ κύριο σῶμα τοῦ ἔργου ἀποτελεῖται ἀπὸ ἔξι βιβλία, ποὺ ὑποδιαιροῦνται σὲ 87 τίτλους. Τὰ πρῶτα πέντε βιβλία περιλαμβάνουν διατάξεις ἰδιωτικοῦ δικαίου, ἐνῶ τὸ ἕκτο ἀφορᾶ τὸ ποινικὸ δίκαιο. Χαρακτηριστικὴ εἶναι ἡ ἄμεση διάδοση τῆς Ἑξαβίβλου σὲ ὅλη τὴν Ἀνατολή, ἀπὸ τὴ Ρωσία ἕως τὰ Ἱεροσόλυμα καὶ σὲ πολλὲς χῶρες ἴσχυσε ὡς ἐπίσημο νομοθετικὸ κείμενο (στὴ Βεσσαραβία ἴσχυε ἕως τὸ 1917). Στὴ Δύση ἔγινε εὐρύτατα γνωστὸ ἀπὸ μεταφράσεις στὴ Λατινικὴ καὶ Γερμανικὴ γλώσσα. Στὸν Ἑλλαδικὸ χῶρο μετὰ τὴν ἅλωση τῆς Βασιλεύουσας τοῦ 1453 ἡ Ἑξάβιβλος ἐφαρμόστηκε ὡς βάση γιὰ τὰ ἐκκλησιαστικὰ δικαστήρια καὶ τὶς ἀστικὲς σχέσεις τῶν χριστιανών¨[11].

Μετὰ τὴν ἐπανάσταση τοῦ 1821 οἱ ἐθνικὲς συνελεύσεις ὅρισαν νομοθεσία γιὰ τὸ νεοσύστατο νεοελληνικὸ κράτος βασιζόμενη κυρίως καὶ κατεξοχὴν στὸ δίκαιό της Ρωμανίας. Ὁ ὁμότιμος καθηγητὴς Ἀστικοῦ δικαίου Ἀστέριος Γεωργιάδης ἀναφέρει σχετικῶς : ¨Τὸ ἀγωνιζόμενο γιὰ τὴν ἀνεξαρτησία τοῦ Ἔθνος, ἔχοντας ἐπίγνωση τῆς ἱστορικῆς του συνέχειας, ἀναγόρευσε ἀπὸ τὶς πρῶτες κιόλας ἐθνικὲς συνελεύσεις τὸ βυζαντινὸ δίκαιο, τοὺς νόμους «τῶν ἀειμνήστων ἠμῶν αὐτοκρατόρων», σὲ ἰσχῦον ἀστικὸ δίκαιο. Αὐτὸ ἔγινε κατὰ τὴ σύνταξη τόσο τοῦ «Προσωρινοῦ Πολιτεύματος τῆς Ἑλλάδος» στὴν Ἐπιδαυρο τὸ 1822, ὅσο καὶ τοῦ Συντάγματος τοῦ Ἄστρους τὸ 1825 καὶ τοῦ Συντάγματος τῆς Τροιζήνας τὸ 1827. Ὁ Κυβερνήτης ὅμως Ἰωάννης Καποδίστριας, λαμβάνοντας ὑπόψη πόσο δύσχρηστα ἦταν τὰ Βασιλικὰ ποὺ περιεῖχαν τοὺς νόμους αὐτοὺς καὶ πόσο σπάνια τὰ ἀντίτυπα τῶν Βασιλικῶν στὴν ἐρειπωμένη τότε Ἑλλάδα, ὅρισε μὲ τὸ Ψήφισμα τῆς 15ης Δἐκεμβρίου 1828 ὅτι τὰ «δικαστήρια ἀκολουθοῦν τοὺς νόμους τῶν αὐτοκρατόρων, περιεχομένους εἰς τὴν Ἑξάβιβλον τοῦ Ἀρμενοπούλου»[12].

Τὴν Ἑξάβιβλο ἐφάρμοσε καὶ ἡ ἀντιβασιλεία καθὼς καὶ ὅλες οἱ μεταγενέστερες Ἑλληνικὲς κυβερνήσεις, ἀναγνωρίζοντας ὅλοι ὅτι ἡ παράδοσή της εἶναι πολὺ πλούσια καὶ ἡ ἀξία της τόσο σημαντικὴ ὥστε ἔφτασε νὰ χρησιμοποιεῖται στὴν Ἑλλάδα, μὲ ἰσχὺ νόμου ὡς τὸ 1946¨.

Ἄλλα ἔργα τοῦ Ἀρμενόπουλου ποὺ πρέπει νὰ μνημονευτοῦν εἶναι:
 - Δύο Ἱστορικοθεολογικὲς μελέτες, ποὺ ἀναφέρονται σὲ διάφορες αἱρέσεις, πίσω ἀπὸ τὶς ὁποῖες ὁ Ἀρμενόπουλος ἀναζητᾶ ὄχι μόνο θρησκευτικά, ἀλλὰ καὶ πολιτικὰ καὶ κοινωνικὰ κίνητρα.
- Πραγματεία γιὰ τὴν πολιτικοθρησκευτικὴ διαμάχη τοῦ ἡσυχασμοῦ, ποὺ μὲ ἐπίκεντρο τὴ Θεσσαλονίκη συγκλόνισε γιὰ τρεῖς δεκαετίες τὴν αὐτοκρατορία. Στὸ ἔργο αὐτὸ o Ἀρμενόπουλος, ἂν καὶ δὲν συμμερίζεται ἀπόλυτα τὶς ἀπόψεις τῶν ἀντιπάλων του ἡσυχασμοῦ, ἐπικρίνει τὸν ἡγέτη τῆς ἡσυχαστικῆς παράταξης Γρηγόριο Παλαμά.

Κλείνοντας ἀξίζει νὰ παραθέσουμε ὁρισμένες θέσεις ἐγκρίτων ἱστορικῶν, σχετικὰ μὲ τὸ ἔργο καὶ τὴν προσωπικότητα τοῦ Κωνσταντίνου Ἀρμενόπουλου:
 • Ἀλεξάντερ Βασίλιεφ: ¨Ὅσον ἀφορᾶ τὴ νομολογία παρατηροῦμε ὅτι στὴν ἐποχὴ τῶν Παλαιολόγων ἀνήκει τὸ τελευταῖο σπουδαῖο νομοθετικὸ ἔργο, τὸ ὁποῖον διετήρησε μέχρι τώρα τὴν ζωτική του σημασία. Τὸ ἔργο αὐτὸ ἐγράφη κατὰ τὸν δέκατο τέταρτο αἰώνα ἀπὸ ἕνα Νομομαθῆ καὶ Δικαστὴ τῆς Θεσσαλονίκης, τὸν Κωνσταντῖνο Ἀρμενόπουλο, εἶναι δὲ γνωστὸ μὲ τὸν τίτλο «Ἑξάβιβλος», δεδομένου ὅτι εἶναι διηρημένο σὲ ἕξη βιβλία¨[13].
 • Μ. Λεφτσένκο : ¨Στὰ χρόνια τῶν Παλαιολόγων ἀνάγεται καὶ τὸ τελευταῖο νομικὸ ἔργο τοῦ Βυζαντίου, ποὺ εἶχε τεράστια ἐπίδραση στὰ Βαλκάνια καὶ τὴ Βεσσαραβία, ἐπίδραση ποὺ κράτησε ἀκόμα καὶ ὡς τὰ τελευταία τοῦτα χρόνια. Πρόκειται γιὰ τὴ συλλογὴ νόμων τοῦ Θεσσαλονικιώτη νομικοῦ καὶ δικαστὴ Κωνσταντίνου Ἀρμενόπουλου, ποὺ εἶναι γνωστὴ μὲ τὸν τίτλο «Ἑξάβιβλος»¨[14].
 • Γιάννης Κορδάτος: ¨Δὲ θέλει ρώτημα, πὼς στὰ χρόνια αὐτὰ (τῶν Παλαιολόγων) δὲν ἔχασε τὸ ἐνδιαφέρον της καὶ ἡ νομικὴ ἐπιστήμη. Ὁ πιὸ γνωστὸς νομικὸς εἶναι ὁ Κωνσταντῖνος Ἀρμενόπουλος, ποὺ θεωρούντανε σπουδαῖος ἑρμηνευτὴς τῶν νόμων. Ὁ Ἀρμενόπουλος ἔγραψε νομοθετικὴ συλλογή, ποὺ τιτλοφορεῖται «Ἑξάβιβλος»  καὶ στὴν ὁποία ἐκθέτει τὸ ἀστικὸ καὶ ποινικὸ δίκαιο, ποὺ ἴσχυε  στὰ χρόνια τῶν Παλαιολόγων. Ἡ Ἑξάβιβλος εἶχε τεράστια ἐπίδραση, ὄχι μόνο στὸ Βυζάντιο, ἀλλὰ καὶ στὶς ἄλλες χῶρες τῆς Βαλκανικῆς, ἀκόμα καὶ στὴ Βεσσαραβία. Μάλιστα, στὰ χρόνια της τουρκοκρατίας ἦταν τὸ μόνο νομικὸ ἐγχειρίδιο ποὺ χρησιμοποιοῦσαν τὰ ἐπισκοπικὰ δικαστήρια¨[15]

Κλείνοντας τὴν ἐργασία μου θὰ ἤθελα νὰ τονίσω ὅτι, κατὰ τὴν διάρκεια τῆς ἱστορίας τῆς Ρωμανίας, ὑπῆρχαν πολλοὶ ἄνθρωποι σὰν τὸν Κωνσταντῖνο Ἀρμενόπουλο, ποὺ προήγαγαν τὸν πολιτισμὸ σὲ ὅλες τὶς πτυχές του. Τὸ δυστύχημα εἶναι ὅτι σὲ ἐμᾶς, τοὺς ἀπὸ ἑσπερίας διαφωτιζόμενους νεοέλληνες ἀπογόνους τους, οἱ ἄνθρωποι αὐτοὶ εἶναι ἄγνωστοι. Ἰδοὺ λοιπὸν πεδίον δόξης λαμπρὸν γιὰ ὅλους τούς φιλίστορες ἕλληνες, νὰ ἀσχοληθοῦμε καὶ νὰ ἀναδείξουμε τὴν ἱστορία καὶ τὸν πολιτισμὸ τῆς Ρωμανίας, ἐξετάζοντας καὶ ἐρευνώντας τὶς πηγὲς δίχως τὰ δυτικόφερτα κόμπλεξ καὶ τὶς θρησκευτικές μας πεποιθήσεις.

[1] Ἰωάννης Μ. Χατζηφώτης «Βυζάντιο καὶ Ἐκκλησία Ἡ ἀπομυθοποίηση καὶ ἡ ἱστορικὴ ἀλήθεια» Ἐκδόσεις Ἀποστολικῆς Διακονίας Σελ 39.
[2] Γεώργιος Πετροπουλος «Μεγάλη Ἑλληνικὴ Ἐγκυκλοπαίδεια Τόμος Ἑλλὰς» Σελ 185.
[3] Τὸ γραπτὸ κείμενο ποὺ προέκυψε ἀπὸ τὴν κωδικοποίηση τοῦ ρωμαϊκοῦ δικαίου σὲ δώδεκα πίνακες (δέλτους), ἡ ὁποία ἔγινε τὸ 451 π.Χ.
[4] edictum : Ἐξελληνισμένη λέξη ποὺ σημαίνει διάταγμα.
[5] Ἀλεξάντερ Βασίλιεφ «Ἱστορία τῆς Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας» Ἐκδόσεις Πελεκάνος Σελ 181.
[6] Κάρολος Ντὶλ «Ἱστορία τῆς Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας» Ἐκδόσεις Ἠλιάδη Σελ 172.
[7] Στῆβεν Ράνσιμαν «Βυζαντινὸς Πολιτισμὸς» Ἐκδόσεις Γαλαξίας Ἐρμείας Σελ 87.
[8] Γκιόγκ Ὀστρογκόρσκι «Ἱστορία τοῦ Βυζαντινοῦ Κράτους» (Τόμος Β΄) Ἱστορικὲς ἐκδόσεις Στέφανου Βασιλόπουλου Σελ 118.
[9] Γκιόγκ Ὀστρογκόρσκι «Ἱστορία τοῦ Βυζαντινοῦ Κράτους» (Τόμος Γ΄) Ἱστορικὲς ἐκδόσεις Στέφανου Βασιλόπουλου Σελ 163.
[10] N. Baynes καὶ H. Moss «Βυζάντιο - Εἰσαγωγὴ στὸ Βυζαντινὸ πολιτισμὸ» (Κεφάλαιο 7ο  Η ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ τῆς GEORGINA BUCKLER) Ἐκδόσεις Δήμ. Ν. Παπαδήμα σελ. 312.
[11] Ἠλεκτρονικὴ Ἐγκυκλοπαίδεια Δομὴ (Λῆμμα Ἀρμενόπουλος Κωνσταντῖνος)
[12] Γεωργιάδης Ἀστέριος - Εἰσαγωγὴ στὸ Ἀστικὸ Δίκαιο καὶ τὸν Ἀστικὸ Κώδικα
 (www.poinikachronika.gr).
[13] Ἀλεξάντερ Βασίλιεφ «Ἱστορία τῆς Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας» Ἐκδόσεις Πελεκάνος σελ. 886.
[14] Μ. Λεφτσένκο «Ἱστορία τῆς Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας» Ἐκδόσεις Γ. Ἀναγνωστίδη σελ. 361.
[15] Γιάννης Κορδάτος «Ἱστορία τῆς Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορία» Ἐκδόσεις 20ος αἰώνας Ἀθήνα Σελ 445.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΚΑΝΤΕ ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ ΤΟΥ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟΥ ΜΑΣ.