7 Σεπ 2013

«Δούρειος ἵππος»

Γράφει ὁ Ἀρχ π. Ἰωὴλ Κωνστάνταρος
Ἀποστολικὸ Ἀνάγνωσμα Κυριακῆς Κυριακῆς Πρὸ τῆς Ὑψώσεως (Γαλ. ΣΤ' 11-18)
Ἂς ἔχει δόξα ὁ Θεός, ἀγαπητοὶ ἀδελφοί, διότι ἐκτὸς τῶν ἄλλων, μᾶς δίνεται ἡ δυνατότητα καὶ διὰ τοῦ γραπτοῦ θεοπνεύστου λόγου, νὰ πληροφορούμαστε τί ἀκριβῶς συνέβαινε στὸ ξεκίνημα τῆς ζωῆς τὴ Ἐκκλησίας μας.
Εἶναι δὲ τόσο ἄμεσο τὸ Ἀποστολικὸ κείμενο, ποὺ ἀκοῦμε τὴν Κυριακὴ πρὸ τῆς Ὑψώσεως, ὥστε αἰσθανόμαστε ὅτι βιώνουμε μαζὶ μὲ τὸν Ἀπόστολο Παῦλο, τὸν ἀγώνα γιὰ νὰ διατηρηθεῖ ἡ πίστη ἀκέραιη καὶ ὅπως ἀκριβῶς τὴν ἀποκάλυψε στοὺς Ἁγίους Ἀποστόλους αὐτὸς ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστός!
Τὸ κείμενο εἶναι πολὺ διαφωτιστικὸ στὴν ἀνάπτυξή του, καὶ ἡ ὕλη τοῦ κυρίως ἱστορικοεκκλησιαστικῆ, διαφωτίζει τὸ ὅλο ζήτημα.
Ἂς ἐμβαθύνουμε λοιπόν, ἀφοῦ πρῶτα μελετήσουμε ὁ καθένας ὁλόκληρο τὸ ἱερὸ κείμενο. Εἶναι γνωστὸ ὅτι οἱ Ἰουδαῖοι, κατὰ τρόπο φανατικό, θεωροῦσαν τὸν ἑαυτὸ τοὺς «λαὸ τοῦ Θεοῦ» καὶ ὀνόμαζαν «ἔθνη» ὅλους τους ἄλλους λαούς, μὲ τὴν ἔννοια ὅτι οἱ λαοὶ αὐτοί, ἀποξενωμένοι ἀπὸ τὸν ἀληθινὸ Θεό, θρήσκευαν στὸ σύνολό τους ὡς πολυθεϊστὲς καὶ εἰδωλολάτρες.
Ὅταν λοιπὸν ἦλθε τὸ πλήρωμα τοῦ χρόνου καὶ ὁ κάθε ἄνθρωπος πλέον εἶχε τὴν δυνατότητα νὰ ἐνταχθεῖ ὀργανικὰ στὸ Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, στὴν Ἐκκλησία, τότε ἀπὸ....
μέρους τῶν Ἰουδαίων προέκυψε ἕνα σοβαρότατο θέμα.
Ἐνῶ ἀπὸ πλευρᾶς τῶν Ἀποστόλων μποροῦσε ἐλεύθερα, ὁποιοσδήποτε ἤθελε νὰ βαπτισθεῖ Χριστιανός, οἱ Ἰουδαῖοι προσήλυτοι στὴν πίστη, ἀπαιτοῦσαν, οἱ «ἐξ ἐθνῶν» Χριστιανοί, νὰ μὴν ἀρκοῦνται γιὰ τὴν εἴσοδό τους στὴν Ἐκκλησία μόνο στὸ βάπτισμα, ἀλλὰ νὰ ἐφαρμόζουν καὶ τὴν περιτομὴ τοῦ Μωσαϊκοῦ Νόμου.
Τὸ θέμα ποὺ εἶχε προκύψει, δὲν ἦταν καθόλου ἁπλὸ καὶ προϊόντος του χρόνου δημιουργοῦσε ἰσχυρούς τους κραδασμούς. Γι' αὐτὸ καὶ λύνεται ὁριστικὰ πλέον στὴν Ἀποστολικὴ Σύνοδο τὸ 49 μ.Χ. στὰ Ἱεροσόλυμα.
Ὅπως βλέπουμε στὸ ΙΕ' κεφάλαιο τοῦ βιβλίου τῶν Πράξεων τῶν Ἀποστόλων, φανατικοὶ ὑποστηρικτὲς τῆς περιτομῆς, ἦταν οἱ Φαρισαῖοι ποὺ εἶχαν ἀσπασθεῖ τὸν Χριστιανισμό. Ὁ φανατισμὸς τοὺς μάλιστα εἶχε φθάσει σὲ τόσο ἀκραῖο σημεῖο, ὥστε ἐπέμεναν ὅτι οἱ μὴ Ἰουδαῖοι Χριστιανοί, ἔπρεπε ὄχι μόνο νὰ περιτέμνονται, ἀλλὰ καὶ νὰ ὑποχρεώνονται νὰ τηροῦν ὁλόκληρο τὸν Μωσαϊκὸ Νόμο! (Πράξ. Ἀποστ. ΙΕ' 5)
Καὶ προκύπτει στὸ σημεῖο αὐτὸ τὸ ἑξῆς βασικὸ ἐρώτημα: Οἱ Φαρισαῖοι ποῦ ἐμφανίζονταν τώρα ὡς Χριστιανοί, εἶχαν ὄντως γίνει Χριστιανοί; Ἢ κάτι ἄλλο κρυβόταν κάτω ἀπὸ τὴν ἐπιφάνεια καὶ πίσω ἀπὸ τὰ φαινόμενα; Ἡ ἀπάντηση στὸ ἐρώτημα θὰ διαμορφωθεῖ ἀπὸ τὴν ἱστορικὴ ἀνάπτυξη τοῦ θέματος. Θὰ ἀποδειχθεῖ δηλ., ὅτι δὲν πρέπει νὰ ὑπάρχει ἀφέλεια καὶ οἱ πιστοὶ δὲν πρέπει νὰ ἐξαπατῶνται ἀπὸ τὰ φαινόμενα.
Οἱ φανατικοὶ λοιπὸν Φαρισαῖοι ποὺ «δέχτηκαν» τὴ νέα πίστη, ὡς «τέκνα ὑπακοῆς τῆς Ἐκκλησίας καὶ μάλιστα τῶν Ἀποστόλων», ὄχι μόνο δὲν ἀρκέστηκαν στὸ νὰ ὑποστηρίζουν τὴν ἀπαράδεκτη αὐτὴ γνώμη τους, ἀλλὰ καὶ μετὰ τὸ πέρας τῆς Ἀποστολικῆς Συνόδου, ὀργάνωσαν καὶ ἰσχυρὴ προπαγάνδα!
Ἀπεσταλμένοι μάλιστα ἄνθρωποι τῶν ἰδίων ἀντιλήψεων, ἔφθασαν στὴ Συρία, τὴν Κιλικία, καὶ προπάντων στὴ μεγάλη Ἀντιόχεια, καὶ ἐπέμεναν νὰ φωνάζουν πρὸς τοὺς ἐκεῖ πολυάριθμους ἐξ ἐθνῶν Χριστιανούς, ὅτι ὄφειλαν, ἔστω καὶ ἐκ τῶν ὑστέρων, νὰ λάβουν τὴ Μωσαϊκὴ περιτομή, διότι, διαφορετικὰ ἡ Χριστιανικὴ πίστη καὶ αὐτὸ τὸ Βάπτισμα «εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος», ἦταν μάταια καὶ ἀνίκανα γιὰ τὴ σωτηρία τοὺς (Πράξ. ΙΕ' 1).
Φυσικὰ οἱ ταλαίπωροι αὐτοὶ Φαρισαῖοι καὶ τὰ μίσθαρνα ὄργανά τους, ἀποδείκνυαν στὴν πράξη ὅτι ὄχι μόνο τὴ νέα «εἰς Χριστὸν πίστιν» ἀγνοοῦσαν καὶ πολεμοῦσαν, ἀλλὰ ἦταν ἄγευστοι καὶ αὐτοῦ του πνεύματος τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης. Καὶ τοῦτο, διότι ἡ ὀρθὴ Πίστη καὶ ἡ κατὰ τὸ δυνατὸν τήρηση τοῦ Νόμου τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, ὁδηγεῖ στὴν Πίστη τοῦ Χριστοῦ.
Ἦταν μάλιστα τόσο «συνεπεῖς» καὶ μὲ τόση ἀκρίβεια «βίωναν» τὴν ἐν Χριστῷ ζωή, ὥστε ὄχι μόνο περιφρόνησαν τὴν Σύνοδο τῶν Ἀποστόλων, ἡ ὁποία ἔκλεισε μὲ τὴ Θεόπνευστη φράση «ἔδοξε γὰρ τῷ Ἁγίω Πνεύματι καὶ ἠμὶν» (Πράξ, ΙΕ' 28), ἀλλὰ κηρύχθηκαν φανερὰ κατὰ αὐτῆς τῆς Ἀποστολικῆς Ἀποφάσεως. Καὶ ἀφοῦ δὲν κατόρθωσαν νὰ τὴν ματαιώσουν, καὶ ἀφοῦ εἶχε ληφθεῖ ὁμόφωνη Ἀποστολικὴ ἀπόφαση, ὀργάνωσαν τώρα τὴν ἀντίπραξή τους «μυστικά».
Ὅταν κανεὶς μελετᾶ μὲ προσοχὴ καὶ σὲ βάθος τὶς ἐνέργειές τους, εἶναι ὑποχρεωμένος νὰ δεχθεῖ ὅτι συνεννοήθηκαν καὶ μὲ τὰ ἐκτός της Παλαιστίνης Χριστιανομάχα – Χριστοκτόνα φαρισαϊκὰ κέντρα. Ἂν αὐτὸ ἀποτελεῖ κάτι τὸ δύσκολο γιὰ κάποιους ἄλλους, γιὰ τὸν Φαρισαϊσμὸ αὐτὸ εἶναι ἐκ τῶν ὧν οὐκ ἄνευ. Καὶ τοῦτο ἀποδεικνύεται, διότι, ἀμέσως καὶ ταυτοχρόνως ἀρχίζει ἡ Ἰουδαΐζουσα ἐπιβολὴ στοὺς κόλπους τῆς Ἐκκλησίας, ἀπὸ τὰ Ἰουδαΐζοντα στοιχεῖα, μὲ διπλὸ καὶ καταχθόνιο σκοπό. α)Τὴν ποικίλη νόθευση τοῦ δόγματος, μὲ κύριο στόχο αὐτὴ τὴ Θεότητα τοῦ Χριστοῦ, καὶ β)τὴν παράλυση τῆς Ἐκκλησιαστικῆς ὀργανώσεως καὶ πειθαρχίας, μὲ ἀπώτερο σκοπὸ τὴν διάσπαση καὶ κατακερμάτιση τῆς πολύτιμης ἑνότητας.
Ἡ κατάσταση ἀπὸ ἐκείνη τὴ στιγμὴ ἔγινε περισσότερο ἀπὸ τραγική. Καὶ μόνο ἀπὸ αὐτὸ τὸ ἀντικειμενικὸ πρίσμα τῶν γεγονότων μπορεῖ νὰ αἰσθανθεῖ κανεὶς τὴν ἀγωνία καὶ τὸ δράμα ποὺ ζοῦσε ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, γιὰ νὰ κρατηθεῖ σὲ ἀρραγῆ ἑνότητα τὸ Σῶμα τοῦ Χριστοῦ.
Ὁ ἴδιος μάλιστα ὁ Ἀπόστολος τῶν Ἐθνῶν, μαρτυρεῖ ὅτι ἡ ἑβραϊκὴ προπαγάνδα εἶχε περάσει στὶς Ἐκκλησίες τῆς Γαλατίας, τῆς Ἐφέσου, τῶν Κολοσσῶν, καὶ τῶν Φιλίππων. Καὶ δὲν ἀρκέστηκαν μόνο σ' αὐτό. Συνάμα, ἡ φαρισαϊκὴ ἐπιβουλὴ ὀργάνωνε στὶς διάφορες πόλεις ποὺ δέχονταν τὸ λόγο τοῦ Θεοῦ, ἐπιθέσεις κατὰ τοῦ Παύλου καὶ τῶν συνεργατῶν του. Φανάτιζαν ἀπὸ τὴ μία τους ὄχλους τῶν πολυπληθῶν Ἰουδαϊκῶν κοινοτήτων, παρουσιάζοντας τὸν Ἀπόστολο ὡς δῆθεν ἀποστάτη τῆς «πατρώου θρησκείας», καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη διέγειραν ἐναντίον τοῦ ἀποστολικοῦ κλιμακίου τὰ πλήθη τῶν εἰδωλολατρῶν.
Ὁμολογουμένως, στὸ σημεῖο αὐτὸ ἀνακαλύπτει κανεὶς τὶς ρίζες τοῦ φοβεροῦ μίσους τῶν Ἑβραίων ἐναντίον τοῦ Ἀποστόλου Παύλου. Μίσος ποὺ φθάνει ἕως καὶ τῶν ἡμερῶν μας καὶ ὁλοένα καὶ περισσότερο μέσω τῶν αἰώνων διογκώνεται.
Ἐὰν στὴ συνέχεια θελήσουμε νὰ δοῦμε κάτι ἀπὸ τὴν μέθοδο τῆς φαρισαϊκῆς προπαγάνδας, κατὰ τῆς Χριστιανικῆς Ἐκκλησίας, θὰ ἀνακαλύψουμε ὅτι τὴν ἐσωτερικὴ ἐπιβουλὴ διηύθηναν σὲ κάθε τοπικὴ Ἐκκλησία, σμήνη ἰουδαϊζόντων ἐτεροδιδασκάλων καὶ ψευδοδιδασκάλων, οἱ ὁποῖοι μάλιστα χρησιμοποιοῦσαν καὶ πρόσωπα τοῦ γυναικείου κόσμου, πολυφαύλου ποιότητος γιὰ τὴν προπαγάνδα τῶν οἰκογενειῶν (Β' Τιμ. Γ' 6).
Φυσικὰ γιὰ τὸ ποιὸν τῶν ψευδοδιδασκάλων αὐτῶν, ἔκανε λόγο ὁ ἴδιος ὁ Ἀπόστολος, ποὺ δὲν γνώριζε τὴν διανοητικὴ καὶ ἠθική τους κατάσταση γιὰ πρώτη φορὰ ὅταν, αὐτοὶ τοῦ ξεκίνησαν τὸν πόλεμο, ἀλλὰ τοὺς εἶχε ζήσει καὶ τοὺς γνώριζε πολὺ καλά, ὄντας ὁ ἴδιος Φαρισαῖος πρὶν ἀπὸ «τὴν ὁδὸν τῆς Δαμασκοῦ».
Πρόκειται περὶ ἀνθρώπων δίχως συνείδηση καὶ πίστη. Ἀνθρώπων ἀντιφατικῶν, ματαιολόγων, τυφλωμένων, ἀλλοπρόσαλλων, διεφθαρμένων καὶ ψυχῶν ποὺ μένουν ἀδιάφοροι πρὸς τὴν Ἀλήθεια. Ταυτοχρόνως ἀποδεικνύονται σκανδαλοποιοὶ καὶ κυρίως ἄνθρωποι τοῦ χρήματος.
Δροῦσαν δὲ κατὰ συνωμοτικὸ τρόπο καὶ ἀναλόγως τὶς συνθῆκες ποὺ ἐπικρατοῦσαν στὴν περιοχὴ ποὺ ἔφθαναν. Φυσικά, τὸ ὅλο σχέδιο τῆς τακτικῆς ἐλάμβανε τὴν τελικὴ ἔγκριση ἀπὸ τὰ φαρισαϊκὰ κέντρα.
Στὴν Ἐκκλησία τῶν Κολασσῶν, ἐπὶ παραδείγματι, νόθευαν καὶ τὸ δόγμα γιὰ τὸν Χριστό, μὲ θεολογήματα καὶ φιλοσοφήματα τῆς κοινῆς ἀπάτης. Ἐπίσης, προπαγάνδιζαν περὶ τῶν καθαρῶν καὶ ἀκαθάρτων φαγητῶν καὶ πραγμάτων, ἔκαναν λόγο γιὰ τὶς νουμηνίες καὶ ἄλλες πολύπλοκες καὶ ἀνεφάρμοστες φυσικὰ διατάξεις τοῦ Νόμου.
Σὲ ἄλλη περιοχή, στὴν Ἐκκλησία τῆς Γαλατίας, δὲν ἔθιγαν μὲν ἀμέσως τὸ Χριστολογικὸ – θεολογικὸ δόγμα, τὸ κατέλυαν ὅμως ἐμμέσως, καὶ τοῦτο διότι ἐξιουδάιζαν τὸν Χριστιανισμό, καὶ γιὰ τὴν σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου ἀπαιτοῦσαν τὸν παλαιοδιαθηκικὸ τυπικισμό.
Ἀλλὰ στὸ σημερινὸ Ἀποστολικὸ Ἀνάγνωσμα, ὁ Ἀπόστολος Παῦλος προσθέτει καὶ ἀποκαλύπτει τελείως τὸν χαρακτήρα τῶν ψευδοδιδασκάλων καὶ «ψευδαδέλφων» αὐτῶν.
Καὶ ἡ οὐσία εἶναι ὅτι ἀπέφευγαν τὸ κεντρικὸ κήρυγμα τῆς Πίστεως στὸν Ἐσταυρωμένο Ἰησοῦ. Αὐτὸ τὸ ἔκαναν διότι δὲν ἤθελαν νὰ ἐνοχλοῦνται καὶ νὰ διώκονται ἀπὸ τοὺς Ἰουδαίους καὶ τοὺς Ἐθνικούς, ἀκριβῶς διότι αὐτοὶ δὲν μποροῦσαν νὰ δεχθοῦν τὴν Ἀλήθεια περὶ τοῦ Σταυροῦ τοῦ Χριστοῦ. Ὁ Σταυρός, ἀποτελοῦσε καὶ ἀποτελεῖ σκάνδαλο γιὰ τοὺς Ἰουδαίους καὶ μωρία γιὰ τοὺς εἰδωλολάτρες.
Ὅμως, παρὰ τὴ δειλία τοὺς αὐτὴ γιὰ τὸ κήρυγμα τοῦ Σταυροῦ, ἔναντι τῶν Ἰουδαίων καὶ τῶν Ἐθνικῶν, καὶ ἐνῶ θὰ ἔπρεπε, ἐὰν ἤσαν γνήσιοι Ἀπόστολοι, νὰ δίνουν καὶ τὴ ζωή τους γιὰ τὴν Ἀλήθεια, καὶ παρὰ τὴν ἀπόφαση τῆς Ἀποστολικῆς Συνόδου, αὐτοὶ «ἠνάγκαζαν» δηλ., μὲ κάθε τρόπο προσπαθοῦσαν νὰ πείσουν τοὺς ἐξ ἐθνῶν Χριστιανοὺς ὅτι ὄφειλαν νὰ περιτέμνονται.
Καὶ ἂς μὴ νομίσει κανείς, ἀφελῶς, ὅτι ἡ ἐπιμονὴ τοὺς αὐτὴ ὀφειλόταν σὲ εἰλικρινῆ πεποίθηση. Οὐδέποτε συνέβαινε αὐτό. Οἱ ἐτεροδιδάσκαλοι Φαρισαῖοι – Ἑβραῖοι, δημιουργοῦσαν τὶς πεποιθήσεις τοὺς ὄχι ἀπὸ τὸ Νόμο ἢ τὴν ἀνιδιοτελῆ τους δῆθεν συνείδηση, ἀλλὰ ἀπὸ αὐτὰ τὰ συμφέροντά τους.
Καὶ πάλι ὁ Παῦλος ἀποκαλύπτει τὴν ὅλη ἀλήθεια περὶ τῶν προσώπων αὐτῶν, γιὰ νὰ μὴ θεωρηθεῖ ὡς συκοφαντία ἡ παραπάνω θέση.
Τονίζει ὅτι τὸ ἔκαναν αὐτό, διότι «ἤθελαν νὰ εὐπροσωποῦν ἐν σαρκί». Πράγμα τὸ ὁποῖο σημαίνει, νὰ εἶναι ἀρεστοί, νὰ εὐαρεστοῦν, νὰ εὐχαριστοῦν. Μὲ τὴ φράση δὲ «ἐν σαρκί», ἐννοεῖται ἐδῶ «ὁ κατὰ σάρκα Ἰσραήλ». Οἱ Φαρισαῖοι δηλ. καὶ γενικῶς οἱ Ἰουδαῖοι, κατ' ἀντίθεση πρὸς τὸν «Ἰσραὴλ τοῦ Θεοῦ», τῶν «ἐν Πνεύματι Θεοῦ», δηλ. τοὺς πιστούς του Χριστοῦ!
Ἀλλά, γιατί ἤθελαν νὰ εἶναι εὐάρεστοι στὸν «κατὰ σάρκα Ἰσραήλ»; Ἁπλῶς γιὰ λόγους στενὰ ἐθνικιστικούς; Ἀναμφιβόλως ὄχι. Ἀλλά, διότι οἱ ἀρχηγοί τους καὶ οἱ πρόκριτοι τοῦ «κατὰ σάρκα Ἰσραὴλ» στὴν ἑβραϊκὴ διασπορά, μεταξὺ τῶν ἐθνῶν, διέθεταν πλούσια ταμεῖα καὶ γνώριζαν νὰ ἀνταμείβουν τὰ ποικίλα ὄργανά τους, καὶ μάλιστα τὰ ὄργανα αὐτοῦ του εἴδους καὶ τοῦ ἐπιπέδου.
Καὶ δὲν χρειάζεται καν νὰ τονίσουμε ὅτι καὶ στὸ σημεῖο αὐτὸ ἡ ἱστορία τῆς κάθε ἐποχῆς ἀντιγράφει τὶς σελίδες της.
Καὶ πάλι ὁ Θεόπνευστος Ἀπόστολος σημειώνει ὅτι οἱ ψευδοδιδάσκαλοι αὐτοὶ ἔκαμαν χρηματοπορισμὸ τὴν εὐσέβεια καὶ εἶχαν θεὸ τοὺς τὴν κοιλιὰ τοὺς (Ἃ' Τιμ., στ' 5, Φιλιπ., Γ' 18-19).
Ἀλλὰ εἶναι ἀνάγκη ἀδελφοί μου νὰ συνεχίσουμε τὴν ὅλη ἀνάπτυξη τοῦ θέματός μας σὲ συνδυασμὸ μὲ τὸ Ἀποστολικὸ Ἀνάγνωσμα τῆς Κυριακῆς μετὰ τὴν Ὕψωσιν.
Πολλὰ τὰ συμπεράσματα ποὺ μποροῦν νὰ βγοῦν ἀπὸ τὸ ὅλο θέμα.
Ἐμεῖς ἂς μείνουμε σὲ τοῦτο. Στὸ ὅτι ὁποιοσδήποτε παρουσιάζεται ὡς κήρυκας καὶ διδάσκαλος, δὲν σημαίνει ὅτι εἶναι καὶ αὐθεντικὸς ἐκφραστὴς καὶ ἑρμηνευτὴς τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ καὶ τῆς ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας μας.
Γι' αὐτὸ προσοχὴ καὶ πάλι προσοχὴ στοὺς «λύκους» ποὺ εἰσέρχονται «ἐν δορὰ προβάτου».
Ὁ λόγος τοῦ Ἁγίου Ἰγνατίου, σὲ κάθε ἐποχή, κυρίως ὅμως στὶς ἡμέρες μᾶς γίνεται ἀφυπνιστικὸς καὶ ἀποτελεῖ λυδία λίθο γιὰ τὰ πρόσωπα ποὺ παρουσιάζονται ὡς καθοδηγηταὶ τοῦ ποιμνίου.
Λέει λοιπὸν ὁ Ἀποστολικὸς Πατήρ: «Πᾶς ὁ λέγων παρὰ τὰ διατεταγμένα, κάν' τὲ ἀξιόπιστος ἡ, καν νηστεύει, καν παρθενεύει, καν σημεῖα ποιεῖ, καν προφητεύει, λύκος σοὶ φαινέσθω ἐν προβάτου δορά, προβάτων φθορὰν κατεργαζόμενος»!
Τὸ λοιπόν, ἀδελφοί, ἄγρυπνη προσοχὴ καὶ ἀδιάλειπτη προσευχή.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΚΑΝΤΕ ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ ΤΟΥ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟΥ ΜΑΣ.