Τοῦ
Διευθυντῆ τοῦ Πλανηταρίου τοῦ Ἱδρύματος Εὐγενίδου. Διονύση Π. Σιμόπουλου
Ὅπως
εἶναι γνωστὸ ἡ λέξη «Πάσχα»
προέρχεται ἀπὸ τὴν ἑβραϊκὴ
λέξη «πεσὰχ» ποὺ σημαίνει «διέλευση» καὶ
εἶναι ἡ
«μνημόσυνος» ἑορτὴ τῶν
Ἑβραίων ποὺ ἀναφέρεται στὴ «διέλευση τοῦ
Ἰαβὲ»
πάνω ἀπὸ
τὴν Αἴγυπτο
πρὸς πάταξη τῶν πρωτότοκων παιδιῶν τῶν Αἰγυπτίων
οἱ ὁποῖοι κρατοῦσαν
τοὺς ἀπόγονους
τοῦ Ἰωσὴφ
καὶ τῶν
ἀδελφῶν
του ὡς δούλους. Σύμφωνα μὲ τὸ
σεληνιακό τους ἡμερολόγιο οἱ Ἑβραῖοι γιόρταζαν τὸ
Πάσχα τους στὴ διάρκεια τοῦ μηνὸς
Νισᾶν, ποὺ
στὰ ἑβραϊκὰ σημαίνει «καιρὸς ποὺ πρασινίζουν τὰ πάντα». Ὁ
μήνας αὐτὸς
ἦταν ἐπίσης
καὶ ὁ
πρῶτος μήνας τοῦ ἑβραϊκοῦ ἔτους
καὶ ἄρχιζε
λίγο πρὶν ἀπὸ τὴν ἐαρινὴ ἰσημερία
τὴν ἡμέρα
τῆς ἐμφάνισης
τῆς Νέας Σελήνης, ἀφοῦ
οἱ ἑβραϊκοὶ μῆνες
δὲν καθορίζονταν μὲ μόνιμο ἡμερολόγιο
ἀλλὰ
σύμφωνα μὲ τὶς νουμηνίες, τὶς φάσεις
δηλαδὴ τῆς
Σελήνης. Γι’ αὐτὸ ἡ ἑορτὴ
τοῦ Πάσχα γιορτάζοταν ἀπὸ
τοὺς Ἑβραίους
τὴν 15η τοῦ μηνὸς Νισᾶν, τὴν
ἡμέρα δηλαδὴ τῆς πρώτης ἐαρινῆς
πανσελήνου.
Σ’ αὐτὸ τὸ πλαίσιο θὰ
πρέπει νὰ τοποθετήσουμε καὶ τὴν
θριαμβευτικὴ εἴσοδο τοῦ Ἰησοῦ
στὴν Ἱερουσαλήμ,
τὸν Μυστικὸ Δεῖπνο καὶ τὴν
Σταύρωση ἀφοῦ ὅπως ξέρουμε ὅλα αὐτὰ ἔγιναν
τὴν ἑβδομάδα
ποὺ γιορτάζονταν τὸ Ἑβραϊκὸ Πάσχα. Κατὰ
τοὺς πρώτους, ὅμως, τρεῖς αἰῶνες τῆς
Χριστιανοσύνης οἱ διάφορες ἐκκλησίες γιόρταζαν τὸ Πάσχα σὲ διαφορετικὲς ἡμερομηνίες.
Ἄλλες μὲν
κατὰ τὸ
παράδειγμα τῶν ἀποστόλων Ἰωάννη καὶ Παύλου, κατὰ
τὴν ἡμέρα
τοῦ θανάτου τοῦ Χριστοῦ τὴν 14η του Ἑβραϊκοῦ μηνὸς Νισᾶν,
μία δηλαδὴ ἡμέρα...
πρὶν ἀπὸ τὴν γιορτὴ τοῦ Ἑβραϊκοῦ Πάσχα καὶ σὲ ὁποιαδήποτε ἡμέρα τῆς ἑβδομάδας καὶ ἂν συνέπιπτε, ἄλλες δὲ πάντοτε κατὰ τὴν Κυριακὴ ποὺ ἕπονταν τῆς πρώτης ἐαρινῆς πανσελήνου.
πρὶν ἀπὸ τὴν γιορτὴ τοῦ Ἑβραϊκοῦ Πάσχα καὶ σὲ ὁποιαδήποτε ἡμέρα τῆς ἑβδομάδας καὶ ἂν συνέπιπτε, ἄλλες δὲ πάντοτε κατὰ τὴν Κυριακὴ ποὺ ἕπονταν τῆς πρώτης ἐαρινῆς πανσελήνου.
Λόγω τῶν διαφορῶν αὐτῶν
στὸν ἑορτασμὸ τοῦ
Πάσχα ἀπὸ
τὶς διάφορες ἐκκλησίες ἡ Α΄ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος, ποὺ
συνεκλήθη στὴ Νίκαια τῆς Βιθυνίας ἀπὸ τὸ
Μέγα Κωνσταντῖνο τὸ 325 μ.Χ., θέσπισε τὰ τοῦ προσδιορισμοῦ τῆς
ἑορτῆς
τοῦ Πάσχα μὲ μία ἐγκύκλιο ἐπιστολὴ
τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου ὅπου ἐκτίθεται
ὁ γνωστὸς
ἀπὸ
τότε ὡς «Ὅρος
τῆς Νικαίας». Σύμφωνα μ’ αὐτόν: «Τὸ
Πάσχα θὰ πρέπει νὰ ἑορτάζεται
τὴν Κυριακὴ μετὰ τὴν πρώτη πανσέληνο τῆς ἄνοιξης, καὶ ἂν ἡ πανσέληνος συμβεῖ Κυριακὴ τότε νὰ ἑορτάζεται
τὴν ἑπομένη
Κυριακὴ (γιὰ νὰ μὴν συμπέσει μὲ
τὸν ἑορτασμὸ τοῦ
Ἑβραϊκοῦ
Πάσχα).» Ὁ ἑορτασμὸς τοῦ Πάσχα λοιπὸν
συνδέθηκε ἄμεσα μὲ τὴν
ἐαρινὴ
ἰσημερία καὶ τὴν πρώτη πανσέληνο τῆς ἄνοιξης.
Ὅπως
ἄλλωστε ἀναφέρει
καὶ στὴ
διδακτορική του διατριβὴ ὁ μακαριστὸς ἀρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος «…ἀξιοσημείωτον τυγχάνει τὸ γεγονὸς
ὅτι ἡ Α΄ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος, θελήσασα νὰ ὁρίση τὴν ἡμέραν
ἑορτασμοῦ
τοῦ Πάσχα, δὲν ὤρισε μήνας καὶ ἡμέρας
τοῦ Ἰουλιανοῦ Ἡμερολογίου,
ἀλλ’ ἔθετο
ὡς σταθερὰν
βάσιν τοῦ ὑπολογισμοῦ τὴν ἐαρινὴν ἰσημερίαν,
δηλ. ὤρισε τὰ κατὰ τὸν ἑορτασμὸν οὐχὶ ἡμερομηνιακῶς, ἀλλ’
ἀστρονομικῶς, καὶ τοῦτο διότι τὸ
κανονικῶς ἐνδιαφέρον δὲν εἶναι ἡ
ἡμερομηνία, ἀλλ’ ἡ ἰσημερία.»
Τὸ
ὅλο θέμα δηλαδὴ εἶναι, μὲ βάση τὸν
ὄρο τῆς
Νικαίας, ἕνα καθαρὰ ἀστρονομικὸ-μαθηματικὸ
πρόβλημα, γι’ αὐτὸ καὶ
ἡ Α΄ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος λόγω τῆς ἀκμῆς
τῆς ἀστρονομίας
καὶ τῶν
μαθηματικῶν στὴν Ἀλεξάνδρεια, ἀνέθεσε στὸν
ἑκάστοτε Πατριάρχη Ἀλεξανδρείας μὲ
εἰδικὲς
«πασχάλιες ἐπιστολὲς» νὰ
γνωστοποιεῖ κάθε χρόνο στὶς ἄλλες
ἐκκλησίες τὴν ἡμέρα τοῦ Πάσχα, ἀφοῦ πρῶτα
ὑπολογιστεῖ μὲ τὴν βοήθεια τῶν
ἀστρονόμων τῆς Ἀλεξάνδρειας ἡ ἡμερομηνία
τῆς πρώτης ἐαρινῆς πανσελήνου. Γιὰ νὰ
βροῦμε ἑπομένως
τὴν ἡμερομηνία
τῆς ἑορτῆς τοῦ
Πάσχα ἑνὸς
τυχόντος ἔτους ἀρκεῖ νὰ γνωρίζουμε ποιὰ εἶναι ἡ ἡμερομηνία
τῆς πρώτης ἐαρινῆς πανσελήνου καὶ στὴ
συνέχεια νὰ βροῦμε τὴν πρώτη Κυριακὴ ποὺ
ἀκολουθεῖ
μετὰ ἀπὸ τὴν
πανσέληνο αὐτή.
Τὸ
ἡμερολόγιο ποὺ ἦταν σὲ ἰσχὺ τὴν
ἐποχὴ
τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου ἦταν τὸ Ἰουλιανὸ ποὺ
εἶχε θεσπίσει ὁ Ἰούλιος Καίσαρ (101-44
π.Χ.) τὸ 44 π.Χ. μὲ τὴ
βοήθεια τοῦ ἕλληνα ἀστρονόμου
Σωσιγένη ἀπὸ τὴν Ἀλεξάνδρεια. Γιὰ
τὴν δημιουργία τοῦ Ἰουλιανοῦ Ἡμερολογίου
ὁ Σωσιγένης, βασισμένος στοὺς ὑπολογισμοὺς τοῦ
πατέρα τῆς ἀστρονομίας Ἱππάρχου (ὁ ὁποῖος ἕναν
αἰώνα νωρίτερα εἶχε προσδιορίσει ὅτι τὸ ἡλιακὸ ἢ
τροπικὸ ἔτος
ἔχει διάρκεια ἴση μὲ 365,242 ἡμέρες), θέσπισε ἕνα ἡμερολόγιο τοῦ ὁποίου
τὰ ἔτη
εἶχαν 365 ἡμέρες ἐνῶ σὲ
κάθε τέταρτο ἔτος πρόσθετε μία ἀκόμη ἡμέρα
μετὰ τὴν
«ἕκτη πρὸ
τῶν καλενδῶν τοῦ Μαρτίου» ποὺ ὀνομάστηκε
«bis sextus». Ἔτσι ἡ ἡμέρα
αὐτή, ἐπειδὴ μετριόταν δύο φορές, ὀνομάζεται ἀκόμη
καὶ σήμερα «δὶς ἕκτη» καὶ τὸ ἔτος ποὺ
τὴν περιέχει «δίσεκτο». Με ἄλλα λόγια ὁ
Σωσιγένης γιὰ νὰ ἁπλοποιήσει τὸ πρόβλημά του θέσπισε τὴν διάρκεια τοῦ
ἔτους στὶς
365,25 ἡμέρες.
Ἀλλὰ τὸ Ἰουλιανὸ
Ἡμερολόγιο δὲν ἦταν τέλειο. Γιατί
παρ’ ὅλο τὸν καλύτερο προσδιορισμὸ
τοῦ ἡλιακοῦ ἔτους
ἀπὸ
τὸν Σωσιγένη, ὑπῆρχε ἀκόμη μία μικρὴ
ἀπόκλιση ἀπὸ τὴν
πραγματικότητα ἀφοῦ σήμερα γνωρίζουμε μὲ μεγαλύτερη ἀκρίβεια ὅτι ἡ
διάρκεια τοῦ ἡλιακοῦ ἔτους εἶναι
365,242199 ἡμέρες. Ἔτσι τὸ
καθορισμένο ἀπὸ τὸν Σωσιγένη ἔτος εἶναι
μεγαλύτερό του πραγματικοῦ κατὰ 0,007801 τῆς
ἡμέρας, δηλαδὴ κατὰ 11 λεπτὰ καὶ
13 περίπου δευτερόλεπτα, χρόνος ποὺ ἐκ πρώτης ὄψεως
φαίνεται σχεδὸν ἀσήμαντος.
Κάθε τέσσερα ὅμως χρόνια τὸ
μικρὸ αὐτὸ λάθος γίνεται περίπου 45 λεπτά, καὶ κάθε 129 χρόνια φτάνει τὴν μία ὁλόκληρη
ἡμέρα. Μέσα στὰ πρῶτα 400 χρόνια ἀπὸ τὴν ἐφαρμογὴ τοῦ
Ἰουλιανοῦ
Ἡμερολογίου τὸ λάθος εἶχε φτάσει τὶς τρεῖς
ἡμέρες μὲ
ἀποτέλεσμα τὸ 325 μ.Χ. ἡ ἐαρινὴ
ἰσημερία νὰ συμβεῖ στὶς 21 Μαρτίου. Τὴν χρονιὰ ἐκείνη ἔγινε
ἡ Α΄ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος στὴ Νίκαια τῆς Βιθυνίας καὶ
θέσπισε ὅπως εἴπαμε τὸν «Ὄρο τῆς
Νικαίας» γιὰ τὸν προσδιορισμὸ τοῦ Χριστιανικοῦ
Πάσχα ποὺ συνδέονταν ἔτσι ἄμεσα
μὲ τὴν
πρώτη ἐαρινὴ πανσέληνο.
Τὸ
λάθος ὅμως τῶν 11 περίπου λεπτῶν του
Ἰουλιανοῦ
Ἡμερολογίου συσσωρευόταν κάθε χρόνο καὶ ἡ ἐαρινὴ
ἰσημερία μετατοπιζόταν ὅλο καὶ
πιὸ ἐνωρίς.
Ἔτσι ἐνῶ τὴν
ἐποχὴ
τοῦ Χριστοῦ ἡ ἐαρινὴ
ἰσημερία συνέβαινε στὶς 23 Μαρτίου, τὸ 325 μ.Χ. συνέβη στὶς
21 Μαρτίου, καὶ τὸ 1582 μ.Χ. εἶχε
φτάσει νὰ συμβαίνει στὶς 10 Μαρτίου, γεγονὸς ποὺ δημιουργοῦσε προβλήματα στὸν ἀκριβῆ καθορισμὸ
τοῦ ἑορτασμοῦ τοῦ
Χριστιανικοῦ Πάσχα σύμφωνα μὲ τὸν
ὄρο ποὺ
εἶχε θεσπίσει ἡ Α΄ Οἰκουμενικὴ
Σύνοδος.
Τὸ
1572, τὴ χρονιὰ ποὺ ἐξελέγη πάπας ὁ
Γρηγόριος ΙΓ’, ὁ ἰησουίτης ἀστρονόμος
Χριστόφορος Κλάβιους, μὲ τὴ βοήθεια τοῦ
ἀστρονόμου Λουίτζι Λίλιο, ἐπεξεργάστηκε τὴν
παπικὴ βούλα τῆς ἡμερολογιακῆς μεταρρύθμισης ποὺ δημοσιεύτηκε τὸ
Φεβρουάριο τοῦ 1582. Μὲ τὴ
μεταρρύθμιση ἡ 5η Ὀκτωβρίου 1582 ὀνομάστηκε
15η Ὀκτωβρίου, γιὰ νὰ
διορθωθεῖ τὸ λάθος τῶν 10 ἡμερῶν,
ποὺ εἶχε
συσσωρευτεῖ στοὺς προηγούμενους 11 αἰῶνες,
καὶ γιὰ
νὰ ἐπιστρέψει
ἡ ἐαρινὴ ἰσημερία
στὴν 21η Μαρτίου, ὅπως ἦταν
κατὰ τὴν
Α΄ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο.
Γιὰ
νὰ μὴν
ἐπαναληφθεῖ λοιπὸν τὸ λάθος τοῦ
Ἰουλιανοῦ
Ἡμερολογίου, ὁ Λίλιο ὅρισε ὅτι δίσεκτα θὰ
εἶναι τὰ
ἔτη ποὺ
ὁ ἀριθμὸς τους διαιρεῖται μὲ τὸ 4 ἑξαιρουμένων τῶν
«ἐπαιωνίων», τὰ ἔτη δηλαδὴ τῶν
αἰώνων, ἀπὸ τὰ ὁποία ὅριζε
ὡς δίσεκτα μόνον ὅσα ἔχουν
ἀριθμὸ
αἰώνων ποὺ
διαιρεῖται ἐπακριβῶς μὲ τὸ
4. Μὲ αὐτὴ τὴν
τροποποίηση τὸ ἔτος 1900 δὲν ἦταν δίσεκτο, ἐνῶ ἀντίθετα
τὸ ἐπαιώνιο
ἔτος 2000 ἦταν δίσεκτο. Ἡ
τροποποίηση αὐτὴ δηλαδὴ καθορίζει ὅτι σὲ
κάθε 400 χρόνια ἔχουμε 97 δίσεκτα ἔτη ἀφοῦ τὸ
λάθος τοῦ Ἰουλιανοῦ Ἡμερολογίου εἶναι
3 ἡμέρες καὶ 3 ὧρες περίπου κάθε
400 χρόνια. Μ’ αὐτὸ τὸν
τρόπο διορθώνουμε τὸ λάθος τῶν τριῶν
ἡμερῶν,
παραμένει ὅμως ἕνα λάθος τριῶν περίπου ὡρῶν
κάθε 400 χρόνια ποὺ θὰ συσσωρευτεῖ
σὲ μία περίπου ἡμέρα μετὰ τὴν πάροδο 3.200 περίπου ἐτῶν.
Τὸ
Νέο ἢ Γρηγοριανὸ Ἡμερολόγιο δὲν ἔγινε
ὅμως ἀμέσως
ἀποδεκτό, καὶ ἔτσι ὁ καθολικὸς
κλῆρος ἀναγκάστηκε
νὰ προσφύγει στὴν ἀνακοίνωση «θαυμάτων»
γιὰ νὰ
τὸ καθιερώσει. Τὰ καθολικὰ κράτη τῆς Εὐρώπης
τὸ ἀποδέχτηκαν
τελικὰ μέσα στὰ ἑπόμενα πέντε χρόνια.
Τὰ προτεσταντικὰ ὅμως κράτη χρειάστηκαν
ἕναν ἀκόμη
αἰώνα, ἐνῶ ἡ Ἀγγλία καὶ
ἡ Ἀμερικὴ ἀκόμη
περισσότερο ἀποδεχόμενες τελικὰ τὴ
μεταρρύθμιση (μὲ διαδηλώσεις καὶ διαμαρτυρίες τοῦ λαοῦ) μόλις τὸ 1752. Τὸ
ἴδιο ἄλλωστε
συνέβη καὶ στὴν Ἀνατολὴ ὅπου
ἡ ἀντίδραση
τῆς Ὀρθόδοξης
Ἐκκλησίας ἦταν ἄμεση καὶ ὀξεία.
Οἱ πατριάρχες Κωνσταντινουπόλεως, Ἀλεξανδρείας καὶ
Ἀντιοχείας διαμαρτυρήθηκαν ἔντονα στὴ
Ρώμη καὶ τὸ Ἰουλιανὸ Ἡμερολόγιο
παρέμεινε σὲ ἰσχὺ σὲ ὅλα
τὰ Ὀρθόδοξα
κράτη ἕως τὸν 20ο αιώνα.
Ἡ
ἑλληνικὴ
πολιτεία ἀνακίνησε τὸ ἡμερολογιακὸ θέμα τὸ
1919, ὅποτε μετὰ ἀπὸ γνωμάτευση μίας εἰδικῆς ἐπιτροπῆς
ἡ Ἱερὰ Σύνοδος ἀποφάσισε
παμψηφεὶ ὅτι
«ἡ μεταβολὴ τοῦ Ἰουλιανοῦ
ἡμερολογίου μὴ προσκρούουσα εἰς
δογματικοὺς καὶ κανονικοὺς λόγους
δύναται νὰ γίνει… τῆς ἐκκλησίας
κρατούσης μέχρι τοῦ νέου ἐπιστημονικοῦ
ἡμερολογίου, τὸ Ἰουλιανόν». Κι ἔτσι ἡ
ἑλληνικὴ
πολιτεία μὲ τὸ νομοθετικὸ διάταγμα τῆς 18ης Ἰανουαρίου
1923, ποὺ δημοσιεύτηκε στὶς 23 Ἰανουαρίου,
ἀντικατέστησε τὸ Ἰουλιανὸ Ἡμερολόγιο
μὲ τὸ
Γρηγοριανὸ καὶ ὅρισε τὴν ἔναρξη
τῆς ἐφαρμογῆς του τὴ 16η Φεβρουαρίου 1923 ποὺ ὀνόμασε
1η Μαρτίου. Ἀφαιρέθηκαν δηλαδὴ 13 ἡμέρες
ἀπὸ
τὸ ἔτος
1923, γιατί στὶς 10 ἡμέρες λάθους μεταξὺ Γρηγοριανοῦ καὶ Ἰουλιανοῦ ἀπὸ τὸ
325 ἕως τὸ
1582 εἶχε ἐπέλθει καθυστέρηση καὶ ἄλλων τριῶν
ἡμερῶν
στὰ περίπου 340 χρόνια ποὺ εἶχαν
παρέλθει ἀπὸ τὴν πρώτη εἰσαγωγὴ
τοῦ Γρηγοριανοῦ Ἡμερολογίου.
Ἐπειδὴ ὅμως
ἡ Ἐκκλησία
διατήρησε τὸ Ἰουλιανὸ Ἡμερολόγιο ὑπῆρξε ὀξεία
ἀντίδραση τοῦ λαοῦ ὅταν ὁ
ἑορτασμὸς
τοῦ Εὐαγγελισμοῦ τῆς
Θεοτόκου δὲ συνέπεσε μὲ τὴν
Ἐθνική μας Ἑορτὴ τῆς 25ης Μαρτίου. Ἔτσι μὲ ὁμόφωνη καὶ
πάλι ἀπόφαση τῆς ἡ Ἐκκλησία
τῆς Ἑλλάδος
«λαμβάνουσα μὲν ὑπ’ ὄψιν τὴν ἐκ
τῆς διαφορᾶς τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ
ἡμερολογίου πρὸς τὸ ἐπικρατῆσαν
ἤδη πολιτικὸν ἡμερολόγιον
προερχομένην σύγχυσιν παρὰ τῷ λαῶ
καὶ τὴν
ἐκ ταύτης θρησκευτικὴν βλάβην αὐτοῦ, ἀνταποκρινομένη
δὲ εἰς
τὴν πανταχόθεν ἐκδηλουμένην ἐπιθυμίαν, ἀποφασίζει ὅπως
ἀφομοιώση τὸ ἐκκλησιαστικὸ ἡμερολόγιον
πρὸς τὸ
πολιτικόν…». Ἔτσι ἀπὸ τὶς 23 Μαρτίου 1924 τὸ ἐκκλησιαστικὸ ἡμερολόγιο
συνταυτίστηκε μὲ τὸ πολιτικό, χωρὶς
ὅμως τὴ
μετακίνηση τοῦ Πασχαλίου ποὺ ἀκολουθεῖ καὶ
ὑπολογίζεται, ἀκόμη καὶ σήμερα, μὲ βάση τὸ
Ἰουλιανὸ
ἢ Παλαιὸ
Ἡμερολόγιο.
Ἡ
διαφορὰ ὅμως
τοῦ ἑορτασμοῦ τοῦ
Πάσχα ἀπὸ
τὶς δυτικὲς
καὶ τὶς
ἀνατολικὲς
ἐκκλησίες δὲν βασίζεται μόνο στὸ
λάθος τοῦ Ἰουλιανοῦ Ἡμερολογίου ἀλλὰ καὶ
στὸν ἐπίσης
ἐλλιπῆ
Μετωνικὸ Κύκλο (5ος αιώνας π.Χ.) μὲ τὸν
ὁποῖο
ἡ Ὀρθόδοξη
ἐκκλησία ἐξακολουθεῖ νὰ ὑπολογίζει τὶς
ἡμερομηνίες τῶν ἐαρινῶν πανσελήνων. Γιατί, σύμφωνα μὲ τὸν
Σεληνιακὸ κύκλο τοῦ Μέτωνα, 19 Ἰουλιανὰ ἔτη
εἶναι περίπου ἴσα μὲ 235 σεληνιακοὺς συνοδικοὺς
μῆνες. Ὑποτίθεται
δηλαδὴ ὅτι
μετὰ παρέλευση 19 ἐτῶν
οἱ ἡμερομηνίες
τῶν πανσελήνων ἐπαναλαμβάνονται. Αὐτὸ ὅμως
δὲν εἶναι
τελείως ἀκριβές.
Ἐπειδὴ σήμερα γνωρίζουμε ὅτι ἕνας συνοδικὸς μήνας εἶναι
ἴσος μὲ
29,530588 ἡμέρες οἱ 235 μῆνες
τοῦ μετωνικοῦ κύκλου μᾶς κάνουν
6.939,688180 ἡμέρες. Γνωρίζουμε ἐπίσης ὅτι
τὸ τροπικὸ
(ἡλιακὸ)
ἔτος ἔχει
διάρκεια 365,242199 ἡμέρες, ποὺ σημαίνει ὅτι
στὰ 19 ἔτη
τοῦ μετωνικοῦ κύκλου θὰ ἔχουμε 6.939,601781 ἡμέρες. Ἀνάμεσα στοὺς 235 συνοδικοὺς
μῆνες καὶ
τὰ 19 τροπικὰ ἔτη ὑπάρχει μία διαφορὰ 0,086399 τῆς ἡμέρας, ἢ
2 ὧρες, 4 λεπτὰ καὶ 24,8736
δευτερόλεπτα σὲ κάθε 19ετή κύκλο.
Μὲ
τὴν πάροδο ὅμως τῶν ἐτῶν
τὰ λάθη αὐτὰ ἔχουν
συσσωρευτεῖ. Ἔτσι στὶς 13 ἡμέρες τῆς
λανθασμένης Ἰουλιανῆς ἐαρινῆς ἰσημερίας,
προστίθεται καὶ τὸ λάθος τοῦ
19ετούς μετωνικοῦ κύκλου, τὸ ὁποῖο ἀνέρχεται
σήμερα σὲ 5 περίπου ἡμέρες. Ἡ
Ἑλληνικὴ
Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία, παρ’ ὅλο ποὺ ὅπως
εἴπαμε ἔχει
ἀποδεχτεῖ
ἀπὸ
τὸ 1924 τὸ
νέο Γρηγοριανὸ ἡμερολόγιο γιὰ τὶς ἀκίνητες
ἑορτές, ἐξακολουθεῖ ἀκόμη
καὶ σήμερα νὰ χρησιμοποιεῖ τὸ παλαιὸ
Ἰουλιανὸ
ἡμερολόγιο ἀλλὰ καὶ τὸν
κύκλο τοῦ Μέτωνος, γιὰ τὸν
προσδιορισμὸ τῆς ἡμερομηνίας τοῦ Πάσχα. Ἔτσι
πολλὲς φορὲς ἀντὶ νὰ
γιορτάζουμε τὸ Πάσχα τὴν πρώτη Κυριακὴ
μετὰ τὴν
πρώτη πανσέληνο τῆς ἄνοιξης, ἐμεῖς τὸ
γιορτάζουμε μετὰ τὴ δεύτερη ἐαρινὴ πανσέληνο. Μερικὲς φορὲς μάλιστα τὸ γιορτάζουμε τὴ
δεύτερη Κυριακή τῆς δεύτερης πανσελήνου τῆς
ἄνοιξης (ὅπως
συμβαίνει φέτος), ἀντὶ τῆς
πρώτης Κυριακῆς μετὰ τὴν
πρώτη ἐαρινὴ πανσέληνο ποὺ ὅρισε ἡ
Σύνοδος τῆς Νικαίας.
Ἔτσι
λοιπὸν τὰ
δύο αὐτὰ
ὑπολογιστικὰ μαθηματικὰ-ἀστρονομικὰ
σφάλματα, τῶν 5 ἡμερῶν τοῦ κύκλου τοῦ
Μετωνος καὶ τῶν 13 ἡμερῶν τοῦ
Ἰουλιανοῦ
ἡμερολογίου, ποὺ ὑπεισέρχονται στὸν ὑπολογισμὸ τοῦ
Ὀρθόδοξου Χριστιανικοῦ Πάσχα, μᾶς
ἀπομακρύνουν διττῶς ἀπὸ τὸ
γράμμα ἀλλὰ καὶ τὸ πνεῦμα
τοῦ ὄρου
τῆς Νικαίας. Ἔτσι ὥστε νὰ εἶναι
φανερὸ ὅτι
ἐνῶ
τηρεῖται ἡ
συνοδικὴ διάταξη ὡς πρὸς
τὸ Ἰουδαϊκὸ Πάσχα (ποὺ
δὲν τηροῦν
οἱ δυτικὲς
ἐκκλησίες), παραβιάζεται ἐντούτοις ὡς
πρὸς τὸ
οὐσιαστικότερο μέρος της, ὡς πρὸς
τὴν πρώτη δηλαδὴ Κυριακὴ μετὰ τὴν
πρώτη ἐαρινὴ πανσέληνο.
Ἀποτέλεσμα
ὅλων αὐτῶν εἶναι
καὶ τὸ
γεγονὸς τῆς
διαφορᾶς ποὺ ἔχουμε στὸν ἑορτασμὸ τοῦ
Πάσχα ἀπὸ
τὶς ἀνατολικὲς καὶ
τὶς δυτικὲς
ἐκκλησίες. Ἡ διαφορὰ αὐτὴ δὲν ἅπτεται
καθόλου πάνω σὲ δογματικὰ θέματα τῆς
Χριστιανικῆς Ἐκκλησιαστικῆς λατρείας ἢ θρησκείας. Γιατί ὅπως εἴδαμε τὸ ὅλο
θέμα τοῦ προσδιορισμοῦ τῆς
ἑορτῆς
τοῦ Πάσχα εἶναι ἕνα ἁπλὸ ἀστρονομικὸ-μαθηματικὸ πρόβλημα.
είναι σίγουρα τόσο απλό το όλο Θέμα ;;;;;;;;;;;;;;
ΑπάντησηΔιαγραφήακόμη και για χάριν της λογικής είναι αποδεκτή η διώρθωση αποφάσεων Οικουμενικών Συνόδων;;
Μήπως η όλη διατύπωση του ευχάριστου αυτού άρθρου είναι μια ακόμη παγίδα του κακώς νοουμένου Οικουμενισμού;;
Από την σελίδα σας περιμένουμε να είστε πιο προσεκτικοί σε τόσο σοβαρά θέματα!!!!!!!!!!!