16 Μαρ 2013

Τὸ φῶς τῶν τέκνων τοῦ Θεοῦ καὶ οἱ «ἀσπάλακες»!

Ἀποστολικὸ Ἀνάγνωσμα Κυριακῆς τς Τυρινῆς
(Ρωμ.  ΙΓ' 11 -  ΙΔ' 4)
Γράφει ὁ Ἀρχιμανδρίτης πατὴρ Ἰωὴλ Κωνστάνταρος, Ἱεροκῆρυξ Ἱερᾶς Μητροπόλεως Δρ. Πωγωνιανής & Κονίτσης  
e-mail: ioil.konitsa@gmail.com 
Μέσα ἀπὸ δύο ἀντιθέσεις τὶς ὁποῖες λαμβάνει ἀπὸ τὸν φυσικὸ κόσμο, ὁ Ἀπόστολος Παῦλος ἀναπτύσσει στοὺς Ρωμαίους μία μεγάλη πραγματικότητα. Τὴν πραγματικότητα τοῦ φωτὸς καὶ τοῦ σκότους. Γὶ΄ αὐτὸ καὶ εἶναι πολὺ χαρακτηριστικὴ ἡ φράση του «Ἡ νῦξ προέκοψεν ἡ δὲ ἡμέρα ἤγγικεν». (Ρωμ ΙΓ΄ 12).
Ἀλλὰ τί ἀκριβῶς θέλει νὰ ἐπισημάνει ἡ ἀποστολικὴ γραφίδα; Μὲ τὸ «ἡ νῦξ προέκοψεν», δηλώνει τὸ πνευματικὸ καὶ ἠθικὸ σκοτάδι μέσα στὸ ὁποῖο ζεῖ καὶ κινεῖται κυρίως ὁ μακράν το Θεοῦ κόσμος. Οἱ ἄνθρωποι δηλ. αὐτοὶ οἱ ὁποῖοι βιώνουν τὰ ἀπαίσια ἔργα, ὁποιασδήποτε μορφῆς ἁμαρτίας καὶ φαντάζονται ὅτι ἀπολαμβάνουν οἱ ταλαίπωροι τὴ ζωή τους. Οἱ ἄνθρωποι αὐτοὶ οἱ ὁποῖοι «ἐργάζονται» τὴ νύχτα γιὰ νὰ ζήσουν τὴν ἡμέρα, ὅπως εἶναι οἱ κακοποιοί, οἱ κλέφτες, ἐγκληματίες καὶ ὅσες ἄθλιες ὑπάρξεις ὑπηρετοῦν τὴν «θεὰ Ἀφροδίτη».
Ὅλοι αὐτοὶ ποὺ ἀποτελοῦν τὴν μάστιγα τῆς...
κοινωνίας καὶ προϊόντος το χρόνου ὁλοένα καὶ περισσότερο φαίνεται νὰ ἀποθρασύνονται καὶ νὰ αὐξάνουν. Καὶ γενικῶς εἰπεῖν, στὸ σκότος ἀνήκει ὅλος αὐτὸς ὁ ἑσμός, ὁ ὁποῖος ἐργάζεται εἴτε συνειδητὰ (δαιμονικῶς), εἴτε ἀσυνείδητα (βλακωδῶς), σὲ ἔργα ἀνομίας καὶ ἁμαρτίας, τὰ ὁποία μισεῖ καὶ βδελύσσεται ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστός.  Σὲ ἔργα τὰ ὁποῖα τελικῶς κολάζουν αἰωνίως τοὺς θαμῶνες τοῦ σκότους.
Εἶναι μάλιστα χαρακτηριστικὸ τὸ γεγονὸς ὅτι τὸ πλέον διεστραμμένο πρόσωπο τῆς παγκόσμιας ἱστορίας, ὁ Ἰούδας δηλαδὴ (ποὺ τελευταίως ὁ «ἀλάθητος» πάπας θέλησε σὲ συνεργασία μὲ τοὺς Ἑβραίους νὰ τὸν «ρετουσάρει» καὶ νὰ τὸν ἁπαλύνει, συνοδοιποροῦντες βεβαίως μαζὶ μὲ τὸν ποντίφικα καὶ τὸν σιωνισμὸ καὶ κάποια δικά μας «κουτάβια», γιὰ νὰ μὴν χάσουν, προσπαθώντας νὰ διορθώσουν τὶς ἐκφράσεις τῆς Μεγάλης Ἑβδομάδος ποὺ ἀναφέρονται στὸν Ἰούδα καὶ στὸ παράνομο Γένος τῶν Ἑβραίων), πὼς ὅταν ἔφυγε ἀπὸ τὸν Μυστικὸ Δεῖπνο γιὰ νὰ προδώσει τὸν Κύριό μας Ἰησοῦν Χριστόν, εἶναι τονίζουμε πολὺ χαρακτηριστικὸ ὅτι, ὅπως ἐπακριβῶς καταγράφει ὁ Εὐαγγελιστὴς τῆς Ἀγάπης: «Λαβῶν οὒν τὸ ψωμίον ἐκεῖνος εὐθέως ἐξῆλθεν, ἢν δὲ νὺξ» (Ἰωάν. ΙΓ' 30).  
Νύχτα ὄχι βεβαίως τόσο γιὰ νὰ τονίσει ὁ Ἰωάννης τὸ φυσικὸ σκότος, τὴν ὀμορφιὰ τῶν ἀστέρων, τὴν σιγὴ καὶ τὴν κατάνυξη τῆς νυκτὸς ποὺ ἐπιτέλους ἀποτελοῦν ὅ,τι καταλληλότερο γιὰ προσευχὴ καὶ γιὰ τὴν οὐράνια ἐπικοινωνία, ἀλλὰ μὲ τὴν λέξη «σκότος» ὑπονοεῖ τὴν δαιμονικὴ κατάσταση, μὰ κυρίως τὴν ἴδια σκοτεινὴ συνείδηση τοῦ Ἰούδα. Καὶ ὁπωσδήποτε φωτογραφίζει μὲ τὴν φράση αὐτὴ τὴν διεστραμμένη ἐλευθερία τῶν συναδέλφων τοῦ αἰωνίως κολασμένου Ἰούδα. Ἀποτυπώνει τὴν ζοφερὴ κατάσταση αὐτῶν τῶν ὁποίων φρονοῦν ὅτι παρὰ τὸ σκότος ποὺ βιώνουν, εἶναι δυνατὸν ταυτοχρόνως νὰ ἔχουν καὶ ἐπικοινωνία μὲ τὸν Κύριον Ἰησοῦν, ὁ ὁποῖος εἴναι «φῶς οἰκῶν ἀπρόσιτον» (Α΄ Τιμ. ΣΤ' 16).
Ὄντως ἀδελφοί μου, δὲν ὑφίσταται μεγαλύτερη ψυχικὴ διαστροφή, μὲ τὴν θέληση βεβαίως τοῦ ἴδιου το ἀνθρώπου, καὶ δὲν μπορεῖ νὰ βρεθεῖ περισσότερο ψηλαφητὸ σκοτάδι ἀπὸ τὸ νὰ καταντᾶ ὁ ἄνθρωπος στὰ ἐπίπεδα το σκοτεινοῦ Ἰούδα.
Ἀπὸ τὴν μία δηλ. νὰ κοιτάζει πρὸς τὴν Ἀνατολή, ὅπου καὶ ὁ προσανατολισμὸς τοῦ Ὀρθοδόξου Ἱεροῦ μας Ναοῦ, ἀπὸ τὴν μία νὰ συμμετέχει στὸ Κυριακὸ δεῖπνο μέσα στὸ ἔκπαγλο φῶς τῆς ἡμέρας, καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη, μέσα στὸ φοβερὸ ἔρεβος νὰ στρέφει τὴν ὕπαρξή του πρὸς τὴν Δύση. Τοῦτο δὲ γιὰ νὰ κοινωνήσει τοῦ «ποτηρίου τῶν δαιμόνων».
Βεβαίως, φωνάζει μὲ τὸν πλέον δραματικὸ τρόπο ὁ Ἀπόστολος στὴν Α' πρὸς Κορινθίους ἐπιστολή του καὶ ἐπισημαίνει τὸν κίνδυνο ὅτι : «οὐ δύνασθε ποτήριον Κυρίου πίνειν καὶ ποτήριον δαιμονίων, οὗ δύνασθε τραπέζης Κυρίου μετέχειν καὶ τραπέζης δαιμόνων» (Α' Κορ. Ι' 21).
Ναί, τὰ γράφει γιὰ ὅλες τὶς ἐποχὲς ὁ μεγαλύτερος τῶν Ἀποστόλων. Ὅμως, κάποιοι θέλουν ν' ἀποδείξουν ὅτι εἶναι κωφοὶ καὶ τυφλοί. Φυσικά, δὲν ὑποβιβάζεται ὁ ζωντανὸς λόγος τοῦ Θεοῦ ἀπὸ τὴν περιφρόνηση τῶν ἀνοήτων ἀνθρώπων, ὅπως βεβαίως καὶ δὲν μειώνεται ἡ δόξα τοῦ ἡλίου ὅταν οἱ ἀκτίδες του πέφτουν ἐπάνω στὰ λασπόνερα καὶ στὶς βρωμιές. Ἀλλοίμονο ὅμως στοὺς θρασσεῖς θαυμαστές το Βολταίρου καὶ τῶν ἀθέων ὑποκειμένων καὶ τρισαλλοίμονο στοὺς «καθὼς πρέπει» καὶ στοὺς «ὑπεράνω πάσης ὑποψίας». Στοὺς μυστικοὺς Ἰοῦδες, οἱ ὁποῖοι φαντάζονται ὅτι μποροῦν νὰ ξεγελοῦν τοὺς πιστοὺς καὶ νὰ ἐμπαίζουν τὸν Κύριόν τς Δόξης.
Εἰκόνα λοιπὸν ἀπὸ τὴν φύση ἡ νύχτα, γιὰ νὰ δηλώσει τὸ σκότος τῆς ἁμαρτίας.
Ἀλλ' ἂς γνωρίζουν ἀκόμα καὶ τοῦτο, αὐτοὶ ποὺ λόγω «Τριωδίου» ἀποτελοῦν καὶ τὸ «πνευματικὸ καρναβάλι», ὅτι στὴν φύση ὑπάρχει καὶ ἕνα τρωκτικὸ ποὺ ὀνομάζεται ἀσπάλακας ἢ κατὰ τὸ κοινῶς λεγόμενον τυφλοπόντικας.
Οἱ εἰδικοὶ φυσιοδίφες μᾶς λένε, πὼς ὁ τυφλοπόντικας ποὺ ὅλη του τὴ ζωὴ τὴν περνᾶ μέσα στὶς στοὲς καὶ στὶς ἀκαθαρσίες, εἶναι ἀπολύτως τυφλός. (Τυχαῖο φίλοι μου τὸ ὅτι ὁρισμένοι, ὅταν μυοῦνται σὲ κάποια σκοτεινὰ τάγματα, φοροῦν στὰ μάτια τους τὸ τυφλοπάνι, προφανῶς γιὰ νὰ παραστήσουν ἐφεξῆς τὸν ἠθικὸ τυφλοπόντικα;).
Ὅλη του τὴ ζωὴ ὁ τυφλοπόντικας τρώει ἀπὸ τὶς ἀκαθαρσίες καὶ δὲν βλέπει ἀπολύτως τίποτε. Ὑπάρχει ὅμως μία μέρα κατὰ τὴν ὁποία οἱ τυφλοί του ὀφλαμοὶ ἀνοίγουν καὶ βλέπει. Βλέπει ἐκστατικὸς τὴν πραγματικότητα ποὺ τὸν περιβάλλει. Αὐτὴ ὅμως ἡ ἡμέρα, εἶναι καὶ ἡ τελευταία ἡμέρα τῆς βρωμερῆς του ζωῆς. Μέσα σὲ μία ἀφόρητη σύγχυση ψοφᾶ καὶ σὲ λίγο τὸ τυμπανιαῖο πτῶμα του μολύνει τὴν ἀτμόσφαιρα καὶ καταβροχθίζεται ἀπὸ τὰ γλοιώδη σκουλήκια...
Ἐπειδὴ λοιπὸν ἀρέσκονται, οἱ τὸ σκότος λατρεύοντες σὲ εἰκόνες, παρομοιώσεις καὶ γενικῶς σὲ ποικίλα γεωμετρικὰ σχήματα, δὲν ἔχουν παρὰ νὰ συμφωνήσουν μὲ τὴν ἴδια τὴν φύση, ἡ ὁποία ὅπως κηρύττουν, διδάσκει καὶ ἀποτελεῖ τὸν καλύτερο ὁδηγὸ πρὸς τὴν βελτίωση τοῦ ἀνθρώπου. Μάλιστα τονίζουν ὅτι ἡ φύση βοηθᾶ στὸ νὰ ἀποκτήσει κανεὶς ὑψηλὴ συνείδηση, ἀλλὰ καὶ στὸ νὰ συναντήσει τὸν Θεό. (Πάντως «κύριοι» αὐτοὶ δὲν ὑπονοοῦν τὸν Τριαδικὸ καὶ μοναδικὸ Θεό). Νὰ συμφωνήσουν λοιπὸν ὅτι περισσότερο ἀπὸ ὀ,τιδήποτε ἄλλο, ἡ ζωὴ τῆς λατρείας τοῦ σκότους γενικῶς, ἀλλὰ καὶ σὲ εἰδικὲς περιπτώσεις, ὁμοιάζει μὲ τὴ ζωὴ τοῦ τυφλοπόντικα. Καὶ ἀφοῦ ὁμοιάζει ἡ ἀθλία ζωὴ μέσα στὸ βόρβορο μὲ τὴ ζωὴ τῶν τρωκτικῶν, τελικώς  δὲν ἔχουν παρὰ νὰ περιμένουν νὰ ζήσουν βιωματικῶς καὶ τὸ τέλος τοῦ ἀσπάλακος...
Ὅμως, τότε θὰ εἶναι ἀργά. Δυστυχῶς θὰ εἶναι πολὺ πολὺ ἀργά, ἐκτός, ἀδελφοί μου καὶ στρέψουμε τὸ νοῦ καὶ τὴν καρδιά μας στὸ φῶς τοῦ Εὐαγγελίου ποὺ ἀπελευθερώνει τὴν ὕπαρξη.
Ἐκτὸς καὶ ἂν ὁ ρυπαρὸς ἄνθρωπος ἀρνηθεὶ «τὰ ἔργα τοῦ σκότους καὶ ἐνδυθεῖ τὰ ὄπλα τοῦ φωτὸς»  δηλ. εἰλικρινῶς μετανοήσει.
Ώ, ἀδελφοί μου, ὁ Τριαδικὸς Θεὸς δὲν μᾶς ἔπλασε γιὰ νὰ καταντοῦμε μὲ τὴ θέλησή μας τρωκτικά. Δὲν μᾶς ἔπλασε ἐκ τοῦ μὴ ὄντως εἰς τὸ εἶναι γιὰ νὰ ἐπιτρέπουμε στὸν «ὄφιν τὸν ἀρχαῖον, τὸν καλούμενον διάβολον καὶ σατανᾶν τὸν πλανῶν τὴν οἰκουμένην ὅλην» (Ἀποκ. ΙΒ' 9), νὰ τυλίγεται ἐπάνω στὴν ὕπαρξή μας καὶ νὰ μᾶς ὁδηγεῖ συνθλιμμένους στὴν σκοτεινή του τρύπα καὶ φωλιά, τουτέστιν στὴν αἰωνιότητα τῆς Κολάσεως.
Φτάνει ἐπιτέλους. Ἀηδιάσαμε τὴ ζωὴ τῆς ἁμαρτίας καὶ τὰ μονοπάτια τοῦ κακοῦ. Τί κι ἂν «οἱ γιοὶ τῆς νύχτας νὰ μᾶς νιώσουν δὲν μποροῦν», ὅπως τραγοῦδα καὶ ὁ Χριστιανὸς ποιητής;
Ὅποιος ὅμως μὲ τὴ θέλησή του διαθέτει «ἠθικὴ ἠλιθιότητα», ἂς ἐπιλέξει τὸ σκότος. Ἔχει δυστυχῶς ὁ ἄνθρωπος ἐὰν θέλει καὶ αὐτὴ τὴν τραγικὴ ἐπιλογή. Τὸ νὰ ζεῖ δηλαδὴ στὰ σκότη.
Καί, ναὶ μέν, ὅσοι θέλουν νὰ «ἀξιοποιήσουν» τὸν Ἅδη, εἶναι «ἐλεύθεροι» νὰ τὸ κάνουν. Ἐμεῖς ὅμως, παρὰ τὰ λάθη μας καὶ τὶς ἀδυναμίες μας, ὡς τέκνα τοῦ Φωτός, ἐπιλέγουμε συνειδητὰ τὸ Φῶς τοῦ Χριστοῦ!
Μὲ συνειδητὴ καὶ ξεκάθαρη ἐπιλογὴ «ἐνδυόμεθα τὰ ὄπλα τοῦ φωτὸς καὶ ὡς ἐν ἡμέρα εὐσχημόνως, τὸν ὑπόλοιπον χρόνον τῆς ζωῆς μας, περιπατοῦμε».
Δία τοῦ βαπτίσματος, ἔχουμε πλέον ἐνδυθεῖ τὸν Κύριον Ἰησοῦν καὶ ἐφαρμόζουμε, Χάριτι Θεοῦ, τὴν ἀποστολικὴ ἐντολὴ «καὶ σαρκὸς πρόνοιαν μὴ ποιεῖσθε εἰς ἐπιθυμίαν».
Προσέχουμε τὴν ζωή μας, ὥστε μέσα στὸ φῶς νὰ μὴν σκανδαλισθεῖ οὔτε ἕνας ἐκ τῶν ἁπλοϊκῶν ἀδελφῶν, ἀφοῦ αὐτὴ ἄλλωστε εἶναι καὶ ἡ παραγγελία τῆς Γραφῆς.
Ἀγωνιζόμαστε μὲ τὰ ὄπλα τοῦ φωτὸς καὶ ἀδράχνουμε τὴν χρονικὴ εὐκαιρία τῆς ἁγίας καὶ Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς, ὥστε ν' ἀποδείξουμε κυρίως στὸν ἑαυτό μας καὶ φυσικὰ θέλοντας καὶ μὴ καὶ στὸ περιβάλλον μας, ὅτι γιὰ ἐμᾶς «ἡ νῦξ προέκοψεν, ἡ δὲ ἡμέρα ἤγγικεν».
Γένοιτο ἀδελφοί μου.
                                Αμήν.

3 σχόλια:

ΚΑΝΤΕ ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ ΤΟΥ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟΥ ΜΑΣ.