13 Νοε 2012

Ἀπὸ τὸ καζίνο στὴν ἐκκλησία...

Από το καζίνο στην εκκλησία Ὁ Σεργκέι Γιερεμέγιεφ μένει ἐδῶ καὶ ἑφτὰ χρόνια στὸ νησὶ Ὀλχόν, στὴ Βαϊκάλη. Τὴ δεκαετία τοῦ 1990 ἐργαζόταν σὲ μία μεγάλη πολυεθνικὴ ἑταιρεία, εἶχε στὴν τσέπη τοῦ ἕνα πιστόλι καὶ ἔπαιζε στὸ καζίνο. Τώρα εἶναι ἕνας ἁπλὸς οἰκονόμος στὴν ἐκκλησία καὶ ζεῖ μὲ τὴν οἰκογένειά του σὲ ἕνα ξύλινο σπιτάκι.
Ὁ πρώην μοσχοβίτης Σεργκέι σηκώνεται στὶς ἑπτὰ τὸ πρωί. Μετὰ πηγαίνει στὴν ἐκκλησία, τὴν ἀνοίγει καὶ περιμένει ὅσο οἱ ἄνθρωποι προσέρχονται γιὰ προσευχή. Εἶναι ὁ μοναδικὸς ναὸς τοῦ νησιοῦ. Ἂν δὲν ὑπῆρχε ὁ Σεργκέι, θὰ ἦταν κλειστὸς καὶ ἄδειος. Ἦταν αὐτὸς ποὺ ἐφτίαξε τὸν φράχτη γύρω του, βρῆκε τὶς καμπάνες, καὶ συνέδραμε στὴν ἀνέγερση τοῦ καμπαναριοῦ. Φαίνεται τριάντα πέντε χρονῶν. Ἔχει μερικὰ πτυχία, ἕνα ἀπ' αὐτὰ εἶναι τῆς Σορβόνης. Μιλᾶ ἄπταιστα ἀγγλικὰ καὶ γαλλικά. Καταλαβαίνει καὶ ἑλληνικά. Κάποτε ἦταν ὑπεύθυνος πρόσληψης προσωπικοῦ. “Και μετὰ βαρέθηκα”, λέει ὁ ἴδιος μέσα σ' ἕνα μικρὸ δωματιάκι τοῦ σπιτιοῦ του, οἱ τοῖχοι τοῦ ὁποίου εἶναι γεμάτοι εἰκόνες, καὶ πίνει γάλα ἀπὸ μία κούπα. “Πήγα νὰ σπουδάσω στὸ Παρίσι, ταξίδεψα πολύ. Κυρίως ἤθελα νὰ δῶ ρωσικὰ μοναστήρια. Πιθανόν, μόνο ὅταν βρεθεῖς στὸ ἐξωτερικό, ἀρχίζεις νὰ ἐνδιαφέρεσαι σοβαρὰ γιὰ τὴν ἱστορία καὶ τὸν...
πολιτισμὸ τῆς χώρας σού”.
 Αλλαξε στὸ Ἅγιον Ὅρος
 Όταν στὸ Πανεπιστήμιο εἶχαν διακοπές, ὁ Σεργκέι φόραγε τὸ σακίδιό του, ἔβγαινε στὸν δρόμο καὶ ἔκανε ὠτοστόπ. “Πού πᾶς;” τὸν ρωτοῦσαν οἱ ὁδηγοί. Ἔλεγε τὴν ἀλήθεια: “Στὸ Ἅγιον Ὄρος”.  Ξεκινοῦσε τὸ ταξίδι ἔχοντας πενήντα φράγκα στὴν τσέπη του, καὶ τὸ ὁλοκλήρωνε μὲ χίλια. Οἱ ὁδηγοὶ ποὺ τὸν ἔπαιρναν συνοδηγό, τοῦ ἔδιναν ὄχι μόνο φαγητό, φάρμακα, ἀλλὰ καὶ χρήματα. “Πώς νὰ ἐξηγήσω τί ἔκανα στὸν Ἄθω;” χαμογελᾶ ὁ Σεργκέι. “Ο Ἄθως εἶναι ἕνα μέρος ὅπου δὲν πρέπει νὰ μιλᾶς γιὰ πολλὰ πράγματα”. Ὀκτὼ ὧρες προσευχή, ὀκτὼ ὧρες ἐργασία, ὀκτὼ ὧρες ἀνάπαυση. Αὐτὴ εἶναι ἡ καθημερινότητα τοῦ Ἁγίου Ὅρους.
 Σταδιακά τὰ ἐνδιαφέροντα τοῦ Σεργκέι ἄρχισαν νὰ ἀλλάζουν. Δὲν ξόδευε ἄσκοπα τὰ χρήματα, δὲν ἔχανε χρόνο στὸ καζίνο, ἔκοψε ἐπαφὲς μὲ πολλοὺς φίλους. “Μου φαίνεται ὅτι τότε ἄλλαξε ἡ ἀναπνοὴ μού”, λέει. Ἕνας ἁγιορείτης μοναχός του πρότεινε νὰ μείνει στὸν Ἄθω. Γιὰ πάντα. Ὁ Σεργκέι ὅμως ἀρνήθηκε, λέει πὼς δὲν ἦταν ἕτοιμος, καὶ γύρισε στὴ Μόσχα. Ἀλλὰ δὲν κατάφερε νὰ ζήσει στὴ Μόσχα. Ἤθελε νὰ φύγει ἀπὸ 'κει τρέχοντας. “Δεν ἄντεχα τὴν φασαρία τῆς πρωτεύουσας, καὶ τὸν ἀνταγωνισμό. Κάλυπταν τὰ πάντα».
 Ξενώνας “Φιλοξενία” 
 Η Νάστια, ἡ γυναίκα τοῦ Σεργκέι, μιλοῦσε μὲ ἕναν Ὀλλανδὸ τουρίστα κοντὰ στὴν πύλη τῆς ἐκκλησίας. “Δεν πιστεύω νὰ εἶσαι εὐτυχισμένη ἐδῶ. Μπορεῖς νὰ ζήσεις, ἂς ποῦμε ἕνα ἑξάμηνο, ἕναν χρόνο τὸ πολύ, ἀλλὰ νὰ μείνεις γιὰ πάντα...!” συλλογιζόταν ἐκεῖνος φωναχτά.
 Η Νάστια χαμογελᾶ. Οὔτε οἱ γονεῖς της, οὔτε οἱ φίλοι δὲν καταλαβαίνουν τὴν ἐπιλογή της. Τί νὰ πεῖ ἕνας τυχαῖος τουρίστας. Καὶ ἐκείνη σπούδασε στὸ Παρίσι καὶ πάντα ὀνειρευόταν μία καριέρα στὴ Δύση. Ὅταν ὁ Σεργκέι τῆς πρότεινε νὰ ἀφήσουν τὴ Μόσχα καὶ νὰ πᾶνε στὸ Ὀλχόν, τῆς πῆρε ἀρκετὴ ὥρα νὰ τὸ βρεῖ στὸν χάρτη. Τελικά, μόλις τὸ βρῆκε, ἀρνήθηκε κατηγορηματικά. Ἀφοῦ στὸ μοναδικὸ κατοικημένο νησὶ τῆς Βαϊκάλης δὲν εἶχε καν ἠλεκτρικὸ ρεῦμα. Ὁ Σεργκέι ὅμως ἐπέμεινε. Ἤθελε νὰ φύγει ἀπὸ τὴ Μόσχα, καὶ δὲν εἶχε πολλὴ σημασία γιὰ ποῦ. Εἶχε ξαναπάει στὸ Ὀλχόν, καὶ τὸ νησὶ τοῦ ἄρεσε. “Μοιάζει κάπως μὲ τὸ Ἅγιο Ὄρος”, ἔλεγε συχνά.
 “Ποιος φεύγει ἀπὸ μόνος του γιὰ νὰ ζήσει στὴ Σιβηρία;” χαριτολογεῖ τώρα ἡ Νάστια ὅταν ἀνακαλεῖ τὴν πρώτη της ἀντίδραση γιὰ τὴν προοπτική της μετακόμισης στὴ Βαϊκάλη. “Είχα πάντα τὴν ἰδέα ὅτι ἀπὸ 'δω φεύγουν τρέχοντας”. Ὡστόσο, μάζεψε τὴ βαλίτσα καὶ ἀκολούθησε τὸν ἄντρα της στὸ χωριὸ Χουζίρ. Ἔτσι, οἱ γονεῖς τῆς τῆς ἔβγαλαν τὸ παρατσούκλι “γυναίκα τοῦ ἐπαναστάτη ποὺ καταδικάστηκε”. Συνήθισε γρήγορα στὴν καινούργια ζωή. Ἔμαθε νὰ ἀρμέγει κατσίκες, νὰ καλλιεργεῖ ἀγγούρια καὶ ντομάτες, γέννησε δύο παιδιὰ καὶ ἄρχισε νὰ τραγουδᾶ στὴν χορωδία τῆς ἐκκλησίας. “Τι ἔμαθα νὰ ἀπολαμβάνω;” ἐπαναλαμβάνει ἡ Νάστια τὴν ἐρώτηση. “Το περπάτημα χωρὶς παπούτσια στὸ γρασίδι, τὸ ὅτι μπορεῖς νὰ πᾶς παντοῦ μὲ τὰ πόδια καὶ κάθε μέρα νὰ ἀναπνέεις τὸν θαλασσινὸ ἀέρα. Ἐπίσης, ὅτι δὲν χρειάζεται νὰ ἐξοικονομῶ χρήματα γιὰ νὰ ἀγοράσω ἕνα διαμέρισμα στὴ Μόσχα”.
 Για νὰ εἶναι ἡ ζωὴ πιὸ χαρούμενη, ἀλλὰ καὶ γιὰ νὰ βοηθᾶ τοὺς ταξιδιῶτες, ἡ Νάστια καὶ ὁ Σεργκέι ἄνοιξαν ἕναν ξενώνα μὲ τὸ ἑλληνικὸ ὄνομα “Φιλοξενία”. Βρίσκεται ἀπέναντι ἀπὸ τὸ δικό τους σπίτι, καὶ πέντε βήματα μακριὰ ἀπὸ τὴν ἐκκλησία. Ἄνθρωποι ἀπ' ὅλον τὸν κόσμο φιλοξενοῦνται ἐκεῖ ὅλον τὸν χρόνο καὶ ἀπολύτως δωρεάν. Κάποιοι τουρίστες ἔρχονται εἰδικὰ γιὰ νὰ γνωρίσουν τοῦ περίεργους Ρώσους. Στὸν πρῶτο ὄροφο τοῦ ξενώνα μένουν δύο Γάλλοι, ποὺ ἔφτασαν ἀπὸ τὸ Παρίσι στὴ Μόσχα μὲ ποδήλατα. Ὡς ἔνδειξη εὐγνωμοσύνης γιὰ τὴν φιλοξενία, βάφουν τὸν φράχτη τῆς ἐκκλησίας. Ἕνας Ἰσραηλινὸς φτιάχνει κάτι στὸ σπίτι τοῦ Σεργκέι, μία κοπέλα ἀπὸ τὴν Ἁγία Πετρούπολη ἀνέβηκε πάνω στὴ σκάλα καὶ καθαρίζει τὶς καμπάνες…
 Ο Σεργκέι μεταφέρει νερὸ σὲ κουβάδες ἀπὸ στάμνες στὸ θερμοκήπιο καὶ προσπαθεῖ, στὸν δρόμο, νὰ ἀπαντήσει στὴν ἐρώτηση σχετικὰ μὲ τὰ εἰσοδήματά του. “Ως οἰκονόμος μπορῶ νὰ κρατάω γιὰ τὸν ἑαυτό μου ἕνα μέρος ἀπὸ τὶς δωρεὲς γιὰ τὸν ναό. Αὐτὴ εἶναι ἡ ἀμοιβὴ γιὰ τὴν καθημερινή μου ἐργασία. Καμιὰ φορᾶ δουλεύω ὡς ξεναγός. Ἐπίσης ὑπάρχουν πολλοὶ καλοὶ ἄνθρωποι ποὺ βοηθᾶνε. Πρόσφατα, ἦρθαν ἐδῶ Γερμανοί. Τοὺς εἶπα τὰ πάντα γιὰ τὸν ναό, καὶ τοὺς ξενάγησα. Καὶ ἐκεῖνοι μάζεψαν στὴ Γερμανία ὀχτακόσια εὐρώ, καὶ μοῦ τὰ ἔστειλαν. Ξέρεις πόσον καιρὸ μπορεῖς νὰ ζήσεις στὸ Χουζὶρ μ' αὐτὰ τὰ λεφτά; Πάρα πολύ!”
 Ο ἦχος ἀπὸ τὶς καμπάνες ἁπλώνεται πάνω ἀπὸ τὸ χωριό. Ὁ Σεργκέι ἀφήνει τοὺς κουβάδες καὶ βιάζεται νὰ πάει πρὸς τὸ καμπαναριό. Ὁ γιός του καὶ ἡ κόρη παίζουν ἐκεῖ τὸ ἀγαπημένο τοὺς παιχνίδι: Ποιὸς θὰ χτυπήσει τὴν καμπάνα πιὸ δυνατά. Ἂν καὶ δὲν εἶναι πολὺ εὐχάριστος, ὁ ἦχος αὐτός, δὲν ἐνοχλεῖ κανέναν. Στὸ Ὀλχόν, γενικά, ὅλοι βλέπουν τὰ πάντα πολὺ ἤρεμα. 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΚΑΝΤΕ ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ ΤΟΥ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟΥ ΜΑΣ.