Θεολόγος
τ. Λυκειάρχης
Κάθε
ζωντανὸς-κι αὐτὸς ποὺ «ἐπαναστατεῖ» γιατί δὲν ξέρει ὅτι ἐρωτήθηκε πρὶν γεννηθεῖ
–μὲ κάθε ἀνάσα τοῦ ἀντιστέκεται στὸν θάνατο, δείχνει ἔτσι τὴν ἀδιάκοπη ἐπιθυμία
του γιὰ ζωὴ καὶ ἐπαληθεύει ὡς ἰδίωμα τῆς πρώτης φύσης τοῦ ἀνθρώπου τὴν ἀθανασία.
Δείχνει ἀκόμη ἐχθρό του τὴν θνητότητα συνέπεια αὐτοεξορίας τοῦ ἀπ’τὴν αὐτοζωὴ
ποὺ θέλησε ὁ ἴδιος νὰ ἐξορίσει ἀπὸ τὴ ζωή του. Ν’ ἀνταποδώσει, δηλαδή, στὸν
Θεό, ποὺ ἐκ τοῦ μὴ ὄντος τὸν κάλεσε στὴν ὕπαρξη, ἀνυπαρξία. Καταργώντας Τὸν
ὡς θέλημα, τὸν ἀναπλήρωσε μὲ δικό του. «Ἔσεσθε ὡς Θεοὶ» ἡ παγίδα τοῦ ἀρχέκακου,
γνώση ἀπόλυτη, νὰ καταλάβει τὸν Θεὸ ὁ νοῦς, γιὰ νὰ ἀνακηρυχθεῖ θεὸς τοῦ Θεοῦ, ἀφοῦ
χωράει καὶ τὸν Ἀχώρητο- τὸν Ἄκτιστο ἕνα κτίσμα καὶ ὄχι ὁλόκληρο. Γιὰ νὰ
τελειώσει ἔτσι ἐκεῖνον ποὺ δὲν ἔχει ἀρχή, τὸν μόνο Αὐτοαίτιο. Τέλος στὸν Ἄναρχο,
ἀποκλειστικὴ ἐγγύηση ἀτελευτησίας τοῦ ἀνθρώπου, ἀκρότητα παραφροσύνης, μέσα στὸν
παράδεισο καὶ πρὶν ὁ θάνατος γίνει θνητός. Προτοῦ ἀκόμη ἡ «γνώση» τοῦ
γευτεῖ τὸ «πονηρὸν» (τὸ γεμάτο πόνο) ποὺ εἶναι ὁ θάνατος γιὰ τὸν φύσει ἀθάνατο.
Δὲν τὸν εἶχαν δεῖ νεκρὸ γιὰ νὰ αἰσθανθοῦν τὴν προειδοποιημένη τραγωδία ποὺ
συνεπαγόταν ἡ αὐθαιρεσία τους. Καὶ ἐπειδὴ ἄλλος εἰσήγαγε στὸν κόσμο τὴ
φθορά, τοὺς κράτησε ἡ μετάνοιά τους ἀπὸ ἀμετάκλητη καταστροφή, ὡς τὴν Ἀνάσταση,
ποὺ ἀποκατέστησε τὴ συνύπαρξη τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὴ φύση σὲ σχέση ἁγιαστική.
Κάθε
βαβέλ, προσωπικὴ ἢ συλλογική, ποὺ ἀκολουθεῖ ἀπὸ...
τότε, εἶναι ἐπανάληψη τοῦ
προπατορικοῦ, ἀπόπειρα τοῦ ξιπασμένου νὰ φανεῖ ὑπέρτερος καὶ τοῦ θεοῦ, μὲ ὑπαγόρευσή
του ἀπ’ἀρχῆς ἀνθρωποκτόνου, ποὺ φυτεύει ἀδιάκοπα ἴδια τὴν μανία νὰ «καταλάβει»
(κατακτήσει) ὁ νοῦς –καὶ πεπτωκῶς, μάλιστα τώρα- τὸν φύσει Ἀκατάληπτο. Μὲ
ὄργανο τὸν αὐτονομημένο ἂπ΄τὴν καρδιὰ ψυχρὸ νοῦ, νὰ ἐπιχειρήσει γνώση, ἀντὶ νὰ ἀνοιχτεῖ
σὲ ἐγκάρδια γνωριμία. Ὥσπου αὐτὴ ἡ διαστροφὴ θεσπίστηκε ὡς θεμέλιο
«πολιτισμοῦ» μὲ τὴν ἀρχὴ τοῦ «ἀλάθητου», συνέπεια στὸ δόγμα «ὅλα ἐξηγοῦνται»-
καὶ ὁ Θεός. Νὰ θεώσουμε τὸν ἄνθρωπο ἢ νὰ ἀνθρωπίσουμε τὸν Θεό, τὸ
ψευδοδίλλημα. Αὐτοθεοποίηση, πάλι ἡ ἀπάντηση. Στὸ ἄλλο βῆμα, ὁ Θεὸς
ἀνύπαρκτος ἢ ἄχρηστος μακρυὰ ἀπ’ τὸν κόσμο. Ὁ ἄνθρωπος ἐκπίπτει ἀπὸ
πρόσωπο σὲ ἄτομο, κλεισμένο ἀσφυκτικὰ στὸ ἐγώ του, βιολογικὴ μονάδα ἀπρόσωπου
μηχανισμοῦ ἐπιβίωσης ποὺ ἀδυνατεῖ νὰ ἀνοιχτεῖ σὲ κοινωνία.
Γιὰ
νὰ’ ναὶ ἀδέσποτο τὸ ἄψυχο σύμπαν, ἄβουλο στὴ βουλιμία του γιὰ δόξα, κέρδος καὶ ἐξουσία
(ὥστε νὰ φαίνεται θεός), κήρυξε τὸν πανταχοῦ Παρόντα ἀπόντα ἀπὸ παντοῦ,
τρέποντας ἔτσι τὸν ἑαυτό του σὲ ἀπόλυτη ἀπουσία- ἀπόντα ἀπὸ τὸν Πανταχοῦ.
Μάταια θὰ πασχίζει στὸ ἑξῆς ὁ ξεπεσμένος σὲ ὑπερηφάνεια νὰ ξεδιψάσει σὲ
παραδείσους φτιαχτοὺς μὲς τὴ φθορά. Πρόοδος κηρύχθηκε ἡ ἀλλαγὴ φθορᾶς τοῦ
παλαιοῦ -μὲ νέο φθαρτὸ- ἀντὶ ἡ προαγωγὴ σὲ ἀφθαρτισμό, ξεδίψασμα μὲ ζωὴ ποὺ δὲν
τελειώνει.
Πόσο
ἀκατάληπτος ὁ ἄνθρωπος, τὸ ἤξεραν οἱ ἀποφατικοὶ ἀπὸ αἰῶνες. Πόσο ἀνεξήγητος
ὁ κόσμος, φάνηκε ἀπ’ τὴν ἐξέλιξη τῶν θεοποιημένων ἀπὸ ἄθεους ἐπιστημῶν. Ἡ
ψευτοπαντογνωσία τοῦ ἀνθρώπινου αὐτοειδώλου ἄρχισε νὰ κλονίζεται κυρίως ὅταν ὁ
Heisenberg διατύπωσε στὴν ἀρχὴ τῆς ἀπροσδιοριστίας ? ἡ ἐξέλιξη ἑνὸς ἠλεκτρονίου
δὲν εἶναι, ὄχι προδιαγράψιμη ἀλλὰ οὔτε καν προβλέψιμη. Ἀργότερα ἡ
διαπίστωση ὅτι ἡ ἰσορροπία στὸ σύμπαν δὲν εἶναι στατικὴ (ἀποτέλεσμα ἀμετάβλητων
νόμων), ἀλλὰ δυναμικὴ- κάποιος τὴν πραγματοποιεῖ διαρκῶς. Ὅτι ὁ ἀνθρώπινος
ἐγκέφαλος μὲ δώδεκα δισεκατομμύρια νευρόνια πραγματοποιεῖ ἑκατὸ εἴκοσι
τρισεκατομμύρια συνδέσεις. Ὁ ὑπολογισμὸς τῆς διαμέτρου τοῦ σύμπαντος σὲ
δεκαπέντε δισεκατομμύρια ἔτη φωτός. Κι ἀφοῦ τὸ κτίσμα Ἄκτιστος (ἄναρχος)
δὲν γίνεται, πόσο ἐφικτὴ ἡ ἀντιγραφὴ τοῦ κτίστη σ’ ἕνα, ἔστω, ἀπ’ τὰ ἀναφερόμενα
πεδία ὅταν καὶ ἕνα σπίρτο χρειάζεται τόσες διάνοιες καὶ ἐργάτες γιὰ νὰ φτάσει
σ’ ἕνα προορισμό;
Κλεισμένος
στὸ ἀδιέξοδο καὶ τὴν ἀνασφάλεια τοῦ θνητοῦ ἐγὼ τοῦ ὁ «ὀρθολογιστής», δὲν φαίνεται
νὰ ἀναγνωρίζει ὅτι ἀπέτυχε νὰ οἰκοδομήσει ἕναν ἐπίγειο παράδεισο, ἐνάντια στὸν
«οὐράνιο», μὲ θεὸ τὸν ἑαυτό του. Ἡ ρομαντική, ἡ πρωτοσοσιαλιστική, ἡ ἐμπορικὴ
ἢ ἡ φυσιολατρικὴ στάση στὸ πρόβλημα δὲν τὸν ἔπεισαν νὰ παραιτηθεῖ ἀπὸ τὴν
κατακτητική του τάση ἀπέναντι στὴ φύση. Οὔτε βέβαια οἱ σχολαστικοὶ ποὺ ἀπορρίπτουν
ὁλοκληρωτικὰ μαζὶ μὲ ὅποιους μιμητές τους πού, ἀκατάρτιστοι, ἀτάλαντοι καὶ
στερημένοι ἀπὸ ἔμπνευση ἐκτρέπονται σὲ ἀνούσιους ρητορισμοὺς παράφωνους στὴν ἀπαράμιλλη
ἔκφραση καὶ σοφία τῶν θεόπνευστων κειμένων καὶ στὸ κλίμα τους, ἐμφανῶς κενὲς ἀπὸ
θεϊκὴ ζωή. Ὑπῆρχε μήπως πιθανότητα ὁ ἐπίδοξος κατακτητὴς τοῦ κόσμου νὰ
θελήσει νὰ ἀφουγκραστεῖ τὴν κτίση νὰ ὑμνεῖ τὸν Κτίστη διδάσκοντας σιωπή,
κατάνυξη καὶ ἁρμονία, σπουδὴ στὴν ἀδιάλειπτη ἀγάπη τοῦ Θεοῦ ποῦ τὴν δωρίζει
διαρκῶς; Ὅταν δὲν κρύβουν κάποιοι ἀπ’ αὐτοὺς τὸ μένος τους νὰ
καταστρέψουν ἢ νὰ διαστρέψουν τὴν δημιουργία μὲ ἐργαλεῖο τὴν τεχνολογία, δῶρο ἐπίσης
τοῦ Θεοῦ, καὶ νὰ ἐπιδείξουν ὅποιο ὑποκατάστατο δικό τους ὡς ἀνώτερό του φυσικοῦ,
γιὰ νὰ ἀποδείξουν θεοὺς τοὺς ἑαυτούς τους ἢ γιὰ νὰ ἐκδικηθοῦν γιατί δὲν εἶναι.
Πρόφαση, ἄρα, ἡ ἐναντίωσή τους σὲ ὅποιους τυπολάτρες κλείνουν καὶ τὸν ἄνθρωπο
καὶ τὸν Θεὸ στὸν γύψο, ὑπαγορεύοντας τοὺς συνταγές.
Μοιάζει
νὰ λείπουν οἱ αὐθεντικοὶ Θεοφόροι γιὰ νὰ πάρουν τὸ κακὸ στὴν πλάτη τους καὶ νὰ
κατέλθουν μὲς τὸν ἅδη τοῦ σημερινοῦ ἀνθρώπου μὲ τὸ διαλυμένο πρόσωπο ποὺ
διψασμένος γιὰ ὀντότητα ἀποστρέφεται τὴν ξύλινη σκέψη καὶ γλώσσα ποὺ ἀλλοιώνει
τὸ μυστήριο τοῦ ἀνθρώπου, ὑπεραπλουστεύοντας τὸν γιὰ νὰ χωρέσει σ’ ἕνα
μικρονοϊκὸ ἀκαδημαϊσμό, προσαρμοσμένο στὰ ἑκάστοτε κρατοῦντα. Μέχρι πόσο ἀποφεύγεται
ἡ ἐπίκριση καὶ ἡ περιφρόνηση, τόσο ἀξιοποιήσιμη στὴν διάσπαση τοῦ ἀτομισμοῦ;
Θὰ ὑποψιαστοῦμε κάποτε πόσο ἡ εἴσοδος στὰ μυστήρια προϋποθέτει ἔξοδο ἀπ’ τὸ ἐγώ,
παραίτηση ἀπὸ κάθε διάθεση ἀπομυστηρίωσης καὶ ἀπαλλαγῆ ἀπ’ τὰ προσωπεῖα, ἰδίως
τὸ θρησκευτικό; Ἢ θὰ ἐμμένουμε σ’ ἕνα στυγνὸ ἠθικισμὸ ποὺ διαψεύδει τὸ Εὐαγγέλιο
καὶ ἀποκλείει τὴν ἀπελευθέρωση πρὸς τὴν μεταμόρφωση, ὅπου ἀποκαλύπτεται ἡ
κτίση εἰκόνα τοῦ Ἄκτιστου καὶ ἡ ἀληθινὴ ὀμορφιὰ καλεῖ ἀναλλοίωτη κάθε ἀπεγνωσμένο
στὸν ἀληθινό του ἑαυτό.
Εἶναι
ἄραγε ἀπάντηση στὴν μεθοδευμένη ἀπὸ κιβδηλοποιοὺς ψεύτικη κρίση ἡ ἐπιστροφὴ ἀπὸ
τὴν πόλη στὸ χωριό, ποῦ ἀκολουθοῦν ἤδη πολλοί; Εἶναι ἔξω ἀπ’ τοὺς οἰκονομικούς,
κλιματικοὺς καὶ βιολογικοὺς σχεδιασμοὺς τῶν κοσμοσωτήρων ποῦ ὁ θεὸς τοὺς ἀπαιτεῖ
ἀνθρωποθυσίες; Μπορεῖ νὰ εἶναι εὐκαιρία γιὰ νέα ἔνταξη στὴ ρίζα-οὐράνια
καὶ γήινη- συμβολισμὸς ἐπιστροφῆς ἀπὸ τὴ δεύτερη στὴ πρώτη φύση, τὴν ἀθάνατη;
Εἶναι ἀκόμη τόσο ὀργανικὸς ὁ δεσμὸς μὲ τὴ γενέθλια γῆ, ποὺ κρατάει ζωντανὸ τὸ
νόστο καὶ στὸ αἰσθητήριο μὲ τὸ ὁποῖο ὁ καθαρμένος ἀπὸ τὰ μάταια ἀφουγκράζεται τὴν
ἀποκαραδοκία τοῦ κόσμου γιὰ συμμετοχὴ στὴ ζωὴ τοῦ Ἄκτιστου; Ἀκόμη καὶ στὴν
πιὸ ἀφιλόξενη τσιμεντούπολη ποὺ ἡ κυκλοφορία καὶ ὁ θόρυβος τῆς βασανίζουν ἀνυπόφορα,
ὁ κατεξοχὴν πεφορτισμένος στὴν ἀσφυκτικὴ πολυκοσμία καὶ μοναξιά, βρίσκει συχνὰ
βαθύτερα πόσο ὁ Θεὸς ἀγωνιᾶ γιὰ τὸν καθένα, καὶ Τοῦ παραδίδεται ὀργωμένος ὡς τὸ
κόκαλο. Πόσο εὔκολη ὅμως ἐκεῖ ἡ ἀποφυγὴ τῆς ἠλεκτρονικῆς αἰχμαλωσίας καὶ ἀλλοτρίωσης;
Καθένας μὲ τὴν κλήση του. Χρειάζονται παντοῦ φορεῖς τοῦ μοναδικοῦ τρόπου
ζωῆς ποὺ ἀφθαρτίζει, καὶ ὄντας κορυφαῖος τῶν πολιτισμῶν δὲν ἐπιτρέπει στὸν
σκοταδισμὸ παγκόσμια δικτατορία. Εἶναι ἀπὸ μόνος του ἀντίσταση καταλυτικὴ
καὶ θὰ ἐλευθερώσει κάποτε ὁλόκληρη τὴ Ρωμιοσύνη.
Στὸν
ἀνοιχτὸ ὁρίζοντα ὅπου ἡ φύση πιὸ αἰσθητὴ ὡς σῶμα τοῦ ἀνθρώπου, συμπάσχει
κάποιος καθαρότερα ὡς αὐτουργὸς γιὰ τὴν παράδοσή τους στὴν φθορὰ καὶ εἶναι πιὸ
κοντὰ στὸ νὰ τὴν εὐλογήσει γιὰ νὰ δώσει αἰώνια ζωὴ μὲ τοὺς καρπούς της σὲ ὅσους
θρέψουν -ἀντίβαρο στὸ βέβηλο βιασμό της. Μπορεῖ νὰ ὀργανώσει ἐκεῖ ὡς
συνεργὸς τοῦ Θεοῦ τὴ ζωή του μὲ ἀγάπη, ποὺ δὲν ὑπόκειται σὲ ἐξουσία φθορᾶς, σὰν
αὐτοδύναμη κοινότητα συνοδικὴ μὲ αὐτάρκεια στὴν παραγωγή, νὰ ἰχνηλατήσει τὴν
ταυτότητα τοῦ Γένους του στὸ ὕφος τοῦ κάλλους τοῦ ἁγιογραφικοῦ καὶ μὲ φυσικοῦ
του θησαυροῦ ποὺ πλάθει ἄνθρωπο ἄτρωτο ἀπὸ ἀσχήμια καὶ φθορά, ποὺ παραδίδοντας
τὸν ἑαυτό του στὴ σιωπὴ πέρα ἀπὸ τὸ λόγο καὶ τοὺς λογισμούς, ἐλευθερώνεται ἀπ’
τὰ παιδαριώδη γιὰ ν’ ἀντικριστεῖ μὲ τὸ οὐσιῶδες. Ἂν δὲν εἰρηνεύσει ὁ ἄνθρωπος
μὲ τὸν Θεὸ δὲν εἰρηνεύει οὔτε μὲ τὸν ἑαυτό του καὶ τὴν κτίση ποὺ ἀλλοιώνει ἡ ἀλλοτριωμένη
πίστη τόσο ποὺ οἱ νόθοι καρποί της οὔτε ἀπ’ τὸν τυραννικό της ζυγὸ τῆς λεγεώνας
ποὺ τὴν βασανίζει μὲ ἀβυσσαλέο μίσος, ἐπειδὴ κρατάει μέχρι θυσίας ἀνόθευτη τὴν ἀλήθεια
τοῦ Χριστοῦ καὶ ἀρνεῖται νὰ προδώσει.
Συντονισμένος
μὲ τὸ μυστικὸ σφυγμὸ τοῦ κόσμου, νὰ διαβάσει στὴν ἀληθινή του γλώσσα τὴν ὡραιότητά
του νὰ συμπλέκεται μὲ τὴν ἀπαράμιλλη ποίηση τῆς μοναδικῆς Θεόπνευστης λατρείας
ποὺ ἁγιάζει τὴν δημιουργία διαπερνώντας μὲ αἰωνιότητα τὸν χρόνο της καὶ ἀνοίγοντας
τὴν στὸ αἰώνιο παρὸν ποὺ ἀπελευθερώνει ἀπ’ τὸ ἄγχος τοῦ θανάτου, καταπαύοντας τὴν
ἔχθρα σ’ ἕνα μυστικὸ γάμο μὲ τὴν πλάση ὅπου ἡ ἀνάσα ξέσπασμα δοξολογίας.
Μίαν
εὐχαριαστικὴ Ἄνοιξη τῆς καρδιᾶς στὸν Ἐσταυρωμένο ποιητὴ τῆς προσδοκεῖ ἡ ἄλογη
κτίση γιὰ νὰ βρεῖ τὸν ἑαυτὸ τῆς σ’ ἕνα σκίρτημα ἀπ’ τὴν Παρουσία Του, ὅπου ὁ
λόγος τελειώνεται στὸ ἄρρητο φῶς καὶ ὁ κόσμος βλέπεται μὲ μάτια ἀναστημένου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου