Γράφει ὁ π. Ἀναστάσιος Κ. Γκοτσόπουλος
Ἐφημέριος Ἄγ. Νικολάου Πατρών
Ὑποστηρίζεται στό χῶρο τῆς Οἰκουμενικῆς Κινήσεως ὅτι ὁ Παπισμός ἀνήκει στην Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, ὅτι εἶναι μία ἀπό τίς Τοπικές Ἐκκλησίες πού ὅλες μαζί συγκροτοῦν τήν Ἐκκλησία, τή Μία, Ἁγία, Καθολική καί Ἀποστολική Ἐκκλησία, τό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ. Συνέπεια τῆς ἀντιλήψεως αὐτῆς εἶναι ἡ πεποίθηση ὅτι ὁ Πάπας ἔχει πλήρη ἱεροσύνη μέ ἀδιάκοπη Ἀποστολική Διαδοχή, εἶναι κανονικός Ἐπίσκοπος, διάδοχός του Ἄπ. Πέτρου καί τελεῖ ἀπολύτως ἔγκυρα μυστήρια πού προσφέρουν τήν αὐτή σώζουσα Θ. Χάρη πού παρέχεται καί διά τῶν Μυστηρίων τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας.
Καρπός τῆς ἀντιλήψεως αὐτῆς εἶναι ἡ περί «ἀδελφῶν Ἐκκλησιῶν» συζήτηση καί ἡ ἀπόφαση τῆς...
Ζ΄ Συνελεύσεως τῆς Ὁλομελείας τῆς Διεθνοῦς Μικτῆς Ἐπιτροπῆς Θεολογικοῦ Διαλόγου Ὀρθοδόξων καί Ρ/Καθολικῶν στο Balamand την 17-24.6.1993, γνωστή ὡς ‘συμφωνία Balamand’ : «Ἑκατέρωθεν ἀναγνωρίζεται ὅτι ὅσα ἐνεπιστεύθη ὁ Χριστός εἰς τήν Ἐκκλησίαν τοῦ – ὁμολογία τῆς ἀποστολικῆς πίστεως, μετοχή εἰς τά αὐτά μυστήρια, κυρίως εἰς τήν μίαν ἱερωσύνην τήν τελοῦσαν τήν μίαν θυσίαν τοῦ Χριστοῦ, ἀποστολική διαδοχή τῶν ἐπισκόπων – δέν δύνανται νά θεωρηθοῦν ὡς ἀποκλειστική ἰδιοκτησία μίας τῶν ἡμετέρων Ἐκκλησιῶν. Εἶναι σαφές ὅτι ἐντός του πλαισίου τούτου ἀποκλείεται πᾶς ἀναβαπτισμός».Τί σημαίνει ὅμως «ἐκκλησία» ; Ἡ λέξη εἶναι ἐξαιρετικά πολυσήμαντη. Ἀρχικά ἀναφερόταν στήν ἁπλή λαϊκή συνέλευση (πχ. «ἐκκλησία τοῦ δήμου»). Ἀργότερα περιορίστηκε καί σήμερα χρησιμοποιεῖται ἀποκλειστικά σέ θρησκευτικά πλαίσια προσδιορίζοντας κάποιες κοινότητες χριστιανικές (πχ. προτεσταντικές ἐκκλησίες) ἤ ἀκόμα καί μή χριστιανικές (ἐκκλησία τῶν Μορμόνων), ἤ τέλος καί κοινότητες πού χρησιμοποιοῦν τή θρησκευτικότητα ὡς προσωπεῖο (πχ. ἐκκλησία τῆς Σαϋεντολογίας, ἐκκλησία τῶν Μαρτύρων τοῦ Ἰεχωβά). Ἐπίσης, ὑπό τόν ὄρο «ἐκκλησία» πολλές φορές ἐννοεῖται ὁ κλῆρος, ἤ τό σύνολο τῶν θεσμῶν πού ἀνήκουν στήν ἐκκλησιαστική ζωή, ἤ ἀκόμα καί οἱ ἴδιες οἱ ἀκολουθίες.
Ὅμως στήν ἀμιγῶς θεολογική γλώσσα, στήν Ὀρθόδοξη ἐκκλησιολογία, μέ τόν ὄρο «Ἐκκλησία» προσδιορίζεται ἀποκλειστικά καί μόνο τό ἴδιο τό Σῶμα τοῦ Σαρκωθέντος Θεοῦ Λόγου, ἡ Μία, Ἁγία, Καθολική καί Ἀποστολική Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ. Ακριβώς τήν ἴδια σημασία ἔχει ἡ λέξη Ἐκκλησία ὅταν συνοδεύεται ἀπό τό ἐπίθετο ‘Τοπική’, γιά νά προσδιορίσει τήν σέ συγκεκριμένο τόπο φανέρωση τῆς Μίας Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ. Σέ αὐτή τήν περίπτωση ἔχουμε τήν πλήρη καί οὐσιαστική ταύτιση τῆς Τοπικῆς μέ τήν Καθολική Ἐκκλησία καί ὅ,τι ἰσχύει γιά τό μέρος (τήν Τοπική Ἐκκλησία), ἰσχύει καί γιά τό καθ’ ὅλον («τήν κατά τήν οἰκουμένην Ἐκκλησίαν») καί τό ἀντίστροφο.
Συνεπῶς, ὅταν χρησιμοποιεῖται ὁ ὅρος «Ἐκκλησία» εἶναι ἀπαραίτητο νά διευκρινίζουμε μέ ποιά ἔννοια. Σέ μία συζήτηση ὅπου προσεγγίζουμε γεγονότα ἀπό ἱστορικῆς, νομικῆς, κοινωνιολογικῆς κόκ πλευρᾶς γίνεται ἀσφαλῶς καί ἡ ἀνάλογη χρήση τοῦ ὄρου «ἐκκλησία», ὅποτε ἀναφερόμαστε σέ ἁπλή θρησκευτική κοινότητα ἤ θρησκευτική συνάθροιση, ἡ ὁποία πόρρω ἀπέχει ἀπό τήν αὐστηρή θεολογική της ἔννοια. Ὑπό αὐτή τήν ἔννοια ἔχουμε ἑκατοντάδες ἐκκλησίες, πού καλύπτουν ἕνα μεγάλο τμῆμα τῆς θρησκευτικῆς ἔκφρασης καί ὀργάνωσης σέ παγκόσμιο ἐπίπεδο. Σέ αὐτή τήν περίπτωση εἶναι προφανές ὅτι δέν ὑπάρχει κανένα κριτήριο γιά τό χαρακτηρισμό μίας κοινότητος ὡς ‘ἐκκλησία’, ἀλλά προέχει ὁ αὐτοπροσδιορισμός της : ἡ κάθε κοινότητα, ἤ ὁμάδα εἶναι ‘ἐκκλησία’, ἐπειδή ἔτσι θέλει καί αὐτοχαρακτηρίζεται.
Τά πράγματα ὅμως εἶναι ἐντελῶς διαφορετικά ὅταν ἀναφερόμαστε στόν ὄρο «Ἐκκλησία» ἀπό θεολογικῆς πλευρᾶς. Στήν Ὀρθόδοξη Θεολογία ὁ ὅρος «Ἐκκλησία» εἶναι αὐστηρά μονοσήμαντος. Προσδιορίζεται – ὅπως ἀναφέρθηκε – ἀποκλειστικά καί μόνο τό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, τό ὁποῖο ἔχει ὡς κεφαλή Τοῦ τόν ἴδιο τό Χριστό . τίποτα λιγότερο, ἀλλά καί τίποτα περισσότερο! Κάθε τί τό ὁποῖο ἀνήκει σέ αὐτό τό Θεανθρώπινο Σῶμα εἶναι Ἐκκλησία, ὅ,τι δέν ἀνήκει σέ Αὐτό, δέν εἶναι Ἐκκλησία! Ἀπό αὐτή τή βασική καί θεμελιώδη θεολογική ἀρχή, ὅτι ἡ Ἐκκλησία εἶναι τό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, δήλ. ὁ ἴδιος ὁ Χριστός, προέρχονται καί οἱ βασικές ἰδιότητες τῆς Ἐκκλησίας :
· Μία, διότι δέ νοεῖται τεμαχισμός ἤ διχασμός στό ἄχραντο Σῶμα τοῦ Χριστοῦ,
· Αγία, διότι εἶναι ἡ Πανάμωμος Νύμφη τοῦ Λυτρωτοῦ, τήν ὁποία ὁ ἴδιος ὁ Κύριος παρέστησε «ἐαυτῶ ἔνδοξον … μή ἔχουσαν σπίλον ἤ ρυτίδα ἤ τί τῶν τοιούτων ἀλλ’ ἴνα ἤ ἁγία καί ἄμωμος» (Ἐφεσ. 5, 27). Μάλιστα ἡ κάθαρση αὐτή ἔγινε μέ τό Ἄχραντο Δεσποτικό Του Αἷμα.
· Καθολική, διότι, ὄντας «ὁ Χριστός παρατεινόμενος εἰς τούς αἰώνας», εἶναι ὁ ἀποκλειστικός ἐκφραστής τῆς καθολικῆς Ἀλήθειας καί ἡ προοπτική της ἐκτείνεται σέ ὁλόκληρη τή δημιουργία καί
· Αποστολική, διότι εἶναι ὁ ἀποκλειστικός φορέας τῆς Ἀποστολικῆς Διδαχῆς καί τῆς Ἀποστολικῆς Διαδοχῆς, τίς ὁποῖες καί διασώζει καί μεταδίδει μέσα στούς αἰῶνες.
Μέ βάση τά ἀνωτέρω :
α) Εἶναι προφανές ὅτι ἀπό θεολογικῆς ἀπόψεως ἡ ὕπαρξη πολλῶν Ἐκκλησιῶν εἶναι ἐντελῶς ἀδιανόητη, ἐκτός ἐάν ἀναφερόμαστε στίς Τοπικές Ἐκκλησίες, τίς κατά τόπους φανερώσεις τῆς Μίας Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ.
β) Δέ νοεῖται στήν Ἐκκλησία τό ὁποιοδήποτε ψεγάδι ἤ λάθος. Αὐτό σημαίνει ὅτι ἡ Ἐκκλησία κατέχει καί κηρύττει τήν πληρότητα τῆς Θ. Ἀποκαλύψεως, τήν παραδεδομένη Ἀποστολική Διδαχή, δήλ. τήν Ἀλήθεια. Εἶναι ἐντελῶς ἀδιανόητο τό παραμικρό λάθος σέ θέματα πίστεως. Τά μέλη τῆς Ἐκκλησίας ἀσφαλῶς καί μπορεῖ νά σφάλλουν . ποτέ ὅμως ἡ Ἐκκλησία δέ μπορεῖ νά διατυπώσει ὡς δόγμα πίστεως ὑποχρεωτικό γιά τή σωτηρία, τό ὁποῖο ἀργότερα νά … ἀνακαλέσει ὡς ἐσφαλμένο. Ἡ ὕπαρξη λανθασμένης διδασκαλίας, ἐσφαλμένου δόγματος, ἀκυρώνει τίς βασικές ἰδιότητές Της :
- παύει ἡ Ἐκκλησία νά εἶναι Ἁγία – ὡς «ἔχουσα σπίλον ἤ ρυτίδα» ψευδοδιδασκαλίας .
- παύει ἡ Ἐκκλησία νά εἶναι Καθολική – ὡς μή κατέχουσα τό πλήρωμα τῆς Ἀληθείας .
- παύει ἡ Ἐκκλησία νά εἶναι Ἀποστολική – διότι πλέον δέν κατέχει καί δέν μεταδίδει τήν ἀνόθευτη Ἀποστολική Διδαχή, ἀλλά ψευδοδιδασκαλίες.
γ) Ἡ Ἀποστολική Διδαχή, δήλ. ἡ πίστη καί διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας, δέν ἐπιδέχεται ἐκ μέρους τῶν πιστῶν ἀμφισβήτηση ἤ ἄρνηση. Ὅποιος, ἀνεξάρτητα μέ τό βαθμό πού ἔχει, συνειδητά καί συστηματικά ἀρνεῖται τό ὁποιοδήποτε δόγμα πίστεως τῆς Ἐκκλησίας δέν μπορεῖ νά παραμένει μέλος Της. H Εκκλησία ἐκφράζεται ἀλαθήτως στίς Οἰκουμενικές Συνόδους. Ἡ Σύνοδος πού θά χαρακτηριστεῖ ἀπό τήν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ ὡς «Οἰκουμενική» εἶναι ταυτόχρονα σέ θέματα πίστεως ἀλάθητη. Εἶναι ἐντελῶς ἀδιανόητη γιά ἕνα πιστό ἡ ἄρνηση τῶν δογματικῶν ἀποφάσεων μίας Οἰκουμενικῆς Συνόδου. Ἄν συμβεῖ αὐτό, ὁ πιστός αὐτός δέν μπορεῖ νά παραμείνει μέλος τῆς Ἐκκλησίας.
δ) Ἡ ἀπόλυτη ἀναίρεση τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ἡ αἵρεση, δήλ. ἡ συνειδητή ἄρνηση τῆς καθολικότητας τῆς Ἀλήθειας. Γι’ αὐτό Ἐκκλησία καί αἵρεση εἶναι δύο ἔννοιες ἀπολύτως ἀσυμβίβαστες : Ἡ Ἐκκλησία ἐκφράζει τήν καθολικότητα . η αἵρεση εἶναι ἡ ἄρνησή της. Ἡ Ἐκκλησία εἶναι τό φως . η αἵρεση τό σκοτάδι. Ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἡ σωτηρία . η αἵρεση ἡ ἀπώλεια. Ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἡ θεοσέβεια . η αἵρεση εἶναι ἀθεΐα. Ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἡ εὐθεία ὀδός . η αἵρεση ἡ «στρεβλότης». Ἡ Ἐκκλησία εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Χριστός . η αἵρεση ὁ ἀντίχριστος. Ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἡ Ἀλήθεια του Χριστού . η αἵρεση ἡ δαιμονική πλάνη.
Οἱ ἀποφάσεις τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων χρησιμοποιοῦν γιά τήν αἵρεση πολύ σκληρές ἐκφράσεις γιά νά καταδειχθεῖ τό πόσο φρικτή καί ἀπαίσια κατάσταση εἶναι. Μεταξύ ἄλλων χαρακτηρίζεται ὡς «φαυλότης φέρουσα τόν ὄλεθρον», «ἐλεεινή πλάνη» στήν ὁποία «κατεδέθησαν» οἱ αἱρετικοί, «μεμιασμένη κοινωνία», «ρίζα πικριας», «μίασμα γέγονε τή καθολική Ἐκκλησία, ἡ τῶν χριστιανοκατηγόρων αἵρεσις». Ἐπίσης, ἡ αἵρεση «ἐγκαταλείπουσα» ἀμέσως ἤ ἐμμέσως «τον Κύριον ἠμῶν Ἰησοῦν Χριστόν τόν Υἱόν τοῦ Θεοῦ» καταντᾶ «κεκρυμμένη εἰδωλολατρία» καί ἀθεΐα καί γι’ αὐτό ὁ ἀκολουθῶν αὐτή «τοῦ χριστιανικοῦ καταλόγου, ὡς ἀλλότριος ἐξωθείσθω καί ἐκπιπέπτω».
Μετά τίς πιό πάνω ἁπλές καί ἀπό ὅλους ἀποδεκτές γενικές ἐκκλησιολογικές ἀρχές, ἄς προσπαθήσουμε νά προσεγγίσουμε τό κεντρικό ἐρώτημα : «Μποροῦμε ὡς Ὀρθόδοξοι Χριστιανοί νά χαρακτηρίζουμε τήν σημερινή ὑπό τόν Πάπα Ρώμης χριστιανική κοινότητα ὡς Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ; [Ὁ ὅρος Ἐκκλησία δέ χρησιμοποιεῖται συμβατικά, ἀλλά μέ τήν ἀμιγῶς θεολογική του ἔννοια]. Ἄν ἡ ἀπάντηση εἶναι θετική, ὅτι πράγματι ἀνήκει στήν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ μαζί μέ τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ὅπως τήν πρώτη χιλιετία πρό τοῦ Σχίσματος, ποιές οἱ ἀναπόφευκτες ἐκκλησιολογικές συνέπειες αὐτῆς τῆς παραδοχῆς ;
Νομίζω ὅτι ἄν ἀποδεχθοῦμε τούς Λατίνους ὡς Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, τότε γιά νά ἔχουμε στοιχειώδη ἐκκλησιολογική συνέπεια, εἴμαστε ὑποχρεωμένοι νά δεχθοῦμε ὄτι :
1. Τό σύνολο τῶν δογμάτων πού πρεσβεύουν εἶναι ἀληθές. Κατά συνέπεια, δέ νοεῖται ἡ παραμικρή ἀμφισβήτηση τῆς παπικῆς διδασκαλίας καί πίστης, οὔτε καί τῶν παπικῶν δογμάτων περί πρωτείου καί ἀλαθήτου. Ὅποιος ἐμμένει στήν ἄρνηση ἔστω καί ἑνός δόγματος πίστεως ἀντιστρατεύεται τήν ἀποστολική διδαχή καί καθίσταται παραχρῆμα αἱρετικός καί ἄξιος ἀναθέματος.
2. Οἱ ὑπό τοῦ Παπισμοῦ καθορισθεῖσες μετά τήν Ζ΄ Οἰκουμενική Σύνοδο, 14 «Οἰκουμενικές» Σύνοδοι ἔχουν ἑρμηνεύσει ἀλαθήτως τήν εὐαγγελική ἀλήθεια, ἀλαθήτως ἔχουν ἐκφράσει τήν ἀποστολική διδαχή καί οἱ δογματικοί τους ὄροι συνιστοῦν ὑποχρεωτικά γιά ὅλους τους Χριστιανούς δόγματα πίστεως ἄκρως ἀπαραίτητα γιά τή σωτηρία. Συνεπῶς, οἱ ἀποφάσεις τῶν «Οἰκουμενικῶν» αὐτῶν Συνόδων πρέπει νά γίνουν καί ἀπό μᾶς τούς Ὀρθοδόξους πλήρως ἀποδεκτές. Νά ὑπενθυμίσουμε ὅτι στίς 14 παπικές «Οἰκουμενικές» Συνόδους μεταξύ ἄλλων ἐντάσσονται :
a. Οι ενωτικές σύνοδοι τῆς Λυών (1274) καί της Φεράρας-Φλωρεντίας (1438/39). Πρακτικά γιά μᾶς τούς Ὀρθοδόξους σημαίνει ὅτι ὀφείλουμε νά τιμοῦμε ὡς Ἅγιο τόν Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Ἰωάννη Βέκκο πού συμμορφώθηκε καί ἀγωνίστηκε νά ἐπιβάλλει τή δογματική ἀπόφαση τῆς Συνόδου τῆς Λυῶνος καί ὄχι τούς Ἁγιορεῖτες Ὀσιομάρτυρες πού ἀντιστάθηκαν μέχρις αἵματος καί τήν πολέμησαν ! Ὀφείλουμε νά τιμοῦμε ὡς Ἁγίους τους Ἰσίδωρο Κιέβου καί Βησσαρίωνα Νικαίας πού ἀποσκίρτησαν στόν παπισμό γινόμενοι Καρδινάλιοι, ἀποδέχθηκαν καί συμμορφώθηκαν μέ τή δογματική ἀπόφαση τῆς «Οἰκουμενικῆς» Συνόδου τῆς Φλωρεντίας καί ὄχι τόν Μάρκο τόν Εὐγενικό πού ἀντιστάθηκε καί τήν πολέμησε μέχρι τέλους ! Εἶναι ἀπόδειξη, τουλάχιστον, ἐκκλησιολογικής σχιζοφρένειας νά θεωροῦμε τόν Παπισμό ὡς Ἐκκλησία καί ταυτόχρονα νά τιμοῦμε ὡς Ἅγιο τόν Μάρκο τόν Εὐγενικό !
b. Η Α΄ Βατικανή Συνοδος (1869/70), ἡ ὁποία καθόρισε ὡς δόγματα πίστεως ὑποχρεωτικά γιά τή σωτηρία : ἅ) τό πρωτεῖο τοῦ Ἄπ. Πέτρου ἐπί τῶν ἄλλων Ἀποστόλων, β) τό πρωτεῖο ἐξουσίας τοῦ Πάπα Ρώμης ἐφ’ ὅλης της Ἐκκλησίας, καί γ) τό ἀλάθητό του Πάπα, ὅταν αὐτός ἀποφαίνεται ex cathedra. Τυχόν ἀμφισβήτηση ἤ ἄρνηση τῶν δογμάτων αὐτῶν ἐπισύρει τα τέσσερα “anathema sint” (= ἀνάθεμα ἔστω) τῆς «Οἰκουμενικῆς» αὐτῆς Συνόδου. Χρήση τῶν ἀποφάσεων αὐτῶν ἔγινε μέ τήν καταδίκη του σύγχρονου μεγάλου Ρ/Καθολικοῦ Θεολόγου Ηans Κung, o οποίος ἀρνήθηκε τό παπικό ἀλάθητο !
3. Αν ὁ Παπισμός εἶναι Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ τότε – ὤ ! τότε… – ὅλοι οἱ μετά τό σχίσμα Ὀρθόδοξοι ἐκκλησιαστικοί συγγραφεῖς, οἱ Ἅγιοι, οἱ Πατέρες τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας εἴναι … βλάσφημοι ! Διότι εἶναι φρικτή, φοβερά φρικτή βλασφημία, νά χαρακτηρίζεται ἡ Ἐκκλησία, δήλ. ἡ ἄσπιλος Νύμφη τοῦ Χριστοῦ μας, ὠς αἵρεση, ὡς δαιμονική ἐπινόηση ! Νά ὑπενθυμίσουμε ὅτι σέ αὐτή τή φρικτή βλασφημία ἔχουν περιπέσει ὅλοι – ἀνεξαιρέτως ὅλοι – οἱ Ἅγιοί της Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πού ἔχουν ἀσχοληθεῖ μέ τίς παπικές διδασκαλίες καιόλοι ὁμοφώνως ἔχουν ἀποφανθεῖ ὅτι ὁ Παπισμός εἶναι αἵρεση ! Μεταξύ ἄλλων : Μ. Φώτιος Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, Ἄγ. Γρηγόριος Παλαμᾶς, Ἄγ. Συμεών Ἀρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης, Ἄγ. Μάρκος Εὐγενικός, Ἄγ. Νικόδημος Ἁγιορείτης, Ἄγ. Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός, Ἄγ. Νεκτάριος κ.α. Μάλιστα ὁ Ἄγ. Ἰουστίνος Πόποβιτς λέει τά ἑξῆς φοβερά : «Εἰς τήν ἱστορίαν τοῦ ἀνθρωπίνου γένους ὑπάρχουν τρεῖς κυρίως πτώσεις : τουΑδάμ, τοῦ Ἰούδα, τοῦ Πάπα … τό δόγμα περί ἀλαθήτου του Πᾶπα ειναι ὄχι μόνο αἵρεσις ἀλλά παναίρεσις... εῖναι αἵρεσις τῶν αἱρέσεων, μία ἄνευ προηγουμένου ἀνταρσία κατά τοῦ Θεανθρώπου Χριστοῦ» !
Εἶναι ἐντελῶς ἀδιανόητο νά ἀποδέχομαι τόν Παπισμό ὡς Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ καί ταυτόχρονα νά τιμῶ τούς ἀνωτέρω ὡς Ἁγίους πού τόν χαρακτήρισαν ὡς αἵρεση !
4. Τό ἴδιο ἰσχύει καί γιά τίς μετά τό σχίσμα Τοπικές Συνόδους τῆς Ἀνατολῆς πού καταδικάζουν τίς αἱρετικές διδασκαλίες τοῦ Παπισμοῦ. Καί αὐτές πρέπει νά καταδικαστοῦν ὡς … βλάσφημες ! Μεταξύ ἄλλων :
1. Σύνοδος 879, ἐν Κωνσταντινουπόλει (Ἡ΄ Οἰκουμενική Σύνοδος) : αἱρετική πλάνη ἡ προσθήκη του filioqueστο Σύμβολο τῆς Πίστεως.
2. Σύνοδος 1170, ἐν Κωνσταντινουπόλει : «βουλήν κατεβάλοντο, ἴνα τελείως ἀποκόψωσι τελείω χωρισμῶ τόν Πάπα καί πάντας τούς σύν αὐτῶ … οὔτε αὐτούς τελείω ἀναθεματισμῶ παρέδωσαν, καθώς καί τάς λοιπᾶς αἱρέσεις … φήσαντες τό Ἀποστολικόν “αἱρετικόν ἄνθρωπον μετά πρώτην καί δευτέραν νουθεσίαν παραιτού, εἰδῶς ὅτι ἐξέστραπτε ὁ τοιοῦτος καί ἁμαρτάνει ὧν αὐτοκατάκρητος”».
3. Σύνοδος 1450, ἐν Κωνσταντινουπόλει (τελευταία Σύνοδος στόν Ι. Ν. Ἄγ. Σοφίας) : καταδίκη της ἑνωτικῆς Συνόδου Φεράρας-Φλωρεντίας καί τῶν αἱρετικῶν διδασκαλιῶν τῶν Λατίνων.
4. Σύνοδος 1722, ἐν Κωνσταντινουπόλει : «νά ἀποδιώχνετε τό ψεῦδος … νά ἀπέχετε μακριά ἀπό τίς καινοτομίες καί τούς νεωτερισμούς τῶν Λατίνων, οἱ ὁποῖοι δέν ἄφησαν κανένα δόγμα καί μυστήριο καί παράδοση τῆς Ἐκκλησίας πού νά μήν τό φθείρουν καί τό νοθεύσουν».
5. Σύνοδος 1838 ἐν Κωνσταντινουπόλει : «νά προφυλάξωμεν τά γνήσια τέκνα τῆς Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας ἀπό τάς βλασφημίας τοῦ Παπισμοῦ … τά βάραθρα τῶν αἱρέσεων καί τούς ψυχοφθόρους κρημνούς τῆς παπικῆς πλάνης τῶν … ἴνα γνωρίσητε ὅσον τό διάφορον ἠμῶν τῶν Ὀρθοδόξων ἀπό τῶν Κατόλικων, ἴνα μή ἀπατάσθε ἀπό τοῦ λοιποῦ ἀπό τά σοφίσματα καί καινοφωνίας τῶν ψυχοφθόρων τούτων αἱρετικῶν … της ματαιόφρονος καί σατανικῆς τούτων αἱρέσεως».
6. Πατριάρχες Κωνσταντινουπόλεως, Ἀλεξανδρείας, Ἀντιοχείας, Ἱεροσολύμων, 1848 : «ἀπό αὐτές τίς αἱρέσεις πού διαδόθηκαν σέ μεγάλο μέρος τῆς οἰκουμένης, γιά τούς λόγους πού γνωρίζει ὁ Κύριος, ἦταν κάποτε ὁ Ἀρειανισμός. Σήμερα εἶναι καί ὁ Παπισμός … (το filioque) εἶναι αἵρεση καί αὐτή πού τήν πιστεύουν αιρετικοι … γι’ αὐτό καί ἡ μία, Ἁγία, Καθολική καί Ἀποστολική Ἐκκλησία ἀκολουθώντας τά ἴχνη τῶν ἁγίων Πατέρων, ἀνατολικῶν καί δυτικῶν, κήρυξε καί παλαιά ἐπί τῶν Πατέρων μας, και αποφαίνεται πάλι σήμερα συνοδικῶς … ὅτι εἶναι αἵρεση καί οἱ ὀπαδοί τοῦ αἱρετικοί … Ἐπίσης οἱ συνάξεις πού συγκροτοῦνται ἀπό αὐτούς εἶναι αἱρετικές καί κάθε κοινωνία πνευματική τῶν Ὀρθοδόξων τέκνων … μέ αὐτούς εἶναι ἀντικανονική, ὅπως ὁρίζει ὁ ζ΄ κανόνας τῆς Γ΄ Οἴκ. Συνόδου».
7. Σύνοδος 1895, ἐν Κωνσταντινουπόλει : «ὑπάρχουν οὐσιώδεις διαφορές πού ἀφοροῦν στά θεοπαράδοτα δόγματα τῆς πίστεώς μας καί στό θεοσύστατο κανονικό πολίτευμα τῆς διοικήσεως τῶν Ἐκκλησιῶν … Ἡ Παπική Ἐκκλησία … ὄχι μόνο ἀρνεῖται νά ἐπανέλθει στούς Κανόνες καί τούς ὅρους τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων, ἀλλά στό τέλος τοῦ 19ου αι. εὐρύνοντας τό ὑφιστάμενο χάσμα, ἐπισήμως ἀνακήρυξε καί ἀλάθητο … Ἡ σημερινή Ρωμαϊκῆ ειναι Ἐκκλησία τῶν καινοτομιῶν, τῆς νοθεύσεως τῶν συγγραμμάτων τῶν Πατέρων, τῆς παρερμηνείας τῆς Γραφῆς καί τῶν ὅρων τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων. Γι’ αὐτό εὐλόγως καί δικαίως ἀποκηρύχθηκε καί ἀποκηρύσσεται ἐφ’ ὅσον μένει στήν πλάνη της».
Ἀπό τίς ἀνωτέρω ἁπλές σκέψεις εἶναι προφανές ὅτι ἄν ἐμεῖς οἱ Ὀρθοδοξοι ἀποδεχόμαστε τή Ρ/Καθολική Κοινότητα ὡς Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ (ἐν τή θεολογική ἐννοία) ὀφείλουμε νά εἴμαστε συνεπεῖς μέ αὐτή τήν ἐκκλησιολογία καί νά τροποποιήσουμε ἀναλόγως τίς πεποιθήσεις καί τίς ἐνέργειές μας ! Εἰδάλλως παίζουμε ἐν οὐ παικτοῖς ἤ στήν καλύτερη περίπτωση κοροϊδεύουμε ἑαυτούς καί ἀλλήλους, ἐντός, ἐκτός καί ἐπί τά αὐτά!
Ἐνστάσεις :
α) Θά μποροῦσε ὅμως κάποιος νά ἀντιλέξει : ὁ παπισμός ἔχει πολλά στοιχεῖα ἐκκλησιαστικότητας (τό μεγαλύτερο μέρος τῆς δογματικῆς καί ἠθικῆς διδασκαλίας, τῆς ἱεραρχίας, τῆς λατρείας κόκ) . δεν ἐπαρκοῦν αὐτά γιά νά τόν θεωρήσουμε Ἐκκλησία ; μήπως θά μπορούσαμε νά τόν χαρακτηρίσουμε ὡς σχετικῶς Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ ; Ἀσφαλῶς ὄχι ! διότι δέν ἀρκοῦν λίγα ἤ πολλά ἤ τά περισσότερα στοιχεῖα ἐκκλησιαστικότητας, γιατί η Ἐκκλησία ταυτίζεται μέ τήν πληρότητα καί καθολικότητα. Η παραμικρή ἔλλειψη ἀλήθειας τήν ἀκυρώνει . η ἐλαχίστη ὕπαρξη πλάνης τή νοθεύει. Ἄλλωστε, ὁ θεόπνευστος ἀποστολικός λόγος εἶναι κατηγορηματικός : «ὅστις ὅλον τόν νόμον τηρήση, πταίση δέ ἐν ἐνί γέγονε πάντων ἔνοχος» (Ἰακ. 2, 10).
β) Τί θά γίνουν τά ἑκατομμύρια τῶν Καθολικών . θα καταδικασθοῦν ἀπό τό Θεό στήν κόλαση καί θά σωθοῦν μόνο οἱ Ὀρθόδοξοι; Τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ δέν φτάνει στούς ἀνθρώπους αὐτούς ; Στό ἐρώτημα αὐτό ὀφείλεται ἀναλυτικότερη ἀπάντηση:
Ἡ Ὀρθόδοξη Θεολογία δέν εἶναι ἕνα ἰδεολογικό σύστημα πού ἔχει ἀπαντήσεις γιά ὁποιαδήποτε θεολογικό-φιλοσοφικό-ὑπαρξιακό ἐρώτημα. Μπορεῖ νά ἀποφαίνεται μόνο γιά τά θέματα τά ὁποῖα ἔχει φανερώσει ἡ Ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ καί σέ ὅποιο βαθμό Αὐτή τά ἔχει ἀποκαλύψει! Γιά τά ὑπόλοιπα ὀφείλουμε νά σιωποῦμε, τιμώντας τά μυστήρια πού ὁ Θεός θέλησε νά κρατήσει γιά τόν Ἑαυτό Του! Σέ ἀντίθετη περίπτωση ὁδηγούμαστε σέ σχολαστικισμό ἤ καί σέ βλασφημία θεωρώντας τό ὅποιο ἰδεολόγημά μας διδασκαλία καί λόγο Θεοῦ! Αὐτό βέβαια δέν ἀπαγορεύει τή δική μας συμβολή στήν ἐμβάθυνση στήν «ἅπαξ παραδοθεῖσα πίστιν τοῖς ἁγίοις» (Ἰουδ. 4) ἤ τή δική μας ἀναζήτηση ἀπαντήσεως στίς προκλήσεις τοῦ σύγχρονου κόσμου. Ἀντιθέτως μάλιστα αὐτό συνιστᾶ ἱερή διακονία στό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, ὑπό μία προϋπόθεση : ἡ διακονία αὐτή νά ἑδράζεται στήν μέχρι τώρα ἐκκλησιαστική ἐμπειρία καί παράδοση καί νά γίνεται ἀποδεκτή ἀπό τή σημερινή ἐκκλησιαστική συνείδηση. Από τόν κίνδυνο τῆς παρεκκλίσεως ἀπό τήν «ἅπαξ παραδοθεῖσα πίστιν» μᾶς προφυλάσσει ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ, ὅταν ἐμεῖς ταπεινά τήν ἐπιζητοῦμε καί δεχόμαστε νά διατυπώσουμε ὄχι τίς δικές μας «ἐξυπνάδες», ἀλλά ὅ,τι ὁ Θεός διά τῶν Ἁγίων Του θέλησε νά μᾶς ἀποκαλύψει… Ἔτσι στό ἀνωτέρω ἐρώτημα νομίζω ὅτι ἡ ἀπάντηση εἶναι μία : τό πῶς θά κρίνει ὁ Θεός τούς Ὀρθοδόξους ἤ τούς ἑτεροδόξους καί τούς ἀλλοθρῆσκους ειναι δική Του εὐθύνη καί δική Του … μέριμνα! Δέν μᾶς ἔχει ἀποκαλύψει τίποτα καί ὡς ἐκ τούτου δέν δικαιούμαστε ὄχι μόνο νά μιλᾶμε, ἀλλά οὔτε καί νά σκεφτόμαστε γιά λογαριασμό Του, ἄν δέν θέλουμε νά καταντήσουμε βλάσφημοι! Εὔστοχα ἔχει ἐπισημανθεῖ ὅτι δέν γνωρίζουμε ποιος ανθρωπος σώζεται, ἀλλά το πώς ο ἄνθρωπος σώζεται (π. Γ. Μεταλληνός). Ἐμεῖς ὀφείλουμε νά ἐγκαταλείψουμε ἑαυτούς καί ἀλλήλους – ὅλους τους ἀνθρώπους, ὁλόκληρο τόν κόσμο – στήν ἀγάπη καί τό ἄπειρο ἔλεός Του! Εἶναι τυχαῖο ἄραγε ἕνα ἀπό τά μεγαλύτερα θεολογικά πνεύματα, ὁ μεγάλος Ὠριγένης ἀναζητώντας καί ἀσχολούμενος μέ παρόμοια θέματα γιά τά ὁποία ἡ Θ. Ἀποκάλυψη σιωπᾶ, ἔπεσε σέ πλάνη ;
Ἄς προσέξουμε ὅμως κάτι ἀκόμα : Προτύπωση τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ ἦταν ὁ ἀρχαῖος Ἰσραήλ, πού ἦταν «ὁ Λαός τοῦ Θεοῦ». Αὐτό δέ σήμαινε ὅμως ὅτι ἡ ἀγάπη, τό ἔλεος καί ἡ εὐσπλαχνία τοῦ Θεοῦ περιοριζόταν μόνο σέ αὐτόν καί ὄχι στά ἄλλα ἔθνη. Τό προφητικό κήρυγμα εἶναι σαφέστατο, μέ χαρακτηριστική περίπτωση τή σωτηρία τῆς Νινευῆ. Τό ὅτι ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ σκέπασε τή Νινευῆ δέ σημαίνει ὅτι καί οἱ Νινευίτες ἐντάχθηκαν στό λαό τοῦ Θεοῦ, τόν Ἰσραήλ. Παρόμοιο περιστατικό ἔχουμε καί στίς Πράξεις (κέφ. 10) μέ τόν ἀλλοεθνῆ Κορνήλιο στόν ὁποῖο ἡ Θ. Χάρις πλούσια χορηγήθηκε . αὐτό ὅμως δέν ἀρκοῦσε . δεν τόν κατέστησε καί αὐτομάτως μέλος τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ, τοῦ Νέου Ἰσραήλ, ἀλλά τόν προετοίμασε για νά βαπτισθεῖ καί ἔτσι νά γίνει μέλος τῆς Ἐκκλησίας! Συνεπῶς ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ καί ἡ Ἀγάπη Του καί τό Ἔλεός Του δέν περιορίζονται, ἀλλά ἐκτείνονται σέ ὁλόκληρη τή δημιουργία, ἡ ὁποία προσκαλεῖται νά γίνει Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, ἀποδεχόμενη τήν πληρότητα τῆς ἀποκαλυφθείσης Ἀλήθειας, τόν μοναδικό Σωτήρα καί Λυτρωτή Ἰησοῦ.
Πάτρα, 31 Μαρτίου 2012
π. Ἀναστάσιος Κ. Γκοτσόπουλος
Ἐφημέριος Ι. Ν. Ἄγ. Νικολάου Πατρών
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου