
κ. Λάμπρου Κ. Σκόντζον, Θεολόγου - Καθηγητοῦ
Μέσα ὅμως ἀπὸ τὰ δημοσιεύματά τους ἀποδεικνύεται πὼς...
ἡ θρησκεία τῶν "ἑλληνολατρῶν" ὄχι μόνο εἶναι εἰδωλολατρική, ἀλλὰ ἀναβίωση τῆς πιὸ πρωτόγονης μορφῆς τῆς ἀρχαιοελληνικῆς θρησκείας, ἡ ὁποία δὲν λατρεύτηκε ἀπὸ τὴν πλειοψηφία τῶν μορφωμένων προγόνων μας, ἀλλὰ ἀπὸ τὸν ἁπλοϊκὸ λαὸ καὶ τοὺς ἀμαθεῖς καὶ δεισιδαίμονες χωρικούς της ἀρχαίας Ἑλλάδος!
ἡ θρησκεία τῶν "ἑλληνολατρῶν" ὄχι μόνο εἶναι εἰδωλολατρική, ἀλλὰ ἀναβίωση τῆς πιὸ πρωτόγονης μορφῆς τῆς ἀρχαιοελληνικῆς θρησκείας, ἡ ὁποία δὲν λατρεύτηκε ἀπὸ τὴν πλειοψηφία τῶν μορφωμένων προγόνων μας, ἀλλὰ ἀπὸ τὸν ἁπλοϊκὸ λαὸ καὶ τοὺς ἀμαθεῖς καὶ δεισιδαίμονες χωρικούς της ἀρχαίας Ἑλλάδος!
Ὅπως εἶναι γνωστό, κύριες πηγὲς τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς θρησκείας εἶναι τὰ ἔργα τοῦ Ὁμήρου καὶ τοῦ Ἡσιόδου. Αὐτοὶ οἱ δύο μεγάλοι ποιητὲς τῆς πρώιμης ἀρχαιότητας, χρησιμοποιώντας παλιὲς πρωτόγονες θρησκευτικὲς παραδόσεις καὶ προφανῶς, ποιητικὴ ἀδεία, ἔπλασαν τοὺς γνωστούς μας ἀνθρωπομορφικοὺς μύθους περὶ θεῶν. Προκειμένου νὰ δώσουν τόνο στὰ ποιήματά τους προσέδωσαν στοὺς θεοὺς ἀνθρώπινα σώματα μὲ ἀνθρώπινες ἀνάγκες, πάθη, κακίες, ἀνηθικότητες κ.λ.π. Οἱ θεοὶ τοῦ Ὁμήρου καὶ τοῦ Ἡσιόδου δὲν εἶναι τίποτε περισσότερο ἀπὸ ὑπεράνθρωπα ὄντα. Ὁ ἀμαθὴς ὅμως λαὸς ἐξέλαβε αὐτὰ τὰ ποιητικὰ σχήματα ὡς πραγματικότητες καὶ ἔτσι μὲ τὸ πέρασμα τοῦ χρόνου δημιούργησε ἰδεατὰ θεία ὄντα, σύμφωνα μὲ τὶς ποιητικὲς φαντασιώσεις τῶν προειρημένων ποιητῶν. Κάπως ἔτσι γεννήθηκε ἡ ἀρχαιοελληνικὴ θρησκεία, (βλ. P. Nilsson, Ἱστορία τῆς Ἀρχαίας Ἔλλ. Θρησκείας, μέτ. Αἴκ. Παπαθωμοπούλου, Ἀθήνα 1977, Μέγ. Ἕλλην. Ἐγκυκλ. Τόμ. Ι, σέλ. 146).
Ἡ θρησκεία αὐτὴ ἔγινε ἀποδεκτὴ ἀπὸ τοὺς Ἕλληνες τῆς πρώιμης ἀρχαιότητας, κατὰ τὴν ὁποία ἡ ἐπιστημονικὴ σκέψη ἦταν ἐμβρυώδης (βλ. Κ. Γεωργούλη, λ. Εἰδωλολατρία στὴ Θ.Η.Ε. τόμ. 5, 360). Ἀφότου ὅμως ἄρχισε νὰ ἀναπτύσσεται ἡ λογικὴ σκέψη καὶ ἡ ἐπιστήμη (6ος π.χ. αἰώνας), ἡ ἀρχαιοελληνικὴ εἰδωλολατρικὴ θρησκεία τέθηκε σὲ κριτικὴ ἀπὸ τοὺς μορφωμένους, ξεκίνησε ἡ ἀμφισβήτησή της καὶ ἄρχισε νὰ περιορίζεται στὸν ἀμόρφωτο λαὸ καὶ τοὺς χωρικούς. Ὅλα σχεδὸν τὰ μεγάλα πνεύματα τῆς ἀρχαιότητας ἄσκησαν κριτικὴ καὶ ἀρνήθηκαν τὴν ἀρχαιοελληνικὴ εἰδωλολατρία. Πρῶτος ὁ Ξενοφάνης (570 - 480) τόλμησε νὰ διακηρύξει ἐπίσημα ὅτι Εἰς Θεός, ἐν τὲ θεοίσι καὶ ἀνθρώποισι μέγιστος οὔτε δέμας θνητοίσιν ὅμοιος οὐδὲ νόημα". Ὅμως "πάντα θεοίσ' ἀνέθηκαν Ὅμηρος θ' Ἡσίοδος τέ... ὅσα παρ' ἀνθρώποισιν ὀνείδεα καὶ ψόγος ἐστίν, κλέπτειν, μοιχεύειν τὲ καὶ ἀλλήλους ἀπατεύειν" (Ξενοφ. Ἄπ. 11)! Ὁ Ἠράκλειτος (540 - 480) ἐπιζητοῦσε "ἐξαγνισμὸν ἀπὸ τὰ εἴδωλα" καὶ πνευματικὴ λατρεία τοῦ θείου (Ἀποσπ. 5, Diels) καὶ ὑποστήριζε ὅτι ὁ Ὅμηρος καὶ ὁ Ἡσίοδος, ἀποδίδοντας στοὺς θεοὺς κακίες καὶ ἀνηθικότητες εἶχαν ὀλέθρια ἐπίδραση στὰ ἤθη τῶν ἀνθρώπων. Ἀκόμα στηλίτευσε τὸν ἀνόητο ἀνθρωπομορφισμό, τόνισε τὴν ἀπόλυτη διαφορὰ ἀνθρώπου καὶ Θεοῦ (Ἀποσπ. 88) καὶ ἀπειλοῦσε ὅσους ἔκαναν ἀνίερες τελετὲς (Βακχισμός, ἱερὰ ὄργια, ἱερὴ πορνεία κ.λ.π.). Ὁ Ἀναξαγόρας (490 - 427) ἀπεφάνθη ὅτι ὁ ἥλιος, ἡ σελήνη καὶ τὰ ἄστρα, δὲν εἶναι θεοί, ὅπως πρέσβευε ἡ εἰδωλολατρικὴ θρησκεία καὶ ἡ ὁποία ἀπαιτοῦσε λατρεία γι' αὐτά, ἀλλὰ πύρινες ὑλικὲς μάζες. Τὸ ἴδιο εἶχαν ὑποστηρίξει καὶ ὁ Ἀναξίμανδρος, ὁ Ἀναξιμένης, ὁ Θαλής, ὁ Δημοκριτος. Ὁ Μητρόδωρος, (5ος αἰών.), μαθητὴς τοῦ Ἀναξαγόρα, διακήρυξε πὼς "οἱ θεοὶ δὲν εἶναι ἐκεῖνο ποὺ νόμιζαν, ὅσοι τοὺς ἔχτιζαν ναοὺς καὶ τοὺς προσκυνοῦσαν" (P. Decharme, Ἑλληνικὴ Μυθολογία, τόμ. Ά', σέλ. 286). Ὁ Πρωταγόρας (480 - 411) θεμελίωσε τὴν ἔννοια τῆς ἀπολύτου ὑπερβατικότητας τοῦ θείου καὶ σατίρισε τὴν παιδαριώδη θρησκευτικότητα τῆς ἐποχῆς του, γι' αὐτὸ οἱ φανατικοὶ ἀθηναῖοι εἰδωλολάτρες ἀποφάσισαν νὰ τὸν σκοτώσουν. Ὁ Ἡρόδοτος δὲ δίστασε νὰ ἀσκήσει κριτικὴ στὸ Μαντεῖο τῶν Δελφῶν γιὰ ψεύτικους χρησμούς, ὁ δὲ Ἀριστόδημος καὶ ὁ Δημοσθένης περιγε-λοῦσαν τὶς ἀνόητες μαντεῖες του, (P. Dech. ὅπου ἀνωτ.). Ὁ Προδικὸς (5ος αἰών.) ὑποστήριξε μὲ πάθος πὼς οἱ ἄνθρωποι τῆς ἀρχαιότητας θεώρησαν ὡς θεοὺς ὅ,τι ἦταν χρήσιμο γιὰ τὴ ζωή τους, ὅπως ὁ ἥλιος, ἡ σελήνη, τὰ ποτάμια, οἱ πηγὲς κ.λ.π. Ὁ Ἀντισθένης (414 - 365) διακήρυξε πὼς ὁ Θεὸς εἶναι ἕνας καὶ ἀπόλυτα ὑπερβατικὸς γιὰ τὸν ἀνθρώπινο νοῦ. Ἀποκήρυξε ἀηδιαστικὰ τὴ θρησκεία τῆς ἐποχῆς του, διότι οἱ θεοὶ τῆς ἦταν θεοποιηθέντες ἄνθρωποι! (Cicero de Nat. Deor. I, II, 13). Ὁ Θεοφραστος (372 -287) ζήτησε νὰ πάψουν οἱ ἀνόητες ζωοθυσίες, τόσο ἀπὸ σεβασμὸ πρὸς τὰ ζῶα, ὅσο καὶ ἀπὸ τὸ ὅτι ὁ Θεὸς δὲν ἔχει ἀνάγκη ἀπὸ τέτοιες ἐνέργειες (Θ.Η.Ε. τόμ. 6, 415). Ὁ Εὐριπίδης (480 -406) χαρακτήρισε τὶς γελοῖες γιὰ τοὺς θεοὺς διηγήσεις τῶν ποιητῶν ''ἀοιδῶν δυστήνους λόγους" (Εὔρ. Ἠρακλ. Μαίν. 1346) καὶ ὑποστήριξε πὼς "εἰ οἱ θεοὶ εἰσὶ κακοὶ οὐκ εἰσὶ θεοὶ" (Εὔρ. Βαλλεροφ. 23) μὲ ἀποτέλεσμα νὰ γίνει στόχος τῶν φανατικῶν εἰδωλολατρῶν. Ὁ Ἐπιχαρμος (530 - 440) λοιδωρεῖ τὴν ἀρχαία εἰδωλολατρία, διότι αὐτὴ δέχεται ''τους θεοὺς εἶναι ἀνέμους, ὕδωρ, γῆν, ἥλιον, πῦρ, ἀστέρες" (Στόβ. Ἄνθ. 91, 92).
Ὁ Πίνδαρος (522 - 446) στὰ περίφημα ποιήματά του ἀπογύμνωσε τοὺς θεοὺς ἀπὸ τὶς μυθολογικὲς γελοιότητες, ποὺ προσβάλλουν τὸ θεῖο (Πίνδ. Ὀλυμ. Θ' 35 καὶ P. Dech. ὅπου ἄνωτ. ὀελ. 7). Ὁ Σωκράτης (469 - 399) ὑπῆρξε σαφῶς μονοθεϊστής. Στοὺς μαθητὲς τοῦ δίδασκε διαφορετικὴ θρησκευτικὴ πίστη, γι' αὐτὸ καταδικάστηκε σὲ θάνατο ὡς ''ἕτερα καινὰ δαιμόνια εἰσφέρων". Ὁ Πλάτων (428 - 347) φυγάδευσε κυριολεκτικὰ τὸν Ὅμηρο ἀπὸ τὴν ''Πολιτεία" του, διότι θεώρησε ὅτι οἱ ἀνήθικοι μύθοι γιὰ τοὺς θεοὺς ἀποτελοῦν ἐπιζήμια πρότυπα γιὰ τοὺς νέους (Πολιτ. 368Α - 383C). Ἀρνήθηκε οὐσιαστικὰ τὴν πατρώα εἰδωλολατρικὴ θρησκεία καὶ προσηλώθηκε στὴ δική του ἰδεατὴ θεότητα, τὸ "Ὄντως Ὄν". Ὁ Ἀριστοτέλης (384 - 322) ὅρισε τὸ θεῖο ὡς τὸ ''Πρώτον κινοῦν ἀκίνητον" (πνευματικὸς μονοθεϊσμός), ἀρνούμενος τὶς ἀνόητες περὶ θεῶν πίστεις τῆς ἀρχαιοελληνικῆς θρησκείας, γι' αὐτὸ κατηγορήθηκε γιὰ ἀθεϊσμό! Οἱ Στωικοί, ἀκολουθώντας τὴ διδασκαλία τοῦ Ζήνωνα καθιέρωσαν τὴν πίστη στὸν ἕνα Θεὸ καὶ ἑρμήνευσαν τοὺς μύθους τοῦ Ὁμήρου ἀλληγορικὰ (P. Nilsson, ὅπου ἀντωτ. σέλ. 304). Ἀρνητὲς τῆς ἀρχαιοελληνικῆς θρησκείας ὑπῆρξαν ἀκόμα ὁ Καρνεάδης, ὁ Θεόδωρος ὁ Κυρηναῖος, ὁ Λεύκιππος, ὁ Δημοκριτος, ὁ Ἐπίκουρος καὶ ὅλοι οἱ σοφιστὲς καὶ οἱ κυνικοὶ φιλόσοφοι.
Τὸ τελειωτικὸ κτύπημα στὴν ἀρχαιοειδωλολατρικὴ θρησκεία τὸ ἔδωσε ὁ Εὐήμερος (317 -297) ὁ ὁποῖος διατύπωσε τὴ θεωρία καὶ ἡ ὁποία ἔγινε τελικὰ εὐρέως ἀποδεκτή, πὼς οἱ θεοὶ τῆς ἀρχαιοελληνικῆς θρησκείας ἦταν κάποιοι ἐπιφανεῖς ἄνθρωποι τῆς παλιᾶς ἀρχαιότητας, τοὺς ὁποίους θεοποίησαν μετὰ τὸ θάνατό τους οἱ ἀμαθεῖς ἄνθρωποι!
Αὐτὲς εἶναι μερικὲς ἀπὸ τὶς πάμπολλες μαρτυρίες σύμφωνα μὲ τὶς ὁποῖες ἡ ἀρχαιοελληνικὴ εἰδωλολατρικὴ θρησκεία δὲν υἱοθετήθηκε ποτέ από τους μορφωμένους καὶ σοφοὺς προγόνους μας, ἀλλὰ ἀντίθετα ἔγινε ἀντικείμενο ἄγριας κριτικῆς ἀπὸ αὐτούς. Οἱ πιὸ πολλοὶ μορφωμένοι τῆς Ἀρχαιότητας ἀποφάνθηκαν ὅτι ἡ θρησκεία αὐτὴ τῶν χωρικῶν (παγανισμὸς) δὲν ταιρίαζε στοὺς σοφοὺς καὶ τοὺς λοιποὺς καλλιεργημένους Ἕλληνες. Ἡ φύση τῆς ἦταν σαφῶς εἰδωλολατρικὴ διότι λάτρευε θεοὺς ἀνθρωπόμορφους, γεμάτους πάθη καὶ ἀνάγκες, ἔχοντας οἱ ἴδιοι χρεία βοηθείας. Ἐπὶ πλέον ἡ λατρεία τοῦ ἡλίου, τῆς σελήνης, τῶν ποταμῶν, τῶν ἱερῶν λίθων "βαιτύλων", ἑρμαίων λιθίνων στηλῶν, Ἀκόμα καὶ τοῦ φαλλοῦ, μαρτυρεῖ σαφῶς τὴν εἰδωλολατρική της ὑφή. Κάποια στιγμὴ μάλιστα ἔφτασαν στὸ σημεῖο νὰ λατρεύουν Ἀκόμα καὶ ζῶντες Ἀνθρώπους ὡς θεούς! Οἱ Ἀθηναῖοι λάτρεψαν ὡς θεοὺς τὸν ἐκπορθητὴ τῆς Ἀθήνας Λύσανδρο τὸ Σπαρτιάτη, τὸ Δημήτριο τὸν Πολιορκητὴ καὶ τὸ Νέρωνα! Ἡ ἀπόπειρα τῶν Στωικῶν, ὅπως προαναφέραμε, νὰ ἑρμηνεύσουν ἀλληγορικά τους μύθους καὶ νὰ ταυτίσουν τοὺς ψευτοθεοὺς μὲ προσωποποίηση φυσικῶν ἡ ἠθικῶν δυνάμεων, δὲν κατόρθωσαν νὰ ἄρουν ἀπὸ τὴ θρησκεία αὐτὴ τὸ εἰδωλολατρικὸ καὶ παγανιστικὸ στοιχεῖο καὶ νὰ ἀνακόψουν τὴν περιθωριοποίησή της στὸν Ἀμόρφωτο λαὸ καὶ τοὺς χωρικούς.
Κατόπιν αὐτῶν εἶναι φανερὸ πὼς οἱ σύγχρονοί μας "ἑλληνολάτρες" οἱ ὁποῖοι ἐπιδιώκουν (ὑποτίθεται) τὴ βίωση τοῦ Ἀρχαιοελληνικοῦ πολιτισμοῦ καὶ μαζὶ τὴν ἐπαναφορὰ τῆς εἰδωλολατρίας, δὲν ἐπιδιώκουν οὐσιαστικὰ τὴν ἀναβίωση τῶν ἀληθῶν πολιτισμικῶν στοιχείων τῆς ἀρχαιότητας, αὐτὰ ποὺ διαμόρφωσε τὸ γνήσιο ἑλληνικὸ πνεῦμα τῆς διανόησης, ἀλλὰ τὴν νεκρανάσταση τῶν σαθρῶν καὶ ἀποβλήτων στοιχείων τῶν ἀγραμμάτων χωρικῶν!
Περιοδικὸ ΔΙΑΛΟΓΟΣ
Τεῦχος 23 - 2001
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου