1. Λαμπρὸ ἡλιοβασίλεμα. Τὸ Βυζάντιο δὲν πέθανε
Στὶς 29 Μαΐου τοῦ 1453, ἡμέρα τῆς ἑβδομάδος Τρίτη, τὶς πρῶτες πρωινὲς ὧρες ἡ Κωνσταντινούπολη ἔπεσε στὰ χέρια τῶν Ὀθωμανῶν Τούρκων. Ἡ ὑπερχιλιετὴς ἔνδοξη χριστιανικὴ αὐτοκρατορία, τὴν ὁποία μὲ ἕνα μεγαλοφυές, μεγαλόπνοο, θεϊκὸ σχέδιο ἐθεμελίωσε ο Μ. Κωνσταντῖνος, ἐξέπνευσε πολιτικὰ μαζὶ μὲ τὴν τελευταία πνοὴ ἑνὸς ἄλλου Κωνσταντίνου, τοῦ Παλαιολόγου, ὁ ὁποῖος μὲ μεγαλειώδη γενναιότητα ὑπερασπίσθηκε τὴν βασιλεύουσα, τὴν τιμὴ ἑνὸς μεγαλειώδους πολιτισμοῦ, σὲ ἕνα ἄνισο καὶ ἀπέλπιδα ἀγώνα. Δὲν ἤθελε ἡ στρατιωτικὰ καταδικασμένη ἔνδοξη αὐτοκρατορία νὰ ἔχει ἄδοξο τέλος· ἔπρεπε νὰ σβήσει ὄχι ἐξευτελισμένη καὶ ταπεινωμένη, νεκρὴ καὶ στὸ πνεῦμα, στὴν ἀρετή, ἀλλὰ νὰ παραμείνει ἠθικὰ ὄρθια, ζωντανή, μὲ ἀντιφέγγισμα λάμψης καὶ μεγαλείου στὸ ἡλιοβασίλεμά της. Ἡ ἀπάντηση τοῦ γενναίου αὐτοκράτορος στὴν...
πρόταση τοῦ Μωάμεθ νὰ ἐγκαταλείψει τὴν πόλη καὶ νὰ ἐγκατασταθεῖ μὲ τοὺς ἄρχοντες καὶ τὶς περιουσίες τοὺς ὅπου θέλει, νὰ ἀποφευχθοῦν δὲ ἔτσι οἱ σφαγές, οἱ λεηλασίες καὶ οἱ αἰχμαλωσίες, ἀφοῦ στὴν ἀρχὴ τοῦ ἐπισημαίνει ὅτι δὲν πρέπει νὰ εἶναι βέβαιος γιὰ τὸ ἀποτέλεσμα, καὶ μπορεῖ τελικὰ νὰ βγεῖ αὐτὸς χαμένος, προσθέτει ὅσα γνωρίζουμε οἱ παλαιότεροι, ὅσα παραπέμπουν στὸ «Μολῶν λαβὲ» τοῦ Λεωνίδα καὶ τῶν ἄλλων μεγάλων ἡγετῶν τῆς ἑλληνικῆς ἱστορίας, ἀλλὰ καὶ δυστυχῶς ὅσα σήμερα ἡ ἰσοπεδωτικὴ καὶ ἐθνομηδενιστικὴ κατεύθυνση τῆς καταστροφικῆς ἱστοριογραφίας τοῦ Ὑπουργείου Παιδείας, μὲ ἐκφραστὲς τὶς γνωστὲς κυρίες Ρεπούση καὶ Δραγώνα, ἔχει ἀπαλείψει μαζὶ μὲ πολλὰ ἄλλα ἐθνοσυντηρητικὰ στοιχεῖα ἀπὸ τὰ σχολικὰ βιβλία τῆς στοιχειώδους καὶ Μέσης Ἐκπαιδεύσεως. Τὴν ἀπάντηση παραδίδει ὁ ἱστορικὸς Δούκας: «Τὸ δὲ τὴν πόλιν σοὶ δοῦναι οὒτ' ἐμὸν ἐστι οὒτ' ἄλλου τῶν κατοικούντων ἐν ταύτη· κοινὴ γὰρ γνώμη πάντες αὐτοπροαιρέτως ἀποθανοῦμεν καὶ οὐ φεισόμεθα τῆς ζωῆς ἠμῶν» . Στὸν τελευταῖο ἐπίσης συγκλονιστικὸ λόγο του πρὸς τοὺς στρατηγοὺς καὶ στρατιῶτες, ποὺ θὰ μποροῦσε νὰ ἀποτελεῖ ὑπόδειγμα διδασκόμενο στὶς στρατιωτικὲς σχολές, γιὰ τὸ πῶς πρέπει νὰ ἐνθαρρύνει τὸ στράτευμα ἕνας στρατιωτικὸς ἡγέτης πρὶν ἀπὸ μία κρίσιμη ἀναμέτρηση, μεταξὺ πολλῶν ἄλλων τοὺς εἶπε, ὅπως παραδίδει ἄλλος ἱστορικός της ἁλώσεως, ὁ Γεώργιος Σφραντζής:«Καλῶς οὒν οἴδατε, ἀδελφοί, ὅτι διὰ τέσσαρα τινὰ ὀφειλέται κοινῶς ἐσμὲν πάντες, ἴνα προτιμήσωμεν ἀποθανεῖν μᾶλλον ἢ ζῆν, πρῶτον μὲν ὑπὲρ τῆς πίστεως ἠμῶν καὶ εὐσεβείας, δεύτερον δὲ ὑπὲρ τῆς πατρίδος, τρίτον δὲ ὑπὲρ τοῦ βασιλέως, ὡς Χριστοῦ Κυρίου, καὶ τέταρτον ὑπὲρ συγγενῶν καὶ φίλων. Λοιπόν, ἀδελφοί, ἐὰν χρεῶσται ἐσμεν ὑπὲρ ἑνὸς ἐκ τῶν τεσσάρων ἀγωνίζεσθαι ἕως θανάτου, πολλῶ μᾶλλον ὑπὲρ πάντων τούτων».
Δὲν εἶναι δύσκολο νὰ παρασυρθεῖ κανεὶς ἀπὸ τὶς ἱστορικὲς πηγὲς καὶ τὸ μεγαλεῖο της θυσίας τοῦ αὐτοκράτορος καὶ τῶν ὀλιγαρίθμων λεοντόψυχων ὑπερασπιστῶν τῆς Πόλης καὶ νὰ παρουσιάσει ἐκτενέστερα τὸν ἐπικὸ ἀλλὰ ἄνισο ἐκεῖνο ἀγώνα. Βρίσκονται ὅμως καὶ αὐτὰ μέσα στὰ πλαίσια τοῦ θέματος, διότι καθιστοῦν σαφὲς ὅτι στὰ θέματα τῆς φιλοπατρίας καὶ τῆς μέχρι θανάτου ὑπερασπίσεως τῶν ἠθικῶν καὶ πνευματικῶν ἀξιῶν, ποὺ εἶναι μεγαλειῶδες καὶ ἐπαινετὸ γνώρισμα τῶν Ἑλλήνων, ὑπάρχει ἀδιάκοπη συνέχεια ἑλληνικῆς παραδόσεως ἀπὸ τὰ ἀρχαιοελληνικὰ «πατρὸς τὲ καὶ μητρὸς καὶ τῶν ἄλλων προγόνων ἁπάντων τιμιώτερον ἐστιν ἡ πατρίς», μάχου «ὑπὲρ βωμῶν καὶ ἑστιῶν», «ἢ τᾶν ἢ ἐπὶ τάς», μέχρι τὰ συνθήματα τῆς ἐθνεγερσίας τοῦ 1821 «γιὰ τοῦ Χριστοῦ τὴν πίστη τὴν Ἁγία, γιὰ τῆς πατρίδος τὴν ἐλευθερία», «Ἐλευθερία ἢ θάνατος», ἀκόμη καὶ μέχρι τὸ ἡρωικὸ ὄχι τοῦ Ἰωάννη Μεταξὰ τὸ 1940 στοὺς Ἰταλοὺς τοῦ Μουσολίνι. Αὐτὸ ἐπίσης ἐξηγεῖ γιατί ἡ ἅλωση τῆς Κωνσταντινούπολης τὸ 1453 ἦταν ἁπλῶς μία πολιτικὴ καὶ στρατιωτικὴ ἅλωση, δὲν ἦταν ἀληθινὴ καὶ οὐσιαστικὴ ἅλωση τῆς ψυχῆς, τοῦ φρονήματος τῶν Ἑλλήνων.
Τὸ Βυζάντιο δὲν πέθανε τὸ 1453. Ὑπάρχει «Βυζάντιο μετὰ τὸ Βυζάντιο» κατὰ τὸν τίτλο βιβλίου τοῦ Ρουμάνου ἱστορικοῦ Iorga. Είναι βασικὸ ἱστορικὸ ἀξίωμα ὅτι τὰ ἔθνη χάνονται ὄχι ὅταν χάσουν τὴν κρατική τους ὀντότητα, ἀλλὰ ὅταν χάσουν τὸν πολιτισμό τους, τὴν ψυχή τους. Ο Ἑλληνισμὸς ἔχει πολλὲς φορὲς ἐπιβεβαιώσει αὐτὸ τὸ ἀξίωμα. Ὑπάρχει μόνον τώρα ἔκδηλη καὶ δικαιολογημένη ἀνησυχία ὅτι ἀφοῦ ἀποκτήσαμε μετὰ τὸ 1821 κρατικὴ ὀντότητα, ἔστω καὶ μικρή, ἐνῶ μέχρι τότε τὸ Βυζάντιο στὰ βασικὰ δομικά του στοιχεῖα ἐπεβίωνε, σήμερα σβήνει καὶ χάνεται, ὑπάρχει συστηματικὴ προσπάθεια ἀφελληνισμοῦ καὶ ἀποχριστιανισμοῦ τοῦ κράτους, τῆς κοινωνίας, τῆς παιδείας, ποὺ σημαίνουν ἀποβυζαντινοποίηση, ἀφοῦ ὅπως θὰ δοῦμε οἱ τρεῖς βασικοὶ δομικοὶ συντελεστές, ποὺ ἀποτελοῦν τὴν βυζαντινὴ σύνθεση, ἐκτὸς ἀπὸ τὴν ρωμαϊκὴ νομικὴ παράδοση, εἶναι ἡ ἑλληνικὴ γλώσσα καὶ παιδεία, καθὼς καὶ ἡ Χριστιανικὴ πίστη.
Θλίβεται ὄντως κανείς, ὅταν βλέπει ὄχι μόνο τὴν ἔλλειψη ἀξιοπρεπείας καὶ γενναιότητος ἐκ μέρους τῶν πολιτικῶν μᾶς ἡγετῶν, ποὺ μᾶς ὑποδούλωσαν χωρὶς κανένα ὄρο στοὺς Φράγκους τῆς Ἑνωμένης Εὐρώπης, σὲ μία νέα Φραγκοκρατία, ὅπου ἡ ἀντιπάθεια, ἰδιαίτερα τῶν Γερμανῶν, ὑπενθυμίζει τὶς παλαιὲς σταυροφορίες καὶ τὴν ἐξασθένηση τοῦ Βυζαντίου μὲ την πρώτη ἅλωση ἀπὸ τοὺς Φράγκους τὸ 1204, ποὺ ὁδήγησε νομοτελειακὰ στὸ νὰ γίνουμε κατ’ ἀρχὴν ὑποτελεῖς στοὺς Τούρκους καὶ τελικὰ νὰ ὑποκύψουμε, ἀλλὰ πρὸ παντὸς θλίβεται, γιατί ἐμεῖς οἱ ἴδιοι ἀπὸ μέσα γκρεμίζουμε τὰ πνευματικὰ τείχη, τὶς πνευματικὲς ἀντιστάσεις, τὶς ἀρχὲς καὶ τὶς ἀξίες μας, τὴν πολιτιστική μας ταυτότητα, καθιστοῦμε τοὺς νέους μας, μέσα σὲ συνθῆκες ὕπουλης καὶ παραπλανητικῆς, κρυφοδαγκανιάρας εἰρήνης, δῆθεν Εὐρωπαίους, οὐσιαστικῶς ὅμως τοὺς ἐκλατινίζουμε καὶ τοὺς ἐξισλαμίζουμε, τοὺς φραγκεύουμε καὶ τοὺς τουρκεύουμε, τοὺς καθιστοῦμε νέους Γραικολατίνους καὶ Γενιτσάρους, μὲ ἕνα πιὸ ὕπουλο παιδομάζωμα, μὲ μία ὁλοφάνερη γενοκτονία τῆς ἱστορικῆς μνήμης .
2. Προκατειλημμένη καὶ ἄδικη κριτικὴ γιὰ τὸ Βυζάντιο
Τὸ πιὸ ἐξοργιστικὸ μάλιστα εἶναι ὅτι δὲν φτάνει ποὺ οἱ δυτικοὶ φίλοι μας κατέκτησαν πρῶτοι στρατιωτικὰ τὸ 1204 καὶ προκάλεσαν οὐσιαστικὰ καὶ τὴν δεύτερη ἅλωση τοῦ 1453, συνέχισαν καὶ μετὰ ταῦτα μὲ τὴν ἴδια ἱστορικὴ προκατάληψη νὰ δυσφημοῦν, νὰ συκοφαντοῦν καὶ νὰ ὑβρίζουν τὸ Βυζάντιο, μὲ μία σχεδὸν στὸ σύνολό της ἐχθρικὴ ἱστοριογραφία, ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τῆς Ἀναγεννήσεως, τὸν 14ο αἰώνα, μέχρι τὴν ἐποχὴ τοῦ Διαφωτισμοῦ, τὸν 18ο καὶ ἐπέκεινα.
Ἐπηρέασαν μάλιστα καὶ ἀρκετοὺς ἐκπροσώπους τοῦ Νεοελληνικοῦ Διαφωτισμοῦ, ἀνάμεσά τους καὶ τὸν ἀκαταλλήλως ὀνομασθέντα διδάσκαλο τοῦ Γένους Ἀδαμάντιο Κοραή, καὶ μετ' αὐτοῦ καὶ μετὰ ἀπὸ αὐτὸν πολλοὺς ἄλλους λογίους ἀπὸ τὸν χῶρο τῆς ἀρχαιολατρείας καὶ τοῦ κλασσικισμοῦ, ἀλλὰ καὶ γιὰ ἰδεολογικοὺς λόγους ἀπὸ τὸν χῶρο τῆς ἀθεϊστικῆς Ἀριστερᾶς, λόγω τοῦ θεοκεντρικοῦ χαρακτῆρος τοῦ Βυζαντίου.
Ἐρχόμαστε ἔτσι εἰδικώτερα νὰ προσεγγίσουμε τὸ θέμα μας γιὰ τὸ μεγαλεῖο του Βυζαντίου, ποὺ ὡς χαρακτηρισμὸς ἴσως νὰ φαίνεται ὑπερβολικὸς ἢ τουλάχιστον μεροληπτικός. Ὑπάρχει ἄραγε κάτι ὑψηλὸ καὶ μεγαλειῶδες στὸ Βυζάντιο, γιὰ τὸ ὁποῖο στὴν Δύση ἔχει περάσει καὶ στὸν λαὸ ἡ ἐκτίμηση ἀπὸ τοὺς ἱστοριογράφους τοῦ Παπισμοῦ, τῆς Ἀναγεννήσεως καὶ τοῦ Διαφωτισμοῦ ὅτι εἶναι μία σκοτεινὴ χιλιόχρονη περίοδος δολοπλοκιῶν καὶ ἀνοήτων συζητήσεων, μὲ μηδενικὴ πρόοδο καὶ προσφορὰ στὸν πολιτισμό, ἀνάξια τῆς ἱστορικῆς μνήμης; Ἡ παντελῶς ἄδικη καὶ ἱστορικὰ προκατειλημμένη αὐτὴ ἐκτίμηση κυριάρχησε ἐπὶ αἰῶνες στὴν δυτικὴ ἱστοριογραφία καὶ σὲ μέρος τῆς δικῆς μας διανόησης. Συνετέλεσε μάλιστα στὸ νὰ μὴν ὑπάρχουν ἢ νὰ εἶναι ὑπανάπτυκτες οἱ βυζαντινὲς σπουδὲς στὴν Δύση μέχρι καὶ τὸν 19ο αἰώνα, καὶ μόνον μετὰ ταῦτα, ἰδιαίτερα τὸν 20ό αἰώνα, νὰ ἀρχίσουν ἀρκετοὶ ἐπιστήμονες νὰ ἀσχολοῦνται μὲ τὸ ἀδικημένο καὶ συκοφαντημένο Βυζάντιο. Ἡ ρετσινιὰ τοῦ «βυζαντινισμοῦ», πού, δυστυχῶς, πέρασε ἄκριτα καὶ στὸν δικό μας ἐπιστημονικὸ καὶ κοινωνικὸ περίγυρο, ἀπέτρεπε νέους ἐπιστήμονες νὰ ἀσχοληθοῦν μὲ τὸν ἀπορριπτόμενο αὐτὸ ἱστορικὸ καὶ πολιτιστικὸ χῶρο. Σύγχρονοι βυζαντινολόγοι στὴν Εὐρώπη ὁμολογοῦν ὅτι, ὅταν ἐρωτώμενοι ἀποκαλύπτουν τὸ γνωστικό τους ἀντικείμενο, π.χ. «βυζαντινὴ ἱστορία», ἀναγκάζονται νὰ ἀπολογηθοῦν, γιὰ νὰ δικαιολογήσουν τὸ πῶς ἐπέλεξαν αὐτὴν τὴν κακόφημη ἱστορικὴ περίοδο.
Θὰ μᾶς ἔπαιρνε πολὺ χρόνο ἡ ἔστω καὶ σύντομη παρουσίαση τῆς ἄδικης καὶ ἀπαξιωτικὴς αὐτῆς στάσης ἀπέναντι στὸ Βυζάντιο, καὶ ἴσως θὰ ἔπρεπε νὰ ἀποτελέσει αὐτὸ ἀντικείμενο εἰδικῆς ἔρευνας μὲ τὴν συλλογή, ταξινόμηση καὶ ἀξιολόγηση ὅλων τῶν ἀρνητικῶν κρίσεων. Ἐνδεικτικὰ μόνο θὰ ἀναφέρουμε μερικές, ἀπὸ τὶς ὁποῖες προκύπτουν δύο ἀσφαλῆ συμπεράσματα· ἐν πρώτοις ἡ μὲ τόσο πάθος καὶ σκληρότητα καταδίκη του Βυζαντίου δείχνει ἔλλειψη νηφαλιότητος, ἀντικειμενικῆς κρίσεως, καὶ ἐπιβεβαιώνει ὅτι κίνητρο δὲν εἶναι ἡ εὕρεση τῆς ἀλήθειας, ἀλλὰ κάποια φυλετικὴ ἢ θρησκευτικὴ ἢ ἰδεολογικὴ προκατάληψη. Και δεύτερον ὅτι αὐτὴ ἀκριβῶς ἡ ὁλοφάνερη ἀδικία καὶ ἔλλειψη ἀντικειμενικότητος, ὁδήγησε πολλοὺς ἀμερόληπτους ἐρευνητᾶς νὰ ψάξουν καὶ νὰ βροῦν τὴν ἀλήθεια, καὶ νὰ πληθαίνουν τώρα οἱ φωνές, τὰ ἄρθρα, τὰ συγγράμματα, τὰ συνέδρια, οἱ ἐκθέσεις, τὰ ἐρευνητικὰ κέντρα ποὺ παρουσιάζουν τοὺς πολυποίκιλους θησαυρούς, τὴν παντοδαπὴ γνώση, τὴν μεγαλειώδη προσφορὰ τοῦ Βυζαντίου στὸν παγκόσμιο πολιτισμό, καὶ ποὺ ἀποδεικνύουν ὅσους ἐξακολουθοῦν νὰ βλέπουν τὸ Βυζάντιο μὲ τὰ γυαλιὰ τοῦ Βολταίρου ἢ τοῦ Γίββωνος (Gibbon) ὅτι εἶναι ὀπισθοδρομικοί, ἀδιάβαστοι καὶ ἀσυγχρόνιστοι ἢ ἰδεολογικὰ προκατειλημμένοι ὅπως ἐκεῖνοι.
Ὁ γνωστὸς λοιπὸν ἄθεος Γάλλος Διαφωτιστὴς Βολταῖρος τοῦ 18ου αἰῶνος, ποὺ ἀπέρριπτε περιφρονητικὰ καὶ μὲ θράσος ὅ,τι εἶχε σχέση μὲ τὴ θρησκεία, κατεδίκασε μὲ πολὺ σκληροὺς λόγους τὸ Βυζάντιο. Ὑπάρχει, λέγει, «μία ἱστορία πολὺ περισσότερο γελοία ἀπὸ τὴ ρωμαϊκὴ ἱστορία ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τοῦ Τακίτου· ἡ βυζαντινὴ ἱστορία. Αὐτὴ ἡ ἀνάξια λόγου συλλογὴ δὲν περιέχει τίποτε ἄλλο, παρὰ μόνο πομπώδεις διακηρύξεις καὶ θαύματα. Εἶναι τὸ βδέλυγμα τοῦ ἀνθρωπίνου πνεύματος, ὅπως ἡ ἑλληνικὴ αὐτοκρατορία ὑπῆρξε τὸ βδέλυγμα τῆς οἰκουμένης. Οἱ Τοῦρκοι τουλάχιστον ἤσαν πιὸ σωστοί· νίκησαν χάρηκαν καὶ ἔγραψαν ἐλάχιστα...» .
Ἡ ναυαρχίδα τοῦ ἀντιβυζαντινισμοῦ, ὁ Ἄγγλος ἱστορικὸς Γίββων, στὸν χῶρο τῆς ἱστοριογραφίας ἔδωσε καὶ δίνει σὲ μερικοὺς μέχρι σήμερα ἐπιχειρήματα ἐναντίον τοῦ Βυζαντίου. Στὸ ἔργο του «Ἡ ἱστορία τῆς παρακμῆς καὶ τῆς πτώσεως τῆς Ρωμαϊκῆς αὐτοκρατορίας» (Λονδίνο 1776-88), παρουσιάζει τὴν χιλιόχρονη αὐτοκρατορία τοῦ Βυζαντίου συνολικὰ ὡς παρακμιακή, ὡς τραγικὸ ἐπίλογο τῆς ἔνδοξης ρωμαϊκῆς αὐτοκρατορίας τῶν Λατίνων καὶ ὅπως δήλωσε ὁ ἴδιος ὁ Γίββων, στὸ ἔργο τοῦ περιέγραψε «τὸ θρίαμβο τῆς βαρβαρότητας καὶ τῆς θρησκείας». Στὴν ἴδια γραμμὴ ἀκριβῶς κινεῖται καὶ ὁ Γάλλος ἱστορικὸς Κάρολος Lebeau στὸ γνωστὸ ἔργο τοῦ «Ἱστορία τῆς παρακμάζουσας αὐτοκρατορίας» (Παρίσι 1767-86). Τὴν χειρότερη ἀπαξίωση τοῦ Βυζαντίου μνημονεύει ἡ Ἀγγλίδα βυζαντινολόγος Τζούντιθ Χέριν στὸ μεταφρασμένο καὶ στὰ ἑλληνικὰ ἀξιόλογο καὶ ἀντικειμενικὸ ἔργο τῆς «Τί εἶναι τὸ Βυζάντιο»· ἀνήκει αὐτὴ ἡ ἀπαξίωση, ὅπως λέγει ἡ Χέριν, πιθανότητα στὸν Ἰρλανδὸ ἱστορικό του 19ου αἰώνα Οὐίλλιαμ Λέκι, ὁ ὁποῖος ἰσχυρίζεται ὅτι: «Σύμφωνα μὲ τὴν ἐτυμηγορία τῆς παγκόσμιας ἱστορίας, αὐτὴ ἡ αὐτοκρατορία, ποὺ λέγεται Βυζαντινή, ἀποτελεῖ -δίχως καμία ἀπολύτως ἐξαίρεση- τὴν πιὸ ἀκραία μορφὴ ποταπότητας καὶ ἀχρειοσύνης ποὺ γνώρισε ποτὲ πολιτισμός. Δὲν ὑπῆρξε ἄλλος μακραίωνος πολιτισμὸς τόσο ἀπόλυτα ἀποστερημένος ἀπὸ κάθε μορφὴ καὶ εἶδος μεγαλείου καὶ τόσο ἀπόλυτα ταυτόσημος μὲ τὸ ἐπίθετο «ἀγνώμων»... Ἡ ἱστορία τῆς αὐτοκρατορίας εἶναι μία μονότονη διαδοχὴ γεγονότων, γεμάτη μὲ ραδιουργίες ἱερέων, εὐνούχων καὶ γυναικών, γεμάτη μὲ δηλητηριάσεις, συνωμοσίες καὶ ἀπαράλλακτη ἀγνωμοσύνη».
Ἀπέναντι σ' αὐτὴν τὴν σκληρὴ προκατάληψη καὶ ἐμπάθεια ὑπάρχουν πάμπολλες γνῶμες, ποὺ ἀναιροῦν τὴν ἀρνητικὴ κριτικὴ τοῦ Βυζαντίου συγχρόνων μεγάλων βυζαντινολόγων. Ἀναφέρουμε, καὶ πάλιν ἐνδεικτικά, τὸν μεγάλο Ρῶσσο ἱστορικό του Βυζαντίου Γεώργιο Ostrogorsky, ὁ ὁποῖος στὸ κλασσικὸ καὶ μοναδικὸ γιὰ τὴν πληρότητα δίτομο ἔργο του, ποὺ μεταφράσθηκε καὶ στὰ ἑλληνικὰ «Ἱστορία τοῦ Βυζαντινοῦ Κράτους» λέγει σχετικά: «Σήμερα δὲν ὑπάρχει πιὰ ἀνάγκη νὰ ἀποδείξουμε πόσο ἱστορικὰ ἀστήρικτες εἶναι οἱ θεωρίες τοῦ Lebeau καὶ τοῦ Gibbon. Πέρασε εὐτυχῶς ἀνεπανάληπτα ἡ ἐποχή, ποὺ ὅσοι ἔγραφαν βιβλία γιὰ τὸ Βυζάντιο βρίσκονταν στὴν ἀνάγκη νὰ ἀπολογηθοῦν, γιατί προτίμησαν ἕνα τέτοιο θέμα καὶ νὰ καταπολεμήσουν μὲ πομπώδεις ἐκφράσεις καὶ συχνὰ ἐξεζητημένο τρόπο τοὺς ἰσχυρισμοὺς τοῦ Gibbon». Σημειώνει πάντως ὅτι τὸ ἔργο τοῦ αὐτὸ «μὲ τὴν ἐντυπωσιακὴ ἀφηγηματική του ποιότητα ἐπηρέασε πολὺ καὶ γιὰ μεγάλο χρονικὸ διάστημα τὰ πνεύματα καὶ παρέλυσε τὸ ζῆλο γιὰ τὴν ἔρευνα τοῦ Βυζαντίου ἕνα ὁλόκληρο σχεδὸν αἰώνα. Ἀκόμη καὶ σήμερα πολλοὶ ἐρευνητὲς βλέπουν τὴν θρησκευτικὴ ζωὴ τοῦ Βυζαντίου μὲ τὶς διόπτρες τοῦ Gibbon».
Ὁ Ἀγγλος ἱστορικὸς John Norwich στὸ ἐπίσης μεταφρασθὲν καὶ στὰ ἑλληνικὰ ἔργο τοῦ «Σύντομη ἱστορία τοῦ Βυζαντίου», γράφει τὰ ἑξῆς ἀναφερόμενος μόνο σὲ ἕνα ἀπὸ τὰ πάμπολλα στοιχεῖα ποὺ συνθέτουν τὸ μεγαλεῖο του Βυζαντίου: «Ὁ πολιτισμός μας δὲν ἀναγνώρισε ποτὲ ἐπαρκῶς τὸ χρέος του πρὸς τὴν Ἀνατολικὴ Αὐτοκρατορία. Αν δὲν ὑπῆρχε αὐτὸ τὸ μεγάλο ἀνατολικὸ ὀχυρό της Χριστιανοσύνης, ποιὰ τύχη θὰ εἶχε ἡ Εὐρώπη ἐνάντια στὶς στρατιὲς τοῦ βασιλιᾶ τῆς Περσίας τὸν 7ο αἰώνα ἢ ἐνάντια σὲ αὐτὲς τοῦ χαλίφη τῆς Βαγδάτης τὸν 8ο αἰώνα. Ποιὰ γλώσσα θὰ μιλούσαμε σήμερα καὶ ποιὸ Θεὸ θὰ λατρεύαμε;» . Προσθέτουμε καὶ τὴν πιὸ πρόσφατη ἐκτίμηση τῆς μνημονευθείσης Τζούντιθ Χέριν ποὺ ὑπάρχει ὡς περίληψη τῶν θέσεών της στὸ ὀπισθόφυλλο τοῦ βιβλίου τῆς «Τί εἶναι τὸ Βυζάντιο». Ἐκεῖ παρουσιάζοντας περισσότερα στοιχεῖα ἀπὸ τὴν πολυποίκιλη προσφορὰ τοῦ Βυζαντίου γράφει: «Ὅταν στὴν Δυτικὴ Εὐρώπη τὰ ἀπομεινάρια τῆς Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας δὲν ἦταν παρὰ μικρὰ ἀδύναμα κρατίδια, ἡ Κωνσταντινούπολη παρέμενε πρωτεύουσα ἑνὸς ἰσχυροῦ ὀργανωμένου κράτους. Ὑπῆρξε ἕνα κράτος μὲ διοικητικὲς δομές, μὲ νομοθεσία ποὺ ἐκσυγχρονιζόταν καὶ προσαρμοζόταν στὶς ἀνάγκες του, μὲ νόμισμα τὸ ὁποῖο κυκλοφοροῦσε σὲ ὁλόκληρο τὸν κόσμο, ἀπὸ τὴ Μεσόγειο ὡς τὴν Ἄπω Ἀνατολή, μὲ ἐκπαιδευτικὸ σύστημα τὸ ὁποῖο διατήρησε τὴν καλλιέργεια τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας καὶ παιδείας. Ἦταν μία αὐτοκρατορία ποὺ στηρίχθηκε σὲ μία ἱεραρχημένη κοινωνία, ἡ ὁποία κληροδότησε στοὺς μεταγενέστερους, ἐκτὸς ἀπὸ τὴν δική της ἀντίληψη γιὰ τὸν Χριστιανισμὸ καὶ ὁρισμένα ἀπὸ τὰ ἀριστουργήματα τῆς παγκόσμιας τέχνης. Σὲ αὐτὴ τὴν αὐτοκρατορία ὀφείλει ἡ σημερινὴ Εὐρώπη τὴν ὕπαρξή της: ἂν ἡ Βυζαντινὴ Αὐτοκρατορία δὲν εἶχε ἀναχαιτίσει γιὰ τόσους αἰῶνες τοὺς Ἄραβες, τοὺς Σελτζούκους καὶ τοὺς Ὀθωμανούς, ἡ Δύση δὲν θὰ εἶχε προλάβει νὰ ὀρθοποδήσει».
Ὡς ἐπιστέγασμα τῶν ἐλάχιστων αὐτῶν μέσα ἀπὸ πολλὲς ἄλλες θετικὲς ἐκτιμήσεις τοῦ Βυζαντίου παραθέτουμε τρεῖς ἐξαιρετικὲς γνῶμες ποὺ ἀκούσθηκαν στὸ 16ο Διεθνὲς Βυζαντινολογικὸ Συνέδριο τῆς Βιέννης (4-9 Ὀκτωβρίου 1981), στὸ ὁποῖο μετεῖχε ὁ ὁμιλῶν μαζὶ μὲ χίλιους ἄλλους συνέδρους ἀπὸ ὅλες τὶς χῶρες ποὺ καλλιεργοῦν τὶς βυζαντινὲς σπουδές. Κατὰ τὴν ἐπίσημη ἔναρξη τῶν ἐργασιῶν τοῦ συνεδρίου ὁ τότε πρόεδρος τῆς δημοκρατίας τῆς Αὐστρίας δόκτωρ Rudolf Kirschlager, συνεχάρη τὸν κύριο ὀργανωτὴ καὶ μεγάλο βυζαντινολόγο καθηγητὴ Herbert Hunger γιὰ τὴν ἐπιτυχία τοῦ ἐπιστημονικοῦ του ἔργου, ἡ ὁποία ὅπως εἶπε, «συνίσταται εἰς τὸ ὅτι ὄχι μόνο διδάσκει, ἀλλὰ ἀφήνει καὶ διὰ τῆς πείρας νὰ μάθουμε, ὅτι ἡ λέξη "βυζαντινισμὸς" δὲν ἔχει καμμία σχέση μὲ τὴν βυζαντινὴ πραγματικότητα, ἀλλὰ προῆλθε ἀπὸ ἐλλιπῆ κατανόηση τοῦ Βυζαντίου ἐκ μέρους τῶν ἱστοριογράφων τῆς Ἀναγεννήσεως. Θα ἤμασταν πολὺ πιὸ φτωχοὶ σήμερα, ἂν οἱ πλούσιοι θησαυροὶ αὐτῆς τῆς περιόδου, οἱ ἱστορικὲς ἐμπειρίες, οἱ θρησκευτικὲς καὶ φιλοσοφικὲς ἀλήθειες δὲν εἶχαν φθάσει μέχρι τῶν ἡμερῶν μας καὶ δὲν εἶχαν ἀξιολογηθῆ ἀναλόγως». Οἱ δύο ἄλλες γνῶμες εὑρίσκονται διατυπωμένες στὸν μνημειώδη κατάλογο χειρογράφων της Ἐκθέσεως ποὺ ὀργανώθηκε στὰ πλαίσια τοῦ συνεδρίου τὸν ὁποῖο συνέταξε ὁ βυζαντινολόγος Otto Mazal καὶ φέρει τὸν τίτλο «Buzanz und das Abendland». Προλογίζοντας τὸν κατάλογο ὁ γενικὸς διευθυντὴς τῆς Ἐθνικῆς Βιβλιοθήκης τῆς Αὐστρίας Joseph Spitzenberg γράφει: «ἡ προσφορὰ τῆς σύγχρονης βυζαντινολογίας εὑρίσκεται εἰς τὸ ὅτι φωτίζει σωστὰ τὸν ἱστορικὸ ρόλο τοῦ Βυζαντίου, τὸ ὁποῖο ἐπὶ μακρὸ χρόνο εἶχε πολλὲς σκιὲς στὴν ἱστορικὴ συνείδηση τῆς Δύσεως». Ὁ συγγραφεὺς τοῦ καταλόγου Otto Mazal διευκρινίζει περισσότερο ὅσα εἶπε ὁ πρόεδρος τῆς Αὐστριακῆς Δημοκρατίας γιὰ ἐλλιπῆ κατανόηση τοῦ Βυζαντίου καὶ διαπιστώνει ἐσκεμμένη καὶ σχεδιασμένη παραποίηση τῶν πραγμάτων. Γράφει: «Τὸ γεγονὸς ὅτι στοὺς νεώτερους χρόνους ἡ σημασία τοῦ Βυζαντίου δὲν ἔτυχε προσοχῆς στὴ Δύση, ὁ δὲ βυζαντινὸς πολιτισμὸς καταλαμβάνει μικρὸ μέρος στὴν ἱστορικὴ εἰκόνα τοῦ παρόντος, ὀφείλεται στὴν ἀρνητικὴ θεώρηση τῆς ἱστορίας τοῦ ἐκ μέρους τῶν δυτικῶν ποὺ ἤθελαν νὰ βλέπουν τὴν βυζαντινὴ περίοδο μόνον ὡς μία διαρκῆ πορεία καταπτώσεως μετὰ ἀπὸ τὴν ἔνδοξη ἐποχὴ τῆς ἑλληνορωμαϊκῆς ἀρχαιότητος. Οἱ ρίζες αὐτῆς τῆς ἀρνητικῆς τοποθέτησης ὑπάρχουν ἤδη στοὺς χρονογράφους τοῦ Μεσαίωνος, γιὰ τοὺς ὁποίους οἱ δυτικοὶ Φράγκοι αὐτοκράτορες ἤσαν οἱ νόμιμοι συνεχισταὶ τῆς Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας, ἐνῶ τὸ κατὰ τὴν ἀντίληψη τῆς Δύσεως αἱρετικὸ ἀνατολικὸ κράτος ὡς "βασίλειο τῶν Γραικῶν" (Regnum Graecorum) εἶχε χάσει τὴν οἰκουμενικότητά του καὶ εἶχε ἀποκλεισθῆ ἀπὸ τὴν σκηνὴ τῆς ἱστορίας. Γιὰ πρώτη φορὰ ἡ βυζαντινολογία τοῦ παρόντος δείχνει καὶ πάλι μὲ σαφήνεια τὴν μεγάλη κοσμοϊστορικὴ σημασία τοῦ Βυζαντίου καὶ δίνει ὤθηση γιὰ μία ἀναθεώρηση».
Μὲ βάση λοιπὸν ὄχι τὴν προκατειλημμένη καὶ ἐλλιπῆ, ἀλλὰ τὴν ἀντικειμενικὴ καὶ ὁλοκληρωμένη κατανόηση τοῦ Βυζαντίου, θὰ πρέπει νὰ παύσει νὰ εἶναι «σημεῖον ἀντιλεγόμενον» ὅπως λέγει σὲ ὁμότιτλο ἄρθρο τοῦ ὀ Φώτης Κόντογλου. Ο μεγάλος αὐτὸς καὶ γνήσιος Ρωμηὸς (=βυζαντινός), ὁ νέος ἅγιος τῶν νεοελληνικῶν γραμμάτων μετὰ τὸν Ἀλέξανδρο Παπαδιαμάντη, ποὺ ἀνακαίνισε ἐπίσης τὴν βυζαντινὴ ζωγραφικὴ καὶ τὴν ἔφερε στὸ προσκήνιο, ἀφοῦ στὸ ἄρθρο τοῦ αὐτὸ ἀλλὰ καὶ σὲ πολλὰ ἄλλα ἄρθρα ὑποδεικνύει τὴν μοναδικότητα τοῦ Βυζαντίου ποὺ πρέπει νὰ κρίνεται μὲ διαφορετικὰ μέτρα, συμπεραίνει: «Τὸ Βυζάντιο εἶναι ἕνα μεγάλο χωνευτήρι, ποὺ μέσα σ' αὐτὸ πέσανε καὶ λυώσανε μυριάδες ψυχές, σὰν λογὴς-λογὴς μεταλλεύματα, λογὴς-λογὴς ἔθνη, καὶ ἀπὸ ἐκεῖ βγῆκε χρυσάφι λαμπερὸ μαζὶ μὲ μαύρη σκουριά. Αὐτὸ τὸ μάλαμα εἶναι τὸ πιὸ καθαρὸ ἀπὸ κάθε χρυσάφι ποὺ βγῆκε ἀπὸ χωνευτήρι. Κι ἀπ' αὐτὸ γίνηκε ἡ ἑπτάφωτος λυχνία ποὺ θὰ φωτίζει τὸν κόσμο στὸν αἰώνα τοῦ αἰῶνος».
3. Τὸ Μεγαλεῖο του Βυζαντίου
Μερικὲς λοιπὸν λάμψεις ἀπὸ τὸ καθαρὸ χρυσάφι τοῦ Βυζαντίου καὶ τὴν ἑπτάφωτη λυχνία τῆς Νέας Ἱερουσαλὴμ θὰ προσπαθήσω σύντομα νὰ σᾶς προσφέρω στὸν ἐναπομένοντα χρόνο, μετὰ ἀπὸ τὴν ἀξιολογικὴ βιβλιογραφικὴ περιπλάνηση ποὺ ἐπιχειρήσαμε.
α) Μεγάλη ἱστορικὴ διάρκεια
Κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ παραβλέψει τὴν μεγάλη διάρκεια τῆς ἱστορικῆς ζωῆς τοῦ Βυζαντίου, ποὺ διήρκεσε χίλια ἑκατὸν εἴκοσι τρία ἔτη, ἂν ὡς ἀρχὴ τοῦ Βυζαντίου θεωρήσουμε τὰ ἐγκαίνια τῆς Κωνσταντινουπόλεως ποὺ ἔκανε ὁ Μ. Κωνσταντῖνος στὶς 11 Μαΐου τοῦ 330, ὅπως κάνουν οἱ περισσότεροι ἀπὸ τοὺς βυζαντινολόγους. Ἡ μακραίων αὐτὴ ἱστορικὴ ὕπαρξη, μοναδικὴ στὴν παγκόσμια ἱστορία, εἶναι συνάρτηση τῆς καλῆς καὶ σταθερῆς διοικητικῆς ὀργάνωσης μὲ τὴν βοήθεια τοῦ ρωμαϊκοῦ δικαίου, καὶ τῆς ἐσωτερικῆς ἑνότητας τῆς κοινωνίας ποὺ στηριζόταν σὲ σταθερὸ κώδικα ἀξιῶν ποὺ προσέφεραν ἡ ἑλληνικὴ παιδεία καὶ ἡ χριστιανικὴ πίστη, ἀλλὰ καὶ στὴν ἰσχυρὴ οἰκονομικὴ καὶ στρατιωτική της παρουσία.
Ἄλλες αὐτοκρατορίες ποὺ ἔπαιξαν σημαντικὸ ρόλο στὴν παγκόσμια ἱστορία ἄντεξαν λίγους μόνον αἰῶνες καὶ διαλύθηκαν, ὅπως καὶ ἡ πρώτη ἑλληνικὴ αὐτοκρατορία τοῦ Μ. Ἀλεξάνδρου, τῆς ὁποίας διάδοχος θεωρεῖται ἡ δεύτερη ἑλληνικὴ αὐτοκρατορία, ἡ χριστιανικὴ αὐτοκρατορία τοῦ Μ. Κωνσταντίνου. Σημερινὰ μεγάλα κράτη, ποὺ διεκδικοῦν παγκόσμια ἡγεμονία, ὅπως οἱ ΗΠΑ, μόλις ἔχουν περάσει τοὺς δύο αἰῶνες ζωῆς, καὶ ἔχει ἤδη ἀρχίσει ἡ ἐσωτερική τους διάβρωση καὶ παρακμή, ἡ ἀμφισβήτηση τῆς οἰκονομικῆς καὶ στρατιωτικῆς τους ἡγεμονίας. Τὸ δικό μας μικρὸ νεοελληνικὸ κράτος, ποὺ ξεκίνησε μὲ τὴν Μεγάλη Ἰδέα τῆς παλινόρθωσης τοῦ Βυζαντίου κινδυνεύει ἤδη πολὺ σοβαρά, ἐκτὸς ἀπὸ τὴν κρατικὴ καὶ ἐθνική του ἀνεξαρτησία, νὰ χάσει καὶ τὴν πολιτιστική του ταυτότητα μέσα στὸ χωνευτήρι τοῦ Συγκρητισμοῦ καὶ τῆς Παγκοσμιοποίησης, ἐνῶ δὲν ἔχει συμπληρώσει ἀκόμη δύο αἰῶνες ἐλεύθερου πολιτικοῦ βίου.
β) Ἡ τριπλῆ σύνθεση
Ὅλοι οἱ εἰδικοὶ ἀναγνωρίζουν ὅτι στὸ Βυζάντιο ἐπιτελέσθηκε κατὰ μοναδικὸ καὶ μεγαλειώδη τρόπο τὸ συνταίριασμα, ἡ συγχώνευση τριῶν μεγάλων παραγόντων: τῆς ρωμαϊκῆς νομικῆς καὶ διοικητικῆς παράδοσης, τῆς ἑλληνικῆς παιδείας καὶ τῆς Χριστιανικῆς πίστης. Ἂν ὁ καθένας ἀπὸ αὐτοὺς τοὺς παράγοντες ἔχει καθ' ἑαυτὸν τὴν ἀξία καὶ τὴν μεγαλωσύνη του, ὄχι μόνο τριπλασιάζεται προσθετικὰ ἡ ἀξία τους, ἀλλὰ πολλαπλασιάζεται ἀπὸ τὴν δυναμική της συνθέσεως, ὅπως δείχνει τὸ ἀποτέλεσμα στὸν πολυποίκιλο καὶ πολύπτυχο πολιτιστικὸ βίο τοῦ Βυζαντίου, στὴν ἐξ αἰτίας τῆς συνθέσεως αὐτῆς καρποφορία του.
Εἶναι βέβαια γνωστὸ ὅτι κατὰ τοὺς τρεῖς πρώτους μεταχριστιανικοὺς αἰῶνες τὸ Ρωμαϊκὸ κράτος καὶ ἡ ἑλληνικὴ διανόηση κατεδίωξαν σκληρὰ τὸν Χριστιανισμὸ μὲ τοὺς ὀργανωθέντες ἀπὸ τὴν ρωμαϊκὴ διοίκηση διωγμοὺς καὶ μὲ τὴν ἀπορριπτικὴ καὶ σκωπτικὴ πολεμικὴ τῶν Ἑλλήνων διανοουμένων. Στὴν σύγκρουση αὐτή νικητης βγῆκε ὁ Χριστιανισμός, διότι ἀπέδειξε μέσα στοὺς διωγμούς, καὶ στὴ συκοφάντηση ὅτι διαθέτει ἀσυνήθιστη γιὰ τὰ ἀνθρώπινα μέτρα πνευματικὴ ἀντοχὴ καὶ ἐπίδραση, ὅτι καλλιεργεῖ καὶ ἀναπτύσσει μεγάλες ἀρετὲς καὶ ἀξίες, συνεκτικές της ἀνθρώπινης κοινωνίας, τὴν ἀγάπη, τὴν φιλανθρωπία, τὴν ταπείνωση, τὴν ἀξία κάθε ἀνθρωπίνου προσώπου, τὴν ταπείνωση, τὴν εἰρήνη, τὴν συμφιλίωση, τὴν καταλλαγή. Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, ὁ μεγάλος θεολόγος καὶ ρήτωρ τοῦ 4ου αἰῶνος, ὁ νέος αὐτὸς Δημοσθένης καὶ Κικέρων τῆς χριστιανικῆς ἀρχαιότητος, ὁ ὁποῖος προσφυῶς ὀνομάσθηκε Χρυσόστομος, λέγει ὄτι η μεγαλύτερη ἀπόδειξη τῆς θεϊκῆς προελεύσεως τοῦ Χριστιανισμοῦ εἶναι ἡ καταπληκτική του διάδοση σὲ ὅλο τὸν κόσμο μέσα σὲ λίγες δεκαετίες, ὄχι ἀπὸ μορφωμένους καὶ πειστικοὺς φιλοσόφους καὶ διδασκάλους, ἀλλὰ ἀπὸ μία μικρὴ ὁμάδα ἀγραμμάτων καὶ πτωχῶν ἁλιέων τῆς Γαλιλαίας, μέσα σὲ ἕνα ἐχθρικὸ γιὰ τὴν νέα πίστη περιβάλλον, καὶ μὲ μία διδασκαλία ποὺ δὲν κολάκευε τὰ ἀνθρώπινα πάθη, ὅπως ἀργότερα τὸ Ἰσλάμ, ἀλλὰ ποὺ ἤλεγχε καὶ ἀπέρριπτε τὶς ἀνθρώπινες ἀδυναμίες καὶ παρουσίαζε τὸν δρόμο πρὸς τὴν πνευματικὴ τελείωση ὡς «στενὴ καὶ τεθλιμμένη ὁδό», ὡς «ἐσταυρωμένο βίο», κατὰ τὸ πρότυπό του Θεανθρώπου Χριστοῦ.
Ἦταν λοιπὸν πολὺ φυσικὸ στὴν βυζαντινὴ αὐτὴ σύνθεση τῶν τριῶν δομικῶν παραγόντων ποὺ μνημονεύσαμε ἡ χριστιανικὴ πίστη, ὁ νικητὴς Χριστιανισμός, νὰ ἀποτυπώσει ἐντονώτερα τὴ σφραγίδα του, γιατί ἦταν ἀποδεδειγμένα ἡ νέα ἀνακαινιστικὴ δύναμη τῆς ἱστορίας, ὁ νέος ἔφηβος τῆς ἱστορίας, κατὰ τὴν πολὺ ὡραία εἰκόνα τοῦ μεγάλου πολιτικοῦ καὶ διανοητοῦ Παναγιώτη Κανελλόπουλου. Ο Χριστιανισμὸς λοιπὸν ἔγινε ἡ κολυμβήθρα, μέσα στὴν ὁποία τὸ ρωμαϊκὸ δίκαιο καὶ ἡ ρωμαϊκὴ διοίκηση μεταμορφώθηκαν ἐπὶ τὸ φιλανθρωπότερο, καὶ ἡ ἑλληνικὴ παιδεία υἱοθετήθηκε σὲ ὅλες της τὶς μορφές, ἀφοῦ ἀποκαθάρθηκε ἀπὸ ὅσα μειονεκτήματα ὡς ἀνθρώπινο δημιούργημα παρουσίαζε, ἰδιαίτερα ὡς πρὸς τὴν ἀξία τοῦ κάθε ἀνθρωπίνου προσώπου, τῶν γυναικών, τῶν δούλων, τῶν ἀσθενῶν καὶ ἀδυνάτων, καὶ πρὸ παντὸς ἀπὸ τὶς ἠθικὲς ἀδυναμίες τοῦ Δωδεκαθέου, ὅπως καθόρισε ὑποδειγματικὰ αὐτὴν τὴν ἀξιολόγηση ὁ Μ. Βασίλειος στὸ ἔργο του «Πρὸς τοὺς νέους, ὅπως ἂν ἐξ ἑλληνικῶν ὠφελοῖντο λόγων».
Ὁ ἰδιαίτερος αὐτὸς ρόλος τῆς Χριστιανικῆς πίστεως στὴν βυζαντινὴ σύνθεση δὲν καθιστὰ τὸ Βυζάντιο θεοκρατικό, ὅπως ὑποτιμητικὰ γράφουν καὶ ἰσχυρίζονται ὁρισμένοι, παραπέμποντες συνειρμικὰ στὰ ἰσλαμικὰ θεοκρατικὰ καθεστῶτα.Θεοκρατία ὑπάρχει ἐκεῖ, ὅπου τὴν πολιτικὴ διοίκηση ἀσκοῦν οἱ κληρικοί, τὸ ἱερατεῖο, τὸ χαλιφάτο. Στο Βυζάντιο ἡ βασιλεία, ἡ πολιτικὴ διοίκηση, εἶναι ξεχωριστὴ ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία καὶ πολλὲς φορὲς ἀντίθετη πρὸς ὅσα ἡ Ἐκκλησία ὑποδεικνύει. Πολιτεία καὶ Ἐκκλησία, βασιλεία καὶ ἱερωσύνη, ἀποτελοῦν δύο ξεχωριστοὺς θεσμοὺς μὲ διακριτοὺς ρόλους, ποὺ λειτουργοῦσαν ἁρμονικὰ στὰ πλαίσια τοῦ θεσμοῦ τῆς συναλληλίας, τὸν ὁποῖο συχνὰ παραβίαζε ἡ πολιτεία καὶ ὄχι ἡ Ἐκκλησία, ἡ ὁποία συχνὰ διὰ μεγάλων Πατέρων διαμαρτύρεται γιὰ τὶς ἐπεμβάσεις τῆς Πολιτείας στὰ ἐσωτερικὰ δικά της θέματα. Ἑπομένως, ὅπως σωστὰ παρατηρήθηκε, τὸ Βυζάντιο δὲν εἶναι θεοκρατικό, ἀλλὰ θεοκεντρικό, θέτει σὲ προτεραιότητα τὴν διδασκαλία τοῦ Εὐαγγελίου, δὲν εἶναι ἀνθρωποκεντρικό, ὅπως τὰ σύγχρονα δυτικὰ κράτη, τὰ ὁποῖα ὅμως ἐπειδὴ ἐξόρισαν τὸν Θεὸ καὶ τὸ Εὐαγγέλιο καὶ ἀποχριστιάνισαν τὶς κοινωνίες, εὑρίσκονται τώρα σὲ σύγχυση, ἀναρχία, ἀταξία καὶ πνευματικὸ ἀδιέξοδο.
Ἡ ἀναφορὰ στὸν Παναγιώτη Κανελλόπουλο καὶ στὴν ὡραία του εἰκόνα γιὰ τὸν Χριστιανισμὸ ὡς τὸν νέο ἔφηβο τῆς ἱστορίας, ποὺ παρέλαβε τὸν γηρασμένο Ἑλληνισμὸ καὶ τοῦ ἔδωσε σφρίγος καὶ δύναμη, εἰσάγει σὲ καλύτερο δρόμο τὴν προβληματικὴ γιὰ τὸ ἂν ὁ Ἑλληνισμὸς ὠφελήθηκε ἢ ζημιώθηκε ἀπὸ τὴν συνάντηση καὶ συνύπαρξή του μὲ τὸν Χριστιανισμό. Σύμφωνα μὲ τὸ σκεπτικό του Κανελλόπουλου ὑπῆρξε μεγάλη παρακμὴ καὶ διαφθορὰ στὸν ἑλληνορωμαϊκὸ κόσμο, διότι οἱ ἡδονιστικές, ὑλιστικὲς καὶ σαρκολατρικὲς ἰδέες εἶχαν πλήξει τὴν κλασσικὴ συμμετρία καὶ ἁρμονία καὶ «τὸ κορμί, τὸ ἑλληνικὸ σῶμα μὲ τὶς αἰσθητικὲς καὶ ἐρωτικὲς συμμετρίες τοῦ εἶχε ἀρχίσει νὰ γίνεται σάρκα, πολτὸς ὕλης, ἕνα ἄμορφο ὄργανο ἡδονῆς» ὅπως δυστυχῶς καὶ σήμερα. «Ἂν δὲν ἐρχόταν ὁ Χριστιανισμὸς - κι ὁ λόγος ποὺ τὸν ἔκανε νὰ 'ρθεί ἦταν πολὺ μεγάλος- δὲν ἀποκλείεται νὰ εἶχε χαθῆ ὅ,τι εἶχε ὡς τότε γίνει στὴ Δύση. Ἴσως ὁλόκληρος ὁ ἑλληνορωμαϊκὸς κόσμος ν' ἄφηνε πίσω του μόνο τὸ μύθο μίας νέας Ἀτλαντίδος. Πῶς θὰ μποροῦσε νὰ γίνει ἡ ἀφομοίωση τῶν βαρβάρων του βορρᾶ, ἂν τοὺς ὑποδέχονταν Ἕλληνες καὶ Ρωμαῖοι ποῦ θὰ εἶχαν πάψει νὰ πιστεύουν στὸν ἑαυτό τους; Μόνον οἱ Χριστιανοὶ μποροῦσαν νὰ ἀφομοιώσουν τοὺς βαρβάρους, οἱ Χριστιανοὶ ποὺ πίστευαν τόσο στὸν ἄνθρωπο, ὥστε ἀναζητοῦσαν τὸν ἄνθρωπο καὶ μέσ' τὴν ψυχὴ τῶν βαρβάρων. Και ἀφομοιώνοντας τοὺς βαρβάρους, οἱ Χριστιανοί, τοὺς ἔμπασαν ὁμαλὰ -χωρὶς νὰ εἶναι τέτοια ἡ συνειδητή τους πρόθεση- καὶ στὴν κληρονομιὰ τοῦ ἑλληνορωμαϊκοῦ κόσμου. Τὸ θαῦμα ποὺ σήμανε ἡ ἐπικράτηση τοῦ Χριστιανισμοῦ ἔσωσε καὶ τὸ ἑλληνικὸ πνεῦμα. Χωρὶς τὸ πνεῦμα τῆς Ἑλλάδος, δὲν θὰ μποροῦσε νὰ διαμορφωθεῖ ὁ κόσμος, ὅπως ξέρουμε· ἂς ποῦμε ὁ δυτικὸς κόσμος. Ἀλλὰ καὶ χωρὶς τὸν Χριστιανισμὸ τὸ ἑλληνικὸ πνεῦμα θὰ εἶχε ταφεῖ καὶ χαθεῖ κάτω ἀπὸ τὰ ἐρείπια τοῦ ρωμαϊκοῦ κόσμου».
Στὴ συνάφεια αὐτὴ θὰ μπορούσαμε νὰ ἐπιμείνουμε περισσότερο στὸ πόσο τὸ Βυζάντιο συνέχισε καὶ προήγαγε τὴν ἑλληνικὴ παιδεία, ὄχι μόνο μὲ τὴ διατήρηση τῆς ἑλληνικῆς γλώσσης καὶ τῶν συγγραμμάτων τῶν ἀρχαίων Ἑλλήνων σοφῶν, ἀλλὰ καὶ μὲ τὴν δημιουργικὴ παραγωγὴ τῆς νέας γραμματείας τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας, τῶν νέων ἐξαιρετικῶν ὑμνογραφικῶν συνθέσεων τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ὅπως π.χ. τοῦ Ἀκαθίστου Ὕμνου, τῶν Κανόνων, τῆς Θ. Λειτουργίας καὶ τόσων ἄλλων. Καὶ μόνο τὸ ὅτι τὸ Βυζάντιο διέσωσε καὶ ἐδίδαξε τὴν ἀρχαία σοφία, καὶ μετέφερε τὴν ἑλληνικὴ σκέψη κατ' ἀρχὴν στοὺς Ἄραβες μὲ τὴν Ἀριστοτελικὴ Φιλοσοφία καὶ κατόπιν στὴ Δύση μὲ τοὺς φυγάδες Ἕλληνες λογίους, πρὶν καὶ μετὰ τὴν ἅλωση, ἐνισχύοντας ἀποφασιστικὰ τὴν Ἀναγέννηση, καταξιώνει τὸν ἱστορικό του ρόλο.
γ) Ἡ μεγαλειώδης ἀρχή του μὲ τὴν νέα πρωτεύουσα
Ἡ μεγαλειώδης πορεία τοῦ Βυζαντίου ὀφείλεται ἐν πολλοῖς στὴν θαυμαστὴ καὶ μοναδικὴ ὄντως θεμελίωση καὶ ἀρχή του ἀπὸ τὸν Μ. Κωνσταντῖνο. Συχνὰ συζητεῖται στὴν ἔρευνα ἂν ἡ μεταστροφὴ τοῦ Μ. Κωνσταντίνου στὸν Χριστιανισμὸ ἦταν συνειδητὴ ἐσωτερικὴ ἀπόφαση, ἐσωτερικὴ ἀλλαγή, ἢ πολιτικὴ πράξη ποὺ ὑπελόγισε ἁπλὰ στὸν Χριστιανισμὸ ὡς τὴν μόνη τότε συνεκτικὴ πνευματικὴ δύναμη. Ἀπὸ τὶς πηγὲς προκύπτει μᾶλλον ὅτι πρόκειται γιὰ ἐσωτερικὴ ἀλλαγή, ἡ ὁποία εἶχε ἀρχίσει ἐνωρίτερα, ὅταν ἔφηβος στὴν Νικομήδεια στὸ περιβάλλον τοῦ Διοκλητιανοῦ ἐβίωσε τὴν ἀδικία τῶν διωγμῶν ἐναντίον τῶν Χριστιανῶν καὶ πρὸ παντὸς τὴν μεγάλη τους πίστη ποὺ ἔφθανε μέχρι τὸ μαρτύριο. Ἐπηρεάσθηκε σίγουρα καὶ ἀπὸ τὴν ἀνεξίθρησκη στάση τοῦ πατέρα τοῦ Κωνσταντίου Χλωροῦ, ὁ ὁποῖος ἀπέφυγε ὡς καίσαρ στὴ Δύση νὰ ἐγείρει διωγμὸ ἐναντίον τῶν Χριστιανῶν. Τὸ ἀποφασιστικὸ πάντως αἴτιο τῆς μεταστροφῆς τοῦ ἦταν, κατὰ τὶς ἱστορικὲς πηγὲς καὶ κατὰ τὴν πίστη τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ἐμφάνιση τοῦ Τιμίου Σταυροῦ ὁλοφώτεινου ἔξω ἀπὸ τὴν Ρώμη στὴν ἀναμέτρησή του μὲ τὸν Μαξέντιο μὲ τὴν ἐπιγραφὴ «Ἐν τούτω νίκα». Τὸ ἀπολυτίκιο τοῦ Ἁγίου Κωνσταντίνου σαφῶς ἐκφράζει αὐτὴν τὴν θέση, ἀλλὰ καὶ τὴν ἐξ αἰτίας αὐτοῦ του θαυμαστοῦ σημείου ἀφιέρωση τῆς Κωνσταντινούπολης καὶ ὅλης της αὐτοκρατορίας στὰ χέρια τοῦ Θεοῦ καὶ τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου.
ΔΕΙΤΕ ΤΟ ΥΠΟΛΟΙΠΟ ΕΔΩ Ι.Μ.Παντοκράτορος
Σχεδόν κανένας από τους αυτοκράτορες του Βυζαντίου δεν υπήρξε Έλληνας (και η καταγωγή μερικών εξ αυτών που θεωρούνται Έλληνες, είναι εξαιρετικά αμφισβητήσιμη). Ο Κωνσταντίνος ο επονομαζόμενος Μέγας δεν γνώριζε ούτε καν ελληνικά. Ο Θεοδόσιος ήταν Ισπανός, "ευγενής εξ Ιβήρων" σύμφωνα με τον Λέοντα τον Γραμματικό. Ο Ιουστινιανός ήταν Ιλλυριός (το πραγματικό του όνομα ήταν Γιουτπράδα), ο Ηράκλειος ήταν Καππαδόκης, ο Βασίλειος ο ιδρυτής της Μακεδονικής Δυναστείας ήταν Αρμένιος, ο Ιωάννης Τσιμισκής ήταν Αρμένιος (το πραγματικό του όνομα ήταν Τσεμίσκε) και ο τελευταίος αυτοκράτορας του Βυζαντίου (ο Έλληνας μαρμαρωμένος βασιλιάς, όπως τον αποκαλούν οι ελληνορθόδοξοι χριστιανοί) Κωνσταντίνος Παλαιολόγος ήταν Σέρβος στην καταγωγή (το πραγματικό του όνομα ήταν Κονσταντίν Ντράγκατς) από την πλευρά της μητέρας του, ενώ απ’ την πλευρά του πατέρα του υπάρχει ένα χάος, καθώς προέρχεται από ένα συνονθύλευμα πρόσμιξης εθνοτήτων.
ΑπάντησηΔιαγραφήΟ μύθος του "ελληνοχριστιανικού" πολιτισμού.
ΑπάντησηΔιαγραφήΗ ιστορία της ανατολικής ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, με έδρα την Κωνσταντινούπολη, εγκαινιάσθηκε με την δίωξη του κλασικού ελληνικού πολιτισμού από τους αυτοκράτορες με τη συνεργασία των Πατριαρχείων. Καταστατική αρχή της υπήρξε η εξαφάνιση οτιδήποτε ελληνικού και ο καταναγκαστικός εκχριστιανισμός. Τα γεγονότα βίας, λεηλασίας, τρομοκρατίας, καταστροφών, καύσεως των βιβλίων και φόνων είναι γνωστά και δεν είναι μεμονωμένα αλλά μαζικά. Σε αυτό το "θεάρεστο" έργο συμβάλλουν τα μάλα οι βυζαντινοί θεολόγοι, οι οποίοι δεν είναι διδάσκαλοι της αρχαιοελληνικής φιλοσοφίας και γραμματείας αλλά της χριστιανικής ηθικής και πίστεως, της εξ αποκαλύψεως μοναδικής αλήθειας. Οι τελευταίοι διδάσκαλοι και σχολιαστές της αρχαιοελληνικής παιδείας ήταν οι εθνικοί φιλόσοφοι, λ.χ. Λιβάνιος, Πρόκλος, Δαμάσκιος. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αντίθεσης στην αρχαιοελληνική παιδεία αποτελεί η γνωστή θεολογική τριάδα (Ιωάννης, Γρηγόριος, Βασίλειος). Ο Ιωάννης χαρακτηρίζει τις εορτές των εθνικών σατανικάς και πομπάς δαιμόνων και επικρίνει την ελληνική φιλοσοφία επειδή προβάλλει ιδέες αντίθετες προς το χριστιανικό δόγμα. Ενθερμος υποστηρικτής της θεοπνευστίας των Ιερών Γραφών και της εξ αποκαλύψεως αλήθειας, υβρίζει την πλατωνική πολιτεία ως "καταγέλαστον", καθώς και τον παλαιό του δάσκαλο Λιβάνιο, επειδή κατήγγειλε τον εμπρησμό του Ναού του Απόλλωνος στην Αντιόχεια ως έργο των χριστιανών. Οι ύβρεις του είναι δηλωτικές της χρυσοστομίας του: "Ω μιαρέ... ω ληρόσοφε... άθλιε και ταλαίπωρε...". Υποστηρίζει ότι τον Ναό έκαψε ο ίδιος ο θεός των χριστιανών και καταλήγει: "Πράγματι οι Έλληνες είναι πάντα παιδιά, δεν υπάρχει ώριμος Έλλην". Τέλος, ο Ιωάννης ως Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως διέταξε την καταστροφή του Ναού της Αρτέμιδος στην Έφεσο. Ο Γρηγόριος επιτίθεται λάβρος κατά της ελληνικής φιλοσοφίας, χαρακτηρίζοντάς την άχρηστη και νόθα. Συσχετίζει τους αιρετικούς με τον ελληνικό λόγο και τους στηλιτεύει διότι αποτελούν ένα "καινόν ασεβείας εργαστήριον". Επιτιθέμενος κατά του Ιουλιανού, που επανέφερε την αρχαιοελληνική παιδεία, ο Γρηγόριος δεν παραθέτει επιχειρήματα, αλλά λιβελλογραφεί και υβρίζει: "Ευηθέστατε και ασεβέστατε και απαιδευτότατε τά μεγάλα". Καταφέρεται επίσης ονομαστικώς κατά του Ομήρου, του Ηρακλείτου, του Αναξαγόρα, του Επικτήτου, κατά του Σωκράτη, του Πλάτωνα, του Αριστοτέλη κ.λ.
ΣΥΝΕΧΕΙΑ Τέλος, στο δίλημμα που ο ίδιος θέτει: ποια είναι προτιμότερη, η αρχαιοελληνική παιδεία ("έξω") ή η χριστιανική ("ημετέρα"), η εκλογή του είναι σαφώς η δεύτερη. Ο "ουρανοφάντωρ" Βασίλειος θεωρεί την πολιτική δευτερεύουσα και σχετικής αξίας καθότι γήινη και αφορώσα το σώμα, ενώ ανώτερη είναι η θεία εξουσία που αφορά την ψυχή στη "μέλλουσα ζωή". Συνεπώς είναι εντελώς αντίθετος τόσο στην αρχαιοελληνική αντίληψη, που θεωρεί την πολιτική ως πρώτιστη και ουσιαστική ιδιότητα του ανθρώπου (άνθρωπος φύσει πολιτικόν ζώον, γράφει ο Αριστοτέλης), όσο και στην πρακτική της αρχαιοελληνικής πόλεως, που χαρακτηρίζεται από τη συμμετοχή όλων των πολιτών στην πολιτική, με θεσμούς συμμετοχής εξασφαλιζόμενους από γραπτούς νόμους. Αρνείται την συμμετοχή των πολλών, καθώς και την κλήρωση για την ανάδειξη στην εξουσία, συνεπώς απορρίπτει διαρρήδην τη δημοκρατία, που έχει ως βασική αρχή τη συμμετοχή όλων στην εξουσία και στις αποφάσεις. Κατά τον Βασίλειο, πηγή της εξουσίας δεν είναι ο δήμος αλλά ο θεός, ενώ ο μόνος ικανός να την ασκήσει είναι ο ελέω θεού βασιλεύς. Υποστηρίζοντας το δόγμα "ένας θεός, ένας βασιλεύς, μία οικουμένη" αντιστρατεύεται την αρχαιοελληνική αντίληψη, κατά την οποία πηγή της εξουσίας είναι ο δήμος και όχι ο μονάρχης ή ο θεός. Το ποικιλοτρόπως προβαλλόμενο κείμενο "όπως αν εξ ελληνικών ωφελοίντο λόγων" αναδεικνύει ακριβώς τις αντινομίες της ειρηνικής συνύπαρξης ελληνικού πολιτισμού και χριστιανισμού. Το κείμενο αυτό είναι υπεράσπιση των χριστιανικών ιδεωδών και της εξ αποκαλύψεως αλήθειας. Καταφέρεται κατά των ολυμπίων θεών και της ηθικής τους. Καταδικάζει την επιθυμία και τις ηδονές του σώματος, που τις θεωρεί όχι μόνο αμάρτημα αλλά και έγκλημα. Απαξιώνει τον πραγματικό κόσμο προς όφελος της "άλλης ζωής", της αιωνίου. Η μόνη αποδεκτή αρετή είναι η πίστη, που προβάλλει ως ανώτερη της έρευνας και της έλλογης γνώσεως. Προκρίνονται έτσι όλες οι αξίες και σημασίες που είναι εντελώς αντίθετες με την αρχαιοελληνική πρακτική, ηθική και γνωσιοθεωρία. Οι αναφορές του, άλλωστε, στους Έλληνες συγγραφείς είναι επιφανειακές και επιλεκτικές, εξυπηρετούν δε τα ηθικολογικά του πρότυπα. Οι βυζαντινοί θεολόγοι εξακολούθησαν να βάλλουν κατά του ελληνικού πολιτισμού αδιαλείπτως μέχρι το τέλος του Βυζαντίου. Συνεπώς δεν προέβησαν σε καμία "δημιουργική σύνθεση ελληνισμού και χριστιανισμού", ούτε σε "ουσιαστικό διάλογο με την αρχαία ελληνική φιλοσοφία". Η "σύνθεση" αυτή και ο "διάλογος" είναι τεχνητή κατασκευή των μετέπειτα νεοελλήνων χριστιανών και εθνικιστών για ιδεολογική χρήση.
ΑπάντησηΔιαγραφή("ΕΛΛΑΣ ΕΛΛΗΝΩΝ ΧΡΙΣΤΙΑΝΩΝ" της
21ης Απριλίου)