ΜΕΓΑΛΗ ΠΕΜΠΤΗ
Οἱ φονεῖς τὸν Χριστοῦ
«Ἤδη βάπτεται κάλαμος ἀποφάσεως παρὰ κριτῶν ἀδίκων καὶ Ἰησοῦς δικάζεται καὶ κατακρίνεται σταυρῶ. Καὶ πάσχει ἡ κτίσις, ἐν σταυρῶ καθορώσα τὸν Κύριον. Ἀλλ' ὁ φύσει σώματος δὶ' ἐμὲ πάσχων, ἀγαθὲ Κύριε, δόξα σοί».
Ὁ ἄνθρωπος δὲν ἔφταξε ποὺ σκότωσε τόσους ἀνθρώπους, σκότωσε καὶ τὸν Χριστό. Δὲν τὸν σκότωσε κανένα θηρίο, δὲν τὸν σκότωσε τουλάχιστον κανένας κακοῦργος, παρὰ τὸν σκοτώσανε οἱ ἄνθρωποι ποὺ βαστούσανε τὸν νόμο τοῦ Μωυσῆ καὶ ποὺ περίμενε ὁ λαὸς νὰ τοῦ δείξουνε τὸν δρόμο τοῦ Θεοῦ, οἱ γραμματεῖς κ' οἱ φαρισαῖοι. Αὐτοὶ ἤτανε κρυφοδαγκανιάρηδες σκύλοι, τυλιγμένοι μὲ προβιὰ ἀρνίσια γιὰ νὰ ξεγελάνε τὸν κόσμο. Πονηροί, ὑποκριτές, μαθητάδες τοὺ σατανᾶ, ποὺ ἀπάτησε τὸν Ἀδὰμ γιὰ νὰ τὸν καταπιεῖ, γλυκομιλώντας τοὺ καὶ λέγοντας του πὼς θὰ γίνει Θεὸς ἂν πορευθεὶ κατὰ τὰ λόγια του. Ὁ ὑποκριτὴς εἶναι ἕνα τέρας πιὸ σιχαμερὸ ἀπὸ κάθε ἄλλο, ποὺ κάθεται κρυμμένο στὰ σκοτεινὰ τάρταρα της ψευτιᾶς κι ἀπέξω στήνει τὶς παγίδες του γιὰ νὰ παραπλανέσει κανέναν ἀθῶον ἄνθρωπο. Εἶναι ἐγωιστής, σκληρός, ἀλύπητος, φιλάργυρος, φοβιτσιάρης, ἀλλὰ αὐτὰ τὰ σκεπάζει μὲ ψεύτικη ταπείνωση, μὲ συμπονετικὰ λόγια, μὲ γλυκομιλήματα. Ὁ ὑποκριτὴς δὲν ἔχει Θεὸ καὶ νόμο καὶ καμώνεται ἴσα-ἴσα πὼς φοβᾶται τὸν Θεὸ καὶ τὸν νόμο του.
Εἶναι μιὰ ψυχὴ σαπισμένη καὶ βρωμερὴ κι ἀμετανόητη. Ὁ κάθε ἁμαρτωλός μπορεὶ νὰ μετανοιώσει, ὁ ὑποκριτὴς εἶναι ἀμετανόητος, σὰν νάκανε συμβόλαιο μὲ τὸν διάβολο. Ὅλοι οἱ ἁμαρτωλοὶ μποροῦνε νὰ σωθοῦνε καὶ μάλιστα ν' ἁγιάσουνε, πλὴν ὁ ὑποκριτὴς δὲν ἔχει...
σωτηρία, θὰ πεθάνει ὑποκριτής. Ὁ Χριστὸς δὲν ἀπέλπισε κανέναν, ὅλους τους φώναζε κοντά του καὶ τοὺς ἔδινε ἐλπίδα, ἐξὸν ἕναν μονάχα, τὸν ὑποκριτή. Τὸ «οὐαί!» ἤγουν τὸ «ἀλλοίμονο!» δὲν τὸ εἶπε οὔτε γιὰ τὸν τελώνη, οὔτε γιὰ τὴν πόρνη, οὔτε καν γιὰ τὸν φονιά. Ἴσια ἴσια εἶπε πὼς αὐτοὶ δείχνουνε τὸν δρόμο τοῦ Θεοῦ στοὺς φαρισαίους. Τὸ «οὐαὶ» τὸ εἶπε μονάχα γιὰ τὸν ὑποκριτή, γιὰ τὸν ἀγιάτρευτον. Ἀφοῦ ὁ Χριστός, ποῦ ἦρθε νὰ γιατρέψει ὅλες τὶς ἀρρώστειες τῆς ψυχῆς μας, ἀπέλπισε τὸν ὑποκριτή, ποιὸς θὰ μπορέσει νὰ τὸν σώσει; Κ' αὐτὸ γίνεται γιατί ὅποιος ἔχει τούτη τὴν ἀρρώστεια δὲν θαρρεῖ τὸν ἑαυτό του γιὰ ἄρρωστον, ἀλλὰ ἴσια-ἴσια θαρρεῖ πὼς εἶναι πολὺ καλά, καὶ περιπαίζει κρυφά τους ἄλλους, κ' ἔχει τὴν ἰδέα πὼς ἡ πονηρία τοῦ εἶναι ἡ πιὸ μεγάλη γνώση καὶ σοφία καὶ τὸ νὰ μετανοιώσει εἶναι γιὰ δαῦτον σὰν νὰ γίνει κουτὸς ἀπὸ ἔξυπνος, ἀθῶος ἀπὸ πονηρός, φανερὸς ἀπὸ κρυφός, μ' ἕναν λόγο ἄρρωστος ἀπὸ γερός.Ὅποιος ἀκούσει τὰ λόγια ποὺ εἶπε ὁ Χριστὸς γιὰ τοὺς φαρισαίους, τρέμει. «Ἀλλοίμονό σας, γραμματεὶς καὶ φαρισαῖοι ὑποκριτές, γιατί σφαλᾶτε τὴ βασιλεία τῶν οὐρανῶν μπροστὰ στοὺς ἀνθρώπους, κι οὔτε σεῖς μπαίνετε μέσα καὶ τοὺς ἄλλους δὲν ἀφήνετε νὰ μποῦνε. Ἀλλοίμονό σας, γραμματεὶς καὶ φαρισαῖοι ὑποκριτές, γιατί κατατρῶτε τὰ σπίτια τῶν χηρῶν καὶ κάνετε ἀτέλειωτες προσευχές· γιὰ τοῦτο θάχετε πιὸ μεγάλο κρίμα. Ἀλλοίμονό σας, γραμματεὶς καὶ φαρισαῖοι ὑποκριτές, γιατί κάνετε ἄνω κάτω στεριὰ καὶ θάλασσα γιὰ νὰ κάνετε ἕνα μαθητὴ καὶ σὰν γίνει μαθητής σας, τὸν κάνετε γυιὸ τοῦ διαβόλου χειρότερον ἀπὸ ἐσᾶς...
Ἀλλοίμονό σας, γραμματεὶς καὶ φαρισαῖοι ὑποκριτές, γιατί ἀποδεκατίζετε τὸν δυόσμο καὶ τ' ἄνηθο καὶ τὸ κύμινο κι ἀφήσατε τὰ πιὸ βαριὰ τῆς θρησκείας, τὴ συμπόνια καὶ τὴν πίστη... Στραβοί, ποὺ θέλετε νὰ ὁδηγήσετε τοὺς ἄλλους, ἐσεῖς ποὺ λαμπικάρετε τὰ κουνούπι καὶ καταπίνετε τὴν γκαμήλα. Ἀλλοίμονό σας, γραμματεὶς καὶ φαρισαῖοι ὑποκριτές, γιατί καθαρίζετε ἀπέξω μονάχα τὸ ποτήρι καὶ τὸ πινάκι κι ἀπὸ μέσα εἶναι γεμάτα κλεψιὰ καὶ ἀτιμία». Καὶ σὰν νὰ μὴ φτάνανε τόσα «ἀλλοίμονο» λέγει παρακάτω: «Φίδια, γεννήματα τῆς ὀχιᾶς, πῶς θὰ ξεφύγετε ἀπὸ τὴν κρίση ποῦ θὰ σᾶς ρίξει στὴν αἰώνια φωτιά; Γιὰ τοῦτο, νά, ἐγὼ σᾶς στέλνω προφῆτες καὶ σοφοὺς καὶ γραμματεῖς κι ἀπὸ δαύτους θὰ σκοτώσετε κάμποσους καὶ θὰ τοὺς σταυρώσετε καὶ θὰ τοὺς δείρετε στὰ συμβούλιά σας καὶ θὰ τοὺς κυνηγήσετε ἀπὸ πολιτεία σὲ πολιτεία, γιὰ νάρθει ἀπάνω στὰ κεφάλια σᾶς κάθε αἷμα δίκαιο ποὺ χύνεται ἀπάνω στὴ γῆ, ἀπὸ τὸ αἷμα τοῦ Ἄβελ τοῦ ἀθώου ἕως τὸ αἷμα τοῦ Ζαχαρία τοῦ γυιοῦ τοῦ Βαραχία ποὺ τὸν σκοτώσατε ἀνάμεσα στὴν ἐκκλησιὰ καὶ στὴν ἅγια τράπεζα».
Αὐτοὶ λοιπὸν οἱ ψευτοθεοφοβούμενοι, αὐτοὶ ποὺ φαινόντανε ἥσυχοι καὶ γνωστικοὶ καὶ σεβάσμιοι, αὐτοὶ σκοτώσανε τὸν Χριστὸ κι ὄχι ὁ Βαραββᾶς ἢ κανένας ἄλλος ληστής, ἢ κανένας Ρωμαῖος στρατιώτης, ποὺ πέρασε τὴ ζωὴ τοῦ μέσα στὰ αἵματα. Ὁ Πιλάτος, ὁ ἡγεμόνας τῆς Ἰουδαίας, πόσα ἔκανε γιὰ νὰ τὸν γλυτώσει ἀπὸ τὰ νύχια τους! Ἀδιαφόρετα. Αὐτοὶ εἴχανε βάλει τὸν ἁπλὸ τὸν κόσμο, ποὺ δὲν ἐνοίωθε ὁ δυστυχὴς τί ἔκανε, νὰ φωνάζει : «Σταύρωσε τὸν, σταύρωσε τὸν!» Μὰ οἱ φαρισαῖοι, δηλαδὴ οἱ ὑποκριτές, ξέρανε τί κάνανε, γιατί ὁ ὑποκριτὴς ξέρει πάντα καλὰ τί κάνει. Γιὰ τοὺς ἁπλούς, γιὰ τοὺς ξεγελασμένους, εἶπε ὁ Χριστός : «Πατέρα, συγχώρησέ τους γιατί δὲν γνωρίζουνε τί κάνουνε».
Καὶ πρόσεξε νὰ δεῖς τὴν οἰκονομία τοῦ Θεοῦ, πῶς, τὴν ὥρα ποὺ κρεμότανε ἀπάνω στὸν σταυρό, ἔρριξε τὸ ἔλεός του στὸν ληστὴ ποὺ εἴτανε σταυρωμένος μαζί του, δηλαδὴ σὲ μίαν ἁπλὴ ψυχὴ ποὺ εἶχε πέσει σὲ κρίματα βαρειὰ καὶ ποὺ σκότωσε κιόλας, δίχως νὰ ξέρει τί κάνει, δίχως δηλαδὴ νὰ εἶναι ὑποκριτὴς πολύξερος. Γιὰ τοῦτο, μ' ἕνα λόγο ποὺ εἶπε, συγχωρέθηκε κι ἁγίασε κι ὁ πρῶτος ποὺ μπῆκε στὸν παράδεισο ἤτανε ἕνας φονιάς. Θαυμάσετε, Χριστιανοί, τὸ ἔλεος! Ὁ ληστὴς ἄνοιξε τὸν παράδεισο γιὰ νὰ μποῦνε ἀπὸ πίσω του οἱ προφῆτες, οἱ ἀπόστολοι, οἱ ἱεράρχες, οἱ ὅσιοι, οἱ μάρτυρες. Τί μυστήρια ξεσκέπασε στὰ μάτια μας ὁ φιλάνθρωπος κι ὁ γλυκύτατος Χριστός μας! Ὅσα εἶχε πρωτύτερα ὁ ἄνθρωπος γιὰ ἀδύνατα, γιὰ ἀδιόρθωτα, γιὰ ἄσβυστα, γιὰ ἀμετατόπιστα, ὁ Χριστὸς τὰ ἔσβυσε, τὰ ἔκανε σὰν νὰ μὴν γινήκανε· συγχώρησε τὸν ληστὴ ποὺ μετανοίωσε καὶ παρευθὺς σβύσανε ὅσα ἔκανε, σὰν νὰ μὴ γινήκανε.
Ποῦ εἶναι πιὰ ἐκεῖνο τὸ ἀρχαῖο ρητὸ «Τὰ γενόμενα οὐκ ἀπογίνονται», δήλ. «ὅσα γινήκανε δὲν ξεγίνουνται»; Αὐτὴ τὴν καταδίκη, αὐτὴ τὴν ἄσπαστη ἁλυσίδα, ποὺ ἔπνιγε τὸν ἄνθρωπο, ὁ Χριστὸς τὴν ἔσπασε, τὸν σκληρὸ νόμο τὸν κατάργησε. Ὄχι μὲ κανένα ἀστροπελέκι, σὰν καὶ κεῖνα ποὺ ἔρριχνε ὁ Δίας, μὰ μὲ τὴ συγχώρηση. Αὐτὴ εἶναι ἡ ἐλευθερία τῶν τέκνων τοῦ Θεοῦ, ποὺ μᾶς χάρισε. Ὁ ληστὴς ξαναγεννιέται ἅγιος· κ' ὁ μαθητὴς τοῦ Χριστοῦ ποὺ ἔτρωγε μαζί του στὸ τραπέζι, καὶ ποὺ τὸν φώναζε φίλο, ὁ ὑποκριτὴς ὁ Ἰούδας, γίνεται ἀπὸ γυιὸς τοῦ Θεοῦ, γυιὸς τοῦ χαμοῦ, «υἱὸς τῆς ἀπωλείας».
Ὁ σεισμὸς ποὺ γίνηκε τὴν ἡμέρα ποὺ σταυρώθηκε ὀ Κύριος, ἀναποδογύρισε τὴν οἰκουμένη, γκρέμνισε τὸν παλιὸ τὸν κόσμο, τοὺς νόμους του, τὶς συνήθειές του, κατὰ τὰ λόγια ποὺ ἔγραψε ὑστερώτερα ὁ Ἀπόστολος Παῦλος : «Τὰ ἀρχαία παρῆλθεν, ἰδοὺ γέγονε καινὰ τὰ πάντα».
Αὐτὸς ὁ σεισμὸς καὶ τ' ἀναποδογύρισμα γίνηκε μέσα στὸν ἄνθρωπο. Τρισκαλότυχοι ὅποιοι ἁρπαχθήκανε καὶ πεταχθήκανε ἔξω ἀπὸ τὸ σκοτεινὸ μνῆμα τους, ὅπως οἱ νεκροὶ ποὺ βγήκανε ἀπὸ τοὺς τάφους τὴ μέρα που σταυρώθηκε ὁ Χριστός. Γιατί αὐτοὶ ποὺ λέγω καλότυχους, ἤτανε πρωτύτερα μὲ τὸ κεφάλι κάτω καὶ μὲ τὰ πόδια ἀπάνω, καὶ θαρρούσανε πὼς ἔτσι ἤτανε καλά, κι ὁ σεισμὸς τοῦ Χριστοῦ τοὺς ἀναποδογύρισε καὶ τοὺς ἔστησε ἀπάνω στὰ ποδάριά τους.
Κ' ἔτσι μπορέσανε νὰ κυττάξουνε καλὰ καὶ νὰ νοιώσουνε τὴν ἀληθινὴ ὄψη τοῦ κόσμου, ὅπως τὸν ἔκανε ὁ Θεός. Μὲ τὸ ἀναποδογύρισμα τοῦ κόσμου τῆς ψευτιᾶς, λευτερώθηκε ὁ ἄνθρωπος, γιατί ξαναγεννήθηκε στον κόσμο της ἀλήθειας, στὸν κόσμο τοῦ Χριστοῦ, ποὺ λέγει : «Ἐγὼ εἶμαι τὸ φῶς τοῦ κόσμου. Ὅποιος ἀκολουθὰ ἐμένα, δὲν θὰ περπατήσει στὸ σκοτάδι, μὰ θάχει τὸ φῶς τῆς ζωῆς». Κι ἀλλοῦ λέγει : «Γνώσεσθε τὴν ἀλήθειαν καὶ ἡ ἀλήθεια ἐλευθερώσει ὑμᾶς», δηλαδὴ θὰ «γνωρίσετε τὴν ἀλήθεια, ἐμένα, κι ὄχι τις ἀλήθειες τῶν φιλοσόφων καὶ τῶν ἠθικολόγων ποὺ εἶναι ψευτιές, καὶ ποὺ γιὰ τοῦτο δὲν μποροῦνε νὰ σᾶς ἐλευθερώσουνε».
Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Σιναΐτης λέγει : «Γνῶσιν ἀληθείας, τὴν τῆς χάριτος αἴσθησιν εἶναι κυρίως νόμισον. Τὰς δὲ λοιπᾶς νοήσεων ἐμφάσεις καὶ πραγμάτων ἀποδείξεις ἀποκαλεῖν δεῖ». Ἤγουν : «Γνώση τῆς ἀλήθειας νὰ ξέρεις πὼς εἶναι τὸ νὰ νοιώσεις τὴ θεία χάρη μέσα σου. Τὶς δὲ ἄλλες (ποὺ τὶς λένε γνώσεις τῆς ἀλήθειας), πρέπει νὰ τὶς λένε φανερώματα τῶν νοημάτων κι ἀποδείξεις τῶν πραγμάτων».
Κι ὁ ἅγιος Μάρκος ὁ ἀσκητὴς λέγει τὸ ἴδιο πράγμα μὲ ἄλλα λόγια: «Ἕτερόν ἐστι γνῶσις πραγμάτων, καὶ ἕτερόν ἐστι ἀληθείας ἐπίγνωσις». Αὐτὴ τὴ μία καὶ μονάχη ἀλήθεια, τὴ νοιώθουνε ὅσοι πηγαίνουνε κοντὰ στὸν Χριστὸ μὲ ἁπλὴ διάνοια καὶ μὲ ἀγάπη καὶ μὲ ταπείνωση. Γιὰ νὰ μᾶς φέρει αὐτὴ τὴν ἀλήθεια, σταυρώθηκε σήμερα. Ὅποιος τὸν πιστεύει καὶ τὸν ἀγαπᾶ, αὐτὸς πιστεύει κι ἀγαπᾶ τὴν ἀλήθεια. Για τοῦτο νὰ μὴν τὸν ρωτᾶμε τὸ Χριστό, σὰν νάναι φιλόσοφος: «Τί εἶναι ἡ ἀλήθεια;», ὅπως ἔκανε ὁ Πιλάτος, ποὺ εἶχε ὁ δυστυχὴς μπροστά του τὴν ἀλήθεια καὶ ρωτοῦσε «Τί ἐστιν ἀλήθεια;», περιμένοντας νὰ ἀκούσει κάποια λόγια κούφια, ἀπὸ κεῖνα ποὺ λένε οἱ ἄνθρωποι γιὰ τὶς ψεύτικες ἀλήθειές τους.
ΚΙΒΩΤΟΣ
ΜΗΝΙΑΙΟΝ ΦΥΛΛΑΔΙΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΔΙΔΑΧΗΣ
ΕΤΟΣ Β’ ΜΑΡΤΙΟΣ 1953 ΑΡΙΘ. ΦΥΛΛΟΥ 15
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου