ΘΑΥΜΑΤΑ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΣΕΡΑΦΕΙΜ ΤΗΣ ΒΙΡΙΤΣΑ
Στέφανος ὁ δραπέτηςΣ' ἕνα χωριὸ στὶς ὄχθες τῆς λίμνης Τσούτσκοε, ζοῦσε ἕνας ἄνθρωπος ποὺ λεγόταν Στέφανος μὲ τὴ γυναίκα του καὶ τρία παιδιά. Σ' αὐτὸ τὸ χωριὸ οἱ ἄνδρες τὸ καλοκαίρι ἀσχολοῦνταν μὲ ἁλιεία καὶ τὸ χειμώνα πήγαιναν νὰ δουλεύουν στὴν Πετρούπολη. Πῆγε καὶ ὁ Στέφανος ἕνα χρόνο τὸ χειμώνα στὴν Πετρούπολη καὶ ἐκεῖ ἔμεινε, δὲν ἤθελε νὰ γυρίσει σπίτι. Ἔγραψε στὴ γυναίκα τοῦ ἕνα γράμμα καὶ μετὰ ἐξαφανίστηκε γιὰ ἔξι μῆνες. Ἡ γυναίκα τοῦ κάθε φορᾶ διάβαζε στοὺς ἀγράμματους γονεῖς τὸ ἴδιο γράμμα σὰν νὰ ἦταν καινούριο γιὰ νὰ μὴν καταλάβουν οἱ γονεῖς τί συμβαίνει, τί τοὺς εἶχε κάνει ὁ Στέφανος. Ἀλλὰ πόσο μποροῦσε νὰ ἀντέξει; Μία μέρα ὅταν πάλι τοὺς διάβαζε τὸ γράμμα τοῦ Στεφάνου ξέσπασε σὲ κλάματα καὶ τοὺς τὰ εἶπε ὅλα. Ἡ γυναίκα μαζὶ μὲ τὸν πατέρα τοῦ Στεφάνου πῆγαν στὴν Πετρούπολη γιὰ νὰ βροῦν τὸν δραπέτη καὶ προσεύχονταν στὸν Κύριο νὰ τοὺς βοηθήσει.
Ἔμαθαν ὅτι ὁ Στέφανος ἔμπλεξε μὲ τοὺς κακοποιούς. Μία μέρα ἦταν μαζί τους σ' ἕνα σπίτι καὶ ἔπαιζε χαρτιά. Ξαφνικὰ κάποιος τὸν φώναξε. Νόμισε ὅτι ἦταν ἕνας ἀπὸ τοὺς γνωστούς του καὶ πῆγε νὰ τὸν δεῖ. Ἀλλὰ ἦταν ὁ πατέρας Σεραφείμ, ποὺ τοῦ εἶπε:
-Τί εἶχες κάνει Στέφανε; Αὐτοὶ οἱ φίλοι σου δὲν ἔχουν κανέναν. Ἐσὺ ὅμως ἔχεις οἰκογένεια, παιδιὰ καὶ τοὺς γέρους γονεῖς, ποὺ σὲ περιμένουν. Πήγαινε ἀμέσως στὸ τάδε ξενοδοχεῖο, ἐκεῖ θὰ τοὺς βρεῖς.
Ὁ Στέφανος ἔκανε αὐτὸ ποὺ τοῦ εἶπε ὁ Γέροντας, πῆγε στὸ ξενοδοχεῖο ὅπου βρῆκε τὴν γυναίκα καὶ τὸν πατέρα του καὶ γύρισε μαζί τους στὸ σπίτι.
Ἡ Μαρία
Ἡ Μαρία πρὶν γίνει πνευματικὸ παιδὶ τοῦ πατρὸς Σεραφεὶμ ἦταν πολὺ ἄρρωστη. Ὅλη σχεδὸν τὴν περιουσία τῆς τὴν ξόδεψε σὲ γιατροὺς ποὺ δὲν τὴν βοήθησαν καθόλου καὶ στὸ τέλος ἔφτασε στὴν ἀπελπισία. Μία μέρα πῆγε σὲ μία γέφυρα στὸν ποταμὸ Νέβα γιὰ νὰ...
αὐτοκτονήσει. Ξαφνικὰ τὴν πλησίασε μία κυρία καὶ τῆς εἶπε:-Ἀδελφή, δὲν εἶναι καλὸ αὐτὸ ποὺ σκέφτεσαι. Ἔλα νὰ σὲ πάω σὲ ἕναν πολὺ καλὸ γιατρό, αὐτὸς σίγουρα θὰ σὲ γιατρέψει.
-Ὅλα τὰ χρήματά μου ξόδεψα σὲ γιατροὺς καὶ δὲν ἔγινα καλύτερα ἀλλὰ μᾶλλον χειρότερα. Καὶ ξέρω ὅτι σὲ λίγο θὰ πεθάνω.
-Ἄκου τί θὰ σοὺ πῶ. Αὐτὸς ὁ γιατρὸς δὲν θέλει λεφτά. Ὁ Θεὸς εἶναι μαζί του, Αὐτὸς θεραπεύει μὲ τὴν προσευχή.
Ἡ Μαρία δέχθηκε τὴν πρότασή της καὶ πῆγαν μαζὶ στὴν Λαύρα. Ὁ Γέροντας σὰν νὰ τοὺς περίμενε καὶ πρῶτος εἶπε τὸ ὄνομά της:
-Μὴν ἀπελπίζεσαι, Μαρία. Κᾶνε μία μέρα νηστεία καὶ ὁ Κύριος θὰ σοὺ δείξει τὸ ἔλεός του.
Ἡ Μαρία τὸν πίστεψε καὶ ἔκανε αὐτὸ ποὺ τῆς εἶπε ὁ Γέροντας. Σιγὰ σιγὰ ἄρχισε νὰ γίνεται καλύτερα καὶ μετὰ θεραπεύτηκε τελείως. Ἔγινε πνευματικὸ παιδὶ τοῦ πατρὸς Σεραφείμ.
Μετὰ τὴν ἐπανάσταση τοῦ 1917, ὅταν δύσκολα μποροῦσε κανεὶς νὰ βρεῖ δουλειά, ἡ Μαρία μὲ τὴν προσευχὴ τοῦ Γέροντα βρῆκε μία θέση σ' ἕνα ἀπὸ τὰ ὑποκαταστήματα τῆς Κρατικῆς τράπεζας. Στὰ τέλη τῆς δεκαετίας τοῦ '20 τῆς εἶχε συμβεῖ ἕνα περιστατικὸ ποὺ τὸ διηγεῖται ἡ ἴδια.
«Τὴν ἡμέρα ποὺ ἔγιναν ὅλα αὐτὰ ἔπεσε μία πολὺ δυνατὴ βροχή. Τὰ χρήματα ἤδη τὰ εἴχαμε στείλει στὴν Κεντρικὴ τράπεζα καὶ ἐγὼ νόμιζα ὅτι μὲ περιμένει μία ἥσυχη νύχτα. Ἀλλὰ ἔκανα λάθος γιατί αὐτὴ ἀκριβῶς τὴν νύχτα στὴν τράπεζά μας ἦλθαν οἱ ληστές. Μὲ ἔβαλαν στὸν τοῖχο καὶ οἱ ἴδιοι ἄρχισαν νὰ ψάχνουν στὰ ταμεῖα ἀλλὰ δὲν μπόρεσαν νὰ βροῦν τίποτα. Ἕνας ἀπ' αὐτοὺς μὲ πλησίασε μὲ τὸ πιστόλι καὶ ἄρχισε νὰ μὲ ἀπειλεῖ, λέγοντας ὅτι θὰ μὲ σκοτώσει ἂν δὲν θὰ τοὺς πῶ ποὺ εἶναι κρυμμένα τὰ λεφτά. Τοὺς εἶπα ὅτι ὅλα τὰ χρήματα τὰ πῆγαν στὴν Κεντρικὴ τράπεζα. Ἀλλὰ δὲν μὲ πίστεψαν.
Αὐτὴ τὴν στιγμή, βλέποντας μπροστά μου τὸν θάνατο ἄρχισα νὰ ἐξομολογοῦμαι φωναχτὰ τὶς ἁμαρτίες μου καὶ μετὰ φώναξα:
-Παππούλη μου, μὲ ἀκοῦς;
-Ποιὸν φωνάζεις; - μὲ ρώτησαν οἱ ληστές.
-Φωνάζω τὸν πνευματικό μου πατέρα ποὺ μὲ θεράπευσε ἀπὸ μία ἀνίατη ἀσθένεια καὶ ποὺ μπορεῖ καὶ ἐσᾶς νὰ βοηθήσει ἂν μετανοήσετε.
-Μὴ μᾶς κάνεις κήρυγμα, - εἶπε ἕνας ἀπ' αὐτούς.
-Δὲν σᾶς κάνω κήρυγμα, θέλω μόνο νὰ μοῦ συγχωρήσει ὁ Θεὸς τὶς ἁμαρτίες μου πρὶν πεθάνω.
Μετὰ μὲ σηκωμένα χέρια ἄρχισα νὰ τοὺς λέω γιὰ τὸν Γέροντα. Πρὸς μεγάλη μου ἔκπληξη αὐτοὶ μὲ ἄκουγαν μὲ προσοχή. Ἕνας ἀπ' αὐτοὺς (ἴσως ὁ ἡγέτης τους), εἶπε:
-Ἀλήθεια λέει αὐτή, τὰ χρήματα δὲν ὑπάρχουν. Αὐτὸς ὁ Γέροντάς της, πιὸ σωστὰ τὸ ὄνομά του, τῆς ἔσωσε τὴν ζωή.
Οἱ ληστὲς ἔφυγαν χωρὶς νὰ μοῦ κάνουν κακό. Ἐγὼ εὐχαρίστησα τὸν Κύριο καὶ τὴν ἑπόμενη μέρα πρωὶ πρωὶ ἔτρεξα στὸν Γέροντα στὴν Λαύρα.
Τὸν βρῆκα μέσα στὸ ναὸ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Δὲν πρόλαβα νὰ ἀνοίξω τὸ στόμα μου καὶ αὐτός μου εἶπε:
-Γιὰ τὴν μετάνοιά σου, σὲ ἔσωσε ὁ Κύριος.
Εὐχαρίστησα τὸν ἀγαπητό μου Γέροντα ποὺ δὲν ἀφήνει ποτὲ τὰ πνευματικά του παιδιά. Αὐτὸς καὶ μετὰ βοηθοῦσε πολὺ καὶ ἐμένα καὶ τὴν οἰκογένειά μου».
Μία φορὰ ὁ Γέροντας εἶπε:
-Σὲ λίγο θὰ μὲ κλείσουν στὴ φυλακή. Ἐσὺ ὅταν θὰ μὲ ξαναδεῖς μετά, μὴ φωνάξεις.
Αὐτὸ ἔγινε λίγο πρὶν τὸν συλλάβουν οἱ ἀρχές.
Πέρασαν κάποια χρόνια καὶ μία μέρα μία γνωστὴ εἶπε στὴ Μαρία:
-Ἔλα μαζί μου, θὰ σὲ πάω σ' ἕναν ἄνθρωπο στὴν Βίριτσα.
Φτάσανε στὴν Βίριτσα στὸ σπίτι ὅπου ζοῦσε ὁ πατὴρ Σεραφείμ. Δὲν εἶχαν μπεῖ ἀκόμα στὸ κελὶ τοῦ ὅταν ὁ Γέροντας φώναξε:
-Ἔλα ἐδῶ Μαρία μου!
Ἡ Μαρία κατάλαβε ὅτι εἶναι ὁ Γέροντάς της καὶ ἤθελε νὰ φωνάξει ἀλλὰ ἀμέσως θυμήθηκε τὰ λόγια ποὺ τῆς εἶπε κάποτε: «Ὅταν θὰ μὲ ξαναδεῖς μετά, μὴ φωνάξεις».
Καὶ πάλι ἡ ζωὴ τῆς Μαρίας καὶ ὅλης της οἰκογένειάς της συνεχίστηκε κοντὰ στὸν Γέροντα καὶ δὲν ἔκαναν τίποτα χωρὶς τὴν εὐλογία του. Τὸ 1934 ὁ πατὴρ Σεραφεὶμ τοὺς εἶπε:
-Νὰ πουλήσετε ὅλα ποὺ ἔχετε στὸ Λένινγκραντ καὶ νὰ χτίσετε σπίτι ἐδῶ στὴ Βίριτσα. Θὰ γίνει πόλεμος καὶ δὲν θὰ μπορέσετε νὰ ἐπιβιώσετε ἂν θὰ μείνετε στὸ Λένινγκραντ.
Πραγματικὰ ἔχτισαν σπίτι στὴν Βίριτσα ὅπου μετακόμισαν λίγο πρὶν ἀρχίσει ὁ πόλεμος. Μὲ τὶς εὐχὲς τοῦ Γέροντα κανεὶς ἀπὸ τὴν οἰκογένειά τους δὲν πέθανε, ἐνῶ οἱ περισσότεροι κάτοικοι τοῦ Λένινγκραντ πέθαναν ἀπὸ τὴν πείνα ὅταν οἱ Γερμανοὶ πολιορκοῦσαν τὴν πόλη. Καὶ ὅλα τὰ παιδιὰ τῆς Μαρίας ποὺ πολεμοῦσαν στὸ μέτωπο γύρισαν στὸ σπίτι. Ἐπίσης ὁ Γέροντας τῆς ἔλεγε:
-Δὲν θὰ ἀφήσω ἐσένα καὶ τὴν οἰκογένειά σου καὶ μετὰ τὸ θάνατό μου. Θὰ σᾶς φροντίζω μέχρι τὸ τέλος τῆς ζωῆς σας καὶ στὴν ἄλλη ζωὴ δὲν θὰ σᾶς ἀφήσω.
Καὶ αὐτὰ τὰ λόγια του πατρὸς Σεραφεὶμ ἔγιναν πραγματικότητα. Ἕνας ἐγγονὸς τῆς Μαρίας ἔλεγε ἀργότερα ὅτι πάντα στὴ ζωὴ τοῦ αἰσθανόταν τὴν παρουσία τοῦ Γέροντα. Μὲ τὶς εὐχὲς τοῦ ἔγινε ἱερέας καὶ ἀργότερα ἀρχιερέας.
Ἡ θεραπεία τοῦ τυφλοῦ παιδιοῦ
Μία μέρα φθινοπώρου τὴν πόρτα στὸ σπίτι τοῦ πατρὸς Σεραφεὶμ χτύπησε μία γυναίκα ποὺ ἦλθε μαζὶ μὲ τὴν τυφλὴ κόρη της. Τὴν πόρτα ἄνοιξε ἡ ἀδελφὴ Σεραφείμα καὶ τοὺς εἶπε:
-Ὁ Γέροντας σήμερα δὲν δέχεται κανέναν, εἶναι πολὺ κουρασμένος.
Ἡ γυναίκα τὴν παρακάλεσε πολὺ νὰ πεῖ στὸν Γέροντα ὅτι ἦλθαν ἀπὸ πολὺ μακριὰ καὶ τὸν παρακαλοῦν πάρα πολὺ νὰ τοὺς δεχθεῖ. Ἡ ἀδελφὴ Σεραφείμα εἶπε στὸν Γέροντα γιὰ τοὺς ἐπισκέπτες καὶ ἐκεῖνος τοὺς εἶπε νὰ περάσουν μέσα. Ὅταν μπῆκαν στὸ κελί του ἡ γυναίκα γονάτισε μπροστὰ στὸν γέροντα, πῆρε τὴν εὐχή του καὶ μὲ δάκρυα στὰ μάτια τὸν παρακάλεσε νὰ βοηθήσει τὴν κόρη της ποὺ ἦταν τυφλή. Ὁ πατὴρ Σεραφεὶμ προσευχήθηκε, πῆρε λάδι ἀπὸ τὸ καντήλι ποὺ ἔκαιγε μπροστὰ στὴν εἰκόνα, ἔχρισε μ' αὐτὸ τὰ μάτια τοῦ παιδιοῦ καὶ τοὺς εἶπε νὰ σκεπάσουν τὰ μάτια μὲ ἕνα μαντίλι καὶ νὰ μὴν τὸ βγάλουν μέχρι τὸ βράδυ τῆς ἑπόμενης ἡμέρας.
Μετὰ ἀπὸ λίγο καιρὸ ἐπισκέπτηκαν τὸν Γέροντα πάλι ἡ μητέρα μὲ τὴν κόρη της ποὺ εἶχε ἀναβλέψει. Τὸ κορίτσι κρατοῦσε στὰ χέρια τῆς ἕνα πολὺ μεγάλο μπουκέτο. Ἡ γυναίκα πλησίασε τὸν Γέροντα καὶ γονάτισε μπροστά του. Τοῦ εἶπε ὅτι ὁ Κύριος γιὰ τὶς προσευχὲς τοῦ θεράπευσε τὴν κόρη της. Ἡ κόρη τῆς χάρισε στὸν Γέροντα τὸ μπουκέτο ποὺ εἶχε φέρει. Ὁ πατὴρ Σεραφεὶμ τοὺς ἀπάντησε:
-Νὰ εὐχαριστήσετε τὸν Κύριο καὶ τὴν Παναγία. Γιὰ τὴν πίστη σᾶς ἔκανε ὁ Κύριος αὐτὸ τὸ θαῦμα γιὰ νὰ ξέρεις ἐσὺ καὶ τὰ παιδιά σου ὅτι Αὐτὸς εἶναι πάντα κοντὰ στοὺς ταπεινοὺς καὶ τοὺς συντετριμμένους τὴ καρδία.
Ὁ ἀρχιμανδρίτης Νικήτας
Τὸ κοσμικό του ὄνομα ἦταν Πέτρος. Ἀπὸ παιδὶ ζοῦσε στὸ μοναστήρι τοῦ Βαλαὰμ καὶ ἦταν ὑποτακτικὸς ἑνὸς γέροντα. Ζοῦσε μαζί του στὸ ἴδιο κελί.
Ὁ πατὴρ Νικήτας ἔλεγε ὅτι μία φορὰ μετὰ τὴν θεία λειτουργία εἶδε τὸν Γέροντά του στὸ ἱερὸ βῆμα νὰ προσκυνᾶ τὸ ἄδειο ἅγιο ποτήριο καὶ τὸ δισκάριο. Ὅταν βγῆκαν ἀπὸ τὴν ἐκκλησία τὸν ρώτησε:
-Παππούλη, γιατί προσκυνήσατε τὰ ἱερὰ σκεύη, ἀφοῦ εἶναι ἄδεια;
-Ἤθελα νὰ τὸ προσέξεις... Ὅταν περνᾶμε μπροστὰ ἀπὸ τὰ ἀνάκτορα τοῦ τσάρου δὲν βγάζουμε τὸ καπέλο καὶ δὲν κάνουμε ὑπόκλιση; Μπορεῖ ἐκείνη τὴν στιγμὴ νὰ μὴν εἶναι ἐκεῖ ὁ τσάρος, ὅμως ἐμεῖς τὸ κάνουμε. Τέτοιο σεβασμὸ ἔχουμε πρὸς τὸν τσάρο. Καὶ ἐδῶ σ' αὐτὰ τὰ ἱερὰ σκεύη μόλις ἦταν ὁ Βασιλιὰς τῶν βασιλέων, ὁ Δημιουργὸς τῶν πάντων καὶ δικός μας Σωτήρας. Μποροῦμε νὰ μὴν γονατίσουμε μπροστὰ σ' αὐτὰ τὰ ἱερὰ σκεύη; - μοῦ ἀπάντησε ὁ Γέροντας.
Σ' ἐκείνη τὴν ἐποχὴ σὲ μερικὰ μεγάλα μοναστήρια ὑπῆρχαν ἱερατικὲς σχολές. Ὑπῆρχε μία τέτοια σχολὴ καὶ στὸ μοναστήρι τοῦ Βαλαάμ. Ὁ Γέροντας ὅταν ἦλθε ἡ ὥρα ἔδωσε στὸν ὑποτακτικό του εὐλογία νὰ πάει νὰ σπουδάσει σ' αὐτὴ τὴν σχολή. Ὁ Πέτρος ἤθελε νὰ γίνει μοναχὸς καὶ νὰ μείνει στὸ μοναστήρι, ἀλλὰ ὁ Γέροντας δὲν τοῦ ἔδωσε εὐλογία.
-Ποῦ νὰ πάω, πάτερ, -τὸν ρωτοῦσε ὁ Πέτρος-, ἐδῶ εἶναι ὁ παράδεισος ἐπάνω στὴ γῆ καὶ ὁ κόσμος εἶναι σὰν τὸν ἅδη.
-Πήγαινε στὸν κόσμο, - τοῦ ἀπάντησε ὁ Γέροντας, θὰ παντρευτεῖς μία κοπέλα ποὺ λέγεται Ἐλισάβετ καὶ θὰ γίνεις ἱερέας. Αὐτὴ θὰ σοὺ γεννήσει ἕνα γιὸ καὶ μετὰ θὰ ζεῖς μαζί της σὰν μὲ τὴν ἀδελφή. Καὶ μετὰ καὶ οἱ δύο σας θὰ γίνετε μοναχοί. Ἐσὺ θὰ φορᾶς μίτρα καὶ θὰ γίνεις πνευματικὸς μίας γνωστῆς καὶ ἔνδοξης μονῆς.
Ὅλα ἔγιναν ὅπως τὸ εἶπε ὁ Γέροντας. Ὁ Πέτρος παντρεύτηκε τὴν Ἐλισάβετ, ἔγινε ἱερέας καὶ ὑπηρετοῦσε σὲ μία ἐκκλησία στὰ προάστια τῆς Πετρούπολης, τελείωσε καὶ τὴν θεολογικὴ ἀκαδημία. Εἶχαν καὶ ἕνα γιό. Στὴν δεκαετία τοῦ '20 ὁ πατὴρ Πέτρος συνελήφθη καὶ κλείστηκε στὸ στρατόπεδο συγκεντρώσεως. Στὸ Λένινγκραντ ἐπέστρεψε μετὰ τὸ τέλος τοῦ πολέμου.
Ἡ γυναίκα του καὶ αὐτὴ πέρασε πολλὰ βασανιστήρια, ὁ γιὸς ἦταν ἀγνοούμενος. Μετὰ ἀπὸ 18 χρόνια ὁ πατὴρ Πέτρος συναντήθηκε ξανὰ μὲ τὴν γυναίκα του. Λυποῦνταν πολὺ γιὰ τὸν γιό τους. Δὲν ἤξεραν ἂν ζεῖ ἢ ἂν εἶχε πεθάνει καὶ πῶς νὰ προσεύχονται γι' αὐτόν. Μία μέρα ἡ γυναίκα τοῦ εἶπε:
-Πήγαινε στὴν Βίριτσα, ἐκεῖ λένε ζεῖ ἕνας Γέροντας, ἴσως αὐτὸς θὰ μᾶς πεῖ κάτι καὶ θὰ μᾶς παρηγορήσει.
Ὁ πατὴρ Πέτρος πῆγε στὴν Βίριτσα καὶ βρῆκε τὸ σπίτι τοῦ πατρὸς Σεραφείμ. Ὁ πατὴρ Σεραφεὶμ μόλις τὸν εἶδε τοῦ εἶπε:
-Νά, ἦλθε ὁ Νικήτας.
-Δὲν εἶμαι Νικήτας, παππούλη μου, λέγομαι Πέτρος καὶ εἶμαι ἱερέας.
-Καὶ ἐγὼ νόμισα ὅτι εἶσαι Νικήτας. Γιατί Πέτρε ἐσὺ ποῦ εἶσαι πνευματικὸς ὅλης της ἐπαρχίας τοῦ Νόβγκοροντ ἦλθες σὲ μένα τὸν ἄθλιο Σεραφείμ;
-Ἦλθα γιὰ τὸν ἑξῆς λόγο· ὁ γιός μου εἶναι ἀγνοούμενος.
Ὁ πατὴρ Πέτρος ἔπεσε στὰ πόδια τοῦ Γέροντα.
-Σήκω Πέτρε, μὴν τὸ κάνεις, κάθισε ἐδῶ, τοῦ εἶπε ὁ Γέροντας, νὰ προσεύχεστε καὶ ὁ γιός σας θὰ βρεθεῖ.
Μετὰ ἤπιαν μαζὶ τσάι, κουβεντιάσανε καὶ στὸ τέλος ὁ Γέροντας τοῦ ἔδωσε τρία πακέτα μπισκότα, λέγοντας:
-Μ' αὐτὰ θὰ πιεῖτε τσάι στὸ σπίτι σας. Πάρε τρία πακέτα μπισκότα, ἀπὸ ἕνα γιὰ τὸν καθένα.
Ὁ πατὴρ Πέτρος ἔφυγε καὶ πῆγε στὸ σπίτι του. Στὸ δρόμο σκεφτόταν: γιατί μου εἶπε «ἀπὸ ἕνα γιὰ τὸν καθένα», εἴμαστε μὲ τὴν γυναίκα μου μόνο δύο. Στὸ σπίτι ἡ γυναίκα τὸν ρώτησε:
-Τί εἶπε ὁ Γέροντας;
-Εἶπε ὅτι ὁ γιὸς μᾶς ζεῖ καὶ ὅτι σύντομα θὰ τὸν δοῦμε. Ἔδωσε καὶ τρία πακέτα μπισκότα γιὰ τὸ τσάι.
Σ' ἐκεῖνα τὰ χρόνια οὔτε ψωμὶ ἀρκετὸ δὲν εἶχαν οἱ ἄνθρωποι γι' αὐτὸ τὸ νὰ ἔχει κανεὶς μπισκότα ἦταν πραγματικὴ γιορτή. Ἄναψαν τὸ σαμοβάρι, ἔβαλαν ποτήρια στὸ τραπέζι καὶ ἦταν ἕτοιμοι νὰ πιοῦν τὸ τσάι τους. Ξαφνικὰ κάποιος χτύπησε τὴν πόρτα. Μέσα στὸ δωμάτιο μπῆκε ἕνας ἀξιωματικὸς καὶ τοὺς ρώτησε:
-Ἐδῶ μένει ὁ πατὴρ Πέτρος Τσεσνοκόβ;
-Ναί, ἐγὼ εἶμαι, καὶ ἐσεῖς ποιὸς εἶστε;
-Μαμά, μπαμπά, εἶμαι ὁ γιός σας. Μὲ συγχωρεῖτε, ἤθελα νὰ μπῶ στὴ σχολὴ πολέμου γι' αὐτὸ δὲν ἔπρεπε πουθενὰ νὰ λέω πὼς εἶμαι γιὸς ἱερέα. Τώρα ὅμως σᾶς βρῆκα.
Κάθισαν ὅλοι μαζὶ στὸ τραπέζι καὶ ἔδωσαν στὸν γιό τους, τὸ τρίτο πακέτο μπισκότα.
Ἀργότερα ὁ πατὴρ Πέτρος ἔγινε μοναχὸς καὶ στὴν κουρὰ ἔλαβε ὄνομα Νικήτας. Ἔγινε ἀρχιμανδρίτης καὶ πνευματικός της Ἱερᾶς Μονῆς τῶν Σπηλαίων τοῦ Πσκὸβ καὶ ὅταν λειτουργοῦσε φοροῦσε μίτρα, ὅπως τὸ προεῖπαν ὁ πατὴρ Σεραφεὶμ καὶ ὁ Γέροντάς του στὸ μοναστήρι τοῦ Βαλαάμ.
«Ἔξι ἡμέρες νὰ ἐργάζεσαι καὶ τὴν ἕβδομη ἡμέρα στὸν Κύριο καὶ Θεό σου»
Σ' ἕνα πνευματικό του παιδὶ ποὺ λεγόταν Ἀλέξανδρος ὁ Γέροντας ἔδωσε εὐλογία νὰ χτίσει ἕνα «ξενώνα» δηλαδὴ σπίτι γιὰ τὴν φιλοξενία αὐτῶν ποὺ ἔρχονταν στὴν Βίριτσα γιὰ νὰ τὸν δοῦν. Ὁ Ἀλέξανδρος ἔχτισε τὸ σπίτι. Ἀγόρασε καὶ μία ἀγελάδα. Μία φορὰ ἔπρεπε νὰ φέρει σανὸ γιὰ τὴν ἀγελάδα τοῦ γι' αὐτὸ νοικίασε ἕνα αὐτοκίνητο γιὰ τὴν Κυριακή. Ἔπρεπε νὰ φύγει νωρὶς τὸ πρωὶ καὶ αὐτὸ σήμαινε ὅτι δὲν θὰ μποροῦσε νὰ πάει στὴν ἐκκλησία. Ὁ Ἀλέξανδρος πῆγε στὸν Γέροντα γιὰ νὰ πάρει τὴν εὐλογία του.
Μπαίνει μέσα στὸ κελὶ καὶ ὁ πατὴρ Σεραφεὶμ χωρὶς νὰ τὸν ρωτήσει τίποτα καὶ χωρὶς νὰ τὸν ἀκούσει τοῦ λέει:
- Ἀλέξανδρε, ἔξι ἡμέρες νὰ ἐργάζεσαι καὶ τὴν ἕβδομη ἡμέρα στὸν Κύριο καὶ Θεό σου.
Ὁ Ἀλέξανδρος γύρισε στὸ σπίτι καὶ εἶπε στὴ γυναίκα του:
-Δὲν ἔδωσε εὐλογία ὁ Γέροντας.
Ἐκείνη πάλι τὸν ἔστειλε στὸν Γέροντα καὶ εἶπε νὰ τοῦ ἐξηγήσει καλύτερα ὅτι τὸ αὐτοκίνητο τὸ δίνουν μόνο γιὰ τὴν Κυριακή. Πῆγε ὁ Ἀλέξανδρος καὶ πάλι ἄκουσε ἀπὸ τὸν Γέροντα τὰ ἴδια λόγια. Ὅταν γύρισε σπίτι ἡ γυναίκα ἄρχισε ξανὰ νὰ τοῦ λέει:
-Πήγαινε πάλι καὶ ἐξήγησέ του καλύτερα.
Καὶ πάλι πῆγε ὁ Ἀλέξανδρος στὸν Γέροντα καὶ προσπάθησε νὰ τοῦ ἐξηγήσει ὅτι γιὰ τὴν ἄλλη μέρα ἐκτὸς ἀπὸ τὴν Κυριακὴ δὲν δίνουν αὐτοκίνητο. Ἀλλὰ ὁ πατὴρ Σεραφεὶμ καὶ τὴν τρίτη φορὰ τοῦ εἶπε:
-Ἀλέξανδρε, ἔξι ἡμέρες νὰ ἐργάζεσαι καὶ τὴν ἕβδομη ἡμέρα στὸν Κύριο καὶ Θεό σου.
Ὁ Ἀλέξανδρος εἶπε πάλι στὴν γυναίκα του ὅτι δὲν ἔχει εὐλογία ἀλλὰ ἐκείνη ἔπεισε τὸν ἄνδρα της νὰ πάει.
Ὅταν γέμισαν τὸ φορτηγὸ καὶ ἔπρεπε νὰ πᾶνε σπίτι ὁ Ἀλέξανδρος ἀνέβηκε πάνω καὶ κάθισε στὸ σανό. Ὁ ὁδηγὸς ξεκίνησε ἀπότομα, ὁ Ἀλέξανδρος δὲν μπόρεσε νὰ κρατηθεῖ, ἔπεσε κάτω καὶ ἔσπασε τὴν σπονδυλικὴ στήλη σὲ τρία σημεῖα. Ἡ γυναίκα τοῦ ἔτρεξε στὸν πατέρα Σεραφεὶμ νὰ τοῦ πεῖ γιὰ τὸ κακὸ ποὺ ἔγινε στὸν ἄνδρα της. Ἐκεῖνος ὅταν τὴν ἄκουσε εἶπε:
-Ἄκουσα πὼς ἔσπασε ἡ σπονδυλική του στήλη. Νὰ προσευχόμαστε στὴν Παναγία καὶ τὸν ἅγιο Σεραφείμ. Ὁ Ἀλέξανδρος θὰ γίνει καλὰ καὶ θὰ περπατάει στὰ πόδια του.
Ὁ Γέροντας εἶπε νὰ σφίξουν καλὰ ἐκεῖνο τὸ σημεῖο ποὺ ἔγινε τὸ τραῦμα καὶ ἄρχισε νὰ προσεύχεται γιὰ τὴν ὑγεία του. Μετὰ ἀπὸ μερικοὺς μῆνες ὁ Ἀλέξανδρος μποροῦσε νὰ περπατάει μόνος του ἔστω καὶ μὲ μπαστουνάκι.
Μία φορὰ ὁ Γέροντας τοῦ εἶπε:
-Ἀλέξανδρε θὰ εἶσαι ἕνας ἀπ' αὐτοὺς ποὺ θὰ πᾶνε μαζί μου τὸν τελευταῖο δρόμο καὶ θὰ μὲ ὁδηγήσεις στὴν τελευταία μου κατοικία ἐδῶ στὴ γῆ.
Ὅταν ὁ πατὴρ Σεραφεὶμ ἐκοιμήθη ἐν Κυρίω ὁ Ἀλέξανδρος μαζὶ μὲ ἄλλα πνευματικά του παιδιὰ βρισκόταν στὴν ταφή του καὶ κατέβασε τὸ σῶμα του στὸν τάφο. Μέχρι τὸ τέλος τῆς ζωῆς τοῦ ὁ Ἀλέξανδρος κάθε μέρα πήγαινε στὸν τάφο τοῦ πνευματικοῦ του πατέρα καὶ ἄναβε καντήλι.
Ἡ σωτηρία τοῦ θέλοντος νὰ αὐτοκτονήσει
Μία φορὰ κάποιοι ἔφεραν στὸν Γέροντα χίλια ρούβλια. Γιὰ ἐκείνη τὴν ἐποχὴ ἦταν πάρα πολλὰ χρήματα. Ὁ πατὴρ Σεραφεὶμ δὲν τὰ δέχτηκε ἀλλὰ εἶπε νὰ τὰ δώσουν ὁπωσδήποτε στὸν πρῶτο ἄνθρωπο ποὺ θὰ συναντήσουν στὸ δρόμο πρὸς τὸ σιδηροδρομικὸ σταθμό. Πρῶτος ποὺ συνάντησαν στὸ δρόμο ἦταν ἕνας μεθυσμένος ἄνδρας. Σ' αὐτὸν καὶ ἔδωσαν τὰ χρήματα ἂν καὶ δὲν ἦταν σίγουροι ὅτι εἶναι σωστὸ αὐτὸ ποὺ κάνουν. Ὁ ἄνθρωπος μόλις τὰ εἶδε ἀμέσως ξεμέθυσε:
-Ἄχ, ἀγαπητοί μου, μὲ σώσατε ἀπὸ βέβαιο θάνατο!
Ὅπως τοὺς διηγήθηκε ἦταν ὑπάλληλος ἑνὸς κρατικοῦ καταστήματος. Στὸ κατάστημά του ἔγινε ἔλεγχος καὶ βρῆκαν ὅτι ὑπάρχει ἔλλειμα χρημάτων, ἀκριβῶς χίλια ρούβλια. Αὐτὸς δὲν εἶχε τόσα λεφτὰ νὰ πληρώσει καὶ ἦταν σίγουρος ὅτι θὰ τὸν βάλουν στὴ φυλακή. Ἦταν ἀπελπισμένος καὶ ἀποφάσισε νὰ αὐτοκτονήσει. Γιὰ νὰ πάρει, ὅμως, θάρρος ἤπιε, γι' αὐτὸ καὶ ἦταν μεθυσμένος.
Ἡ μετάνοια τοῦ ἁμαρτωλοῦ
Μία μέρα ἐπισκέπτηκε τὸν Γέροντα μία γυναίκα:
-Ὁ γιός μου πίνει, ἔχει ζωὴ ἁμαρτωλὴ καὶ ἐμένα μὲ χτυπάει. Ὅλη τὴν ἡμέρα κλαίω. Σᾶς παρακαλῶ παππούλη κάντε προσευχὴ γι' αὐτόν.
-Νὰ εὐχαριστεῖς τὸν κύριο γι' αὐτὰ πού σου γίνονται.
-Γιατί παππούλη;
-Ἂν αὐτὸς ὁ γιός σου δὲν ἔπινε, δὲν θὰ πήγαινες στὴν ἐκκλησία καὶ σὲ μένα δὲν θὰ ἐρχόσουν. Πήγαινε, νὰ προσεύχεσαι γιὰ τὸν γιό σου - οὔτε ἕνα δάκρυ τῆς μητέρας δὲν θὰ χαθεῖ. Ἡ προσευχὴ τῆς μητέρας ἔχει πολλὴ δύναμη. Ὁ γιός σου θὰ πεθάνει χριστιανός.
Ὅλα ἔγιναν ὅπως τὸ εἶπε ὁ Γέροντας. Ὁ γιὸς τῆς ἀρρώστησε ἀπὸ καρκίνο καὶ πέθανε μέσα σὲ λίγους μῆνες. Ἀλλὰ τί μετάνοια ἔδειξε! Δὲν μποροῦσε κανεὶς νὰ τὸν βλέπει χωρὶς δάκρυα. Ἀπ' ὅλους ζητοῦσε συγγνώμη καὶ ἔλεγε:
-Νὰ μετανοήσουμε ἀγαπητοί μου, φοβερή, πολὺ φοβερὴ εἶναι ἡ ζωή μας, ὅλοι μας χανόμαστε.
Πέθανε χαρούμενος, συμφιλιωμένος μὲ τὸν Θεό. Πρὶν πεθάνει κάλεσε τὸν ἱερέα, ἐξομολογήθηκε καὶ κοινώνησε. Ἡ μητέρα τοῦ μετὰ τὸ θάνατο τοῦ γιοῦ ὅλη τὴν ζωὴ τῆς τὴν ἀφιέρωσε στὴ διακονία τῆς Ἐκκλησίας, ἐργαζόμενη σὲ φτωχοὺς ναούς.
Ὁ Γέροντας βοηθάει τοὺς ἀνθρώπους ποὺ ἐπισκέπτονται τὸν τάφο τοῦ ζητώντας βοήθεια
Μία γυναίκα, πνευματικὸ παιδὶ τοῦ πατρὸς Σεραφείμ, ἔπασχε ἀπὸ μία πολὺ σοβαρὴ ἀσθένεια. Ἤθελε πάρα πολὺ νὰ ἐπισκεπτεῖ τὸν τάφο τοῦ Γέροντα. Μέχρι τὸ ναὸ ὅπου βρισκόταν τὸ νεκροταφεῖο ἔπρεπε νὰ περπατήσει δύο χιλιόμετρα. Γιὰ νὰ κάνει αὐτὸ τὸ δρόμο τῆς πῆρε σχεδὸν ὅλη τὴν ἡμέρα. Ὅταν ἔφτασε στὸν τάφο ἄρχισε νὰ κλαίει, λέγοντας τὸν πόνο της στὸν Γέροντα. Μιλοῦσε μ' αὐτὸν σὰν νὰ ἦταν ζωντανός. Ὅταν ἦλθε ἡ ὥρα καὶ ἔπρεπε νὰ γυρίσει σπίτι σκέφτηκε πὼς μᾶλλον δὲν θὰ μπορέσει νὰ κάνει ξανὰ αὐτὸ τὸν δρόμο. Ξαφνικὰ εἶδε ἕναν γέρο. Τὴν χαιρέτησε καὶ τῆς ἔδωσε δύο κουλουράκια καὶ δύο μικρὰ κομμάτια ζάχαρη. Τὰ ἔφαγε καὶ ἐπέστρεψε στὸ σπίτι τῆς χωρὶς καμία δυσκολία. Δὲν ἔμεινε οὔτε ἴχνος ἀπὸ τὴν παλιὰ ἀσθένεια...
Μία γυναίκα ἀπὸ μικρὸ παιδὶ εἶχε πολὺ δυνατὸ πόνο στὸ ἀριστερό της πόδι. Τὸν καιρὸ τοῦ πολέμου, ὅταν ἦταν μικρὸ κορίτσι, τραυματίστηκε σοβαρὰ - κοντὰ τῆς ἐξερράγη μία βόμβα καὶ τῆς ἔσπασε τὰ δάκτυλα στὸ πόδι. Ἐμφανίστηκε ἡ ὀστεομυελίτιδα. Ἡ ἀρρώστια αὐτὴ τὴν βασάνιζε ἐπὶ σαράντα δύο ὁλόκληρα χρόνια. Ἔκανε πολλὲς ἐγχειρίσεις χωρὶς κανένα ἀποτέλεσμα.
Τὸ 1983, στὶς 22 Μαΐου, ὅταν ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία τῆς Ρωσίας ἑορτάζει τὴν ἀνακομιδὴ τῶν λειψάνων τοῦ ἁγίου Νικολάου ἀρχιεπισκόπου Μύρων τῆς Λυκίας, ἡ γυναίκα αὐτὴ προσευχόταν στὸ ναὸ τοῦ Ἁγίου Νικολάου μπροστὰ στὴν εἰκόνα τοῦ Ἁγίου. Ξαφνικὰ τὴν πλησίασε μία ἄγνωστη κυρία καὶ τῆς εἶπε νὰ πάει στὴν Βίριτσα στὸν τάφο τοῦ πατρὸς Σεραφείμ.
Μὲ πολλὴ δυσκολία περπάτησε ἀπὸ τὸ σιδηροδρομικὸ σταθμὸ μέχρι τὴν ἐκκλησία τῆς Παναγίας τοῦ Καζᾶν ὅπου βρίσκεται ὁ τάφος τοῦ Γέροντα. Ἀλλὰ μόλις πλησίασε τὸν τάφο τοῦ κατάλαβε πὼς ὁ πόνος ποὺ τὴν βασάνιζε τόσα χρόνια τὴν ἄφησε. Τὸ βράδυ, πρώτη φορὰ στὴ ζωή της, κοιμήθηκε ἤρεμα χωρὶς νὰ τῆς πονάει τίποτα. Ἀπὸ τότε πηγαίνει τακτικὰ στὴν Βίριτσα στὸν τάφο τοῦ Γέροντα καὶ πάντα βρίσκει βοήθεια καὶ παρηγοριά...
Τὸ 1952 μία γυναίκα ποὺ ἦταν τότε τριάντα δύο χρονῶν ἀρρώστησε. Ἡ διάγνωση ποὺ ἔβγαλαν οἱ γιατροὶ ἦταν: καρκίνος τοῦ ἐντέρου. Τῆς εἶπαν ὅτι γρήγορα πρέπει νὰ γίνει ἡ χειρουργικὴ ἐπέμβαση. Πρὶν γίνει ἡ ἐγχείριση τὴν ἔστειλαν σ' ἕνα σανατόριο, τὸ ὁποῖο βρισκόταν στὴν Βίριτσα. Ἐδῶ ἔμαθε γιὰ τὸν πατέρα Σεραφείμ. Μὲ πολλὴ δυσκολία πῆγε μέχρι τὴν ἐκκλησία τῆς Παναγίας τοῦ Καζᾶν ὅπου ἦταν τὸ νεκροταφεῖο. Γονάτισε μπροστὰ στὸν τάφο τοῦ Γέροντα καὶ εἶπε:
-Παππούλη, ἐσὺ ξέρεις τὸ πρόβλημά μου, βλέπεις πὼς οἱ δυνάμεις μου μὲ ἀφήνουν. Βοήθησε μὲ τὴν ἁμαρτωλὴ νὰ γίνω καλά.
Ἔμεινε στὸν τάφο μέχρι ἀργὰ τὸ βράδυ. Ὅταν σηκώθηκε γιὰ νὰ φύγει κατάλαβε πὼς αἰσθάνεται καλύτερα. Ὅλο τὸν καιρὸ ποὺ ἦταν στὸ σανατόριο πήγαινε κάθε μέρα στὸν τάφο τοῦ Γέροντα. Ὅταν γύρισε σπίτι κατάλαβε πὼς ὁ πόνος ἔφυγε. Σὲ ἕνα χρόνο δὲν ἔμεινε οὔτε ἴχνος ἀπὸ τὴν παλιὰ ἀσθένεια.
Ο ΝΕΟΦΑΝΗΣ ΑΓΙΟΣ
ΤΗΣ ΡΩΣΙΚΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ
ΣΕΡΑΦΕΙΜ ΤΗΣ ΒΙΡΙΤΣΑ
ΒΙΟΣ - ΘΑΥΜΑΤΑ - ΠΡΟΦΗΤΕΙΕΣ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ "ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΚΥΨΕΛΗ"
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ
ΤΗΛ: 2310212659
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου