15 Απρ 2011

ὁ θρύλος τοῦ Μαρμαρωμένου Βασιλιᾶ καί ὁ Ἕλληνας στρατηγός


ΔΕΝ ΕΑΛΩ Η ΠΟΛΙΣ, οτε καί προκεται νά λωθῆ.
Γράφει ἡ Ἑλένη Κυπραίου, δημοσιογράφος -συγγραφέας
Καθώς γράφουμε, ξεπδα πό τά βάθη τς μνήμης μς μία στορία, πού ν δέν εναι ληθινή, τουλάχιστον θά μποροσε νά ποθανατιστ σάν θρύλος.
Μς τήν φηγήθηκε, πρίν μερικά χρόνια, προσωπικότητα ξιόλογη (τηρομε τήν νωνυμία της) καί πάντως οτε εφάνταστη, οτε παραμυθολογα.
Πρίν μερικά χρόνια λοιπόν, λιγότερα πό μία δεκαετία, πηρετοσαν, π΄τή μία κι΄πό τήν λλη πλευρά το βρου, στά σύνορα, πού διαιρον τήν Θράκη μας στά δύο, ντίστοιχα, λλην καί Τορκος στρατηγός.
Ο δύο νδρες εχαν συνδεθε μέ στενή μεταξύ τους φίλια. Πολύ περισσότερο πού Τορκος στρατηγός, εχε σύζυγο λληνίδα.
ταν φθασε καιρός νά μετατεθον γιά λλη πηρεσία, προσκάλεσε Τορκος τόν λληνα συνάδελφό του.
"Τόσον καιρό", το επε,...
"περάσαμε νέφελα μαζί. Ο διαφορές πού χουν ο δύο χρες μας, μεταξύ τους, δέν πηρέασαν τή φίλιά μας. λλά κι΄μες ο Τορκοι θεωρομε τή φίλια ερή. Θά θελα αριο τό βραδύ νά σού τό ποδείξω."
Τήν πόμενη, στίς 10 κριβς, λλην πιβιβαζόταν στό διωτικό ατοκίνητό του Τούρκου. Νύχτα φέγγαρη ταν.
ρημικοί ο δρόμοι. νοιχτή κι λεωφόρος ταχείας κυκλοφορίας πρός τήν Πόλη.
Κοντά μεσάνυχτα πρέπει νά πλησίασαν στίς παρυφές της. πνος βαθύς εχε καθηλώσει στά κρεβάτια τούς κατοίκους της. συχία στούς δρόμους.
Γρηγορος, δηγός Τορκος, μπκε βγκε πό στενά, πό περιπλεγμένα σάν κουβάρι καλντερίμια.
Νύχτα φέγγαρη. σβησε τή μηχανή, σταμάτησε μπροστά σέ καγκελόπορτα μέ γραφές στά λληνικά.
γοργός ρυθμός, γωνία, περιέργεια, δέν φηναν στόν λληνα περιθώρια νά ψάξει, οτε καν νά προβληματισθε.
κολουθοσε τόν Τορκο πειθήνια, σάν ατόματο, χωρίς φόβο, μέ περίσσια μπιστοσύνη. Οτε καν πού το πέρασε π' τό μυαλό, πώς μποροσαν νά΄ναί καί κακές ο προθέσεις του.
Στάθηκαν μπροστά σέ διπλομανταλωμένη σιδερένια στενή θύρα. βγαλε κλειδί π' τήν τσέπη το Τορκος. Ξεκλείδωσε. νοιξε. πόγειο ταν. Μούχλα νέδιναν ο τοχοι. Μούχλα καί κλεισούρα. Λησμονιά, καταχωνιασμένη στά γκατα τς γής. Περπάτησαν κι ο δύο, σέ διαδρόμους, χωρίς νά σκοντάφτουν. Τούς βάραινε σιωπή, ναμονή. Πο πήγαιναν, τσι στά τυφλά ; Πού κατευθύνονταν ; νάστροφα στόν χρόνο. Σέ ποιόν χρόνο ; Τόν νθρώπινο τόν Θεικο ;
Τορκος ξερε. λλά δέν ξερε κόμη λληνας. Δέν μποροσε νά δικαολογησει τήν περιπλάνηση.
Μά οτε καί πρόφταινε νά προβληματιστε. κολουθοσε. Μέ τήν βεβαιότητα, πώς στιγμή ταν μοναδική. Πς δέν θά' χέ τήν εκαιρία, πότε ξανά, νά τήν ξαναζήσει. κολουθοσε. νειρευόταν ραγε ; πνοβατοσε ;
Φτερωμένη φαντασία του, νάπλαθε μονοπάτια, πού μόνο σέ λαφρύ πνο βαδίζει κανείς.
να ταν σίγουρο: δέν θά ξανάβρισκε πότε τόν δρόμο. Δέν θά τόν ξανάβρισκε χωρίς δηγό.
Εχαν φθάσει στό τέρμα.
Θύρα καί πάλι ρματωμένη μπροστά τους. Βαριά σιωπή. σιγή τς στατης ρας.
Πο ρθε νά διακόψει μόνο τό τρίξιμο τς κλειδαρις. Τό γκρινιασμα το σκουριασμένου σίδερου. Μισανοιξε βαριά θύρα.
σχνό φς στό σωτερικό. περκόσμιο. Μυστηριακό. πόγειο ; Μπουντρούμι ; Κενοτάφιο ;
Καί τότε, τότε μόνον μίλησε Τορκος : "σες ο λληνες, δέν πιστεύετε στόν θρύλο το Μαρμαρωμένου Βασιλιά ; Δέν λέτε καί ξαναλέτε μεταξύ σας, πώς βόλι χθρο δέν τόν γγιξε ; Πώς τόν καταπίε τό μανιασμένο πλθος τν πορθητν τς Πόλης ; λλά πώς τόν τράβηξε Παναγία στήν γκαλιά της, γιά νά τόν κάνει θάνατο ; Δέν εστε βέβαιοι πώς ΖΕΙ Ο ΜΑΡΜΑΡΩΜΕΝΟΣ ΒΑΣΙΛΙΑΣ ; Δέν εναι θρύλος. Ψεύτικη λπίδα. νειροφαντασία. Εναι ΑΛΗΘΕΙΑ. Δές καί μόνος σου."
Στό πάτωμα, μισοανασηκωμενο στόν να γκώνα λληνας εδε, εδε μέ τά ματιά του, τόν ΜΑΡΜΑΡΩΜΕΝΟ ΒΑΣΙΛΙΑ. ΑΝΑΣΗΚΩΜΕΝΟ.
Ρίγος μεταφυσικό τόν διαπέρασε. Θόλωσαν π' τά δάκρυα τά ματιά του. Θαμπώθηκε ρασή του.
κανε τό σταυρό του. Μπροστά του, κε, σέ πόσταση νάσας, τό ΘΑΥΜΑ.
Κι ταν ατός, τυχερός, πού εχε ξιωθει  νά τό ζήσει μέ τίς ασθήσεις του. Σέ συγκεκριμένο χρο καί χρόνο.
Πηχτή σιωπή, σχεδόν, κοβόταν μέ τό μαχαίρι.
Μίλησε καί πάλι Τορκος :
"Πρίν μερικά χρόνια κειτόταν στό δαφος ΜΑΡΜΑΡΩΜΕΝΟΣ ΒΑΣΙΛΙΑΣ. Τόν τελευταο καιρό ρχισε σιγά-σιγά ν' νασηκώνεται. Πμε."
Ξανάκλεισαν τή θύρα. Τήν ξανακλείδωσαν. ντίστροφα βγκαν μέχρι τήν αλή π' τά πόγεια.
Ξαναπέρασαν τήν καγκελλενια πόρτα.
Δέν φησαν πίσω χνη π' τίς πατημασιές τους. Κανείς δέν τούς εχε δε. Μπκαν στό ατοκίνητο, πραν τό δρόμο το γυρισμο.
Σιωπηλοί. Χωρίς νά νταλλάξουν κουβέντα.
Δέν εχε κόμη ξημερώσει ταν φτασαν στόν βρο. Προτο ποχωρισθον, φιλήθηκαν σταυρωτά. Τό ποτάμι κυλοσε ρμητικά πρός τό Αγαο.
"Γυρίζει πίσω τό ποτάμι", μονολόγησε λλην στρατηγός. "Γυρίζει ταν τό θελήσει Θεός".

πηρέτησε ργότερα στό Κέντρο.
Προτο ποστρατευθε θεώρησε ποχρέωση το ν' ποκαλύψει τό μεγάλο μυστικό στήν προσωπικότητα πού μς τό μπιστεύθηκε, κατονομάζοντας καί τόν στρατηγό, κάτω πό τό βλέμμα το Θεο καί τς Παναγίας. Κάναμε καί μες τόν σταυρό μς μουρμουρίζοντας "Η ΠΟΛΙΣ ΔΕΝ ΕΑΛΩ".

ΔΙΕΥΚΡΙΝΗΣΗ
* Λαική παράδοση λέει γιά τόν Κωνσταντνο Παλαιολόγο, στήν πραγματικότητα κανείς γιος καί κανείς προφήτης δέν μιλάει γιά Κωνσταντνο, λοι ο προφτες μιλον γιά ωάννη.

* λληνας στρατηγός πέθανε τόν Φεβρουάριο το 2001 πλήρης μερων. μες μετά πό πιστάμενη ρενα, ναζητήσαμε καί βρήκαμε τήν δελφή του στρατηγο καί μς πιβεβαίωσε τι μοναδική εκαιρία πού εχε δελφός της ταν πραγματικότητα, εδε μέ τά ματιά το τόν Ατοκράτορα ωάννη, γιατί τσι γραφε πιγραφή πάνω πό τό κεφάλι.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΚΑΝΤΕ ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ ΤΟΥ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟΥ ΜΑΣ.