
Μερικὲς κεντρικὲς φυλακές, ὅπως ἡ φυλακὴ τοῦ Γιαροσλάβλ, ἦταν ἤδη τόσο καλὰ καὶ ἀποτελεσματικὰ ἐξοπλισμένες (πόρτες μὲ σιδερένια ἐπένδυση, σὲ κάθε κελὶ τραπέζι, σκαμνὶ καὶ κρεβάτι στερεωμένα στὸν τοῖχο) ὥστε χρειάστηκε μόνο νὰ τοποθετηθεῖ ἀπὸ ἕνα φίμωτρο στὰ παράθυρα καὶ νὰ χωρίσουν οἱ αὐλὲς γιὰ περίπατο περιορίζοντας τὶς στὸ μέγεθος τῶν κελιῶν (τὸ 1973 στὶς φυλακὲς ἔκοψαν ὅλα τὰ δέντρα, καὶ ἔστρωσαν μὲ τσιμέντο ὅλους τους λαχανόκηπους καὶ τὰ παρτέρια).
Ἄλλες πάλι, ὅπως τοῦ Σουζντάλ, ποὺ ἄλλοτε ἦταν μοναστήρια, χρειάστηκε νὰ μετατραποῦν σὲ φυλακές, ἀλλὰ ὁ ἐγκλεισμὸς τοῦ ἀνθρώπου σὲ μοναστήρι καὶ ὁ ἐγκλεισμός του, ἀπὸ τοὺς νόμους τοῦ κράτους, στὴ φυλακή, ἀποβλέπουν σὲ παραπλήσιους φυσικοὺς σκοποὺς καὶ γι' αὐτὸ ἡ μετατροπὴ τῶν κτιρίων δὲν παρουσιάζει δυσκολίες. Σὲ φυλακὴ μετατράπηκε καὶ ἕνα ἀπὸ τὰ κτίρια τοῦ μοναστηριοῦ Σουχάνωφ – ἔπρεπε, βλέπετε, νὰ ἀναπληρωθεῖ ἡ ἀπώλεια, ἀφοῦ τὸ φρούριο τοῦ Πετροπαβλὸφσκ καὶ τὸ Σλίσσελμπουργκ παραχωρήθηκαν στοὺς τουρίστες.
Ἡ κεντρικὴ φυλακὴ τοῦ Βλαντίμιρ ἐπεκτάθηκε καὶ συμπληρώθηκε (ἕνα μεγάλο καινούργιο κτίριο στὴν ἐποχὴ τοῦ Γιεζὼφ) χρησιμοποιήθηκε πολὺ καὶ ἀπορρόφησε πολλοὺς σ' αὐτὲς τὶς δεκαετίες. Ἀναφέραμε ἤδη τὴν....
κεντρικὴ φυλακὴ τοῦ Τομπόλσκ. Τὸ 1925 ἐγκαινιάστηκε, καὶ ἀπὸ τότε ἄρχισε νὰ χρησιμοποιεῖται εὐρύτατα καὶ μόνιμα, ἡ κεντρικὴ φυλακὴ τῶν Ἄνω Οὐραλίων. (Ὅλα αὐτὰ τὰ ἀπομονωτήρια ὑπάρχουν ἀκόμα, πρὸςμεγάλη μας ἀτυχία, καὶ λειτουργοῦν τὴ στιγμὴ ποὺ γράφονται αὐτὲς οἱ γραμμές). Ἀπὸ τὸ ποίημα τοῦ Τβαρντόφσκι «Πέρα ἀπὸ τὰ βάθη» συμπεραίνουμε πὼς στὴν ἐποχὴ τοῦ Στάλιν δὲν ἦταν ἄδεια οὔτε ἡ κεντρικὴ φυλακὴ τοῦ Ἀλεξάντροφσκ. Λιγότερες πληροφορίες ἔχουμε γιὰ τὴ φυλακὴ τοῦ Ὀρέλ: φαίνεται πὼς ἔπαθε μεγάλες ζημιὲς στὴν περίοδο τοῦ Μεγάλου Πατριωτικοῦ Πολέμου, ἀλλὰ ἡ ἔλλειψή της συμπληρώνεται ἀπὸ τὴ γειτονική, καλὰ ἐξοπλισμένη κεντρικὴ φυλακὴ τοῦ Ντμιτρὸφσκ (τῆς περιοχῆς τοῦ Ὀρέλ).
κεντρικὴ φυλακὴ τοῦ Τομπόλσκ. Τὸ 1925 ἐγκαινιάστηκε, καὶ ἀπὸ τότε ἄρχισε νὰ χρησιμοποιεῖται εὐρύτατα καὶ μόνιμα, ἡ κεντρικὴ φυλακὴ τῶν Ἄνω Οὐραλίων. (Ὅλα αὐτὰ τὰ ἀπομονωτήρια ὑπάρχουν ἀκόμα, πρὸςμεγάλη μας ἀτυχία, καὶ λειτουργοῦν τὴ στιγμὴ ποὺ γράφονται αὐτὲς οἱ γραμμές). Ἀπὸ τὸ ποίημα τοῦ Τβαρντόφσκι «Πέρα ἀπὸ τὰ βάθη» συμπεραίνουμε πὼς στὴν ἐποχὴ τοῦ Στάλιν δὲν ἦταν ἄδεια οὔτε ἡ κεντρικὴ φυλακὴ τοῦ Ἀλεξάντροφσκ. Λιγότερες πληροφορίες ἔχουμε γιὰ τὴ φυλακὴ τοῦ Ὀρέλ: φαίνεται πὼς ἔπαθε μεγάλες ζημιὲς στὴν περίοδο τοῦ Μεγάλου Πατριωτικοῦ Πολέμου, ἀλλὰ ἡ ἔλλειψή της συμπληρώνεται ἀπὸ τὴ γειτονική, καλὰ ἐξοπλισμένη κεντρικὴ φυλακὴ τοῦ Ντμιτρὸφσκ (τῆς περιοχῆς τοῦ Ὀρέλ).
Στὴ δεκαετία τοῦ 1920 στὰ πολιτικὰ ἀπομονωτήρια (ἤ πολιτικα μπουντρούμια, ὅπως τὰ ἀποκαλοῦν ἀκόμα οἱ κρατούμενοι) ἡ τροφὴ ἦταν πολὺ καλή: κρέας στὸ μεσημεριανὸ φαγητό, φρέσκα λαχανικά, μποροῦσες νὰ ἀγοράζεις γάλα ἀπὸ τὴν καντίνα. Ἡ κατάσταση ἐπιδεινώθηκε ἀπότομα τὸ 1931 – 33, μὰ τὸν καιρὸ ἐκεῖνο τὰ πράγματα δὲν ἦταν καλύτερα καὶ ἔξω.
Ἐκείνη τὴν ἐποχὴ τὸ σκορβοῦτο καὶ οἱ ζαλάδες ἀπὸ τὴν πείνα δὲν ἦταν σπάνιο φαινόμενο στὶς φυλακές. Ἀργότερα, τὸ συσσίτιο βελτιώθηκε, μὰ δὲν ἦταν πιὰ τὸ ἴδιο. Τὸ 1947 ὁ Ι. Κορνέγιεφ πεινοῦσε διαρκῶς στὴ Φυλακὴ Εἰδικοῦ Προορισμοῦ τοῦ Βλαντίμιρ:450 γραμμάρια ψωμι, 2 κομματάκια ζάχαρη, δύο ζεστά, ἀλλὰ ὄχι θρεπτικὰ γεύματα καὶ μόνο βραστὸ νερό, ὅσο τραβοῦσε ἡ ψυχή σου (πάλι θὰ ποῦν πὼς ὁ χρόνος αὐτὸς δὲν ἦταν χαρακτηριστικός, πὼς κι ἔξω ἀπὸ τὴ φυλακὴ πεινοῦσαν τότε. Ἐπέτρεπαν ὅμως μεγαλόψυχα στοὺς ἔξω νὰ τρέφουν τοὺς φυλακισμένους: δὲν ὑπῆρχε περιορισμὸς στὰ δέματα).
Τὸ φ ὢ ς στὰ κελιὰ ἦταν πάντα ἐλάχιστο στὶς δεκαετίες τοῦ 1930 καὶ τοῦ 1940: τὰ φίμωτρα καὶ τὰ ὁπλισμένα θολὰ τζάμια δημιουργοῦσαν στὰ κελιὰ ἕνα παντοτινὸ μισοσκόταδο (τὸ σκοτάδι εἶναι σημαντικὸς παράγοντας γιὰ τὴν καταπίεση τῆς ψυχῆς!). Πάνω ἀπὸ τὰ φίμωτρα ἔβαζαν συχνὰ κι ἕνα πυκνὸ καφάσι, ποὺ τὸν χειμώνα τὸ σκέπαζε τὸ χιόνι καὶ ἔτσι ἀποκλειόταν καὶ ἡ παραμικρὴ εἴσοδος στὸ φῶς. Τὸ διάβασμα καταντοῦσε μαρτύριο καὶ καταστροφὴ γιὰ τὰ μάτια. Στὴ Φυλακὴ Εἰδικοῦ Προορισμοῦ τοῦ Βλαντίμιρ, αὐτὴ ἡ ἔλλειψη φωτὸς ἀναπληρωνόταν τὴ νύχτα: ἄφηναν συνέχεια ἀναμμένες ἰσχυρὲς ἠλεκτρικὲς λάμπες ἐμποδίζοντας ἔτσι τὸν ὕπνο.
Στὴ φυλακὴ τοῦ Ντμίτρωφ (μαρτυρία τοῦ Ν. Α. Κοζίρεφ), τὸ 1938, μοναδικὸ φῶς ἦταν μία λάμπα πετρελαίου, σ' ἕνα ράφι κάτω ἀπὸ τὸ ταβάνι, ποὺ ἔκαιγε τὸ βράδυ καὶ τὴ νύχτα ἀπορροφώντας τὸν λιγοστὸ ἀέρα ποὺ ἀπέμενε. Τὸ 1939 ἀντικατέστησαν τὶς λάμπες μὲ πολὺ μικροὺς κοκκινωποὺς ἠλεκτρικοὺς γλόμπους. Ὁ ἀέρας ἦταν ἐπίσης λιγοστός. Ὁ φεγγίτης ἔμενε κλεισμένος καὶ ἄνοιγε μόνο τὴν ὥρα ποὺ οἱ κρατούμενοι πήγαιναν στὸ ἀποχωρητήριο, ὅπως θυμοῦνται ὅσοι βρίσκονταν τότε στὶς φυλακὲς τοῦ Ντμίτρωφ καὶ τοῦ Γιαροσλάβλ. (Μαρτυρία τῆς Γ. Γκίνζμπουργκ: τὸ πρωινὸ ψωμὶ μουχλίαζε ὡς τὸ μεσημέρι, τὰ σεντόνια ἦταν ὑγρά, οἱ τοῖχοι πρασίνιζαν). Στὸ Βλαντίμιρ ὅμως τὸ 1948 δὲν ὑπῆρχε ἔλλειψη ἀέρα: ὁ φεγγίτης ἦταν διαρκῶς ἀνοιχτός. Ὁ περίπατος στὶς διάφορες φυλακὲς καὶ στὶς διάφορες ἐποχὲς κυμαινόταν ἀπὸ 15 ὡς 45 λεπτά.
Οἱ κρατούμενοι δὲν εἶχαν πιὰ καμιὰ ἐπαφὴ μὲ τὴ γῆ, ὅπως γινόταν στὸ Σλίσσελμπουργκ καὶ στὰ Σολοφκύ: εἶχαν ξεριζώσει ὅλα τὰ φυτά, τὰ εἶχαν τσαλαπατήσει, τὰ εἶχαν καλύψει μὲ μπετὸν καὶ ἄσφαλτο. Κατὰ τὸν περίπατο ἀπαγορευόταν στοὺς κρατούμενους νὰ σηκώνουν τὸ κεφάλι τοὺς κατὰ τὸν οὐρανό: «Νὰ κοιτάζετε κάτω, τὰ πόδια σας!» θυμοῦνται ὁ Κοζίρεφ καὶ ἡ Ἀντάμοβα (φυλακὴ τοῦ Καζᾶν). Τὰ ἐπισκεπτήρια μὲ τοὺς συγγενεῖς ἀπαγορεύτηκαν μία γιὰ πάντα τὸ 1937. Οἱ κρατούμενοι μποροῦσαν νὰ στέλνουν δύο γράμματα τὸν μήνα στοὺς πλησιέστερους συγγενεῖς τους καὶ νὰ παίρνουν ἀπαντήσεις τους, σχεδὸν σὲ ὅλα αὐτὰ τὰ χρόνια (στὸ Καζᾶν ὅμως τὰ γράμματα ποὺ ἔπαιρναν οἱ κρατούμενοι ἔπρεπε νὰ τὰ ἐπιστρέφουν στοὺς ἐπόπτες ὕστερα ἀπὸ ἕνα εἰκοσιτετράωρο). Μποροῦσαν ἐπίσης νὰ ψωνίζουν ἀπὸ τὴν καντίνα μὲ τὰ περιορισμένα χρήματα ποὺ ἐπιτρεπόταν νὰ τοὺς στέλνουν.
Τὰ ἔπιπλα ἀποτελοῦν ἐπίσης σημαντικὸ στοιχεῖο στὸ καθεστὼς τῶν φυλακῶν. Ἡ Ἀντάμοβα περιγράφει πολὺ συγκινητικὰ τὴ χαρὰ ποὺ ἐνίωσε ὅταν, ὕστερα ἀπὸ τὰ ράντζα καὶ τὶς βιδωμένες στὸ πάτωμα καρέκλες, εἶδε καὶ ψαχούλεψε σ' ἕνα κελὶ (στὸ Σουζντὰλ) ἕνα ξυλοκρέβατο μὲ ἕνα σακὶ μὲ ἄχυρα γιὰ στρῶμα κι ἕνα ἁπλὸ ξύλινο τραπέζι. Στὴ Φυλακὴ Εἰδικοῦ Προορισμοῦ τοῦ Βλαντίμιρ, ὁ Ι. Κορνέγιεφ γνώρισε δύο διαφορετικά καθεστωτα:
Στὰ 1947 – 48 μποροῦσες νὰ κρατήσεις στὸ κελὶ τὰ προσωπικά σου ἀντικείμενα, σὲ ἄφηναν νὰ ξαπλώνεις τὴ μέρα κι ὁ δεσμοφύλακας δὲν σὲ κοίταζε κάθε στιγμὴ ἀπὸ τὸ ματάκι τῆς πόρτας· στὰ 1949 – 53 τὸ κελὶ ἦταν κλειδωμένο μὲ δύο λουκέτα (ἕνα γιὰ τὸν δεσμοφύλακα καὶ ἕνα γιὰ τὸν ἐπόπτη τῆς ὑπηρεσίας) ἀπαγορευόταν νὰ ξαπλώνεις, ἀπαγορευόταν νὰ μιλᾶς δυνατὰ (στὴ φυλακὴ τοῦ Καζᾶν ἔπρεπε νὰ μιλᾶς μόνο ψιθυριστά!) σοὺ ἔπαιρναν ὅλα τὰ προσωπικά σου ἀντικείμενα καὶ σοὺ ἔδιναν νὰ φορᾶς μία φόρμα ἀπὸ ριγωτὸ ὕφασμα. Ἡ ἀλληλογραφία ἐπιτρεπόταν δύο φορὲς τὸν χρόνο, μόνο τὴ μέρα ποὺ ἀποφάσιζε ξαφνικὰ ὁ διευθυντὴς τῆς φυλακῆς (ἂν ἔχανες αὐτὴ τὴ μέρα, δὲν μποροῦσες πιὰ νὰ γράψεις) καὶ τὰ γράμματα ἔπρεπε νὰ γράφονται σὲ χαρτάκια δύο φορὲς μικρότερα ἀπὸ τὰ ἐπιστολόχαρτα. Ἐπίσης γίνονταν συχνὰ ἄγριες ἔρευνες: οἱ κρατούμενοι ἔβγαιναν ἔξω ἀπὸ τὸ κελὶ καὶ γδύνονταν ἐντελῶς.
Ἡ ἐπικοινωνία ἀνάμεσα στὰ κελιὰ ἀπαγορευόταν σὲ τέτοιο σημεῖο, ὥστε ὕστερα ἀπὸ κάθε ἐπίσκεψη τῶν κρατουμένων στὰ ἀποχωρητήρια, οἱ δεσμοφύλακες τὰ ἐρευνοῦσαν συστηματικὰ μὲ φανάρια, φωτίζοντας κάθε ἄνοιγμα στὶς λεκάνες. Γιὰ μίαν ἐπιγραφὴ στὸν τοῖχο, ὅλο τὸ κελὶ τιμωροῦνταν μὲ ἀπομόνωση. Τὰ κρατητήρια τῆς ἀπομόνωσης ἦταν πραγματικὴ μάστιγα στὶς Φυλακὲς Εἰδικοῦ Προορισμοῦ. Μποροῦσαν νὰ σὲ τιμωρήσουν μὲ ἀπομόνωση γιὰ ἕνα βήχα («νὰ σκεπάζετε τὸ κεφάλι μὲ τὴν κουβέρτα, ὅταν βήχετε!») γιατί περπάτησες ὡς τὴν ἄλλη ἄκρη τοῦ κελιοῦ (Κοζίρεφ: τότε σὲ θεωροῦσαν «ταραχοποιὸ») ἢ γιὰ τὸν θόρυβο ποὺ ἔκαναν τὰ παπούτσια σου (στὴ φυλακὴ τοῦ Καζᾶν εἶχαν δοθεῖ στὶς γυναῖκες ἀντρικὰ παπούτσια 44 νούμερο). Ἡ Γκίνζμπουργκ συμπεραίνει σωστὰ πὼς ἡ ἀπομόνωση ἐπιβαλλόταν ὄχι γιὰ κάποιο παράπτωμα, ἀλλὰ σύμφωνα μὲ σχέδιο: ἔπρεπε νὰ περάσουν ὅλοι οἱ κρατούμενοι ἀπὸ ἐκεῖ, γιὰ νὰ ξέρουν τί πράγμα εἶναι. Ἕνα ἄρθρο τοῦ κανονισμοῦ, ποῦ ἐπιδεχόταν πολὺ πλατιὰ ἑρμηνεία, τόνιζε: «Σὲ περίπτωση ποῦ ὁ κρατούμενος θὰ ἐπιδείξει ἀπειθαρχία (;) κατὰ τὴν ἀπομόνωση, ὁ διευθυντὴς τῆς φυλακῆς ἔχει δικαίωμα νὰ παρατείνει τὴ διάρκεια τῆς παραμονῆς τοῦ σ' αὐτὴν ὡς εἴκοσι μέρες».
Ἀλεξάντερ Σολζενίτσιν
ΑΡΧΙΠΕΛΑΓΟΣ ΓΚΟΥΛΑΓΚ
1918–1956
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου