15 Φεβ 2011

Ἱερεὺς τὶς τοῦ 20ου αἰῶνος.Μιὰ συγκλονιστικὴ ἱστορία

Τὸ παρακάτω ἄρθρο δημοσιεύτηκε στὸ περιοδικὸ -ΠΕΙΡΑΙΚΗ ΕΚΚΛΗΣΙΑ καὶ στὴν συνέχεια ἀναδημοσιεύτηκε σὲ πολλὰ ἱστολόγια.Ἐμεῖς τὸ ἀναδημοσιεύουμε ἀπὸ τὸ ἰστολόγιο -Γιὰ τὴν ἁπλὴ καὶ ἥσυχη ζωὴ σὺν πάσι τοῖς Ἁγίοις.
Εἶναι ἡ συγκλονιστικὴ ἱστορία ἑνὸς ἁγίου παππούλη, ἀκαδημαϊκοῦ δασκάλου, ποὺ κλείστηκε στὸ ψυχιατρεῖο γιὰ νὰ βοηθήσει τοὺς ἀσθενεῖς, ἡ ὁποία ἔχει ἤδη μπεῖ στὸ ἰστολόγιο σὲ μορφὴ ἠχητικοῦ ἀρχείου …
Ὅσοι ἀγαποῦν τὸν Χριστό, θὰ μιλήσει στὶς καρδιές τους…Εὐχαριστίες καὶ στὸν π.Εὐάγγελο Παπανικολάου, πόνημα τοῦ ὁποίου εἶναι τὸ κείμενο ποὺ ἀκολουθεῖ καὶ στὴ χειροτονία τοῦ ὁποίου δόθηκε ὡς ἐνθύμιο.

ΠΡΟΟΙΜΙΟΝ
Ἀναλογιζόμενος τὴν μέχρι τώρα ζωή μου καὶ τὰ μεγαλεία τοῦ Θεοῦ σὲ ἐμὲ εἶδα τὴν ἀπὸ τὴν παιδική μου ἡλικία φροντίδα Του καὶ τὶς ἄπειρες εὐεργεσίες Του. Γεννημένος σὲ ἕνα περιβάλλον ὀρθόδοξο, σὲ γεωργικὸ χωροχρόνο, ἀνατράφηκα στὴν αὐλὴ τοῦ σπιτιοῦ μου, στὸ προαύλιο τῆς ἐκκλησίας καὶ μέσα στὴν ἐκκλησία, ὁπού μὲ ὁδήγησαν, ὄχι μόνο οἱ γονεῖς μου, ἀλλὰ καὶ οἱ γείτονες. Μὲ τὸ κερὶ ποὺ ἐφτίαχναν ἀπὸ τὰ μελίσσια ποὺ τρυγοῦσαν καὶ πρὸ παντὸς μὲ τὶς προσευχές τους. Προσευχὲς ποὺ τὶς ἔβλεπα μπροστά μου, ὄρθρους καὶ ἑσπερινοὺς ποὺ τοὺς διάβαζαν ἀπὸ τὰ μεγάλα βιβλία ποὺ εἶχαν στὰ σπίτια τους, μεγάλα μηναῖα μὲ ὡραῖα γράμματα, καλλιγραφικὰ τυπωμένα μὲ κόπο καὶ ἐρυθρὲς ἐπικεφαλίδες.
Γέροντες ἁγιορεῖτες μὲ μακριὲς γενειάδες, καλογριὲς πτωχὲς μὲ ταγάρια, περναγαν ἀπὸ τὰ σπίτια μας καὶ ἄκουγα μαγεμένος τὶς ἱστορίες τους ἀπὸ τὸ Γεροντικὸ καὶ τὸν Εὐεργετινό.
Τότε σὲ ἡλικία ἑπτὰ ἐτῶν οἱ γονεῖς μου μὲ ἔφεραν ἕνα Μάιο στὸν Ἅγιο Ἰωάννη τὸν Μακρινὸ καὶ λειτουργηθήκαμε πρὶν περίπου σαράντα χρόνια. Τότε εἶδα γιὰ πρώτη φορὰ τὸν γέροντα π. Δαμασκηνὸ καὶ τὴν μικρὴ ἀδελφότητα. Ὅλα ἔλαμπαν. Ἢ ὀμορφιὰ τοῦ χώρου, ἡ γλυκύτητα ποὺ ἔψαλλε ὃ γέροντας τὸ Θεοτόκε Παρθένε, μοῦ ἔκλεψαν τὴν καρδιά. Ἢ Λειτουργία ἦταν ἡ ζωή μου. Ὃ παπὰ Θεόδωρος τοῦ χωριοῦ μου ὃ πολιὸς γέρων ὁ πνευματικός του σπιτιοῦ μας. Ὃ διάκονος π. Ἱερεμίας μὲ τὸ προφητικό του κήρυγμα καὶ τὴν Ἀγάπη του στὴν Παλαιὰ Διαθήκη, μοῦ δώρισε τὴν Βίβλο, Παλαιὰ καὶ Καινὴ Διαθήκη καὶ μὲ σαγήνευσε.
Σὲ ἡλικία 12 ἐτῶν μέσα στὴν ἐκκλησιαστικὴ ταραχὴ τοῦ 1974 γνώρισα τὸν π. Ἄγγελο, ἄνθρωπο τοῦ Θεοῦ, λειτουργοῦντα καθημερινά, λάμποντα ἀπὸ τὴν καθαρότητα καὶ τὴν ἁπλότητά του. Εἶχε ἀρχίσει ἤδη ὃ πόθος νὰ....

 μὲ ζώνει γιὰ τὴν ἱεροσύνη. Ἢ Ἰατρικὴ ἦταν κάτι πού μου κάλυπτε τὸν πόθο ἀλλὰ ποτὲ δὲν μὲ ἀποπροσανατόλισε. Ἢ ἐλευθερία τοῦ φοιτητῆ μου δίνει τὴν εὐκαιρία νὰ γνωρίσω ὅ,τι ἤθελα. Τὸν γέροντα Γελάσιο Παλαιολόγο ἀπὸ τὴν Μικρὰ ‘Ἀσία, χειροτονία τοῦ Ἄγ. Νεκταρίου ἄγοντα τότε τὸ 100 ἔτος τῆς ἡλικίας του, τὸν π. Παχώμιο ἀσθενῆ μοναχὸ σὲ ἕνα παλαιὸ σπίτι στὰ Ἑξάρχεια Κωνσταμονίτη τοῦ Πνευματικοῦ Φιλαρέτου τέκνο. Στὴν Σερβία τὸν π. Ἴουστινο Πόποβιτς καὶ εἶχα μία χαρὰ ὅταν μου εἶπε ὅτι τὸ ὄνομα τοῦ ἦταν Εὐάγγελος, τὸν παπὰ Ἔφραιμ στὰ Κατουνακια πού μου ἐπίστησε τὴν προσοχὴ στὴν γαλιάντρα ποὺ εἶχα στὸ κλουβὶ νὰ μὴν τὴν ἀφήσω νὰ μοῦ φύγει καὶ τὴν ἴδια ὥρα μυστικὰ καταλάβαινα νὰ μοῦ ὑπενθυμίζει τὸν ἀγώνα γιὰ τὴν Ἱεροσύνη. Τὸν μακαριστὸ Παϊσιο καὶ τὶς ὧρες τῶν συζητήσεων μέσα στὰ χιόνια ἀλλὰ καὶ τὸν π. Πορφύριο μέσα στὴν παράγκα του, τότε ποὺ λίγοι τὸν γνώριζαν. Ὅλοι αὐτοὶ σιγά μου ἔδειχναν τὴν μνήμη μου καὶ κυρίως μου ἀποδείκνυαν τὸ Ὕψιστό του Ὑπουργήματος τῆς Ἱεροσύνης.
Στὸ διάστημα τῆς Φοιτητικῆς μου ζωῆς συνδέθηκα περισσότερο μὲ τοὺς πατέρες τῆς Ἄγ. Παρασκευῆς Μαζίου γνωστούς μου ἀπὸ παλαιὰ ὡς καὶ μὲ τὸν ἐπίσκοπο κὺρ – Γρηγόριο τοῦ ὁποίου ἡ ἀγάπη καὶ τὸ πολυμαθὲς μὲ ἐντυπωσίασαν ὡς καὶ ἡ συνέπεια στὸ Εὐαγγελικὸ κήρυγμα.
Παρακολούθησα τὴν ποιμαντικὴ ἐργασία στὸν Ἐρυθρό του π. Φιλόθεου Φάρου ποὺ πλάτυνε τὸν νοῦ μου καὶ μὲ ἀπελευθέρωσε ἀπὸ ἀνόητους φόβους, μοῦ ἔδειξε τὴν ἀδυναμία της μὴ κοινωνίας καὶ κυριολεκτικὰ μὲ ἔμαθε τί δὲν εἶναι ἐκκλησία. Στὴν στρατιωτική μου θητεία, ὃ Χριστὸς μὲ πέταξε μέσα στὴν ἀγάπη τῶν Κρητικῶν. Μοῦ ἔδωσε φίλους δοκιμασμένους μέχρι σήμερα καὶ κυρίως διὰ μέσω τοῦ γέροντος Τιμοθέου μου ἔδειξε τὸν παράδεισο. Ἕνας ἄρρωστος ξέπνοος ἄνθρωπος εἶχε ὅλο τὸν Χριστὸ καὶ στὸν ἔδινε σὰν φωνὴ αὔρας λεπτῆς. Αὐτὸς πρώτη φορά μου μίλησε γιὰ τὴν ἀνάγκη τῆς καρδιᾶς μου νὰ γίνω ἱερεύς. «Μὴν περιμένετε νὰ μάθετε κάτι ἄλλο ἀφῆστε τὸ Ἄγ. Πνεῦμα νὰ σᾶς ὁδηγήσει. Σᾶς καλῶ στὴν ἐκκλησία ὡς ἱερέα. Ὅταν συναντήσετε Ἐπίσκοπο ποὺ σᾶς καλέσει ὑποταχθεῖτε. Μὴν φοβάστε. Ἐξ ἄλλου ἡ Σάρκωση τοῦ Κύριου Ἰησοῦ Χριστοῦ ἀπὸ τὴν Κύρια Θεοτόκο ἔδωσε τὴν δύναμη τοῦ μαρτυρίου σὲ ὅλους τους ἀνθρώπους». Ἐκεῖ ἦταν ὃ γέροντας Εὔμενιος ποὺ μᾶς ἀπεκάλυψε τὴν μελλοντικὴ ἀρχιεροσύνη τοῦ Γρηγορίου, ἀδιανόητη στὸν ἴδιο. Ἐκεῖ ὃ π. Μεθόδιος τῆς ἀγάπης ἔμπλεος καὶ τῆς προσφορᾶς ἀλλὰ ἐκεῖ καὶ οἱ πρῶτοι μου φίλοι κεκοιμημένοι. Κατὰ τὸ μετέπειτα διάστημα γνώρισα στὰ Καλάβρυτα τὸν Γέροντα ‘Ἄνθιμο τῆς Λαύρας τὸν Ἡγούμενο ποὺ ἔσωσε τὸ Λάβαρο ἀπὸ τοὺς Γερμανοὺς καὶ ἕνωνε τὸν Χριστὸ καὶ τὴν Πατρίδα.
Καὶ ξαναερχόμαστε πάλι ἀπὸ τὴν ἀρχὴ στὸν Μακρινὸ μὲ τὸν Γέροντα Δαμασκηνὸ νὰ μὲ καλεῖ νὰ γίνω ἱερεύς: ἐγὼ θὰ πάω στὸν ἐπίσκοπο καὶ θὰ τοῦ πῶ καν’ τὸν παπά …; …; ‘Όμως ἐκοιμήθη ὃ μακάριος Δαμασκηνὸς καὶ προστέθηκε στοὺς Ἄγ. Πατέρες μας. Ὃ Χριστὸς σιώπησε χρόνια ὥσπου ἀναπάντεχα ὃ Γρηγόριος καλεῖται νὰ ποιμάνει μία δύσκολη περιοχὴ τοῦ κόσμου καὶ αὐτὸς καλεῖ καὶ ἐμὲ συγκιρηναῖο. Τότε μου εἶπε: γράψε Εὐάγγελε τὴν ζωὴ τοῦ π. Νικολάου νὰ τὴν μοιράσουμε σὰν ἐνθύμιο τὴν ἥμερά της χειροτονίας σου. Ἔτσι γιὰ ὑπακοὴ τὴν ἔγραψα εἰς ἀποκάλυψη τῆς μυστικῆς ἐργασίας του. Καὶ διαρκῆ ὑπόμνησή μου τοῦ τί εἶναι Ὀρθόδοξος παπάς.
ΙΕΡΕΥΣ ΤΙΣ ΤΟΥ 20ου ΑΙΩΝΟΣ
Τὸν εἶδα αἰφνίδια μέσα στὸν τεράστιο θάλαμο μὲ τὰ 65-70 κρεβάτια μέσα στὸ πανδαιμόνιο ποὺ κάνουν 70 ἄνθρωποι ὅταν μαζευόταν καὶ στριμώχνονταν σὲ ἕνα μικρὸ χῶρο. Τὸ φῶς πολύ. Ἔμπαινε ἀπὸ τὰ μεγάλα παράθυρα μὲ τὰ σιδερένια κάγκελα. Ἦταν πρωὶ περίπου 9 ἢ ὥρα, ὅταν ἄνοιξε ἢ βαριὰ πόρτα, ἐξωτερική, καὶ ἀνεβήκαμε ἢ νέα ὁμάδα τῶν 1Ο φοιτητῶν, στὸ τμῆμα ἀποτοξίνωσης στὸ Δαφνί. Πρόσωπα ἐκινοῦντο ἀέναα μέσα στὸ φαρδὺ διάδρομο ποὺ ἄφηναν τὰ κρεβάτια τους. Ἄνθρωποι ἀπὸ ὅλα τὰ μέρη τῆς πατρίδας καὶ ἀπὸ πιὸ πέρα ἀκόμη. Μὲ τὶς χαρακτηριστικὲς προφορὲς τῶν Λαρισινῶν ἢ τῶν Κρητικῶν καὶ τῶν νησιωτῶν. Κοντοί, ψηλοί, μελαχρινοί, ἄσπροι, ἀδύνατοι παχεῖς, πάσχοντες, ὅλος ὃ κόσμος ἀναγκασμένος νὰ συμβιώνει.
Καὶ μέσα σὲ αὐτὴν τὴν ἄμπωτη καὶ πλημμυρίδα τῶν ἀνθρώπων ἕνας ψηλὸς ξανθωπὸς μὲ μαῦρα ροῦχα καὶ περιλαίμιο λευκὸ μὲ λίγο ὑποτυπῶδες γένι ξανθὸ ἄρχοντας, ἀτάραχος, γαλήνιος μέσα σ’ αὔτη τὴν ταραχή. Κατάλαβα ὅτι ἐπρόκειτο γιὰ ἱερέα. Εὐτυχῶς εἶπα μέσα μου, ἕνας καθολικὸς ἱερέας στὸ τμῆμα ἀποτοξίνωσης. Εὐτυχῶς ποὺ δὲν εἶναι ὀρθόδοξος. Νὰ ξεφτιλιζόμαστε στοὺς γιατροὺς καὶ στοὺς συμφοιτητές μας!!! Εὐτυχῶς. Χωριστήκαμε σὲ δύο ὁμάδες, βάλαμε τὶς ἰατρικὲς μᾶς μπλοῦζες καὶ μὲ τὸν ὑπεύθυνο γιατρὸ προχωρήσαμε στὸ κρεβάτι τοῦ πρώτου ἀσθενοῦς. Τὸν φώναξε ὃ ὑπεύθυνος ἀπὸ τὴν παρέα του, ἦρθε ἕνας μικρὸς μαγκάκος ἀπὸ τὴν Λάρισα ὁμιλητικὸς ἀλλὰ μαγκάκος. Δὲν θυμᾶμαι τίποτα ἀπὸ τὸ πρῶτο αὐτὸ μάθημα οὔτε γιατί ἦταν μέσα ὃ ἀσθενὴς οὔτε τί φάρμακα ἔπαιρνε ἁπλῶς στὴν ρύμη τῶν λόγων τοῦ εἶπε. “Έχουμε καὶ τὸν παπὰ νὰ μᾶς βοηθᾶ καὶ περνᾶμε καλὰ καὶ ἐνῶ ἔπρεπε νὰ φύγουμε σὲ τρεῖς μῆνες ἐπισπεύσαμε τὸ πρόγραμμα χάρις σ’ αὐτὸν καὶ θὰ φύγω σὲ 1,5 μήνα”. Τότε μὲ τάραξε ὁ λογισμός μου ἕνας καθολικὸς παπὰς μὲ τὸ κουστουμάκι τοῦ βοήθησε αὐτὸν ἐδῶ; Ἀδύνατον, ἕνας καθολικὸς παπάς!!!! Στὴν πρώτη μας αὔτη συνάντηση οὐδὲν ἔπραξα παρ’ ὅλο τὸν φυσικό μου κοινωνικὸ χαρακτήρα. Ἔφυγα ὅταν τελείωσε ὃ ὑποχρεωτικός μου χρόνος τῆς παρουσίας.
Στὴ δεύτερη ἐπίσκεψη τὴν ἑπόμενη ἑβδομάδα πάλι τὰ ἴδια, ἄλλος ἀσθενὴς καὶ νέα ἀποκάλυψη: “εὐτυχῶς ποὺ ἔχουμε τὸν παπὰ καὶ μᾶς βοηθᾶ εἰδικὰ τὰ βράδια ποὺ μένουμε μὲ τοὺς ἑαυτούς μας, μᾶς παρηγορεῖ, μᾶς ἐμψυχώνει. Εἶναι δικός μας παπάς, ὀρθόδοξος!”
‘Ένα κρύο ρεῦμα μὲ διαπέρασε, γκρεμίστηκαν ὅλα, ὃ εὐσεβισμός μου δὲν μποροῦσε νὰ δεχτεῖ ὅτι ἕνας παπὰς ὀρθόδοξος ἦταν μέθυσος, εἶχε ἀνάγκη ἀποτοξίνωσης καὶ βρισκόταν πίσω ἀπὸ τὰ σίδερα μὲ ἄλλους παρανόμους, μέθυσους καὶ ναρκομανεῖς. Οὔτε καν σὲ κάποιο ἰδιωτικὸ κέντρο ἀποτοξίνωσης. Ἢ ἰδέα ποὺ εἶχα γιὰ ἄσπιλη ἐκκλησία καὶ ὀφειλόταν στὴ νεότητά μου ξεθωρίασε ἀπότομα. Τὸν πλησίασα, στεκόταν ὄρθιος καὶ συνομιλοῦσε μὲ ἕναν ἄλλο ἀσθενῆ, ποὺ ἔτρεμαν τὰ χέρια του. Συνομιλοῦσε ἅπλα γιὰ τὸ τίποτα, ὁ ἄλλος τὸν ἄκουγε, τοῦ ἔλεγε γιὰ τὰ προβλήματά του, τοῦ μιλοῦσε γρήγορα, ὃ παπὰς ἄκουγε μὲ μία ἀπέραντη στοργὴ κοιτάζοντας τὸν. Εἶχε πρόσωπο καθαρό, μάτια γαλάζια-θάλασσα, ἡλικία 55 χρονῶν περίπου, χέρια ἄσπρα δάκτυλα μακριά, τέλος πάντων, ὅλα πάνω του εἶχαν κάτι τὸ ἀρχοντικό. Τοῦ ἀπάντησε σιγὰ μὲ μία προφορὰ μὲ ἀγγλικὴ ἠχώ. Ἦταν ξένος. Παπὰς ὀρθόδοξος ξένος.
Μόλις τελείωσε μὲ τὸν ἄρρωστο στράφηκε σὲ μένα καὶ μὲ ρώτησε: «χάου ἂρ γιοῦ?». Ἔμαθα ὅτι ἦταν ‘Ἕλληνας ποὺ γεννήθηκε στὸ ἐξωτερικό, οἱ γονεῖς τοῦ εἶχαν φύγει γιὰ τὴν πέρα ἀπὸ τὸν Ἀτλαντικὸ Ἀμερική. Τὸν ἔστελναν ὅμως οἱ γονεῖς του στοὺς παπποῦδες του στὴν Κατερίνη, ἔτσι εἶχε μάθει καλὰ ἑλληνικὰ καὶ εἶχε ἕνα σύνδεσμο μὲ τὴν παράδοση τῆς χώρας μας. Ἐνίωθα ἤδη ἄνετα σὰν νὰ τὸν γνώριζα ἀπὸ χρόνια, εἶχαν φύγει ὅλοι οἱ ἐνδοιασμοί μου.
Τί θέλετε ἀπὸ μένα μὲ ρώτησε.
Θέλω νὰ μάθω γιατί βρίσκεστε σὲ αὐτὸ τὸ χῶρο καὶ θεραπεύεστε, τέλος πάντων νὰ σᾶς γνωρίσω.
Ἔλατε στὸ δωμάτιό μου.
Ναί, μέσα σὲ αὐτὸ τὸ χάλι ὑπῆρχε ἕνα μικρὸ δωματιάκι, στενὸ δωματιάκι μὲ ἕνα κρεβάτι, παράθυρο βορινό, τοῖχοι πανύψηλοι, 4 μέτρα ὕψος, ἕνα γραφεῖο, εἰκόνες ρωσικές, καντήλι, κομποσκοίνι, θυμιατήρι, πετραχήλι, φάρμακα πάνω στὸ γραφεῖο καὶ βιβλία. Ἦταν ἕνα μικρὸ καλογερικὸ κελὶ μέσα στὴ ταραχὴ 70 τροφίμων τοῦ ψυχιατρείου. Ἐκεῖ ἄρχισε ἢ ἀποκάλυψη τῆς χάρης τοῦ Θεοῦ. Τὸ ὄνομα Νικόλαος, ὀρθόδοξος ἱερέας τῆς ἀρχιεπισκοπῆς τῆς Ἀμερικῆς. Καθηγητὴς τοῦ Χάρβαρντ στὴν ἕδρα τῶν Παλαμικῶν σπουδῶν καὶ ποιμαντικῆς ψυχολογίας. Καθηγητὴς στὸ Χάρβαρντ στὸ μεγαλύτερο πανεπιστημιακὸ ἵδρυμα τῆς Ἀμερικῆς καὶ τώρα τρόφιμος τῆς ψυχιατρικῆς πτέρυγας τοῦ Δαφνίου στὸ τμῆμα ἀποτοξινώσεως, ἡ διαφορὰ εἶναι ἰλιγγιώδης.
Πάτερ; Πῶς φτάσατε ἐδῶ;
Ἤμασταν μία παρέα φίλοι ποὺ τελειώσαμε τὴ σχολὴ τοῦ τιμίου Σταυροῦ στὴν Βοστόνη. Παντρευτήκαμε, κάναμε παιδιὰ καὶ γίναμε ἱερεῖς. ‘Ο καλύτερος ὅλων μας πρὶν περίπου δέκα χρόνια πέθανε αἰφνίδια. Τὸν κηδεύσαμε καὶ γυρίσαμε στὰ σπίτια μας. Τότε μὲ κατέλαβε ἕνα πνεῦμα λύπης καὶ ἀπὸ τότε ἄρχισα νὰ πίνω. Τέλος πάντων σὲ λίγο καιρὸ ἤμουν ἐξαρτημένος ἀπὸ τὸ ποτό, ἐὰν δὲν ἔπινα ἔτρεμα. Δὲν μποροῦσα νὰ διευθετήσω τὰ θέματά μου. Στὴν ἀρχὴ τὸ ἔκρυβα ἀπὸ τὴν γυναίκα μου καὶ τὰ παιδιά μου, δὲ μεθοῦσα ἀλλὰ ἔπινα, ἤμουν μὲ ἕνα ποτήρι στὸ χέρι. Πειράχτηκε καὶ τὸ ἧπαρ μου.
Ὅλο τὸ θέμα ἦταν μία πρόκληση γιὰ τὴν ἰατρική μου γνώση, τίποτα ἀπὸ τὰ παραπάνω δὲν συμβάδιζε μὲ τὴν νηφαλιότητα τοῦ ἀνδρὸς μὲ τὴν ἀρχοντιά του καὶ τὴν ἔλλειψη νευρικότητας. Εἶχε ἔρθει ἡ ὥρα νὰ φύγουμε. Τοῦ ζήτησα νὰ τοῦ φέρω κάτι γιὰ παρηγοριὰ τοῦ μέσα σὲ αὐτοὺς τοὺς τοίχους. Ἕνα βιβλίο τοῦ Ρωμανίδη μου λέει, τὸν εἴχαμε δάσκαλο τὸν Ρωμανίδη. Στὴ νέα συνάντησή μας τὴν ἑπόμενη ἑβδομάδα κρατοῦσα στὸ χέρι μου τὸ δεμένο βιβλίο τοῦ Ρωμανίδη «ΡΩΜΑΙΟΙ Ή ΡΩΜΙΟΙ ΠΑΤΕΡΕΣ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ». Ἀνέβηκα τρέχοντας τὰ σκαλιὰ νὰ συναντήσω τὸν Νικόλαό μου τὸν ἄρρωστό μου, τὸν βρῆκα στὸ δωμάτιό του καθισμένο σὲ μία μικρὴ πολυθρόνα καὶ στὸ χέρι τοῦ ἕνα μικρὸ κομποσκοίνι. Τοῦ ἔδωσα τὸ βιβλίο στὰ χέρια του. Εἶχε κόκκινο σκληρὸ ἐξώφυλλο, τὸ γύρισε μὲ ἀγάπη, διάβασε τὰ κεφάλαια. Χάρηκε σὰν μικρὸ παιδί.
Εἶμαι ἐδῶ πάνω ἀπὸ τρεῖς μῆνες, βγαίνω σπάνια δὲν ἔχω ποὺ νὰ πάω, δὲν μοῦ ἔχουν φέρει ἕνα δῶρο. Πόσο χαίρομαι γιὰ αὐτὸ πού μου ἔφερες. Αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος ἔφερε ἀέρα ὀρθοδοξίας, γκρέμισε τὸ σχολαστικισμὸ τῆς γερμανικῆς ἰδεολογίας, ἔδειξε τὸν πλοῦτο μας!!! Ὅτι μᾶς ἔλεγε ὃ γέρο Ἰωσὴφ αὐτὸς τὸ ἔβαλε στὰ πανεπιστήμια.
Ποιὸς γέρο Ἰωσήφ;
Ὁ ἡσυχαστής, ὁ παπποὺς ὁ σπηλεώτης. Τὸν γνώρισα τὸ 1960 ὅταν πήγαινα στὸ Ἅγιο Ὅρος, στὴ Νέα Σκήτη, μὲ δεχόταν στὸ κελάκι του. Μοῦ ἔμαθε νὰ προσεύχομαι μὲ τὸ κομποσκοίνι ὧρες καὶ ὧρες, φωτομορφος, γλυκύς, αὐστηρός. Προσοχὴ ἔλεγε στὸ νοῦ, πρῶτα προσβολὴ μετὰ συζήτηση μὲ τὸν λογισμὸ μετὰ συγκατάθεση!!! Συγκατάθεση, θάνατος, ἀρχὴ ἁμαρτίας, ἡ ἁμαρτία δόντι ἰοβόλο του θανάτου. Προσοχὴ ὄχι συζήτηση μὲ τὸν λογισμό, νίψη. Αὐτὰ ποὺ ὁ γέροντας τὰ παρέδωσε ἐμπειρικά, ὁ Ρωμανίδης τὰ κατέγραψε τὰ στήριξε ἁγιοπατερικὰ καὶ τὰ ἐξαπέστειλε στὰ πέρατα τῆς γής, ὥστε νὰ ἔχουμε καὶ ἐμεῖς χαρὰ ἐκεῖ στὴν Ἀμερική. Ὅταν ἔγινα ἱερέας μὲ τὸν πρῶτο μου μισθὸ ἔστειλα ἕνα δῶρο στὸν γέροντα Ἰωσήφ, τοῦ ἔστειλα ράσα καλογερικὰ ὄχι κάτι τὸ ἀκριβό, τὰ εἶχα τυλίξει καὶ σὲ ἕνα γκρὶ χαρτί, ἔγραψα τὴν διεύθυνση καὶ τὰ ἔστειλα. Μετὰ ἀπὸ πέντε χρόνια τὸν ἐπισκέφθηκα στὸ κελί του, ὅπως καθόταν εἶδα πίσω του στὸ περβάζι τὸ δῶρο μου ἀνέγγιχτο ἀμέσως σκούρυνε τὸ προσωπό μου. Τοῦ λέω: «Γέροντά σου ἔστειλα ἕνα δῶρο μὲ τὰ πρῶτα μου χρήματα καὶ ἐσὺ οὔτε ποὺ τὸ ἄγγιξες!!!» Μοῦ λέγει: «π. Νικόλαε, παιδί μου δὲν μοῦ λείπει τίποτα, ἔχω τὸν Χριστό. Δὲν μοῦ λείπει τίποτα, τὸ δῶρο σου τὸ εἶδα ἔσκισα μία ἄκρη καὶ τὸ εἶδα. Τὸ ἄφησα ἐδῶ χρόνια νὰ μοῦ λέγει ὁ λογισμὸς ἄνοιξε τὸ καὶ νὰ τὸν ξεχνῶ ἀλλὰ νὰ σὲ θυμᾶμαι. Θὰ μποροῦσα νὰ τὸ ἔχω δωρίσει σὲ τόσους ποὺ ἔρχονται ἐδῶ ἀλλὰ τὸ ἄφησα γιὰ τὸν παπὰ Νικόλα, ἔλα νὰ βάλουμε τὸν πλάγιό του δεύτερου ἤχου νὰ παρηγορηθεῖς». Μοῦ ἔμαθε νὰ προσεύχομαι μὲ τὸ κομποσκοίνι γιὰ τὸν κόσμο γιὰ τὶς ἁμαρτίες μου καὶ πάλι ἔμπονα γιὰ τὸν κόσμο. Ὅλες τὶς ἀκολουθίες τὶς ἔκανε μὲ τὸ κομποσκοίνι ἕκτος της Θείας Λειτουργίας.
Πάτερ ἀπορῶ πῶς ἐσεῖς ποὺ γνωρίσατε ἕνα τόσο ἅγιο ἄνθρωπο πέσατε σ’ αὐτὸ τὸ πάθος τῆς οἰνοποσίας. Ἡ προσευχὴ δὲν σᾶς προστάτεψε δὲν σᾶς βοήθησε νὰ γλιτώσετε ἀπὸ τὸν πειρασμὸ αὐτόν;
Εὐάγγελε μὴν ξεχνᾶς τὸ ἀρκεῖ σοὶ ἡ χάρις μου τοῦ Παύλου.
Ξέρετε μὲ σκανδάλισε στὴν ἀρχὴ τουλάχιστον τὸ θέμα σας.
Σὲ σκανδάλισε ἢ σὲ φόβισε γιὰ τὸ εὐόλισθον τῆς φύσεώς μας; Εἶσαι αὐτάρκης στὴν νομιζόμενή σου καθαρότητα καὶ φοβᾶσαι μήπως τὴν χάσεις, μήπως κάνεις κάποιο λάθος καὶ χάσεις τὴν καλὴ γνώμη γιὰ τὸν ἑαυτό σου καὶ γιὰ τοὺς ἄλλους. Σὲ νοιάζει τί θὰ πεῖ ὁ κόσμος. Ἀδελφέ μου καὶ φίλε μου ἡ νεότητά σου εἶναι κακὸς σύμβουλος ὅπως καὶ σὲ μένα κάποτε. Ἡ πείρα τοῦ βίου καὶ ἡ συναντίληψη τῆς χάριτος μὲ ἔπεισε ὅτι ὅποιος καὶ ἂν εἶμαι ὅτι καὶ ἂν κάνω εἶμαι δεμένος μὲ τὸν Χριστὸ καὶ φωνάζω ἐλέησον μὲ ὁ Θεός, ἐλέησον μὲ Κύριε ὡς οἶδας καὶ ὡς θέλεις ἐλέησον μέ. Καὶ λέω μέσα μου ὅλοι σώζονται ἐγὼ κολάζομαι. Ἐλπίζω στὸν Χριστὸ καὶ στὴν Παναγία. Ἐλπίζω στὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ ποὺ χαρίζει τὸν παράδεισο σ’ αὐτοὺς ποὺ πιστεύουν ὅτι εἶναι ἀνάξιοί του παραδείσου.
Καὶ πάλι ὁ ἀδυσώπητος χρόνος τελείωνε.
Πάτερ θέλετε νὰ σᾶς φέρω κάτι τὴν ἑπόμενη συνάντησή μας;
Ναὶ θέλω κάτι ἐπειδὴ ἔχω τέσσερα παιδάκια στὴν πατρίδα καὶ τὰ ἔχω ἐπιθυμήσει. Φέρε μου σὲ παρακαλῶ ἕνα μικρὸ παιδάκι καὶ φώναξε μὲ νὰ βγῶ στὸ παράθυρο ἀπὸ τὰ κάγκελα νὰ τὸ δῶ νὰ δῶ τὰ ματάκια του νὰ παρηγορηθῶ.
Βρῆκα τὸν μικρό μου βαπτισμένο Σωτήριο τὸν πῆρα ἀγκαλιά, πέρασα τὴν πόρτα καὶ σταθήκαμε κάτω ἀπὸ τὰ σίδερα.
Π. Νικόλαε, π. Νικόλαε, ἤρθαμε. Πρόβαλε ἡ φιγούρα τοῦ πίσω ἀπὸ τὰ σίδερα ἅπλωσε τὰ χέρια του ἀπὸ ψηλά μας κοίταζε, μᾶς χαμογελοῦσε, μιλάγαμε ἀπὸ ἐκεῖ. Χάρηκε, θυμήθηκε τὰ δικά του, ἁπλώθηκε ἡ νοσταλγία. Δὲν ἦταν πίκρα ἦταν μία νοσταλγία γιὰ τὸν παράδεισό μας. Μᾶς εὐλόγησε καὶ ἀποχωρήσαμε. Ποιὸς εἶναι πλούσιος, Λωξάνδρα μου, ἐν τῷ ὀλίγω ἀναπαυόμενος, τζόγια μου …; Πάτερ, ἡ Ἀμερικὴ φημίζεται γιὰ τὰ ἀποτοξινωτικὰ τῆς κέντρα, πῶς ἤρθατε σ’ αὐτὲς τὶς ἄθλιες συνθῆκες.
Εὐάγγελε πρὶν πολλοὺς μῆνες προκηρύχτηκε μία θέση στὸ πανεπιστήμιο τῆς Ἀθήνας παλαμικῶν σπουδῶν. Ἦρθα λοιπὸν κι ἐγὼ ἀφοῦ πῆρα τὴν ἄδεια ἀπὸ τὸ πανεπιστήμιό μου στὸ Χάρβαρντ νὰ βάλω τὰ χαρτιά μου γι’ αὔτη τὴν ἕδρα. Οἱ μῆνες περνοῦν δὲν γινόταν τίποτα. Καθηγητικὲς ἴντριγκες, συνεδριάσεις ἐπὶ συνεδριάσεων, τίποτα. Τὴν ἕδρα μου στὸ Χάρβαρντ τὴν εἶχε πρὶν ἀπὸ μένα ὁ Γεώργιος Φλορόφσκι. Αὐτὸς εἶναι ἕνας μεγάλος Θεολόγος καὶ πραγματικὸς φιλέλληνας καὶ εἶναι ὁ γέροντάς μου.
Ἀπὸ ἔκπληξη σὲ ἔκπληξη.
Γέροντάς σας αὐτὸς ὁ μέγας;
Ναὶ καὶ εἶναι πραγματικὰ μεγάλος πνευματικὸς Θεολόγος καὶ σημειοφόρος ἄνθρωπος θυσίας. Σπουδαγμένος καὶ στὴν ποιμαντικὴ Ψυχιατρικὴ καὶ στὴν ψυχολογικὴ ἀντιμετώπιση τῶν ἐθισμένων χρηστῶν σὲ οὐσίες καὶ ποτό. Ἀλλὰ ὅλα αὐτὰ τὰ ἀσκοῦσε μὲ ἀπέραντη ἀγάπη καὶ ὑπομονή. Γιὰ νὰ κατανοήσεις τὸ μέγεθος τοῦ ἀνδρὸς θὰ σοὺ πῶ μία ἱστορία στὴν ὁποία ἤμουν μάρτυρας τῆς θαυμαστῆς θεραπείας ἑνὸς ἐφήβου. Μία οἰκογένεια ἔφερε τὸ παιδὶ τῆς 18 ἐτῶν ποὺ ἔπασχε ἀπὸ ἠβηφρενία. Ἡ κατάσταση ἦταν δύσκολη ἀθεράπευτη σχεδὸν τὸν παρακάλεσαν νὰ τὸν δεχτεῖ νὰ τὸν ἀναλάβει. Πράγματι τὸν πῆρε σὲ ἕνα σπίτι στὴν ἐξοχὴ ποὺ εἶχε πολλὰ στρέμματα, μὲ σημύδες ἕνα μεγάλο ἀγρόκτημα. Μπῆκαν μέσα οἱ δύο τους, τὸ ἀγρίμι καὶ ὁ π. Γεώργιος καὶ ἔκλεισαν τὴν βαριὰ πόρτα. Μετὰ τρεῖς μέρες παρέδωσε τὸ παιδὶ ὑγιὲς καὶ σῶφρον στοὺς γονεῖς. Τὸ παιδὶ αὐτὸ σπούδασε καὶ εἶναι ὑγιὴς ἔκτοτε καὶ μάλιστα τώρα εἶναι καὶ ἐπίσκοπός της Ἐκκλησίας μας. ‘Όταν τὸν ρώτησα π. Γεώργιε πῶς ἔγινε αὐτό μου εἶπε ὅ,τι πῆρε τὸ παιδὶ καὶ τοῦ εἶπε: «παιδί μου ἐγὼ θὰ καθίσω σ’ αὐτὴν τὴν σημύδα. Ὅλος ὁ χῶρος εἶναι δικός σου, κᾶνε ὅ,τι θέλεις καὶ ὅταν θέλεις ἔλα νὰ μιλᾶμε.» Τρεῖς μέρες καὶ τρεῖς νύχτες ἔκανε ὅ,τι ἤθελε. Κατέστρεψε τὸ ψυγεῖο, τὴν βιβλιοθήκη μου, τὰ λουλούδια καὶ ὅποτε ἤθελε μὲ πλησίαζε καὶ μιλάγαμε. Ἐγὼ καθόμουν στῆς σημύδας τὸν κορμὸ καὶ περίμενα χωρὶς νὰ ταράζομαι γιὰ ὅ,τι γινόταν, τρεῖς μέρες ἐκεῖ δὲν σηκώθηκα, δὲν ἔφαγα, δὲν ἤπια νερό. Τὴν τρίτη ἥμερα ἦρθε τὸ παιδὶ γαλήνιό μου φίλησε τὸ χέρι, μὲ σήκωσε, μὲ βοήθησε νὰ περπατήσω γιατί ἤμουν σὰν πεθαμένος, ἀνοίξαμε τὴν πόρτα καὶ τὸν παρέδωσα στοὺς γονεῖς του. Ἰματισμενο καὶ σωφρονούντα. Πάτερ Γεώργιε, καὶ τρεῖς ἡμέρες πῶς κάνατε τὶς στοιχειώδεις ἀνάγκες σας; Τὰ ἔκανα πάνω μου δὲν μετακινήθηκα καθόλου, ἤθελα νὰ δώσω μία θυσία γι’ αὐτὸν στὸ Θεό, τὴν ὑπομονή μου, τὴν κατάργηση τῶν συμβατικῶν καθημερινῶν πρακτικῶν. Δὲν εἶναι τίποτα, ὁ Θεός μου χάρισε ὑγιῆ τὸν ἄνθρωπο καὶ δὶ αὐτοῦ μου χάρισε καὶ γεύση τῆς Βασιλείας του. Τέτοιος ἄνθρωπος ἦταν αὐτός, ἀληθὴς Θεολόγος, ἄνθρωπος τῆς Λειτουργίας ἀλλὰ καὶ πέρα ἀπ’ αὐτήν. Πάντα ἔλεγε: δίδου ἠμὶν ἐκτυπώτερον, σοὺ μετασχεῖν, ἐν τὴ ἀνεσπέρω ἡμέρα τῆς βασιλείας σου.
ΣYZHTHΣH ΣTO MΙKΡO ΔΩMATΙO ΠΕΡΙ THΣ ZΩHΣ ΤΟΥ ΙΕΡΕΩΣ
Ἀπὸ τὶς συζητήσεις ποὺ εἴχαμε καταθέτω ἐδῶ μερικά.
Πρόσεχε ἱερεῦ τὸν ἑαυτό σου μὴν ξεχάσεις νὰ βλέπεις τὸν Θεό.
Ὁρκίστηκες νὰ ἔχεις τὸν νοῦ σου στὴν Σωτηρία τόσο τὴν δική σου ὅσο καὶ τῶν ἄλλων.
Κάθε καιρὸς εἶναι κατάλληλος γιὰ νὰ δώσεις τὸ Βάπτισμα καὶ τὴν Θεία Κοινωνία γιατί κάθε καιρὸς εἶναι κατάλληλος γιὰ τὸν θάνατο.
Νὰ θυμᾶσαι ὅτι ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νὰ πεῖ ὄχι στὸν Θεό, ὁ Θεὸς δὲν μπορεῖ νὰ πεῖ ὄχι στὸν ἄνθρωπο. Αὐτοῦ του Θεοῦ εἴμαστε ἱερεῖς, ποὺ ἐπιτρέπει στὸ πλάσμα του νὰ πεῖ ὄχι νὰ μὴν γίνει τὸ θέλημά σου δηλαδὴ νὰ γεννήσει τὴν κόλαση.
Στοὺς ἀνθρώπους μπορεῖς νὰ πεῖς ὅτι ὁ Χριστὸς κατέβηκε στὸν Ἅδη ἐκεῖ μας ἀναμένει ὅσο πιὸ βαθὺς εἶναι ὁ Ἅδης σου τόσο βαθύτερα εἶναι ὁ Χριστός.
Ἡ ὀδύνη εἶναι τὸ ψωμὶ ποὺ ὁ Θεὸς μοιράζεται μὲ τὸν ἄνθρωπο καὶ ποὺ ἔχει ὑποχρέωση ὁ δοῦλος τοῦ ὁ παπὰς νὰ μοιραστεῖ κι αὐτὸς μὲ τὸν σύνολό του. Στὸν Σταυρὸ ὁ Θεὸς ἐνάντια σὲ ὅτι εἴχαμε ποτὲ φανταστεῖ γιὰ θεό, τάχθηκε μὲ τὸ μέρος τοῦ ἀνθρώπου.
Ὁ Θεὸς ἔγινε ἄνθρωπος, δηλώνει τὴν ἀγάπη τοῦ ζητᾶ τὴν ἀγάπη μας καὶ μᾶς ἀπαλλάσσει ἀπὸ κάθε ὀφειλή.
Ὁ ἀγώνας μᾶς εἶναι ἡ προσοχὴ στὴν πνευματικὴ πηγὴ τοῦ κακοῦ, τὸ ὁποῖο δὲν προέρχεται ἀπὸ τὴν φύση ἀλλὰ συντελεῖται μέσα στὸ πνεῦμα.
Αὐτὸς ποὺ εἶδε τὴν ἁμαρτία τοῦ εἶναι πιὸ μεγάλος ἀπὸ αὐτοὺς ποὺ γνώρισαν ἀγγέλους. Τότε ἀπὸ τὴν ἄβυσσο τῶν ἁμαρτιῶν μου ἐπικαλοῦμαι τὴν ἄβυσσο τῆς Χάριτός σου.
Πρόοδος στὸν ἁγιασμό σου, παπά μου, φαίνεται ὅταν ἡ καρδιά σου ἥσυχη διαστέλλεται καὶ ἀνθίζει σὲ κοσμικὴ εὐσπλαχνία, δὲν μπορεῖ νὰ κρίνει κανένα, σηκώνει τὸ κακὸ ὅλου του κόσμου, περνᾶ τὴν Γεθσημανὴ καὶ καλύπτει τὰ πάντα μὲ τὸν μανδύα τῆς ἀγάπης. Ἡ ἀγάπη εἶναι ὁ Θεὸς ποὺ ρίχνει τὸ βέλος τὸν Μονογενῆ του Υἱὸ ἀφοῦ ἔβρεξε τὴν ἀκίδα τοῦ βέλους μὲ τὸ ζωοποιὸ πνεῦμα. Ἡ ἀκίδα εἶναι ἡ πίστη ποὺ ὄχι μόνο εἰσάγει τὸ βέλος ἀλλὰ καὶ τὸν τοξότη μαζί της.
Εὐάγγελέ μου, ἂν ποτὲ γίνεις ἱερέας νὰ θυμᾶσαι ὅτι αὐτὸ ποὺ σκανδαλίζει τοὺς ἄπιστους δὲν εἶναι οἱ ἅγιοι ἀλλὰ τὸ ἀναμφισβήτητο γεγονὸς ὅτι δὲν εἴμαστε ὅλοι ἅγιοι. Ἡ κατάσταση τοῦ κόσμου μοιάζει μὲ αὐτὴν τὴν πρὸ τοῦ Μ. Κωνσταντίνου, καὶ χειρότερη γιατί τότε οἱ ἄνθρωποι ἤσαν εἰδωλολάτρες τώρα εἶναι ἄθεοι. Ἔτσι ἀντὶ ἡ ἐκκλησία νὰ κρίνει τὸν κόσμο ἡ ‘Ἐκκλησία κρίνεται ἀπὸ τὸν κόσμο γιατί ὁ κόσμος μπορεῖ νὰ τὴν κατηγορήσει ὅτι μέσα σὲ τόσους αἰῶνες ἔχασε τὴν ἱκανότητα τῆς μαγιᾶς καὶ ΑΝΤΑΝΑΚΛΑ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ καὶ μάλιστα πιστά. Ἡ ἐκκλησία ἀπὸ ἀρραβωνιαστικιὰ ἔγινε θΡΗΣΚΕΥΤIΚΗ κοινωνία. ΤΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ ἐξεγείρει, ἀνατρέπει ὄχι τὴν δομὴ τοῦ κόσμου ἀλλὰ τὴν δομὴ τοῦ ἀνθρώπινου πνεύματος. Ὁ Χριστὸς ἐντός.
Ἀπόκτησε τὴν ἐσωτερικὴ εἰρήνη καὶ πλῆθος ἀνθρώπων θὰ βρεῖ τὴν εἰρήνη δίπλα σου. Παπά μου, τὸ νὰ πλησιάσεις τὸν σύγχρονο ἄνθρωπο εἶναι τέχνη. Τὸ οὐσιῶδες εἶναι νὰ μεταφερθεῖς στὴν θέση του, νὰ σβήσεις τὸν ἑαυτό σου καὶ νὰ ἀφήσεις τὸν Χριστὸ νὰ μιλήσει.
Ὅλη σου ἡ Θεολογία ποὺ σὲ ἔμαθαν σωριάζονται σὰν θρύψαλα μπροστὰ σὲ ἕνα ἐγκληματία, ἕνα νεκρό, μία μοναξιά. Ὅμως ἡ ζωντανὴ ζεστασιὰ τῆς παλάμης σου μπορεῖ νὰ κάνει ἀνθρώπους σβησμένους, λερωμένους κι ἄσχημους νὰ ἀκτινοβολοῦν ξαφνικὰ ἀκτίνες Φωτὸς καὶ νὰ ἀνασύρεις στὴν ἐπιφάνεια αὐτὸ ποὺ κοιμᾶται. Τὴν κοινωνία.
Ὁ Μυστικὸς Δεῖπνος, ἡ Θεία Κοινωνία, ποὺ ἑτοιμάζεις εἶναι μυστήριο ἐν πορεία, γι’ αὐτὸ στεκόμαστε ὄρθιοι. Καὶ ἂν γίνουμε ἀπόβλητοι ἀπὸ τὴν κοινωνικὴ ζωὴ πρέπει νὰ ὡριμάσουμε σὰν μία γενιὰ ὁμολογητῶν.
…; …; …; …; …; …;
Πάτερ Νικόλαε εἶδα ὅτι εἶσαι ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ. Σὲ παρακαλῶ πές μου ποιὰ εἶναι Ἡ μυστική σου ἐργασία, τί μου κρύβεις;
«Εὐάγγελέ μου ἦλθε ἡ ὥρα νομίζω νὰ μάθεις ὅλα τὰ κατ’ ἐμὲ σὰν μία παρακαταθήκη Διδασκάλου πρὸς μαθητή. Δὲν εἶμαι ἄρρωστος τουλάχιστον δὲν πάσχω ἀπὸ ἀλκοολισμό!!!! Μεταξὺ τῶν σπουδῶν μου εἶναι καὶ ἡ ψυχολογία τοῦ χρήστη. Ἀφοῦ ἦρθα στὴν Ἀθήνα καὶ κατέθεσα τὰ χαρτιά μου καὶ ὁ καιρὸς περνοῦσε, μὲ τὸ σήμερα αὔριο, μίλησα μὲ τὸν διευθυντὴ τῆς κλινικῆς ποὺ εἶναι φίλος μου ἀπὸ τὴν Ἀμερική, τοῦ εἶπα γιὰ προγράμματα στὴν Ἀμερικὴ ὅπου ὁ γιατρὸς ζεῖ μαζὶ μὲ τοὺς ἀρρώστους γιὰ ὅλο τὸν χρόνο τοῦ προγράμματός τους μὲ ἐξαιρετικὰ ἀποτελέσματα. Ἔτσι παρακολουθῶ τὸ πρόγραμμα, χωρὶς κανεὶς νὰ τὸ γνωρίζει ἀπὸ τοὺς συναρρώστους μου. Ζῶ ἔγκλειστος τρεῖς μῆνες περίπου, ἐπιταχύνθηκε τὸ πρόγραμμα ἀλλὰ κυρίως αὐτοὶ ποὺ ἔφυγαν αὐτὸ τὸ διάστημα δὲν ὑποτροπίασαν».
Μὰ τί μου λέτε, πουλήσατε τὸν ἑαυτό σας σὰν δοῦλο ἐδῶ μέσα, δὲν βλέπετε οὔτε καν παιδιά, ὑποφέρετε τὴν τρέλα τοῦ καθενός.
Ναὶ ἀλλὰ ἔχω τὸ δωματιάκι μου, τὴν προσευχή μου τὴν πίστη μου, ἔχω τὸν καθρέφτη μου ὅλους τους ἀδελφούς τους ἔγκλειστους. Ἐκεῖνο ποὺ μὲ ξεσχίζει τὰ σπλάχνα ἦταν ὅτι δὲν μποροῦσα νὰ λειτουργῶ. Τώρα τελευταία παίρνω κι ἐγὼ ὅπως ὅλοι μία ἄδεια καὶ πηγαίνω ἐδῶ σὲ ἕνα μοναστηράκι νὰ λειτουργῶ καὶ ἐπανέρχομαι.
Μὰ δὲν τρελαθήκατε ἐδῶ μέσα φυλακισμένος ἀναίτια τόσους μῆνες; Πιέστηκα πιέστηκα ἦταν ἐμπειρία τάφου ἀλλὰ ὅμως γνώρισα ὅλους αὐτοὺς τοὺς φίλους του Χριστοῦ τοὺς ἐλάχιστους. Αὐτοὺς ποὺ πιστεύουν ὅτι εἶναι ἀνάξιοί του παραδείσου, τοὺς συμπαραστάθηκα, τοὺς ἄκουσα, τοὺς ἔδωσα λίγο νερό, λίγη πίστη καὶ κυρίως ἐπλατύνθηκα κι ἐγὼ καὶ πάλι δοῦλος ἀχρεῖος εἶμαι. Ἀναλογίζομαι τὴν ὥρα τῆς ἐξόδου μου καὶ ἐλπίζω στὸ ἔλεος τῆς ἐκκλησίας Του καὶ στὸ ἰδικό Του.
Πάτερ Νικόλαε, εἶστε τόσο νέος οὔτε 53.
Ἦταν Τετάρτη τῆς πρώτης τῶν νηστειῶν ποὺ κάναμε αὔτη τὴν κουβέντα τῆς καρδιᾶς, πού μου χάραξε τὴν καρδιά.
Τὴν Παρασκευὴ θὰ πάρω ἄδεια, θὰ πάω στὸ μοναστηράκι ποὺ σᾶς εἶπα γιὰ τοὺς χαιρετισμοὺς καὶ γιὰ λειτουργία τὴν Κυριακή της Ὀρθοδοξίας. Ἐλᾶτε κι ἐσεῖς νὰ σᾶς δοῦμε. Πάρτε ἕνα τηλέφωνο τὸ Σάββατο νὰ σᾶς ποῦμε τὴν ὥρα τῆς Λειτουργίας τὴν Κυριακή.
Πράγματι τὸ Σάββατο τῶν Ἁγίων Θεοδώρων τηλεφώνησα. Εὐλογεῖτε πάτερ ὁ Κύριος. Σᾶς παρακαλῶ θέλω νὰ μιλήσω στὸν πατέρα Νικόλαο. Δὲν γίνεται, μοῦ εἶπε. Πότε νὰ ξαναπάρω γιὰ τὸν π. Νικόλαο, πότε; Μόλις πρὸ ὀλίγου τελείωσε τὴν Θεία λειτουργία κατέλυσε καὶ πέθανε μπροστὰ στὴν Ἄγ. Τράπεζα τὴν ὥρα ποὺ τὴν ἀσπαζόταν γιὰ νὰ βγεῖ ἀπὸ τὸ Ἱερό. Ἐπειδὴ ἀργοῦσε νὰ βγεῖ μπῆκε ὁ ἐκκλησάρης καὶ τὸν βρῆκε γονατιστὸ ἀλλὰ χωρὶς πνοή. Ἔχει ἔρθει ἡ ἀστυνομία, θὰ τὸν πάνε γιὰ νεκροτομή, θὰ τὸν στείλουν στὴν Ἀμερική.
Δὲν ξέρω τί λέτε, πάτερ, ἐγὼ προχτὲς τοῦ μίλησα, τέλος πάντων ἤμασταν μαζί. Ἦταν μία χαρά. Δὲν μπορεῖ, δὲν εἶναι αὐτός.
Ὄχι αὐτὸς εἶναι. Ἔτσι τὸ ἤθελε ὁ Θεός.
Ἔτσι ἐτελειώθη ὁ Νικόλαος ὁ ἄρχων, ὁ ἐργάτης τῶν ἐντολῶν τοῦ Χριστοῦ, ὁ κρυφός, ὁ φίλος μου, ὁ ὀλιγοήμερος, ὁ γνήσιος ποιμένας ποὺ ἄφησε τὰ 99 γιὰ τὸ ἕνα, ποὺ πουλήθηκε δοῦλος σὰν κι αὐτὸν τὸν ἐπίσκοπό του γεροντικοῦ, ὁ ἱερέας τοῦ 20 αἰῶνος τοῦ ἀπατεῶνος ποὺ τὰ μάτια του δὲν ἀπατήθηκαν ἀλλὰ εἶδε καθαρὰ τὴν εἰκόνα τοῦ κόσμου χωρὶς φαντασία. Ἂς ἔχουμε τὴν εὐχή του.
(Ἀπὸ τὸ «Ἐνθύμιο Χειροτονίας εἰς Πρεσβύτερο π. Εὐαγγέλου ἐξ ἰατρῶν 14/11/2009»)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΚΑΝΤΕ ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ ΤΟΥ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟΥ ΜΑΣ.