Τοῦ μακαριστοῦ Γέροντος Κλεόπα Ἡλιὲ
«Γρηγορεῖτε οὔν, ὅτι οὐκ οἴδατε τὴν ἡμέραν οὐδὲ τὴν ὥραν ἐν ἡ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἔρχεται» (Μάτθ. 25,13)
«Ἐδῶ, βασιλεῦ, εἶναι τὸ σκῆπτρο σου, ἐδῶ ἡγεμόνες τοῦ κόσμου εἶναι τὰ παλάτια σας, ἐδῶ δικαστὴ εἶναι τὸ κρεββάτι σου, ἐδῶ, ἀρχιερεῦ τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἡ μίτρα σου, ἐδῶ φιλόσοφε, εἶναι ἡ ἀκαδημία σου, ἐδῶ διδάσκαλε, εἶναι τὸ σχολεῖο σου, ἐδῶ ρῆτορ εἶναι ὁ ἄμβων σου, ἐδῶ μοναχέ, εἶναι ἡ ἄσκησί σου, ἐδῶ θνητὲ ἄνθρωπε, εἶναι ἡ κατοικία σου...».
Πατέρες καὶ ἀδελφοί,
Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος μᾶς ὁμιλεῖ συχνὰ γιὰ τὴν τελευταία ὥρα καὶ τὸ λεπτό της παρούσης ζωῆς μας, ἀπὸ τὴν ὁποία κρίνονται ὅλες οἱ ἡμέρες τῆς ζωῆς μας. Ἀλλὰ γιατί τόσο ἐνδιαφέρον καὶ προσοχὴ σ’ αὐτὴ τὴν ἐσχάτη στιγμὴ τῆς παρούσης ζωῆς μας;
Ἡ τελευταία αὐτὴ ὥρα εἶναι ἀνώτερη ἀπὸ ὅλη τὴν ζωή μας, ὅσο μακροχρόνια καὶ νὰ ἦταν αὐτή. Γιὰ νὰ καταλάβουμε αὐτὸ πρέπει νὰ σκεφθοῦμε ὅτι γι’ αὐτὸ τὸ τελευταῖο λεπτὸ ὁ Ἐπουράνιος Πατὴρ μᾶς ἔστειλε στὸν κόσμο τὸν Μονογενῆ Του Υἱό. Γι’ αὐτὸ τὸ λεπτὸ ὁ Χριστὸς γεννήθηκε ὡς βρέφος στὴν σπηλιά, σπαργανώθηκε στὴν φάτνη, ἔκλαυσε μέσα στὰ ἄχυρα καὶ ὑπέμεινε τὰ πάντα ἀπὸ τὸ ἀχάριστο γένος τῶν ἀνθρώπων μέχρι τοῦ...
ὀδυνηροῦ καὶ σταυρικοῦ Του θανάτου. Γι’ αὐτὸ τὸ λεπτὸ γράφθηκαν τὰ τέσσερα εὐαγγέλια γιὰ νὰ μᾶς ἐλευθερώσουν ἀπὸ τὴν πλάνη, νὰ μᾶς διδάξουν γιὰ τὸν οὐράνιο σκοπό μας καὶ νὰ μᾶς προετοιμάσουν γιὰ τὴν τελευταία στιγμὴ τῆς ζωῆς μας. Γι’ αὐτὸ τὸ λεπτό δοθηκαν τὰ χαρίσματα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τὰ ἑπτὰ Μυστήρια, ὡς μέσα ἁγιασμοῦ μας, οἱ Δέκα Ἐντολὲς καὶ τελευταία ἡ κλῆσις γιὰ τὴν μοναχικὴ ζωή μας. Γι’ αὐτὸ τὸ λεπτὸ τόσοι ἅγιοι ἔφυγαν ἀπὸ τὸν κόσμο γιὰ τὶς ἐρήμους, τὶς σπηλιὲς καὶ τὶς τρῶγλες τῆς γὴς καὶ ἀγωνίσθηκαν μέχρι θανάτου γιὰ τὴν ἐσχάτη καλὴ ἀπολογία ἐνώπιόν του Δικαίου Κριτοῦ. Γι’ αὐτὸ τὸ λεπτὸ τόσα ἑκατομμύρια μάρτυρες ὑπέφεραν τὰ βάσανα καὶ ἐθυσίαζαν τὴν παροῦσα ζωὴ γιὰ νὰ κερδίσουν τὴν αἰώνια.Ἀδελφοί μου, ἂς μὴ ξεχνᾶμε ὅτι ὁ ἐχθρός της σωτηρίας μᾶς γνωρίζει καλλίτερα ἀπὸ ἐμᾶς πόση μεγάλη σημασία ἔχει αὐτὸ τὸ τελευταῖο λεπτό της ζωῆς μας. Γι’ αὐτὸ τότε μᾶς προκαλεῖ μεγάλους καὶ φοβεροὺς πειρασμούς, γιὰ νὰ θανατώση τὴν ψυχή μας καὶ νὰ μᾶς ἀπομακρύνη ἔστω τὴν ἐσχάτη ἐκείνη στιγμὴ ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ Σωτήρα μας.
Καὶ τώρα νὰ σᾶς κάνω τὴν ἐρώτηση: Ἄραγε γνωρίζετε ποιοὶ εἶναι οἱ πειρασμοὶ τοὺς ὅποιους παρουσιάζει ὁ διάβολος στὴν ὥρα τῆς ἐξόδου μᾶς ἀπ’ αὐτὴ τὴν ζωή;
Κατὰ τοὺς Ἁγίους Πατέρας τέσσερεις εἶναι οἱ ἐπιθέσεις τοῦ διαβόλου ἐναντίον τῶν δούλων τοῦ Θεοῦ στὶς ἐπιθανάτιες στιγμές.
Ὁ πρῶτος πειρασμὸς τοῦ διαβόλου γίνεται ἐναντίον τῆς πίστεώς μας. Βλέποντας ὁ διάβολος ὅτι ὁ ἄνθρωπος ἀδυνάτισε, ἀρχίζει νὰ τοῦ σπέρνη στὸν νοῦ λογισμοὺς ἀπιστίας καὶ ἀμφιβολίας γιὰ τὴν ὀρθόδοξο πίστι μας. Ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης σ’ αὐτὴ τὴν περίπτωσι μᾶς συμβουλεύει τὰ ἑξῆς: «Ὅταν ἰδοῦμε ὅτι μᾶς φέρνει λογισμοὺς ἀπελπισίας καὶ ἀπιστίας κατὰ τὴν ὥρα τοῦ θανάτου μας, ν’ ἀπομακρύνουμε αὐτοὺς ἀπὸ τὴν σκέψι μᾶς λέγοντας: «Πήγαινε ὀπίσω μου, σατανᾶ, πατέρα τοῦ ψεύδους, διότι δὲν θέλω οὔτε νὰ σὲ ἀκούω. Μοῦ εἶναι ἀρκετὸ νὰ πιστεύω σ’ αὐτὰ ποὺ πιστεύει ἡ Ἐκκλησία μου». Δὲν πρέπει νὰ δίνουμε καθόλου σημασία στοὺς λογισμοὺς τῆς ἀπιστίας, ὅπως μᾶς διδάσκει καὶ ἡ Ἁγία Γραφή: «ἐὰν πνεῦμα τοῦ ἐξουσιάζοντος ἀναβῆ ἐπὶ σέ, τόπον σου μὴ ἁφῆς», (Ἐκκλησ. 10,4). Ἐνῶ, ἐὰν ὁ πονηρὸς ὄφις σὲ ἐρωτήση: «Καὶ τί πιστεύει ἡ Ἐκκλησία»; Μὴ τοῦ δώσης προσοχὴ καὶ μὴ τοῦ ἀπαντήσης καθόλου. Ἐὰν εἶσαι δυνατὸς στὴν πίστι καὶ θέλεις νὰ τὸν ἐντροπιάσης, ἀπάντησέ του νοερά: «Ἡ Ἁγία μου Ἐκκλησία πιστεύει στὴν ἀλήθεια». Ἐὰν σὲ ἐρωτήση πάλι: «ποιὰ ἀλήθεια;» νὰ τοῦ ἀπαντήσης: «Αὐτὴ τὴν ὁποία πιστεύει ἡ Ἐκκλησία». Κράτησε τὸν νοῦ σου δυνατὰ καὶ σταθερὰ στὸν Σταυρωθέντα Κύριο, λέγοντάς Του: «Θεέ μου Πλάστη μου καὶ Δημιουργέ μου, βοήθησε μὲ γρήγορα γιὰ νὰ μὴ ἀπομακρυνθῶ ἀπὸ τὴν ἀλήθειά Σου καὶ τὴν πίστι Σου. Καθὼς μὲ τὴν Χάρι Σου μὲ ἀνεγέννησες ἔτσι μέχρι τέλους τῆς παρούσης ζωῆς μου νὰ μὲ φυλάξης πρὸς δόξα τοῦ Ὀνόματός Σου».
Ὁ δεύτερος πειρασμὸς στὴν ὥρα τοῦ θανάτου μᾶς εἶναι τῆς ἀπελπισίας. Προσπαθεῖ δηλαδὴ ὁ διάβολος νὰ μᾶς προκαλέση φόβο ἐνθυμίζοντας τὶς ἁμαρτίες μας γιὰ νὰ μᾶς ρίξη ἔτσι στὸν βυθὸ τῆς ἀπελπισίας. Ἀλλὰ ἐσύ, ἀδελφέ μου, στάσου γενναῖος σ’ αὐτὸ τὸν κίνδυνο καὶ νὰ γνωρίζης ἐκ τῶν προτέρων δύο πράγματα: Ἐὰν ἡ ἐνθύμησις τῶν ἁμαρτιῶν σου σὲ ταπεινώνη καὶ σοὺ προκαλῆ πόνο στὴν καρδιά σου, διότι ἐλύπησες τὸν Θεὸ μὲ τὶς ἁμαρτίες σου, καὶ αὐτὸς ὁ πόνος σου φέρνει στὴν ψυχὴ εἰρήνη, ἀγάπη γιὰ τὸν Θεὸ καὶ πραότητα, τότε νὰ ξέρης ὅτι αὐτὴ ἡ ἐνθύμησις εἶναι ἀπὸ τὴν Χάρι τοῦ Θεοῦ, ἐνῶ ὅταν σου προκαλεῖ ὀργὴ στὴν καρδιά, ἀδημονία καὶ ταραχή, νὰ γνωρίζης ὅτι εἶναι ἔργο τοῦ δαίμονος, ὁ ὅποιος θέλει νὰ σὲ ρίξη στὸν λάκκο τῆς ἀπελπισίας πιστεύοντας ὅτι δὲν ὑπάρχει γιὰ ἐσένα σωτηρία καὶ ὅτι θὰ κολασθῆς. Τότε νὰ ταπεινώνεσαι περισσότερο καὶ νὰ ἔχης τὴν ἐλπίδα σου στὸν Θεὸ καὶ ὄχι στὰ ἔργα σου. Μόνο ἔτσι μὲ γλυτώσης ἀπὸ τοὺς νοητοὺς ἐχθρούς, θὰ σύντριψης τὰ ἅρματά τους καὶ θὰ δοξάσης τὸν Θεό. Κατόπιν, ἐάν σου φαίνεται ὅτι ὁ ἴδιος ὁ Θεός σου λέγει πῶς δὲν εἶσαι ἀπὸ τὰ πρόβατά Του, νὰ μὴ χάσης τὴν ἐλπίδα σου ποὺ ἔχεις πρὸς Αὐτόν, ἀλλὰ μὲ ταπείνωσι νὰ Τοῦ εἴπης: «Πράγματι ἔχεις δίκαιο, Θεέ μου, ἂν μὲ ἀρνηθῆς λόγω τῶν ἁμαρτιῶν μου, ἀλλὰ ἐγὼ ἔχω μεγάλη ἐλπίδα στὸ ἔλεός Σου ὄτι θὰ μὲ συγχωρέσης. Ζητῶ τὴν σωτηρία γιὰ τὴν παναθλία μου ψυχή, ἡ ὁποία γιὰ τὴν κακία τῆς εἶναι ἄξια τιμωρίας, ἀλλὰ ποὺ γι’ αὐτὴν ἔχυσες τὸ παντιμο Αἷμα Σου. Θέλω νὰ σωθῶ, Λυτρωτά μου, γιὰ τὴν δόξα Σου ἔχοντας ἐλπίδα στὸ ἄπειρο ἔλεός Σου, γι’ αὐτὸ καὶ ἀφήνω τὸν ἑαυτό μου στὰ χέρια Σου. Κᾶνε γιὰ μένα αὐτὸ ποὺ θέλει ἡ εὐσπλαχνία Σου, διότι γιὰ μένα μόνο ἐσὺ εἶσαι ὁ Δεσπότης μου, καὶ ἂν ἀκόμη ἀποθάνης, ἐγὼ πάλι σὲ Ἐσένα θὰ ἔχω τὴν ἐλπίδα μου».
Ὁ τρίτος πειρασμὸς τοῦ διαβόλου στὴν ὥρα τοῦ θανάτου μᾶς εἶναι τῆς κενοδοξίας καὶ τῆς ἐμπιστοσύνης στὰ ἔργα μας ποὺ ἐκάναμε. Γι’ αὐτὸ οὐδέποτε, μὰ προπαντὸς στὴν τελευταία στιγμὴ τῆς ζωῆς μας, νὰ μὴ ἀφήσουμε τὸν νοῦ μας νὰ αἰσθανθῆ ἱκανοποίησι γιὰ τὰ ἔργα ποὺ ἔκανε, ἔστω καὶ νὰ ἐπέτυχε ὅλες τὶς ἀρετὲς τῶν ἅγιων. Τὸ στήριγμά μας σὲ ἐκείνη κυρίως τὴν ὥρα νὰ εἶναι μόνο ἡ ἐλπίδα μας στὸν Θεό, στὸ ἔλεός Του, στὸ Τίμιο Αἷμα Του ποὺ ἔχυσε ἀπὸ ἀγάπη γιὰ ἐμᾶς καὶ τὴν σωτηρία μας. Πάντοτε, μὰ προπαντὸς ἐκείνη τὴν ὥρα, νὰ κατηγοροῦμε τὸν ἑαυτό μας, νὰ τὸν καταδικάζουμε ὡς ἄξιο τιμωρίας, χωρὶς νὰ χάνουμε τὴν ἐλπίδα μας στὸ ἄπειρο ἔλεος τοῦ Θεοῦ, καὶ ἐὰν μᾶς παρουσιάση ὁ πειρασμὸς κάποιο καλὸ ἔργο μας, ἐμεῖς νὰ λέγωμεν τότε, ὅτι ὁ Θεὸς τὸ ἔκανε καὶ ὄχι ἐμεῖς. Ἐπὶ πλέον νὰ μὴ περιμένουμε τὸν δίκαιο δῆθεν μισθὸ γιὰ τὰ ἔργα μας, γιὰ τοὺς ἀγῶνες μας καὶ τὶς νίκες μας κατὰ τοῦ διαβόλου καὶ τῆς ἁμαρτίας. Νὰ παραμένουμε συνεχῶς μέσα σὲ ἕνα ἅγιο φόβο, σκεπτόμενοι ὅτι ὅλοι οἱ κόποι καὶ οἱ ἀγῶνες μας θὰ ἦταν μάταιοι καὶ ἀνεκτέλεστοι, ἐὰν ὁ Θεὸς δὲν μᾶς εἶχε ὑπὸ τὴν σκέπη Του καὶ τὴν βοήθειά Του. Ὅταν σκεπτώμεθα ὅλα αὐτά, οἱ δαίμονες δὲν θὰ μπορέσουν τότε νὰ σπάσουν τὸν δεσμό μας μὲ τὸν Ἐπουράνιο Πατέρα μας καὶ θὰ περάσουμε μὲ τὸ ἔλεός Του χαρούμενοι ἀπὸ αὐτὴ τὴν γῆ τῆς ἐξορίας στὴν ἄνω Ἱερουσαλήμ, τὴν περιπόθητη πατρίδα μας.
Ὁ τέταρτος δαιμονικὸς πειρασμὸς στὶς τελευταῖες μας στιγμὲς εἶναι οἱ φαντασίες καὶ οἱ διάφορες μορφὲς καὶ παραστάσεις.
Σ’ ὁλόκληρη τὴν ζωή μας ὁ πονηρὸς ἐχθρὸς δὲν μᾶς πολεμᾶ μὲ φαντασίες τόσο ὅσο στὸ τέλος τῆς ζωῆς μας, θέλοντας νὰ μᾶς πλανήση μὲ τὶς ψευδοαπάτες, δῆθεν θεωρίες καὶ τοὺς μετασχηματισμούς του σὲ ἄγγελο φωτός.
«Σ’ ὅλα αὐτά, ἀδελφέ μου, νὰ παραμένης σταθερὰ στὴν συναίσθησι τῆς μηδαμινότητος καὶ ἁμαρτωλότητός σου. Ὅταν ἔλθη μὲ φαντασίες ὁ διάβολος νὰ σὲ προσβάλη, μὲ θάρρος καὶ τολμηρὴ καρδιὰ νὰ τοῦ εἰπῆς: «Χάσου, ἄθλιε, στὸ σκοτάδι σου, διότι δὲν μοῦ χρειάζονται οἱ φαντασίες σου. Δὲν ἔχω ἀνάγκη ἀπὸ ἄλλο τίποτε, παρὰ ἀπὸ τὴν εὐσπλαχνία τοῦ Ἰησοῦ μου καὶ τὶς πρεσβεῖες τῆς Ἀειπαρθένου, Μητρός Του καὶ τῶν ἄλλων Ἁγίων. Ἐὰν καὶ μετὰ ἀπὸ πολλὲς ἀποδείξεις καὶ ἐμφανίσεις καταλάβης ὅτι εἶναι ἀληθινὰ σημεῖα ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ πάλι διῶξε τὰ καὶ ὅσο μπορεῖς νὰ τὰ ἀπομακρύνης ἀπὸ κοντά σου. Δὲν θὰ λυπηθῆ ὁ Θεὸς γι’ αὐτὴ τὴν στάσι σου, ἔστω καὶ νὰ προέρχωνται οἱ θεωρίες ἀπ’ Αὐτόν. Γνωρίζει Ἐκεῖνος νὰ σὲ πείση, ἐὰν τὰ σημεῖα εἶναι ἀπ’ Αὐτόν, ὥστε νὰ τὰ δεχθῆς».
Αὐτὲς εἶναι οἱ σπουδαιότερες ἐπιθέσεις μὲ τὶς ὅποιες συνηθίζουν οἱ νοητοὶ ἐχθροί μας νὰ μᾶς προσβάλλουν στὰ τελευταῖα λεπτὰ τῆς ζωῆς μας....
Ἀπὸ τοὺς παλαιοτέρους καιροὺς οἱ ἐκλεκτοὶ ἄνθρωποι τοῦ Θεοῦ ὤπλιζοντο δυνατὰ κατὰ τῆς ἁμαρτίας μὲ τὴν συνεχῆ ἐνθύμησι τοῦ θανάτου. Ὡς πρῶτος διδάσκαλος τῆς μνήμης τοῦ θανάτου θεωρεῖται ὁ Νῶε, ὁ ὅποιος πρὸ τοῦ χωρισμοῦ τῶν παιδιῶν του, τὰ ἐκάλεσε καὶ τοὺς ἐμοίρασε τὰ ὀστᾶ τοῦ προπάτορος Ἀδάμ, τὰ ὅποια διατηροῦσε στὴν Κιβωτὸ ὡς κληρονομιὰ ἀπὸ τοὺς παλαιοτέρους πατριάρχας. Ὅταν τὰ ἐμοίρασε στὰ παιδιά του, ἐκεῖνα τὸν ἐρώτησαν: «Σὲ τί θὰ μᾶς ὠφελήσουν αὐτὰ τὰ ὀστᾶ τοῦ Ἀδάμ, πάτερ;» καὶ ἐκεῖνος τοὺς εἶπε: «Παιδιά μου, μεγάλη ὠφέλεια θὰ σᾶς προξενοῦν αὐτά, ἐὰν πάντοτε τὰ ἀντικρύζετε. Ἀπὸ πολλὲς κακίες θὰ σᾶς ἐμποδίζουν καὶ σὲ πολλὰ καλὰ ἔργα θὰ σᾶς προτρέπουν. Βλέποντας αὐτὰ θὰ ἐνθυμῆσθε τὶς ψυχὲς τῶν προπατόρων μας, οἱ ὅποιες τώρα βασανίζονται στὶς φοβερὲς φυλακὲς τοῦ ἅδου, διότι κατεπάτησαν τὴν ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ φαγόντες ἀπὸ τὸν ἀπαγορευμένο καρπό. Μὴ ξεχνᾶτε ὅτι καὶ ἐσεῖς μετὰ ἀπὸ ὀλίγο καιρὸ θὰ ἀποθάνετε καὶ ἐὰν ἐδῶ καταπατήσετε τὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ, θὰ βασανίζεσθε ἐκεῖ αἰωνίως, ὅπως οἱ προπάτορες Ἀδὰμ καὶ Εὕα. Νὰ γιατί πρέπει νὰ μνημονεύετε τὸν θάνατο, βλέποντας τὰ ὀστᾶ αὐτά, ὥστε νὰ φυλάγετε ἐδῶ τὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ» (Ἀπὸ τὸ βιβλίο «Θύρα τῆς Μετανοίας»).
Ἀλλὰ καὶ ὁ κανὼν τῆς ὑπομονῆς ὁ δίκαιος Ἰὼβ θέλοντας νὰ δείξη πόση ὠφέλεια ἔχει ἡ θεωρία τῶν τάφων καὶ ὀστῶν τῶν νεκρῶν, γι’ αὐτοὺς ποὺ θέλουν στὴν ζωὴ τῶν νὰ διορθωθοῦν, λέγει: «καὶ αὐτὸς εἰς τάφους ἀπηνέχθη καὶ ἐπὶ σωρῶν ἠγρύπνησεν» (Ἰὼβ 21,32). Πράγματι, τίποτε δὲν ξυπνᾶ τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὴν χαύνωσι καὶ ἀναισθησία καὶ τίποτε δὲν τὸν ἐμποδίζει τόσο ἀπὸ τὴν διάπραξι τῆς ἁμαρτίας, ὅσο ἡ σκέψις τοῦ θανάτου. Τὸ ἴδιο τονίζει καὶ ἡ Ἁγία Γραφή, ὅταν λέγη: «Υἱέ μου, μνήσθητι τῶν ἐσχάτων σου καὶ οὐδέποτε ἁμαρτήσει».
Ἐμεῖς οἱ θνητοί, ἀφ’ ὅτου γεννώμεθα, ἀρχίζουμε ὁλοταχῶς νὰ τρέχουμε πρὸς τὸν τάφο. Μεταξὺ αὐτῶν τῶν δύο ἄκρων καὶ ὁρίων, τῆς γεννήσεως καὶ τοῦ θανάτου, προσδιορίζεται ἡ ἀπόστασις τῆς παρούσης ζωῆς, ἡ ὁποία εἶναι ὅπως ὁ ἀντίλαλος μιᾶς φωνῆς ποὺ ἀκούγεται καὶ γρήγορα χάνεται. Ἡ Ἁγία Γραφὴ λέγει στὸ βιβλίο τοῦ Ἰὼβ (7,6): «ὁ δὲ βίος μου ἐλαφρότερος λαλιᾶς». Κανεὶς ἀπὸ τοὺς φιλοσόφους καὶ ρήτορας αὐτοῦ του κόσμου δὲν μπορεῖ νὰ μᾶς ὠφελήση περισσότερο, ὅσο ἡ φωνὴ τοῦ θανάτου.
Ὅταν τὸ σῶμα μᾶς διεγείρεται ἀπὸ τὶς κακές του ἐπιθυμίες, νὰ ἐρωτᾶμε τὸν θάνατο: «Τί λέγεις, ὢ θάνατε, νὰ συγκατατεθῶ στοὺς αἰσχροὺς λογισμοὺς καὶ νὰ τελέσω τὴν ἁμαρτία ἐνώπιόν του Θεοῦ ἡ ὄχι;». Τότε ἂς ἀκούσωμε τὴν Γραφὴ ποὺ λέγει: «Τὸ δὲ φρόνημα τῆς σαρκὸς θάνατος, τὸ δὲ φρόνημα τοῦ πνεύματος ζωὴ καὶ εἰρήνη» (Ρώμ. 8,6) διότι «εἰ κατὰ σάρκα ζῆτε, μέλλετε ἀποθνήσκειν, εἰ δὲ πνεύματι τὰς πράξεις τοῦ σώματος θανατοῦτε, ζήσεσθε» (Ρώμ. 8,13). Ἐνῶ, ὅταν ἡ φιλαργυρία μᾶς αἰχμαλωτίζει τὸν νοῦ, ὥστε νὰ συγκεντρώσουμε χρήματα, χωρὶς νὰ τὰ προσφέρουμε αὐτὰ ὡς ἐλεημοσύνη στοὺς πτωχούς, ἂς ἀκούσωμε πάλι τὸν Κύριο στὸ κατὰ Ματθαῖο Εὐαγγέλιο νὰ μᾶς λέγει: «Μὴ θησαυρίζετε ὑμὶν θησαυροὺς ἐπὶ τῆς γής, ὅπου σὴς καὶ βρῶσις ἀφανίζει» (6, 19). Καὶ ποιὸ θὰ εἶναι τὸ τέλος τῶν ἄσπλαχνων καὶ φιλάργυρων: «καὶ ἀπελεύσονται οὗτοι εἰς κόλασιν αἰώνιον, οἱ δὲ δίκαιοι εἰς ζωὴν αἰώνιον»(Μάτθ. 25,46). Καὶ ὅταν πάλι ὁ λογισμὸς μᾶς συμβουλεύει νὰ τρώγωμε, νὰ πίνουμε καὶ νὰ διασκεδάζουμε σ’ αὐτὸ τὸν κόσμο, ἂς ἐρωτᾶμε τὸν θάνατο καὶ αὐτὸς θὰ μᾶς λέγη: Ἄνθρωπε, πρόσεχε διότι «οὐ γὰρ ἔστιν ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ βρῶσις καὶ πόσις, ἀλλὰ δικαιοσύνη καὶ εἰρήνη καὶ χαρὰ ἐν Πνεύματι Ἁγίω» (Ρώμ. 14,17). Πρόσεχε διότι «οὔτε μέθυσοι, οὔτε πλεονέκται, οὐ λοίδοροι βασιλείαν Θεοῦ κληρονομήσουσι» (Ἃ' Κόρ. 6,10).
Πατέρες καὶ ἀδελφοί, γνωρίζουμε σίγουρα ὅτι ὅλοι θὰ ἀποθάνουμε, ἀλλὰ τὸ πιὸ συγκλονιστικὸ εἶναι ὅτι δὲν γνωρίζουμε πῶς καὶ πότε θὰ ἀποθάνουμε. Μᾶς περιμένει λοιπὸν ὁ θάνατος, ἀλλὰ εἴμεθα προετοιμασμένοι γι’ αὐτόν; Ἀκοῦμε συχνὰ ἀπὸ τὸ Ἱερὸ Εὐαγγέλιο ὄτι Μαρια ἡ Μαγδαληνή καθοταν ἀπέναντί του τάφου τοῦ Κυρίου καὶ ἔκλαιε, ἐνῶ ὁ δίκαιος Ἰὼβ μέσα στοὺς πόνους καὶ τοὺς στεναγμοὺς τοῦ ἔλεγε: «ἐὰν δὲ ὑπομείνω, ἅδης μου ὁ οἶκος, ἐν δὲ γνόφω ἔστρωταί μου ἡ στρωμνή. Θάνατον ἐπεκαλεσάμην πατέρα μου εἶναι, μητέρα δέ μου καὶ ἀδελφὴν σαπρίαν» (17,13-14). Νὰ σκεπτώμεθα, ἀδελφοί μου, ὅτι τὸ μνῆμα εἶναι ἡ πατρὶς ὅλων τῶν καλῶν ἔργων καὶ ὁ τόπος κάθε χριστιανικῆς φιλοσοφίας. Νὰ πηγαίνουμε καὶ ἐμεῖς συχνὰ στοὺς τάφους καὶ στὸ Κοιμητήριο καὶ ἐκεῖ θὰ διδασκώμεθα ὅσα δὲν μποροῦν νὰ μᾶς προσφέρουν ὅλες οἱ ἀνθρώπινες φιλοσοφίες. Καὶ ἐὰν μὲ τὸν νοῦ μᾶς εἰσέλθουμε μέσα στὸν τάφο, θὰ ἀκούσωμε τὶς φωνὲς τῶν κεκοιμημένων νὰ λέγουν πρὸς ἐμᾶς: «Ἐδῶ, βασιλεῦ, εἶναι τὸ σκῆπτρο σου, ἐδῶ ἡγεμόνες τοῦ κόσμου εἶναι τὰ παλάτια σας, ἐδῶ δικαστὴ εἶναι τὸ κρεββάτι σου, ἐδῶ, ἀρχιερεῦ τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἡ μίτρα σου, ἐδῶ φιλόσοφε, εἶναι ἡ ἀκαδημία σου, ἐδῶ διδάσκαλε, εἶναι τὸ σχολεῖο σου, ἐδῶ ρῆτορ εἶναι ὁ ἄμβων σου, ἐδῶ μοναχέ, εἶναι ἡ ἄσκησί σου, ἐδῶ θνητὲ ἄνθρωπε, εἶναι ἡ κατοικία σου...».
Τὴν παροδικότητα τῆς ζωῆς μας τὴν περιγράφει σὲ πολλὰ σημεῖα της ἡ Ἁγία Γραφή: Ὁ ἄνθρωπος εἶναι χόρτος καὶ ἄνθος χόρτου (Ψάλμ. 89,5-6), εἶναι σκιά, ἡ ὁποία ἀναχωρεῖ γρήγορα καὶ ἐξαφανίζεται (Ἃ΄ Παραλειπ. 29,15) εἶναι καπνός: «ὅτι ἐξέλιπον ὡσεὶ καπνὸς αἳ ἡμέραι μου καὶ τὰ ὀστᾶ μου ὡσεὶ φρύγιον συνεφρύγησαν» (Ψάλμ. 101,4). Ἡ ζωὴ μᾶς ὁμοιάζει μὲ τὸ πέταγμα τοῦ ἀετοῦ (Ἰὼβ 9,26), εἶναι τόσο σύντομη ὅσο χρειάζεται νὰ γκρεμίση κάποιος μία καλύβα ποὺ μόλις ἐφτίαξε (Ἤσ. 38,12), τρέχει ὅπως τὸ νερὸ ἐπὶ τῆς γὴς (Β' Βασιλ. 14,14), ὅμοια- ζεῖ μὲ τὸν ὕπνο καὶ τὴν ἀτμίδα (Ἴακωβ. 4,14).
Καὶ ἐάν, ἀδελφέ μου, ὅλα αὐτὰ τὰ ἐγνώριζες ἡ τὰ ἔμαθες ἀπὸ τὶς Ἁγίες Γραφές, γιὰ ποιὰ αἰτία ἔδεσες τὴν καρδιά σου μὲ τὰ μάταια καὶ ἐφήμερα πράγματα τοῦ κόσμου; Γιὰ ποιὰ αἰτία δὲν ἀγωνίσθηκες νὰ βάλης καλὴ ἄρχη μετανοίας καὶ καθαρᾶς ζωῆς ἐνώπιόν του Θεοῦ; Ἡ φωνὴ τῶν νεκρῶν ἂς ἦχοι πάντοτε στὰ αὐτιά μας:«Νήφετε καὶ ἀγρυπνεῖτε, ἀδελφοί μου, ὅσο ἔχετε καιρό, διότι δὲν γνωρίζετε τὴν ἀκριβῆ ὥρα ποὺ θὰ ἔλθετε πρὸς ἐμᾶς»!
Μετὰ ἀπὸ ὅλα αὐτά, ἂς ἔχουμε τὴν σκέψι μας πάντοτε στὸ τελευταῖο λεπτό της ζωῆς μας, ὅπου τότε θὰ κριθῆ ἡ ἀπώλεια τῆς ψυχῆς μας ἡ σωτηρία της. Ἀπ’ αὐτὸ τὸ λεπτὸ κρίνεται ἡ αἰωνιότης στὴν κόλασι ἢ στὸν παράδεισο, ὅπου ἡ κατάστασις παραμένει ἀμετάβλητος στοὺς αἰώνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.
Ἱερομονάχου Κλεόπα Ἠλιὲ
«Πνευματικοὶ Λόγοι»
Ἔκδ. Ὀρθόδοξος Κυψέλη»
Θεσσαλονίκη 1992
Πηγή:Ι.Μ.Παντοκράτορος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου