+Μοναχός Θεοκλητὸς Διονυσιάτης
Στις ψυχὲς τῶν τελείων τέκνων τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, οἱ Δεσποτικὲς καὶ Θεομητορικὲς ἑορτὲς μετουσιώνονται σὲ μεγάλες πνευματικὲς χαρές, γιατί γίνονται ἀνεξάντλητες πηγὲς ὕμνων θείων ἐρώτων, θερμοτατης εὐγνωμοσύνης καὶ ἀπείρου εὐχαριστίας, γιὰ ὅσα ὁ Θεὸς ἐδωροφόρησεν ἀγαθὰ στοὺς ἀνθρώπους ἀπὸ τότε ποὺ «ἐφανερώθη ἐν σαρκί».
Συγκεκριμένα οἱ Μοναχοὶ γενικὰ καὶ εἰδικὰ στὸ Ἅγιον Ὅρος τοῦ Ἄθω, ἑορτάζουν τὴν Γέννηση τοῦ Θεοῦ Λόγου σχεδὸν κάθε ἡμέρα, δηλαδὴ σὲ ὅλον τὸν κύκλο τοῦ λεγομένου θεολογικῶς λειτουργικοῦ χρόνου, χάρις στὶς νυχθήμερες ἱερὲς Ἀκολουθίες.
Πράγματι, στὶς ἀδιάλειπτες λατρεῖες ποὺ ἐπιτελοῦνται στὶς βυζαντινὲς Μονές, στὶς Σκῆτες, στὰ Καλύβια καὶ τὰ ἱερὰ Ἡσυχαστήρια, κατὰ τὶς θεῖες λειτουργίες, τοὺς μυσταγωγικὰ ἱλαροὺς Ἑσπερινοὺς καὶ τὰ κατανυκτικὰ Ἀπόδειπνα, ἀλλὰ καὶ στὶς ἀτομικὲς προσευχὲς τῶν Μοναχῶν, ψάλλονται τροπάρια, Ἀπολυτίκια καὶ Κοντάκια καὶ διαβάζονται θεολογικὲς Εὐχές, ποὺ ὡς κέντρο ἔχουν τὴν Σάρκωση τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν σωτηρία τοῦ ...
κόσμου.Καὶ οἱ Μοναχοί, σὲ ἕνα ποικίλο μέτρο δεκτικότητας, κατὰ ἀναλογία μὲ τὶς προσωπικὲς προϋποθέσεις καὶ τὴν ἄθλησή τους, ἀνανεώνουν συνεχῶς στὶς ψυχὲς τοὺς τὴν μνήμη τοῦ ὑπερφυοὺς γεγονότος τῆς Ἐνανθρωπήσεως. Καὶ ἡ μνήμη αὐτὴ μεταποιεῖται σὲ πνευματικὴ αἴσθηση σὲ ὅσους ἔφθασαν στὸ μέτρο αὐτό. Γι’ αὐτὸ καὶ μελετοῦν τὸ βάθος καὶ τὴν ἄπειρη ἀγάπη τοῦ Θεοῦ πρὸς τοὺς «κατ’ εἰκόνα καὶ καθ’ ὁμοίωση» πλασθέντας ἀνθρώπους καὶ «ἐν συνοχὴ καρδίας» ὑμνολογοῦν, εὐγνωμονοῦντες τὴν ὑπερύμνητη ἀγαθότητά Του.
Κατὰ τὴν ἥμερα τῶν Χριστουγέννων λοιπὸν οἱ μονάζοντες εἶναι προετοιμασμένοι γιὰ τὴν ὑποδοχὴ τοῦ Θείου Βρέφους, ὥστε μὲ μέθεξη ψυχική, μὲ νοῦν μετατάρσιο καὶ μὲ «καιομένας τὰς καρδίας» νὰ ψάλλουν ἐνθέως τὴν δόξα τοῦ ἐν ὑψίστοις Θεοῦ, ὀρῶντες «θεωρητικῶς» ἢ ἐκστατικὰ τὸ «Μυστήριον τὸ ξένον καὶ παράδοξον» καί, συνεπαρμένοι ἀπὸ τὴν μυστικὴ θέα τῶν ἀθεάτων καὶ νοητῶν κόσμων, νὰ βλέπουν νοητὰ καὶ ἐν πίστει σὰν «θρόνον χερουβικὸν τὴν Παρθένον» καὶ τὴν Φάτνη ὡς «χωρίον ἐν ὢ ἀνεκλίθη ὁ ἀχώρητος. Χριστὸς ὁ Θεός…».
Γιὰ ὅλα αὐτά, δὲν θὰ ἦταν μία ἁπλὴ ἔκφραση, ἐὰν ἐλέγαμε ὅτι ὁ Χριστὸς γεννᾶται ἀχρόνως στὶς καρδιὲς ἐκείνων τῶν χριστιανῶν, Μοναχῶν καὶ λαϊκῶν καὶ κληρικῶν, «ὄσοις ἐπνευσεν ἡ θεορρυτος χάρις» καὶ εἶναι «λάμποντες, ἀστράπτοντες, ἠλλοιωμένοι, πάσχοντες ὀθνείαν ἀλλοίωσιν εὐπρεπέστατην», ἀνεξάρτητα ἀπὸ τὴν κυριώνυμη ἑορτὴ τῆς Γεννήσεώς Του.
Πόσο ὡραία καὶ πόσο θελκτικὴ εἶναι ἐκείνη ἡ πνευματικὴ ἐμπειρία, ποὺ ἀναφέρει ὁ μεγάλος ἐκεῖνος Μυστικὸς θεολόγος ἅγιος Διάδοχος, Ἐπίσκοπος Φωτικής, ὅτι αἰσθανόμεθα μέσα στὶς καρδιὲς μᾶς «σκιρτήματα βρεφοπρεπή», κατὰ τὸν καιρὸ τῆς ἐπικλήσεως τοῦ ὀνόματος τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ, μὲ τὴν ἐνέργεια τῆς «νοερᾶς προσευχῆς»! Ἀλλὰ τὸ ἴδιο δὲν συμβαίνει καὶ ὅταν μεταλαμβάνωμεν ἀκατακρίτως σχετικά, γεγονὸς ποῦ τεκμηριώνει «ἐν πληροφορία», ὅτι ἐλάβαμε Πνεῦμα ἅγιον, «ἀλλόμενον εἰς ζωὴν αἰώνιον»;

Ἑπομένως ὅλες τὶς Δεσποτικὲς ἑορτὲς τὶς αἰσθανόμεθα σὰν ἐπὶ μέρους φάσεις τοῦ ἑνὸς ἀκεραίου Ἀπολυτρωτικοῦ ἔργου, σὰν συντελεσθεῖσα αἰώνια σωτηρία καὶ σὰν δυνατότητα μετοχῆς σ’ ὁλόκληρη τὴν μεταμορφωθεῖσα φύση καὶ κτίση. Γι’ αὐτὸ καὶ τὴν Γέννηση τοῦ Κυρίου τὴν ἐννοοῦμε καὶ τὴν αἰνοῦμεν ὡς μέρος τοῦ ὅλου καὶ σὰν ὅλον. Καὶ σὰν ἀπαρχὴ τῆς λυτρώσεως, ἀλλὰ καὶ ὡς τελειωθεῖσα λύτρωση.
Αλλωστε εἶναι γνωστόν, ὅτι ἡ μεγίστη τῶν Δεσποτικῶν ἑορτῶν στὴν Ὀρθοδοξία δὲν εἶναι ἡ Γέννηση, ὅπως συμβαίνει στὴ Δύση, ἀλλὰ τὸ Πάσχα, ἡ ἁγία Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ, μέσα στὸ φῶς τῆς ὁποίας καταλάμπονται τὰ σύμπαντα, «οὐρανὸς τὲ καὶ γῆ καὶ τὰ καταχθόνια», ὡς «τῆς ἀναστάσεως τὴν πείραν εἰληφότα».
Ὅπως σ’ ὁλόκληρη τὴν Ὀρθοδοξία ἔτσι καὶ στὸ Ἅγιον Ὅρος, ἡ προετοιμασία τῶν Μοναχῶν ἀρχίζει μὲ ἀγνιστικὲς νηστεῖες ἀπὸ τὶς 15 Νοεμβρίου. Κατὰ τὸ χρονικὸ αὐτὸ διάστημα, οἱ ψυχὲς τῶν μονοτρόπων μυσταγωγοῦνται στὸ Μυστήριο τῆς Γεννήσεως μὲ τοὺς εἰσαγωγικοὺς Ὕμνους, μὲ τὰ Καθίσματα, τὰ Τριώδια τῶν Ἀποδείπνων, τὶς μελίρρυτες Καταβασίες καὶ μὲ τοὺς ἐξαίσιους Ἀσματικοὺς Κανόνες, ποὺ κορυφώνονται στὶς Μεγάλες Ὧρες τῆς προπαραμονῆς. Ἔτσι, μὲ ὅλα τὰ ὑμνολογικὰ ἀριστουργήματα τῆς ποιητικῆς γραμματείας τῆς Ὀρθοδοξίας. ποῦ καλύπτουν τὶς θεῖες διαστάσεις τῆς Ἐνανθρωπήσεως τοῦ Θεοῦ, οἱ μονάζοντες ζοῦν σὲ ἕνα κλίμα λειτουργικῆς συμμετοχῆς ὡς ἱερουργούμενοι στὸ ἀνήκουστο Μυστήριο, οὐρανοφάντορες, μυούμενοι στὴν ὑπὲρ φύση Ἀποκάλυψη. Αὐτὰ ὅλα, βέβαια, ὅπως ἤδη εἴπαμε βιοῦνται σὲ ἕνα διάφορο μέτρο γνώσεως καὶ ἐφέσεως, κατὰ τὴ δεκτικότητα καὶ τὸ σκεῦος ἑκάστου, ἀλλὰ καὶ τὸ μέτρο ποὺ χορηγεῖ ἡ ἄκτιστη χάρις.

Στὴ συνέχεια, ἀφοῦ ὅλοι, μὲ λειτουργικὴ τάξη, μεταλάβουν τοῦ Σώματος καὶ τοῦ Αἵματος τοῦ Χριστοῦ, ποὺ σαρκώθηκε ἀκριβῶς γιὰ νὰ ἑνωθεῖ ἀσυγχύτως καὶ ἀδιαιρέτως μὲ «τῶν χειρῶν τοῦ τὸ πλαστούργημα» καὶ νὰ τὸ θεώσει, ἀπέρχονται στὴν ἀπέριττη κοινὴ Τράπεζα. Και μετὰ τρίωρη ἀνάπαυση, οἱ ἕκτος κόσμου Μοναχοί, ἐπανέρχονται στὸν ἱερὸ Ναὸ γιὰ τὴν ὁλονύχτια ἀγρυπνία, ποὺ ἀρχίζει ἀπὸ τὴν Λιτή, ὅπου ψάλλονται «μετὰ μέλους» οἱ θεολογικώτατοι Ὕμνοι τῆς Δεσποτικῆς ἑορτῆς.
Ἡ ἀτμόσφαιρα ποὺ δημιουργεῖται ἀπὸ τὴν «ἐν πνεύματι καὶ ἀληθεία» λατρεία, ἀποβαίνει ἀληθινὴ μυσταγωγία τῶν πιὸ ὑψηλῶν θεολογικῶν καὶ πνευματικῶν ἐμπειριῶν. Νομίζει κανείς, ὅτι Ἄγγελοι Κυρίου ἐπεδήμησαν ἐξ οὐρανοῦ καὶ συμψάλλουν ἐναρμόνια μελωδήματα μὲ τοὺς ἀποδήμους του κόσμου ὀρεσιτρόφους Μοναχοὺς καὶ ὅτι ἡ θριαμβεύουσα στὸν οὐράνιο κόσμον Ἐκκλησία, σὲ μία λειτουργικὴ Σύναξη μὲ τοὺς ἐρημικοὺς καὶ ἀρνησικόσμους χριστιανούς, ὑμνολογοῦν κατὰ τὴν ἱερὴ νύχτα τῆς Γεννήσεως τοῦ Χριστοῦ: «Ὁ οὐρανὸς καὶ ἡ γῆ, σήμερον ἠνώθησαν, τεχθέντος τοῦ Χριστοῦ. Σήμερον Θεὸς ἐπὶ γὴς παραγέγονε καὶ ἄνθρωπος εἰς οὐρανοὺς ἀναβέβηκε…».
Καὶ πραγματικά, μέσα στὸν λαμπρότατο, ὑποβλητικότητα καὶ κατανυκτικὸ βυζαντινὸ διάκοσμο καὶ ὑπὸ τὶς ποικιλόχρωμες ἀνταύγειες, ποὺ διαχέουν τὰ ἀκτινοβολοῦντα πολύφωτα τῶν στιλβωμένων πολυελαίων, τὰ τοιχογραφημένα πρόσωπα τῶν Ἁγίων – ποὺ «ἱστόρησεν» ὁ ἐμπνευσμένος χρωστήρας τῆς Κρητικῆς ἢ Μακεδονικῆς Σχολῆς – παίρνουν μία τέτοια ἔκφραση, ποὺ οἱ θεώμενοι Μοναχοὶ νὰ αἰσθάνονται ὅτι εἶναι ζωντανὰ μαζί τους. Και, ὅπως διατελοῦν στὴν μεταρσίωση αὐτή, νὰ βλέπουν ἐκστατικοὶ μπροστά τους, ὅπως στέκονται στὸ στασίδι τους μὲ μεταστοιχειωμένη τὴν ψυχή, Ἀποστόλους, Προφῆτες, Μάρτυρες, Ἱεράρχες, Ὁσίους Ἀσκητὲς καὶ Ἡσυχαστές, αὐτὴν τὴν Θεοτόκον μέσα στὸ πάνσεπτο Σπήλαιο πλησίον του Θείου Βρέφους Της, ποὺ ἔχει ἡ ἴδια ἀνακλίνει ὡς Λόγο σαρκωμένο στὴ Φάτνη τῶν ἀλόγων ζώων καὶ ποὺ πλαισιώνονται ἀπὸ τοὺς Ἀγγέλους καὶ τοὺς ποιμένες – ὅπως ἀποδίδει ἡ βυζαντινὴ Ἁγιογραφία τὴ Γέννηση τοῦ Χριστοῦ – μὲ ἔκφραση ἀπείρου ἀγαλλιάσεως, ὅλους συμμετέχοντας μὲ τὴν παρουσία τους στοὺς θείους ὕμνους…
Οἱ ὑμνολογίες συνεχίζονται, οἱ προσευχὲς διάπυρες ἀνεβαίνουν πρὸς τὸν Κύριον, τὰ πρόσωπα τῶν μοναστῶν ἀστράφτουν ἀπὸ μυστικὴ χαρὰ γιὰ τὴν ἐλπιζομένη καὶ ἐπιδιωκόμενη θέωσή τους. Τὶς μεστὲς δογματικοῦ καὶ θεολογικοῦ περιεχομένου Ὠδές, ἀκολουθοῦν τὰ πνευματικότατα Μεγαλυνάρια καὶ ἡ γλυκύτατη Ἐννάτη Ὠδὴ τῆς Θεοτόκου – μία Ὠδὴ Χαρᾶς ἀρρήτου, μπροστὰ στὴν ὁποία – ἄς μου ἐπιτραπεῖ ἡ βέβηλη σύγκριση – ἡ περίφημη «Ἐννάτη» τοῦ Μπετόβεν, ποὺ τόσο συγκινεῖ τοὺς ἀγεύστους ἀπὸ ὀρθόδοξες ἐμπειρίες μὲ τὸν ἔντεχνο νατουραλισμὸ τῆς – κυριολεκτικὰ ἐξαφανίζεται.
Τοὺς θείους Αἴνους διαδέχεται ἡ ἀγγελικὴ δοξολογία, γιὰ νὰ ἐπακολουθήσει τὸ οὐσιαστικὸ ἄνοιγμα τῶν οὐρανίων Πυλῶν μὲ τὸ ὑπερφυέστατο Μυστήριο τῆς θείας Εὐχαριστίας. Καὶ οἱ Μοναχοὶ ἀλλοιωμένοι «τὴν καλὴν ἀλλοίωσιν» – πάλιν ἀναλογικὰ – κοινωνοῦν μὲ κατάνυξη καὶ γίνονται «θείας φύσεως κοινωνοὶ» ἀπὸ τὸ «τεθεωμένον» Σῶμα καὶ Αἷμα τοῦ Χριστοῦ.
Τὰ Χριστούγεννα, λοιπόν, ἑορτάζονται στὸν Ἄθω μὲ Ὀρθόδοξη μέθεξη στὸ Μυστήριο. Καὶ κατανοεῖται ἡ δογματικὴ καὶ πνευματικὴ σημασία τῆς Σαρκώσεως κατὰ τὸ μέτρο τῆς θεώσεως ἑκάστου, ποὺ ἐπέτυχε μὲ τὴν θεία ἀγάπη, «Τοσούτον τῷ ἀνθρώπω τὸν Θεὸν διὰ φιλανθρωπίαν ἀνθρωπίζεσθαι, ὅσον ὁ ἄνθρωπος ἑαυτὸν τῷ Θεῶ δὶ’ ἀγάπης δυνηθεῖς ἀπεθέωσε».
Μὲ πλαίσιο μία ἀπαράμιλλη, σὲ ὀμορφιὰ καὶ ποικιλία χειμερινῶν φυσικῶν εἰκόνων, φύση, μὲ τὴν βαθύτατη ἁγιορείτικη ἡσυχία, μέσα στὴ γεμάτη μυστήριο καὶ διαφάνεια Βηθλεεμικὴ νύχτα, οἱ ὁλονύχτιες θεοτερπεῖς ψαλμωδίες τῶν Μοναχῶν σ’ ὁλόκληρη τὴν Ἀθωνικὴ χερσόνησο, μὲ δεσπόζοντα τὸν λαμπρὸ Ἀστέρα, ποὺ μαρμαίρει κατὰ Ἀνατολᾶς, ζωντανεύουν τὴν Γέννηση τοῦ Θεοῦ Λόγου στὸ αἰδέσιμο Σπήλαιο καὶ μεταφέρουν τοὺς Μοναχοὺς στὴν ἁγία ἐκείνη νύχτα, ποὺ φωτεινὸς Ἄγγελος Κυρίου ἀνήγγειλε στοὺς ἁπλοϊκοὺς «ἀγραυλούντας» ποιμένες: «ἰδοὺ γὰρ εὐαγγελίζομαι ὑμὶν χαρὰν μεγάλην, ἤτις ἔσται παντὶ τῷ λαῶ. Ὅτι ἐτέχθη ὑμὶν σήμερον σωτήρ, ὃς ἐστὶ Χριστὸς Κύριος, ἐν πόλει Δαβίδ». Γι’ αὐτὸ καί, κατὰ τὴν ἀναλογία τῆς καθαρότητάς τους, οἱ Μοναχοὶ συντηροῦν στὸ διηνεκὲς μέσα στὶς καρδιὲς τοὺς αὐτὴ τὴν ἴδια λευκὴ νύχτα, ποὺ «πλῆθος στρατιᾶς οὐρανίου» ἔψαλλε «διὰ τὴν τῶν πάντων θέωσιν», τὸ «Δόξα ἐν ὑψίστοις Θεῶ καὶ ἐπὶ γὴς εἰρήνη, ἐν ἀνθρώποις εὐδοκία».
(Μοναχοῦ Θεοκλήτου Διονυσιάτη, Χριστούγεννα στὸ Ἅγιον Ὅρος τοῦ Ἄθω,-ἀποσπάσματα ἀπὸ τὸν τόμο «Χριστούγεννα», Ἐκδόσεις «Ἀκρίτας» Ἀθήνα 1982)
Πηγή:ΕΝΩΜΕΝΗ ΡΩΜΗΟΣΥΝΗ
Εγκάρδιες ευχές για πανευφρόσυνα Χριστούγεννα!
ΑπάντησηΔιαγραφή