ΦΩΣ ΚΑΙ ΑΛΑΤΙ
τοῦ ΠΡΩΤΟΠΡ. ΓΕΩΡΓΙΟΥ Μ. ΜΕΤΑΛΛΗΝΟΥ
«Ὑμεῖς ἐστε τὸ ἅλας τῆς γής...
ὑμεῖς ἐστε τὸ φῶς τοῦ κόσμου»
(Μάτθ. ἐ’ 13, 14).
1. Τὸ φῶς δίνει πρῶτα ἀπ’ ὅλα ζωή. Εἶναι ἡ αἰτία τῆς ζωῆς μέσα στὴ φύση. Τὸ φῶς φωτίζει τὸν κόσμο, ἐπιτρέπει νὰ ἐργαζόμεθα, νὰ βαδίζουμε, νὰ δημιουργοῦμε. Χωρὶς φῶς ἡ ζωὴ σταματᾶ ἢ διατηρεῖται σὲ ὑποτονικὲς καταστάσεις. Τὰ φυτά, πιὸ ἐκφραστικὰ ἀπὸ κάθε τί ποὺ ἔχει ζωὴ στὸν πλανήτη μας, μᾶς φανερώνουν τὴν ἀξία τοῦ φωτός, μὲ τὸ νὰ στρέφονται συνεχῶς σ’ αὐτὸ καὶ νὰ τὸ ἀναζητοῦν. Τὸ ἡλιοτρόπιο λ.χ. εἶναι ὁ σιωπηρὸς κήρυκας τῆς ἀνάγκης τῆς ζωῆς γιὰ φῶς. Μετὰ τὴ ζωὴ ὅμως τὸ φῶς εἶναι καὶ ἡ αἰτία τῆς γνώσεως. Τὰ 99% τῶν γνώσεών μας ἀποκτῶνται μὲ τὰ μάτια. Δὲν εἶναι δυνατὸν οὔτε νὰ φαντασθοῦμε ἁπλῶς τὴ ζωή μας σὲ ἕνα συνεχὲς σκοτάδι, ποὺ θὰ ἀχρήστευε τὸ ὀπτικό μας ὄργανο. Θὰ μᾶς στεροῦσε τὶς περισσότερες γνώσεις μας καὶ θὰ περιόριζε ἔτσι τὴν πρόοδο τοῦ πολιτισμοῦ μας. Ἡ ἐπικοινωνία μας, ἔπειτα, μὲ τοὺς ἄλλους, καὶ τὸν κόσμο γενικά, θὰ ἦταν ἀδύνατη καὶ ἡ ζωὴ οὐτοπία. Τέλος τὸ φῶς δίνει ἀσφάλεια καὶ σιγουριά. Ἂς φέρουμε στὸ νοῦ μᾶς ἕνα φάρο στὸ ταραγμένο πέλαγος καὶ στὴ μαυρίλα τῆς νύχτας. Δὲν εἶναι περίεργο ὅτι γιὰ τὸν ἄνθρωπο ποὺ ἔχει τὶς προϋποθέσεις νὰ ζεῖ στὸ φῶς, τὸ σκοτάδι εἶναι πάντα πηγὴ τρόμου καὶ ἀβεβαιότητας. Ἡ «νυκτερινὴ ζωὴ» εἶναι πάντα συνδεδεμένη μὲ τὸ κακό, τὴν ἁμαρτία καὶ τὸ ἔγκλημα, παρ’ ὅλο ποὺ ὑπάρχει πάντα δυστυχῶς δυνατότητα νὰ γίνει τὸ κακὸ καὶ στὸ ἄπλετο φῶς τῆς ἡμέρας. Ποτὲ ὅμως δὲν βαδίζει κανεὶς μὲ ἀπόλυτη... σιγουριὰ τὴ νύκτα, ποτὲ δὲν αἰσθάνεται ἀπόλυτα ἀσφαλὴς μέσα στὸ πυκνὸ σκοτάδι. Ζωή, γνώση, ἀσφάλεια. Νὰ πάνω ἀπ’ ὅλα, τί χαρίζει τὸ φῶς στὸν ἄνθρωπο!
Τί ἐννοοῦσε ὅμως ὁ Χριστός, λέγοντας στοὺς μαθητές του πῶς εἶναι φῶς τοῦ κόσμου; Κατ’ ἀρχὴν εἶναι σημαντικὸ πὼς δὲν τοὺς λέγει ΓΙΝΕΣΘΕ ΦΩΣ, ὅπως ἀλλοῦ θὰ τοὺς πεῖ ΓΙΝΕΣΘΕ ΤΕΛΕΙΟΙ ἢ ΑΓΙΟΙ. Τοὺς λέγει ΕΣΤΕ! Εἶσθε τὸ φῶς τοῦ κόσμου! Γιατί ἂν δὲν εἴμασθε φῶς, δὲν εἴμασθε χριστιανοί. Σὲ ἄλλο σημεῖο ὁ Χριστὸς ταυτίζει καθαρὰ τὸν ἑαυτό του μὲ τὸ φῶς (Ἰωάν. ἃ’ 4. 5. 9). Λέγοντας τώρα καὶ στοὺς μαθητᾶς του πὼς ΕΙΝΑΙ τὸ φῶς, δηλώνει ὅτι δὲν εἶναι μαθητής του, χριστιανός, ὅποιος δὲν ἀντανακλᾶ τὸ (ὑπερφυσικὸ) φῶς τοῦ Χριστοῦ στὸν κόσμο. Διότι ὁ Χριστός, ὡς Θεός, εἶναι ἡ πηγὴ τοῦ Ἀκτίστου καὶ αἰωνίου φωτός. Αὐτὸ τὸ φῶς δέχεται καὶ μεταδίδει ὁ ἀληθινὰ πιστός του, ὁ Ἅγιος.
Ἔτσι, λοιπόν, οἱ χριστιανοὶ ἀναλαμβάνουν τὸ βαρὺ ἔργο νὰ εἶναι τὸ πνευματικὸ φῶς τῶν συνανθρώπων τοὺς (πρβλ. Ἐφεσ. ἐ’ 8). Νὰ εἶναι δηλαδὴ καὶ νὰ φαίνονται φωτεινοί, ἄρα χριστιανοί, καὶ συνάμα νὰ φωτίζουν τὸ σκοτάδι καὶ στὸ σκοτάδι τῶν ἄλλων. Δηλαδὴ νὰ εἶναι ὁδηγοὶ τῶν ἄλλων καὶ πνευματικοὶ ἡγέτες στὴν κοινωνία, ἀλλὰ συνάμα καὶ νὰ ἀποτελοῦν κρίση γιὰ τὴ σκοτεινὴ ζωὴ τοῦ κόσμου τῆς ἁμαρτίας. Τοῦτο πραγματοποιεῖται, ὅταν οἱ χριστιανοὶ πορεύονται «ὡς τέκνα φωτὸς» καὶ ὅλα τὰ ἔργα τοὺς ἀντέχουν στὸ φῶς. Ὄχι ὅμως μόνο ὑπαρξιακὰ (πρέπει νὰ) εἶναι φῶτα οἱ χριστιανοί, ἀλλὰ καὶ δυναμικά. Δὲν ἀρκεῖ νὰ δέχονται φῶς. Χρειάζεται καὶ νὰ σκορπίζουν φῶς. Νὰ μεταδίδουν τὸ φῶς τῆς Ἀλήθειας, τῆς θείας γνώσεως. Ἂν δὲν ξεκαθάριζαν τὸ σκοτάδι τῆς πλάνης οἱ Ἅγιοι Πατέρες σὲ συνόδους, καὶ ἂν δὲν ἐπρόβαλλαν τὸ φῶς τῆς εὐαγγελικῆς ἀλήθειας, δὲν θὰ μποροῦσαν νὰ εἶναι φῶτα. Δὲν θὰ μποροῦσαν νὰ ὁδηγοῦν στὸ δρόμο τῆς ἀληθείας. Γιατί τρίτη ἀποστολὴ τοῦ χριστιανοῦ στὸν κόσμο εἶναι αὐτή. Νὰ εἶναι φάρος στὸν κόσμο, νὰ δείχνει τὸν δρόμο τῆς σωτηρίας.
2. Ἐξ ἴσου ὅμως ἐκφραστικὴ εἶναι καὶ ἡ ἔννοια τοῦ ἅλατος, γιὰ νὰ δηλώσει τὴν ἀποστολὴ τοῦ χριστιανοῦ στὴν κοινωνία. Τὸ ἁλάτι ἔχει δύο βασικὲς ἰδιότητες. Διατηρεῖ καὶ ἔπειτα νοστιμίζει, δίνει οὐσία στὴ γεύση. Ὅταν μιλοῦσε ὁ Χριστός μας, ὁ κόσμος δὲν ἦταν οὐσιαστικὰ διαφορετικὸς ἀπὸ τὸν δικό μας. Σὲ κάθε ἐποχὴ ὁ ἄνθρωπος δὲν παύει νὰ εἶναι αὐτός, ποὺ εἶναι, καὶ ἡ κοινωνία τοῦ τὸ ἴδιο. Μὲ τὶς ἴδιες ἀγωνίες καὶ ἀνάγκες, τὰ ἴδια προβλήματα καὶ ἀνησυχίες. Ἡ αὔξηση καὶ ἐξέλιξη τῶν μέσων εἶναι ἐξωτερική. Ἡ ψυχὴ μᾶς μένει ἡ ἴδια. Καὶ τότε, λοιπόν, ὑπῆρχε ὁ ἴδιος κλονισμὸς ἀξιῶν, ἡ ἴδια ἐπικούρεια διάθεση, τὸ ἴδιο ἄγχος, ἡ ἴδια ἠθικὴ κατάπτωση, ἡ ἴδια καθίζηση τῆς ἀξίας τῆς ζωῆς καὶ τῆς ἀνθρώπινης προσωπικότητας. Ἀρκεῖ νὰ ὑπενθυμίσουμε τὴ δουλεία, ποὺ σήμερα βέβαια κυκλοφορεῖ μὲ ἄλλα ὀνόματα, τὴν ἔκθεση τῶν βρεφῶν καὶ τὶς ἐκτρώσεις. Τὸ ἔργο, λοιπόν, τοῦ χριστιανοῦ σὲ ἕνα τέτοιο κόσμο εἶναι πρῶτα νὰ συντηρήσει, νὰ συγκρατήσει ἀπὸ τὴ σήψη καὶ τὴν ἀποσύνθεση. Νὰ προφυλάξει. Ὑπάρχει ὅμως καὶ ἡ θετικὴ πλευρά. Νὰ δίνει γεύση, νὰ χαρίζει στὴ ζωὴ τὴν πνευματικὴ καὶ ἠθική της διάσταση. Ὅλη ἡ ἀτομικὴ καὶ ἐκκλησιαστικὴ εὐσέβεια συγκεντρώνεται στὴ διπλὴ προσπάθεια νὰ ἀφαιρεῖται κακὸ (ἄσκηση) καὶ νὰ προστίθεται καλὸ (ἔργα κοινωνίας καὶ ἀγάπης). Καταλαβαίνουμε, λοιπόν, γιατί ὁ Χριστὸς ἐχρησιμοποίησε τὶς δύο ἔννοιες τοῦ φωτὸς καὶ τοῦ ἅλατος, γιὰ νὰ χαρακτηρίσει μ’ αὐτὲς τοὺς μαθητές του.
3. Μέσα στὴ σημερινὴ περικοπὴ συμπυκνώνεται ὁλόκληρη ἡ ἀποστολὴ τῆς στρατευομένης Ἐκκλησίας, τοῦ σώματος τῶν πιστῶν, στὸν κόσμο. Τὸ πρόβλημα ὅμως παρουσιάζεται στὴν πραγμάτωση αὐτῆς τῆς ἀποστολῆς. Πῶς θὰ μείνει ὁ Χριστιανὸς καὶ ἡ Ἐκκλησία φῶς καὶ ἅλας τοῦ κόσμου. Τὸ ἴδιο τὸ Εὐαγγέλιο ἐρωτᾶ: «Ἐὰν τὸ ἅλας μωρανθῆ, ἐν τίνι ἀλισθήσεται». Ἂν τὸ ἁλάτι χάσει τὴν ἀλιστικὴ τοῦ δύναμη τί θὰ τοῦ τὴν ξαναδώσει; Ἂν ὁ χριστιανικὸς κόσμος χάσει τὴ δύναμή του νὰ συγκρατεῖ καὶ νὰ νοστιμίζει, ἂν δηλαδὴ παύσει νὰ παίρνει τὰ δῶρα αὐτὰ ἀπὸ τὴ πηγή τους, τὸν Χριστό, τί τὸν χρειάζεται ὁ κόσμος; Θὰ πεταχθεῖ ὡς ἄχρηστος καὶ θὰ πατηθεῖ, συμπληρώνει τὸ Εὐαγγέλιο. Μία Ἱεραρχία, ποὺ συμμαχεῖ μὲ τὸν κόσμο τοῦ πονηροῦ, χάνει τὴν ἀλιστικὴ τῆς δύναμη καί, πέρα ἀπὸ τὸ ὄνομα, δὲν τῆς μένει τίποτε κοινὸ μὲ τοῦ Χριστοῦ τὴν Ἐκκλησία. Εἶναι καιρὸς νὰ διερωτηθοῦμε. Μήπως κάτι τέτοιο συμβαίνει μὲ ὅλους μας, ὅταν συντασσόμεθα μὲ τὶς δαιμονικὲς δυνάμεις τοῦ κόσμου καὶ ἐργαζόμασθε ὄχι γιὰ τὸν Χριστό, ἀλλὰ γιὰ ἐκεῖνες;
Ἔστω καὶ ἂν τοῦτο γίνεται χωρὶς νὰ τὸ καταλαβαίνουμε. Θὰ συμφωνήσουμε ὅμως ὅλοι πὼς δὲν διακονεῖται ὁ Χριστός, ὅταν διακονοῦμε «τὸν ἄρχοντα τοῦ κόσμου τούτου». Τὸ ἴδιο ἰσχύει καὶ γιὰ τὴ φωτιστικὴ δύναμη τῆς Ἐκκλησίας. Γιὰ νὰ μείνει φῶς, πρέπει νὰ μείνει ἀπρόσβλητη ἀπὸ τὸ σκοτάδι τοῦ κόσμου. Ὅσο προχωρεῖ ἡ ἐκκοσμίκευσή της, ὅσο περισσότερο σκοτάδι μπαίνει στοὺς κόλπους της, τόσο προχωρεῖ τὸ νερὸ στὰ ὕφαλα τοῦ σκάφους της, μὲ ὅλες τὶς ἀναπόφευκτες συνέπειες. Ἡ ἐκκοσμίκευση δὲν μπορεῖ ποτὲ νὰ φέρει τὴν ἐπέκταση καὶ αὔξηση ἐν Χριστῷ τῆς Ἐκκλησίας. Ὁ κόσμος δὲν κερδίζεται μὲ τὴν ἐκκοσμίκευση, ἀντίθετα ἡ Ἐκκλησία, ὅταν «ἐκκοσμικεύεται», χάνει τὴν ταυτότητά της. Γιὰ νὰ διατηρήσει ἡ Ἐκκλησία τὴν οὐσία της, πρέπει νὰ μείνει φῶς καὶ ἅλας, ὅπως ὁ Χριστὸς τὴν θέλησε, καὶ ὅπως Ἐκεῖνος τὴν ἵδρυσε στὸν κόσμο.
Ἀδελφοί μου!
Ἔτσι ὅμως καταλήγουμε σὲ μία σπουδαία διαπίστωση. Μὲ αὐτὸ τὸν τρόπο ἐξηγεῖται ἡ μικρὴ ἀκτινοβολία τῆς Ἐκκλησίας μας, στὴν ἀνθρώπινη διάστασή της, σήμερα. Δὲν ἀκτινοβολεῖ ἐκείνη, γιατί χάσαμε τὸ φῶς μᾶς ἐμεῖς οἱ χριστιανοί. Δὲν ἀλλάζει τὴν ὄψη τοῦ κόσμου ἐκείνη, γιατί ἐμεῖς μείναμε στυφοὶ καὶ ἀνάλατοι. Τὸ ἔργο τῆς Ἐκκλησίας βέβαια συνεχίζεται, καὶ τὸ ἁγιαστικὸ καὶ τὸ σωστικό. Ὅ,τι γίνεται ὅμως, γίνεται, γιατί ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ δὲν μᾶς ἐγκατέλειψε (λ.χ. τὰ μυστήρια). Ἂν ὁ Χριστὸς ὅμως δὲν φαίνεται στὴν κοινωνία, νὰ διδάσκει, νὰ φωτίζει, νὰ θαυματουργεῖ, εἶναι γιατί ἐμεῖς διώξαμε τὸν Χριστὸ ἀπὸ μέσα μας. Καὶ ἡ μὲν (ποιμαίνουσα) Ἐκκλησία ὅλο καὶ γίνεται περισσότερο κοσμικὴ στὴ δομὴ καὶ δράση της, ἐμεῖς δὲ ὡς ἄτομα ὅλο καὶ περισσότερο συμμαχοῦμε καὶ συσχηματιζόμεθα μὲ τὸν κόσμο. Νὰ γιατί σήμερα ἴσως πολὺ περισσότερο ἔχουμε ἀνάγκη νὰ μιλοῦμε γιὰ τοὺς Ἁγίους Πατέρες, ποὺ ὑπῆρξαν καὶ ὑπάρχουν σὲ κάθε ἐποχὴ τὸ Φῶς τοῦ κόσμου καὶ τὸ ἅλας τῆς γής.
ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΑ ΚΑΙ ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΑ ΜΗΝΥΜΑΤΑ"
(Ἀπάνθισμα κηρυγμάτων ἀπὸ τὴν
«ΦΩΝΗ ΚΥΡΙΟΥ» τῶν ἐτῶν 1980 καὶ 1983)
ΠΡΩΤΟΠΡ. ΓΕΩΡΓΙΟΥ Μ. ΜΕΤΑΛΛΗΝΟΥ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ «ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΚΥΨΕΛΗ»
ΠΗΓΗ:Ι.Μ.ΠΑΝΤΟΚΡΑΤΟΡΟΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου