Ἅγιοί της Γαλατίας
Ο ΑΓΙΟΣ ΣΕΝΩΧ ΤΗΣ ΤΟΥΡΩΝΗΣ Ο ΙΑΜΑΤΙΚΟΣ*
Ματαιότης ματαιοτήτων, λέγει ὁ Ἐκκλησιαστῆς, τὰ πάντα ματαιότης1. Εἶναι ἀλήθεια λοιπὸν πὼς ὅλα ὅσα γίνονται στὸν κόσμο εἶναι ματαιότης. Γι’ αὐτὸ συμβαίνει καμμιὰ φορᾶ ὥστε καὶ ἅγιοί του Θεοῦ, ποὺ δὲν τοὺς φλογίζει κανένα πάθος καὶ καμμία σαρκικὴ ἐπιθυμία καὶ δὲν τοὺς προσβάλλει κανένας μολυσμὸς φιληδονίας, ἀλλὰ ἀποκρούουν τὰ τεχνάσματα τοῦ πονηροῦ ἀκόμη καὶ ἀπὸ τὸν νοῦ τους, νὰ θεωρήσουν πὼς εἶναι ἀπόλυτα δίκαιοι καὶ νὰ πέσουν γεμάτοι ἀπὸ τὴν ὑπερηφάνεια τῆς ἀλαζονικῆς αὐτῆς πεποιθήσεως. Αὐτοὺς ποὺ δὲν κατάφερε νὰ τοὺς πλήξη ἡ μάχαιρα τῶν μεγάλων ἁμαρτημάτων, τοὺς ἔπνιξε εὔκολα ὁ λίγος καπνὸς τῆς κενοδοξίας! Κάτι τέτοιο συνέβη καὶ σ’ ἐκεῖνον, στὸν ὁποῖο θὰ ἀναφερθοῦμε. Αὐτός, μολονότι εἶχε λαμπρυνθῆ μὲ πολλὲς ἀρετές, θὰ εἶχε πέσει ὁπωσδήποτε στὸ βάραθρο τῆς ἐπάρσεως, ἂν δὲν εἶχαν σπεύσει νὰ τὸν νουθετήσουν πιστοὶ ἀδελφοί.
Ὁ ὅσιος Σενὼχ (†24 Ὀκτωβρίου 576) ἦταν Θεϊφαλὸς στὴν καταγωγή. Γεννήθηκε στὴν περιοχὴ τοῦ Πικταβίου ποὺ λεγόταν Θεϊφαλία. Πίστεψε στὸν Χριστό, ἔγινε κληρικὸς καὶ ἵδρυσε ἕνα μοναστήρι. Στὴν περιοχὴ τῆς Τουρώνης βρῆκε κάποια ἀρχαία ἐρείπια καὶ ἔκτισε ἐπάνω τους νέα οἰκοδομήματα. Ἐκεῖ βρῆκε ἐπίσης καὶ ἕναν ναό, ὅπου λέγεται πὼς προσευχήθηκε ὁ ἐπιφανὴς ἅγιός μας Μαρτίνος2. Τὸ ἐπισκεύασε μὲ μεγάλη φροντίδα, καὶ ἀφοῦ ἔστησε σ’ αὐτὸ μία ἁγία Τράπεζα μὲ εἰδικὸ χῶρο γιὰ νὰ τοποθετηθοῦν λείψανα ἁγίων, κάλεσε τὸν ἐπίσκοπο γιὰ νὰ τὸ ἐγκαινιάση.
Πῆγε λοιπὸν ὁ μακάριος ἐπίσκοπος Εὐφρόνιος καὶ μετὰ τὸν ἐγκαινισμὸ τῆς Ἁγίας Τραπέζης τὸν χειροτόνησε διάκονο. Ὅταν τελείωσε ἡ Λειτουργία καὶ θέλησαν νὰ τοποθετήσουν τὴν λειψανοθήκη στὸν καθορισμένο χῶρο, διαπίστωσαν ὅτι ἦταν μακρύτερη ἀπ’ ὅ,τι ἔπρεπε καὶ ἦταν ἀδύνατο νὰ χωρέση. Τότε ὁ διάκονος γονάτισε καὶ προσευχήθηκε μαζὶ μὲ τὸν ἀρχιερέα καὶ μὲ δάκρυα καὶ ἱκεσίες ἔλαβε αὐτὸ ποὺ ζήτησε: Ὢ τοῦ θαύματος! Πρὸς γενικὴ κατάπληξι, ὁ χῶρος διευρύνθηκε μὲ θεία δύναμι, ἡ λειψανοθήκη μίκρυνε, ὥστε νὰ χωρέση ἐκεῖ ἄνετα.
Στὸν τόπο αὐτό, μαζὶ μὲ τρεῖς μοναχούς, ὁ ὅσιος ὑπηρετοῦσε μὲ προθυμία τὸν Θεὸ καὶ στὴν ἀρχὴ ζοῦσε μὲ μεγάλη ἐγκράτεια στὴν τροφὴ καὶ στὸ νερό. Τὶς ἡμέρες τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς ὁ κόπος τῆς ἐγκρατείας τοῦ αὐξανόταν περισσότερο: ἔτρωγε μόνο ψωμὶ ἀπὸ κριθάρι κι ἔπινε μόνο νερὸ καὶ μάλιστα ὄχι περισσότερο ἀπὸ τετρακόσια γραμμάρια ἀπὸ τὸ καθένα τὴν ἡμέρα. Ἀκόμη, ὑπέμενε τὸ κρύο του χειμώνα ἀνυπόδητος καὶ φοροῦσε σιδερένιες ἁλυσίδες στὰ χέρια, τὰ πόδια καὶ τὸν λαιμό του. Ἀργότερα, γιὰ νὰ ζήση αὐστηρὴ ἐρημιτικὴ ζωή, ἔφυγε ἀπὸ τὴν θέα τῶν ἀδελφῶν καὶ κλείστηκε σ’ ἕνα μικρὸ κελλί, ὅπου προσευχόταν μὲ προθυμία ἡμέρα καὶ νύκτα, μὲ ἀγρυπνίες καὶ δεήσεις, χωρὶς νὰ ἐπιτρέπη στὸν ἑαυτὸ τοῦ κανένα περισπασμό.
Συχνὰ οἱ πιστοί, ἀπὸ εὐλάβεια, τοῦ ἔδιναν χρήματα, ἀλλὰ αὐτὸς προτιμοῦσε νὰ γεμίζη τὰ βαλάντια τῶν φτωχῶν ἀντὶ νὰ τὰ βάζη σὲ κρυψῶνες, ἐνθυμούμενος τὸν λόγο τοῦ Κυρίου: Μὴ θησαυρίζετε ὑμὶν θησαυροὺς ἐπὶ τῆς γής. ὅπου γὰρ ἐστιν ὁ θησαυρὸς ὑμῶν, ἐκεῖ ἔσται καὶ ἡ καρδία ὑμών3. Ὅ,τι τοῦ ἔδιναν λοιπόν, τὸ μοίραζε γιὰ τὶς ποικίλες ἀνάγκες τῶν φτωχῶν, ἔχοντας τὸν νοῦ τοῦ μόνο στὸν Θεό. Ἔτσι, κατὰ τὴν διάρκεια τῆς ζωῆς τοῦ ἐλευθέρωσε ἀπὸ τὸν ζυγὸ τῆς δουλείας καὶ τὸ βάρος τῶν χρεῶν περισσότερους ἀπὸ διακόσιους δυστυχεῖς.
Ὅταν φθάσαμε ἐμεῖς στὴν περιοχὴ τῆς Τουρώνης, βγῆκε ἀπὸ τὸ κελλί του καὶ ἦρθε νὰ μᾶς δή. Μᾶς χαιρέτησε, μᾶς ἀσπάσθηκε καὶ γύρισε πάλι πίσω. Ἦταν, ὅπως εἴπαμε, πολὺ ἀσκητικὸς καὶ εἶχε τὸ χάρισμα νὰ θεραπεύη τοὺς ἀρρώστους. Καθὼς ὅμως μὲ τὴν ἄσκησι προώδευε στὴν ἁγιότητα, ἄρχισε σιγὰ-σιγὰ νὰ ὑπεισέρχεται ἡ κενοδοξία. Ὅταν λοιπὸν βγῆκε ἀπὸ τὸ κελλί του, πῆγε μὲ πολλὴ ὑπεροψία νὰ ἐπισκεφθῆ τοὺς γονεῖς του στὴν περιοχὴ τοῦ Πικταβίου, ποὺ ἀναφέραμε πιὸ πάνω. Κατόπιν ἐπέστρεψε φουσκωμένος ἀπὸ ὑπερηφάνεια καὶ κυττοῦσε νὰ ἱκανοποιῆ μόνο τὸν ἑαυτό του. Ὅταν ὅμως τὸν ἐπιπλήξαμε καὶ ἄκουσε ὅσα τοῦ εἴπαμε γιὰ τοὺς κενοδόξους, ὅτι ἐκδιώκονται ἀπὸ τὴν βασιλεία τοῦ Θεοῦ, καθαρίστηκε τελείως ἀπὸ τὴν κενοδοξία καὶ τόσο ταπείνωσε τὸν ἑαυτό του, ὥστε δὲν ἔμεινε μέσα του ἡ παραμικρὴ ρίζα ὑπερηφανείας, πράγμα ποὺ τὸ ὠμολόγησε λέγοντας: «Τώρα νοιώθω τὴν ἀλήθεια τῶν λόγων τοῦ Ἀποστόλου ὁ καυχώμενος, ἐν Κυρίω καυχάσθω4».
Ὁ Κύριος ἐπιτελοῦσε μέσω αὐτοῦ πολλὰ θαύματα στοὺς ἀρρώστους, ἀλλὰ ἐκεῖνος ἔλεγε πὼς ἤθελε νὰ μείνη στὸ ἑξῆς ἔγκλειστος, ὥστε νὰ μὴν τὸν βλέπη ἄνθρωπος. Ἐμεῖς τὸν συμβουλεύσαμε νὰ μὴν ὑποβληθῆ μονίμως σὲ τέτοιο ἐγκλεισμό, ἀλλὰ μόνο κατὰ τὸ διάστημα ἀπὸ τὴν κοίμησι τοῦ ἁγίου Μαρτίνου5 μέχρι τὴν ἑορτὴ τῶν Χριστουγέννων καὶ κατὰ τὴν Τεσσαρακοστὴ πρὸ τοῦ Πάσχα —ὅποτε καὶ οἱ Πατέρες ὁρίζουν νὰ ἀσκοῦμε μεγαλύτερη ἐγκράτεια— ἐνῶ τὸν ὑπόλοιπο καιρὸ νὰ θέτη τὸν ἑαυτό του στὴν διάθεσι τῶν ἀρρώστων. Ἄκουσε τὴν συμβουλή μας καὶ ἔκανε πρόθυμα ὑπακοὴ στὰ λόγιά μας χωρὶς ἀντιλογία.
Ἀφοῦ λοιπὸν ἀναφερθήκαμε σὲ κάποια γεγονότα τῆς ζωῆς του, ἐρχόμαστε τώρα στὰ θαύματα, τὰ ὁποῖα μέσω αὐτοῦ εὐδόκησε νὰ ἐπιτελέση ἡ θεία χάρις πρὸς θεραπείαν πολλῶν ἀσθενῶν. Κάποιος τυφλός, λεγόμενος Ποπούσιτος, προσέφυγε στὸν ὅσιο Σενὼχ τὸν καιρὸ ποὺ ἦταν ἤδη πρεσβύτερος, καὶ ζήτησε κάτι νὰ φάη. Μόλις ὅμως τὸ χέρι τοῦ ἁγίου ἱερέως ἄγγισε τὰ μάτια τοῦ σχηματίζοντας τὸ σημεῖο τοῦ σταυροῦ, ὁ τυφλὸς ξαναβρῆκε ἀμέσως τὸ φῶς του. Ἕνας ἄλλος νέος ἀπὸ τὸ Πικτάβιο, ποὺ ὑπέφερε ἀπὸ τὴν ἴδια πάθησι, ἔμαθε γιὰ τὰ θαύματά του καὶ τὸν παρεκάλεσε νὰ τοῦ ξαναδώση τὸ χαμένο φῶς του. Ἐκεῖνος χωρὶς καθυστέρησι ἐπικαλέστηκε τὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ καὶ ἔκανε τὸ σημεῖο τοῦ σταυροῦ στὰ μάτια τοῦ τυφλοῦ. Ἀμέσως ἔτρεξε ἀπὸ αὐτὰ λίγο αἷμα καὶ φάνηκε τὸ φῶς. Μετὰ ἀπὸ εἴκοσι χρόνια, τὸ φῶς τῆς ἡμέρας ἔλαμψε στὰ σβησμένα μάτια τοῦ δύστυχου ἀνθρώπου.
Κάποια ἄλλη φορᾶ ἔφεραν μπροστά του δύο νέους ποὺ ὑπέφεραν φοβερὰ σ’ ὅλα τὰ μέλη τους καὶ ἦταν κουβαριασμένοι σὰν μπάλλες. Μόλις τοὺς ἄγγισε μὲ τὸ χέρι του, τὰ μέλη τοὺς ἰσίωσαν καὶ μέσα σὲ μία ὥρα θεράπευσε καὶ τοὺς δύο, εὐεργετώντας τους μὲ αὐτὸ τὸ διπλὸ θαῦμα. Ὠδήγησαν πάλι μπροστά του ἕνα ἀγόρι καὶ ἕνα κορίτσι ποὺ τὰ χέρια τοὺς ἦταν γυρισμένα ἀνάποδα. Ἦταν ἡ ἑορτὴ τῆς Μεσοπεντηκοστῆς καὶ εἶχε συρρεύσει πολὺς κόσμος στὴν ἐκκλησία. Γι’ αὐτό, ὅταν ἱκέτευσαν τὸν δοῦλο τοῦ Θεοῦ νὰ θεραπεύση τὰ χέρια τους, ἐκεῖνος ἀπέφευγε νὰ τὸ κάνη, λέγοντας ὅτι δὲν εἶναι ἄξιος, ὥστε μέσω αὐτοῦ ὁ Θεὸς νὰ ἐπιτελέση τέτοια θαύματα στοὺς ἀσθενεῖς. Τελικῶς ἐνέδωσε στὶς παρακλήσεις ὅλων καὶ πῆρε τὰ χέρια τῶν δύο ἀσθενῶν στὰ δικά του. Ἀμέσως τὰ δάχτυλά τους ἰσίωσαν καὶ τὰ δύο παιδιὰ ἔφυγαν θεραπευμένα. Ὁμοίως, κάποια γυναίκα, λεγομένη Μπεναΐα, ἦρθε μὲ τὰ μάτια κλειστὰ καὶ ἔφυγε μὲ τὰ ἴδια αὐτὰ μάτια φωτισμένα, ἀφοῦ ἐκεῖνος τὰ ἄγγισε μὲ τὸ ἰαματικό του χέρι.
Νομίζω ἐπίσης πὼς δὲν πρέπει νὰ ἀποκρύψουμε τὸ ὅτι συχνὰ τὸ δηλητήριο τῶν ἑρπετῶν ἔχανε τὴ δραστικότητά του μόνο μὲ τὸν λόγο του. Πράγματι, δύο ἄνθρωποι πρησμένοι ἀπὸ δάγκωμα κάποιου ἑρπετοῦ, ἦρθαν καὶ ἔπεσαν στὰ πόδια του καὶ τὸν παρακαλοῦσαν νὰ βγάλη μὲ τὴν ἀρετὴ τοῦ τὸ θανατηφόρο δηλητήριο, ποὺ ἔχυσε στὰ μέλη τοὺς τὸ φαρμακερὸ ἑρπετό. Ἐκεῖνος προσευχήθηκε στὸν Κύριο, λέγοντας: «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, σὺ ποὺ δημιούργησες στὴν ἀρχὴ ὅλα τὰ στοιχεῖα τοῦ κόσμου καὶ ποὺ ὤρισες ὥστε ὁ ὄφις, ποὺ ἐφθόνησε τὴν τιμὴ τοῦ ἀνθρώπου, νὰ εἶναι ἐπικατάρατος6, ἀφαίρεσε ἀπὸ τὸ σῶμα τούτων τῶν δούλων σου τὸ δηλητήριό του, γιὰ νὰ θριαμβεύσουν αὐτοὶ ἐπάνω του καὶ ὄχι ἐκεῖνος ἐπάνω σ’ αὐτούς». Λέγοντας αὐτά, ἄγγισε ὅλα τὰ μέλη τους καὶ ἀμέσως τὸ πρήξιμο ὑποχώρησε καὶ τὸ δηλητήριο ἔχασε τὴν θανατηφόρο δράσι του.
Τὴν ἡμέρα τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου κάποιος, καθὼς πήγαινε στὴν ἐκκλησία, εἶδε ἕνα πλῆθος ἀγρίων ζώων νὰ καταστρέφη τὸ κτῆμα του. Ἄρχισε τότε νὰ θρηνῆ καὶ νὰ λέγη: «Ἀλλοίμονό μου! Οἱ κόποι μου ὅλης της χρονιᾶς πᾶνε χαμένοι. Τίποτε δὲν θὰ ἀπομείνη!» Καὶ παίρνοντας ἕνα τσεκούρι, ἄρχισε νὰ κόβη κλαδιὰ γιὰ νὰ κλείση μ’ αὐτὰ τὸ ἄνοιγμα τοῦ φράχτη. Ξαφνικὰ τὸ χέρι τοῦ γύρισε ἄθελά του καὶ σφηνώθηκε σ’ ἕνα κλαδὶ ποὺ κρατοῦσε ἀπρόσεχτα. Μέσα στοὺς πόνους καὶ σέρνοντας πίσω του τὸ κλαδὶ στὸ ὁποῖο σφηνώθηκε τὸ χέρι του, ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς πῆγε λυπημένος στὸν ὅσιο καὶ διηγήθηκε ὅσα τοῦ συνέβησαν. Ἐκεῖνος τότε ἀφοῦ ἄλειψε τὸ χέρι του μὲ ἁγιασμένο λάδι, ἀπομάκρυνε τὸ κλαδὶ καὶ τὸν θεράπευσε.
Ἀκόμη θεράπευσε πολλοὺς ποὺ ὑπέφεραν ἀπὸ δάγκωμα φιδιοῦ καὶ ἀπὸ τὸ δηλητήριο τῶν μολυσμένων πληγῶν τους, κάνοντας ἐπάνω τους τὸ σημεῖο τοῦ σταυροῦ. Σὲ ἄλλους ἐπίσης, ποὺ βασανίζονταν ἀπὸ κάποιους ἀδυσώπητους δαίμονες, μόλις ἀκουμποῦσε τὰ χέρια τοῦ ἐπάνω τους φυγαδεύονταν οἱ δαίμονες καὶ ἀνακτοῦσαν τὴν διανοητική τους ὑγεία. Ὅλους αὐτοὺς ποὺ θεράπευε μὲ τὸ χέρι τοῦ Θεοῦ ἀπὸ διάφορες ἀρρώστιες, ἂν ἦταν φτωχοί, τοὺς ἔδινε μὲ χαρὰ τροφὴ καὶ ροῦχα. Τόσο μεγάλη φροντίδα εἶχε γιὰ τοὺς φτωχούς, ὥστε ἀνέλαβε νὰ τοὺς κτίση γέφυρες στὰ ποτάμια, γιὰ νὰ μὴ θρηνῆ κανεὶς ἐξ αἰτίας τῶν πνιγμῶν ποὺ συνέβαιναν ὅταν αὐτὰ ἦταν πλημμυρισμένα.
Ὅταν ἦταν πλέον περιβόητος στὸν λαὸ γιὰ τὰ θαύματά του, σὲ ἡλικία σαράντα περίπου ἐτῶν, προσβλήθηκε ἀπὸ ἐλαφρὸ πυρετὸ ποὺ τὸν κράτησε στὸ κρεββάτι τρία χρόνια, πράγμα ποὺ ἐγὼ ἔμαθα ὅταν πλέον πλησίαζε τὸ τέλος του. Ἔτρεξα στὸ προσκέφαλό του, ἀλλὰ δὲν μπόρεσα νὰ ἀποσπάσω καμμία λέξι ἀπὸ τὰ χείλη του, γιατί ἦταν πολὺ ἐξηντλημένος. Μετὰ ἀπὸ μία ὥρα παρέδωσε τὸ πνεῦμα. Στὴν κηδεία συνέρρευσε πλῆθος ἀνθρώπων ποὺ εἶχαν εὐεργετηθῆ ἀπὸ αὐτόν, ὅπως ἀνέφερα πιὸ πάνω -ἄλλοι εἶχαν λυτρωθῆ ἀπὸ τὸν ζυγὸ τῆς δουλείας, ἄλλοι εἶχαν ἀπαλλαγεῖ ἀπὸ χρέη, ἄλλοι εἶχαν δεχθῆ τροφὴ ἢ ἐνδύματα. Θρηνώντας τὸν, ἔλεγαν: «Σὲ ποιὸν μᾶς ἀφήνεις, ἅγιε πάτερ;»
Ἀργότερα, ὅταν βρισκόταν στὸν τάφο, ἐπιτελοῦσε συχνὰ μεγάλα θαύματα. Τριάντα ἡμέρες μετὰ τὴν κοίμησί του καὶ ἐνῶ ἐτελεῖτο Θεία Λειτουργία στὸν τάφο του, ἕνας ἄρρωστος λεγόμενος Καϊδοῦλφος πλησίασε γιὰ νὰ ζητήση ἐλεημοσύνη. Μόλις προσκύνησε τὸ κάλυμμα ποὺ ἁπλωνόταν στὸν τάφο, ἀνέκτησε τὴν ὑγεία τῶν ποδιῶν του. Ἔγιναν βέβαια καὶ πολλὰ ἄλλα θαύματα ἐκεῖ, ἀπὸ τὰ ὁποία ἀνέφερα τὰ πιὸ ἀξιομνημόνευτα.
* Μετάφρασις ἀπὸ τὸ ἔργο Vita Patrum τοῦ ἁγίου Γρηγορίου Τουρώνης (PL 71, 1071-1074)
1. Ἐκκλ. ἃ’ 2
2. Ἔνδειξις τῆς μεγάλης εὐλαβείας τοῦ λαοῦ πρὸς τὸν ἅγιο Μαρτίνο.
3. Μάτθ. ς’ 19 καὶ 21
4. Ἃ’ Κόρ. ἃ’ 31
5. 8 Νοεμβρίου
6. Γέν. γ’ 14
ΠΗΓΗ: “ΑΓΙΟΡΕΙΤΙΚΗ ΜΑΡΤΥΡΙΑ”
ΤΡΙΜΗΝΙΑΙΑ ΕΚΔΟΣΙΣ
ΙΕΡΑΣ ΜΟΝΗΣ ΞΗΡΟΠΟΤΑΜΟΥ – ΤΕΥΧΗ 12-13
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου