Ψαρωκώσταινα ἢ Ψωροκώσταινα ὑπῆρξε πραγματικὸ πρόσωπο τῆς Ἑλληνικῆς Ἱστορίας
Τὸ παρατσούκλι τῆς ἀποδίδει τὴν ἄθλια οἰκονομικὴ κατάσταση τῆς χώρας. Ἡ ἴδια, ὅμως, ὑπῆρξε φτωχὴ καὶ περήφανη Ἑλληνίδα
Ψωροκώσταινα: «Δὲν ἔχω τίποτα ἄλλο ἀπὸ αὐτὸ τὸ ἀσημένιο δαχτυλίδι κι αὐτὸ τὸ γρόσι. Αὐτὰ τὰ τιποτένια προσφέρω στὸ μαρτυρικὸ Μεσολόγγι».
Τὸ ὄνομα «Ψωροκώσταινα» τὸ χρησιμοποιοῦμε σήμερα, ὅταν θέλουμε νὰ περιγράψουμε τὴν ἀνέχεια καὶ τὴ φτώχεια καὶ εἰδικότερα ὅταν θέλουμε νὰ καταδείξουμε κάποιον ἢ κάτι ὡς τὸν «φτωχὸ συγγενῆ» ἑνὸς συνόλου, ἢ μὲ ἄλλα λόγια τὸν «τελευταῖο τροχὸ τῆς ἁμάξης». Στὶς μέρες μας, συνήθως χρησιμοποιοῦμε ἀπαξιωτικὰ αὐτὴ τὴ λέξη ὅταν πρόκειται νὰ στηλιτευθεῖ μία κακομοιριά, ὑποχωρητικότητα, ἀνοργανωσιά, ἀδυναμία καὶ φτώχια ποὺ κάποιοι θεωροῦν ὅτι χαρακτηρίζει τὴν Ἑλλάδα τῆς νεότερης ἱστορίας.
Ὅμως, ἡ Ψαροκώσταινα ἢ Ψωροκώσταινα, ἦταν ἕνα ὑπαρκτὸ πρόσωπο τῆς νεοελληνικῆς ἱστορίας καὶ μάλιστα μία ἡρωικὴ καὶ ἀξιέπαινη γυναίκα στὰ χρόνια της Ἐπανάστασης τοῦ 1821 ἡ ὁποία ἀφιέρωσε τὴ ζωή της στὴν ὑπηρεσία τῆς πατρίδος.
Ὅταν τὸ 1821 καταστράφηκε ἡ πόλη τῶν Κυδωνιῶν, τῆς Μικρᾶς Ἀσίας, μετὰ ἀπὸ τὴν ἀποτυχημένη ἐπαναστατικὴ κίνηση ποὺ ἐπιχειρήθηκε, ὁ πληθυσμὸς τῆς σφάχτηκε καὶ τὸ σύνολό του ἐγκατέλειψε τὴν ὄμορφη πόλη μὲ ντόπια ἢ ψαριανὰ καράβια. Στὴν χαλασιὰ αὐτὴ κατάφερε νὰ σωθεῖ ἡ Πανωραία Χατζηκώστα, μία ὄμορφη ἀρχόντισσα μὲ μεγάλη περιουσία. Κατὰ ἀγαθὴ συγκυρία ἕνας ναύτης τὴ βοήθησε καὶ μαζὶ μὲ ἄλλους τὴν ἀνέβασαν σ’ ἕνα καράβι ποὺ ξεμπάρκαρε στὰ Ψαρά.
Τόσο τὸν ἄντρα της, τὸν Κώστα Ἀϊβαλιώτη, ποὺ ἦταν πάμπλουτος ἔμπορος, ὅσο καὶ τὰ παιδιά της, τοὺς ἔσφαξαν μπρὸς τὰ μάτια τῆς οἱ Τοῦρκοι. Στὰ Ψαρὰ λοιπόν, ὅπου βρέθηκε (γι’ αὐτὸ ὀνομάστηκε Ψαροκώσταινα) πάμφτωχη καὶ ὁλομόναχη, οἱ συντοπίτες της καὶ κυρίως ὁ Βενιαμὶν ὁ Λέσβιος (δάσκαλος τῆς Ἀκαδημίας τῶν Κυδωνιῶν) τὴν βοήθησαν καὶ τὴν προστάτεψαν.
Ἡ Πανωραία σύντομα ἄφησε τὰ Ψαρὰ καὶ φθάνει στὴν τότε πρωτεύουσα τοῦ ἑλληνικοῦ κράτους, τὸ Ναύπλιο. Ἐκεῖ τὴν ἀκολούθησε κι ἐγκαταστάθηκε καὶ ὁ Βενιαμὶν ὁ Λέσβιος. Στὴν ἀρχὴ ὅλα πήγαιναν καλά, ἀφοῦ ζοῦσε ἀπὸ τὶς ὑπηρεσίες τὶς ὁποῖες προσέφερε στὸν δάσκαλο καὶ φιλόσοφο Βενιαμὶν Λέσβιο,* ὁ ὁποῖος παρέδιδε μαθήματα γιὰ νὰ ζήσει. Τὸν Αὔγουστο τοῦ 1824 ὅμως, ὁ Βενιαμὶν ὁ Λέσβιος πέθανε ἀπὸ τύφο. Ἀπὸ τότε γιὰ τὴν Πανώρια ἄρχισε ἕνας δυσβάστακτος ἀγώνας ἐπιβίωσης. Μόνη καὶ ἄγνωστη, βγάζει τὸ ψωμὶ τῆς πότε κάνοντας τὴν ἀχθοφόρο, πότε τὴν πλύστρα καὶ πότε χάρη στὴν ἐλεημοσύνη ὅσων τὴν συμπονοῦσαν.
Τὴν περίοδο ἐκείνη ἡ Ἐπανάσταση δοκιμαζόταν ἀπὸ τὴν ἐπέλαση τοῦ Ἰμπραήμ, ὁ ὁποῖος ἐκτὸς ἀπὸ τὶς ἄλλες καταστροφὲς ἄφηνε στὸ πέρασμά του καὶ ἑκατοντάδες ὀρφανὰ ποὺ συγκεντρώνονταν στὸ Ναύπλιο. Παρὰ τὰ προβλήματά της, ἡ Πανώρια ζήτησε καὶ πῆρε ὑπὸ τὴν προστασία τῆς παιδιὰ ὀρφανά. Γιὰ νὰ τὰ θρέψει περνοῦσε ἀπὸ σπίτι σὲ σπίτι καὶ ζητιάνευε. Εἶχε παραμελήσει σὲ τέτοιο βαθμὸ τὸν ἑαυτό της, ποὺ τὰ ἀλητάκια τῆς παραλίας τὴν πείραζαν καὶ τὴν φώναζαν Ψωροκώσταινα.
Τὸ 1826 ἔγινε ἔρανος** στὸ Ναύπλιο γιὰ νὰ βοηθήσουν τὸ μαχόμενο Μεσολόγγι. Ἔτσι μία Κυριακή, στήθηκε στὴ κεντρικὴ πλατεία ἕνα τραπέζι καὶ οἱ ὑπεύθυνοί του ἐράνου ζητοῦσαν ἀπὸ τοὺς καταστραμμένους, πεινασμένους καὶ χαροκαμένους Ἕλληνες νὰ βάλουν πάλι τὸ χέρι στὴν τσέπη γιὰ νὰ βοηθήσουν τοὺς μαχητὲς καὶ τοὺς ἀποκλεισμένους τοῦ Μεσολογγίου. Ἀλλὰ λόγω τῆς φτώχιας καὶ τῆς ἐξαθλίωσης κανεὶς δὲν πλησίαζε τὸ τραπέζι. Ὅλων τὰ σπίτια δύσκολα τὰ ἔφερναν πέρα. Τότε ἡ φτωχότερη ὅλων, ἡ χήρα Χατζηκώσταινα, ἡ Πανωραία, ἔβγαλε τὸ ἀσημένιο δαχτυλίδι ποὺ φοροῦσε στὸ δάχτυλό της καὶ ἕνα γρόσι ποὺ εἶχε στὴν τσέπη της καὶ τὰ ἀκούμπησε στὸ τραπέζι τῆς ἐρανικῆς ἐπιτροπῆς, λέγοντας «Δὲν ἔχω τίποτα ἄλλο ἀπὸ αὐτὸ τὸ ἀσημένιο δαχτυλίδι κι αὐτὸ τὸ γρόσι. Αὐτὰ τὰ τιποτένια προσφέρω στὸ μαρτυρικὸ Μεσολόγγι».
Ὕστερα ἀπ’ αὐτὴ τὴν ἀπρόσμενη χειρονομία, κάποιος ἀπὸ τὸ πλῆθος φώναξε: «Γιὰ δεῖτε, ἡ πλύστρα ἡ Ψωροκώσταινα πρώτη πρόσφερε τὸν ὀβολό της» κι ἀμέσως τὸ φιλότιμο πῆρε καὶ ἔδωσε. Ἄρχισαν νὰ ἀποθέτουν στὸ τραπέζι τοῦ ἐράνου λίρες, γρόσια καὶ ἀσημικά. Αὐτὴ ἦταν ἡ ἐξέλιξη τῆς φτωχῆς προσφορᾶς τῆς πλύστρας Χατζηκώσταινας, ποὺ ἀπὸ ἐκείνη τὴ στιγμὴ ἀπαθανατίστηκε «ἐπίσημα» πλέον, μὲ τὸ παρανόμι «Ψωροκώσταινα».
Ἡ πλύστρα Πανωραία ὅμως, δὲν ἔδινε μόνο μαθήματα πατριωτισμοῦ, ἀλλὰ καὶ ἀνθρωπιᾶς, καθὼς τὸ ἐλάχιστο εἰσόδημά της τὸ μοιραζόταν μὲ ὀρφανὰ παιδιὰ ἀγωνιστῶν. Ὅταν μάλιστα ὁ Καποδίστριας ἵδρυσε ὀρφανοτροφεῖο, προσφέρθηκε – γριὰ πιὰ καὶ μὲ σαλεμένο τὸν νοῦ ἀπὸ τὸν πόνο καὶ τὶς στερήσεις – νὰ πλένει τὰ ροῦχα τῶν ὀρφανῶν χωρὶς καμιὰ ἀμοιβή.
Καὶ ἐκεῖ ποὺ ἄρχισε νὰ χαίρεται γιὰ τὰ «παιδιά της» ποὺ εἶχαν βρεῖ ροῦχα καὶ φαγητό, λίγους μόλις μῆνες μετὰ τὴ λειτουργία τοῦ ἱδρύματος ἡ Πανώρια πέθανε. Οἱ ἐπίσημοι δὲν τὴν τίμησαν. Τὴν τίμησαν ὅμως μὲ τὸν καλύτερο τρόπο τὰ παιδιὰ τοῦ ὀρφανοτροφείου, τὰ ὁποία μέσα σὲ λυγμοὺς τὴν συνόδευσαν ὡς τὴν τελευταία της κατοικία.
Γιὰ τὸ πῶς ἡ Ψωροκώσταινα ἔγινε «σύμβολο» ὑπάρχει καὶ μία ἄλλη ἐκδοχή, ἡ ὁποία μᾶλλον ὀφείλεται στὴν ἀγάπη ποὺ ἔτρεφε ὁ ἁπλὸς κόσμος γιὰ τὴν Πανώρια. Σύμφωνα μὲ αὐτήν, ἡ Ψωροκώσταινα, ὅπως τὴν ἔλεγαν λόγω τῆς φτώχειάς της, ἦταν σύζυγος ἀγωνιστή. Δὲν εἶχε καμία βοήθεια ἀπὸ πουθενὰ καὶ ζητιάνευε στοὺς δρόμους τοῦ Ναυπλίου. Κάποια στιγμὴ τὴν εἶδε ὁ Καποδίστριας καὶ τῆς ἔδωσε κάτι. Τότε ἐκείνη, κατανοώντας τὸ οἰκονομικὸ ἀδιέξοδό της χώρας, ἔδωσε στὸν κυβερνήτη ὅσα χρήματα εἶχε συγκεντρώσει. Ὁ Καποδίστριας συγκινήθηκε ἀπὸ τὴ χειρονομία καὶ ἔδωσε ἐντολὴ νὰ συνταξιοδοτηθεῖ.
Γιατί ὅμως ἔγινε πανελλήνια γνωστὸ τὸ παρατσούκλι τῆς Πανωραίας; Στὴν ἐποχὴ τοῦ Καποδίστρια σὲ μία συνεδρίαση τῆς Συνέλευσης, κάποιος παρομοίασε τὸ Ἑλληνικὸ Δημόσιο μὲ τὴν Ψωροκώσταινα. Ὁ συσχετισμὸς «ἄρεσε» καὶ κάθε φορᾶ ποὺ ἀναφερόντουσαν στὸ θέμα τοῦ Δημοσίου τὸ ὀνόμαζαν «Ψωροκώσταινα». Λίγο ἀργότερα ὅταν ἀνέλαβαν τὴν ἐξουσία οἱ Βαυαροὶ καὶ διέλυσαν τὰ ἄτακτα στρατιωτικὰ τμήματα τῶν ἀγωνιστῶν τῆς Ἐπανάστασης τοῦ 1821, ἡ φράση «τί νὰ περιμένει κανεὶς ἀπὸ τὴν Ψωροκώσταινα;» πέρασε στὴν ἱστορία. Οἱ ἀγωνιστὲς ἀποκαλοῦσαν τὴν ἀντιβασιλεία εἰρωνικὰ «Ψωροκώσταινα» καὶ οἱ Βαυαροὶ ἀπὸ τὴν πλευρὰ τοὺς ὅταν ἤθελαν νὰ ἀπαντήσουν σὲ ὅσους ζητοῦσαν τὴ βοήθεια τοῦ κράτους γιὰ νὰ συντηρηθοῦν ἔλεγαν περιφρονητικά: «Ὅλοι ἀπὸ τὴν Ψωροκώσταινα ζητοῦν νὰ ζήσουν». Τὸ παρατσούκλι τὸ ὁποῖο ἀπέδιδε τὴν ἄθλια οἰκονομικὴ κατάσταση τῆς χώρας, ἀπὸ τότε καὶ ἕως τὶς ἡμέρες μᾶς ἀναφέρεται συχνά.
Μάλιστα τὸ 1942, κατὰ τὴ συνεδρίαση τῆς πρώτης Βουλῆς κάποιος βουλευτὴς χαρακτήρισε καὶ πάλι τὴν Ἑλλάδα Ψωροκώσταινα. Ὅλοι εἶχαν ἀποδεχθεῖ πλέον τὸν χαρακτηρισμό. Ἕναν περιφρονητικὸ χαρακτηρισμὸ ὁ ὁποῖος ἔγινε ἀποδεκτὸς καὶ στὴ σημερινὴ πολιτικὴ ὁρολογία. Χαρακτηρισμός, ποὺ γιὰ ὅσους γνωρίζουν τὴν ἱστορία, δὲν εἶναι ἀπαξιωτικός, διότι ἡ Πανωραία Χατζηκώστα ἡ ἐπονομασθεῖσα Ψαροκώσταινα καὶ Ψωροκώσταινα ὑπῆρξε μία ἀξιομίμητη πατριώτισσα μὲ λεβεντιὰ καὶ φιλότιμο.
Ὑποσημειώσεις
* Βενιαμὶν Λέσβιος. Λόγιος καὶ μοναχὸς μὲ σαφῆ τὴν ἐπιρροὴ τοῦ πνεύματος τοῦ εὐρωπαϊκοῦ διαφωτισμοῦ, κατηγορήθηκε ἀπὸ ἐκκλησιαστικοὺς κύκλους γιὰ τὴ διδασκαλία τῆς νέας φυσικῆς κοσμολογίας. Ὡς μέλος τῆς Φιλικῆς Ἑταιρείας συμμετεῖχε στὴν ὀργάνωση τῶν στρατιωτικῶν ἐπιχειρήσεων καὶ στὰ πολιτικὰ δρώμενα τῆς ἐπαναστατημένης χώρας.
** Ἡ ἔκκληση τοῦ Γ. Γεννάδιου στὸν πλάτανο τῆς πλατείας τοῦ Ναυπλίου μετὰ τὴν πτώση τοῦ Μεσολογγίου:
“Η πατρὶς καταστρέφεται, ὁ ἀγὼν ματαιοῦται, ἡ ἐλευθερία ἐκπνέει. Ἀπαιτεῖται βοήθεια σύντονος. Πρέπει οἱ ἀνδρεῖοι αὐτοὶ (οἱ ἥρωες – πρόσφυγες τοῦ Μεσολογγίου), οἵτινες ἔφαγον πυρίτιν καὶ ἀνέπνευσαν φλόγας, καὶ ἤδη ἀργοὶ καὶ λιμώττοντες μᾶς περιστοιχίζουσιν σπεύσωσιν ὅπου νέος κίνδυνος τοὺς καλεῖ. Πρὸς τοῦτο ἀπαιτοῦνται πόροι καὶ πόροι ἐλλείπουσιν. Ἂλλ΄ἂν θέλωμεν νὰ ἔχωμεν πατρίδα, ἂν ἤμεθα ἄξιοι νὰ ζῶμεν ἄνδρες ἐλεύθεροι, πόρους εὐρίσκομεν. Ἂς δώσει ἕκαστος ὅ,τι ἔχει καὶ δύναται. Ἰδοὺ ἡ πενιχρὴ εἰσφορά μου. Ἂς μὲ μιμηθεῖ ὅστις θέλει!”
“Αλλ’ ὄχι! Ἡ συνεισφορὰ αὔτη εἶναι οὐτιδανή! Ὀβολὸν ἄλλον δὲν ἔχω νὰ δώσω, ἂλλ΄ ἔχω ἐμαυτὸν καὶ ἰδοὺ τὸν πωλῶ! Τὶς θέλει διδάσκαλον ἐπὶ τέσσερα ἔτη διὰ τὰ παιδία του; Ἂς καταβάλη τὸ τίμημα!”
Πηγὲς
* Τάκης Νατσούλης, «Λεξικὸ Λαϊκῆς Σοφίας», Ἔκδ. Σμυρνιωτάκη, σέλ. 581.
* Εὖ. Δαδιώτης, «Αἰγαιοπελαγίτικα», τεῦχος 13.
«Βίοι Παράλληλοι τῶν ἐπὶ τῆς ἀναγεννήσεως τῆς Ἑλλάδος διαπρεψάντων ἀνδρῶν», Ὑπὸ Ἀναστασίου Ν. Γούδα, . Τόμος Β’: Παιδεία. Ἐν Ἀθήναις: Ἐκ τοῦ Τυπογραφείου Μ. Π. Περιδού, 1870
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου