Γιὰ ὅσους εἶναι γεννημένοι μεταξὺ 1950-1988
H ἀλήθεια εἶναι ὅτι δὲν ξέρω πῶς καταφέραμε νὰ ἐπιβιώσουμε.
Ἤμαστε μία γενιὰ σὲ ἀναμονή:
περάσαμε τὴν παιδική μας ἡλικία περιμένοντας. Ἔπρεπε νὰ
περιμένουμε δύο ὧρες μετὰ τὸ φαγητὸ πρὶν κολυμπήσουμε, δύο
ὧρες μεσημεριανὸ ὕπνο γιὰ νὰ ξεκουραστοῦμε καὶ τὶς Κυριακὲς
ἔπρεπε νὰ μείνουμε νηστικοὶ ὅλο τὸ πρωὶ γιὰ νὰ κοινωνήσουμε…
Ἀκόμα καὶ οἱ πόνοι περνοῦσαν μὲ τὴν ἀναμονή…Κοιτάζοντας πίσω, εἶναι δύσκολο νὰ πιστέψουμε ὅτι εἴμαστε ἀκόμα ζωντανοί…
Ἐμεῖς ταξιδεύαμε σὲ αὐτοκίνητα χωρὶς ζῶνες ἀσφαλείας καὶ ἀερόσακους. Κάναμε ταξίδια 10 καὶ 12 ὡρῶν, πέντε ἄτομα
σὲ ἕνα Φιατάκι καὶ δὲν ὑποφέραμε ἀπὸ τὸ «σύνδρομο τῆς τουριστικῆς θέσης». Δὲν εἴχαμε πόρτες, παράθυρα, ντουλάπια καὶ
μπουκάλια φαρμάκων ἀσφαλείας γιὰ τὰ παιδιά.. Ἀνεβαίναμε στὰ ποδήλατα χωρὶς κράνη καὶ προστατευτικά, κάναμε ὠτο-στόπ,
καβαλάγαμε μοτοσικλέτες χωρὶς δίπλωμα. Οἱ κούνιες ἦταν φτιαγμένα ἀπὸ μέταλλο καὶ εἶχαν κοφτερὲς γωνίες.
Ἀκόμα καὶ τὰ παιχνίδια μᾶς ἦταν βίαια.
Περνάγαμε ὧρες κατασκευάζοντας αὐτοσχέδια αὐτοκίνητα γιὰ νὰ κάνουμε κόντρες κατρακυλώντας σὲ κάποια κατηφόρα καὶ μόνο τότε
ἀνακαλύπταμε ὅτι εἴχαμε ξεχάσει νὰ βάλουμε φρένα.
Παίζαμε «μακριὰ γαιδούρα» καὶ κανείς μας δὲν ἔπαθε κήλη ἢ ἐξάρθρωση..
Βγαίναμε ἀπὸ τὸ σπίτι τρέχοντας τὸ πρωί, παίζαμε ὅλη τὴ μέρα καὶ
δὲν γυρνούσαμε στὸ σπίτι παρὰ μόνο ἀφοῦ εἶχαν ἀνάψει τὰ φῶτα
στοὺς δρόμους. Κανεὶς δὲν μποροῦσε νὰ μᾶς βρεῖ. Τότε δὲν ὑπῆρχαν κινητά.
Σπάγαμε τὰ κόκκαλα καὶ τὰ δόντια μας καὶ δὲν ὑπῆρχε κανένας νόμος γιὰ νὰ τιμωρήσει τοὺς «ὑπεύθυνους»
Ἀνοίγανε κεφάλια ὅταν παίζαμε πόλεμο μὲ πέτρες καὶ ξύλα καὶ δὲν ἔτρεχε τίποτα.
Ἦταν κάτι συνηθισμένο γιὰ παιδιὰ καὶ ὅλα θεραπεύονταν μὲ λίγο ἰώδιο ἢ μερικὰ ράμματα..
Δὲν ὑπῆρχε κάποιος νὰ κατηγορήσεις παρὰ μόνο ὁ ἐαυτός σου.
Εἴχαμε καυγάδες καὶ κάναμε καζούρα ὁ ἕνας στὸν ἄλλος καὶ μάθαμε νὰ τὸ ξεπερνᾶμε.
Τρώγαμε γλυκὰ καὶ πίναμε ἀναψυκτικά, ἀλλὰ δὲν ἤμασταν παχύσαρκοι. Ἴσως κάποιος ἀπὸ ἐμᾶς νὰ ἦταν χοντρὸς καὶ αὐτὸ ἦταν ὅλο. Μοιραζόμασταν μπουκάλια νερὸ ἢ ἀναψυκτικὰ ἢ ὁποιοδήποτε ποτὸ καὶ κανένας μας δὲν ἔπαθε τίποτα. Καμιὰ φορᾶ κολλάγαμε ψεῖρες στὸ σχολεῖο καὶ οἱ μητέρες μας τὸ ἀντιμετώπιζαν πλένοντάς μας τὸ κεφάλι μὲ ζεστὸ ξύδι..
Δὲν εἴχαμε Playstations, Nintendo 64, 99 τηλεοπτικὰ κανάλια,
βιντεοταινίες μὲ ἦχο surround, ὑπολογιστὲς ἢ Ιnternet. Ἐμεῖς εἴχαμε φίλους…
Κανονίζαμε νὰ βγοῦμε μαζί τους καὶ βγαίναμε… Καμιὰ φορᾶ δὲν κανονίζαμε τίποτα, ἁπλὰ βγαίναμε στὸ δρόμο καὶ ἐκεῖ συναντιόμασταν γιὰ νὰ παίξουμε κυνηγητό, κρυφτό, ἀμπάριζα… μέχρι ἐκεῖ ἔφτανε ἡ τεχνολογία. Περνούσαμε τὴ μέρα μας ἔξω, τρέχοντας καὶ παίζοντας. Φτιάχναμε παιχνίδια μόνοι μας ἀπὸ ξύλα..Χάσαμε χιλιάδες μπάλες ποδοσφαίρου. Πίναμε νερὸ κατευθείαν ἀπὸ τὴ βρύση, ὄχι ἐμφιαλωμένο, καὶ κάποιοι ἔβαζαν τὰ χείλη τοὺς πάνω στὴ βρύση.
Κυνηγούσαμε σαῦρες καὶ πουλιὰ μὲ ἀεροβόλα στὴν ἐξοχή, παρὰ τὸ ὅτι ἤμασταν ἀνήλικοι καὶ δὲν ὑπῆρχαν ἐνήλικοι γιὰ νὰ μᾶς ἐπιβλέπουν.
Πηγαίναμε μὲ τὸ ποδήλατο ἢ περπατώντας μέχρι τὰ σπίτια τῶν φίλων καὶ τοὺς φωνάζαμε ἀπὸ τὴν πόρτα.
Φανταστεῖτε τό! Χωρὶς νὰ ζητήσουμε ἄδεια ἀπὸ τοὺς γονεῖς μας, ὁλομόναχοι ἐκεῖ ἔξω στὸ σκληρὸ αὐτὸ κόσμο!
Χωρὶς κανέναν ὑπεύθυνο! Πῶς τὰ καταφέραμε;
Στὰ σχολικὰ παιχνίδια συμμετεῖχαν ὅλοι καὶ ὅσοι δὲν ἔπαιρναν μέρος ἔπρεπε νὰ συμβιβαστοῦν μὲ τὴν ἀπογοήτευση. Κάποιοι δὲν ἦταν τόσο καλοὶ μαθητὲς ὅσο ἄλλοι καὶ ἔπρεπε νὰ μείνουν στὴν ἴδια τάξη.
Δὲν ὑπῆρχαν εἰδικὰ τέστ γιὰ νὰ περάσουν ὅλοι.. Τί φρίκη!
Κάναμε διακοπὲς τρεῖς μῆνες τὰ καλοκαίρια καὶ περνούσαμε ἀτέλειωτες ὧρες στὴν παραλία χωρὶς ἀντηλιακὴ κρέμα μὲ δείκτη
προστασίας 30 καὶ χωρὶς μαθήματα ἱστιοπλοΐας, τένις ἢ γκόλφ..
Φτιάχναμε ὅμως φανταστικὰ κάστρα στὴν ἄμμο καὶ ψαρεύαμε μὲ ἕνα ἀγκίστρι καὶ μία πετονιά.
Εἴχαμε ἐλευθερία, ἀποτυχία, ἐπιτυχία καὶ ὑπευθυνότητα καὶ μέσα ἀπὸ ὅλα αὐτὰ μάθαμε καὶ ὡριμάσαμε.
Ἂν ἐσὺ εἶσαι ἀπὸ τοὺς «παλιοὺς» ποὺ τὸ διαβάζεις… συγχαρητήρια! Εἶχες τὴν τύχη νὰ μεγαλώσεις σὰν παιδί…Ἂν εἶσαι ἀπὸ τοὺς«νέους» ποὺ τὸ διαβάζεις…, τί κάνεις λοιπὸν γιὰ νὰ ζήσεις σὰν παιδί….
Πηγή:Ἀντὶ-ρήσεις
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου