8 Αυγ 2010

Ἡ μετάβαση ἀπὸ τὴν ἀρχαιότητα στό Βυζάντιο

Τὸ λάθος ποὺ γίνεται ἀπὸ τοὺς περισσότερους ὅταν πᾶνε νὰ συγκρίνουν ἀρχαία Ἑλλάδα καὶ “Βυζάντιο” εἶναι ὅτι (ἀσυνείδητα) πιστεύουν πὼς ΟΛΗ ἡ ἀρχαιότητα ἐμοίαζε μὲ τὴν Ἀθήνα τοῦ 5ου π.Χ. αἰώνα, δίχως καμιὰ ἐξέλιξη ἢ ἀλλαγὴ στὴ νοοτροπία, καὶ αὐτὸ ὕφος συνεχίστηκε ὡς τὸν 3ο μ.Χ. αἰώνα, ὅποτε ξαφνικὰ ἐπικρατεῖ ὁ Χριστιανισμὸς καὶ ἔρχονται τὰ πάνω κάτω.
Λόγω αὐτῆς τῆς ἀντίληψης περὶ συνέχειας ἀρκετοὶ στρέφονται κατὰ τοῦ χριστιανικοῦ Ἑλληνισμοῦ, κατηγορώντας τὸν πὼς διέκοψε τὴν “ὁμαλὴ ροή, καὶ τὴν πολιτισμικὴ συνέχεια” τῆς ἑλληνικότητας.
Αὐτὴ ἡ ἀντίληψη εἶναι παιδαριώδης καὶ δείχνει τὸ πόσο στατικὰ ἀντιλαμβάνονται ὁλόκληρες ἐποχὲς αὐτοὶ οἱ ἄνθρωποι.
Ἡ ἑλληνικότητα μετεξελίχθηκε: ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τοῦ Περικλῆ περάσαμε στὴν παρακμὴ τῶν πόλεων-κρατῶν τὸν 4ο. π.Χ. αἰώνα, μετὰ περάσαμε στὴν ἑλληνιστικὴ ἐποχή, μὲ τὶς οἰκουμενικὲς αὐτοκρατορίες, γιὰ νὰ καταλήξουμε στὴν “Οἰκουμένη” τοῦ Μάρκου Ἀουρέλιου καὶ τοῦ Τραϊανοῦ.
Ἀπὸ τὸ κλασσικό, τοῦ πέμπτου αἰώνα, ὕφος καὶ τεχνοτροπία, καὶ γλυπτική, περάσαμε , ἀφοῦ τελειοποιήσαμε τὸν νατουραλισμό, μέσω τῆς ἀλληλεπίδρασης μὲ τὸν πολιτισμὸ καὶ τὴν τέχνη τῆς Ἐγγὺς Ἀνατολῆς, στὴν ἑλληνιστικὴ τεχνοτροπία, καὶ ἀργότερα, σὲ πιὸ ἀφηρημένες τεχνοτροπίες, ὅπου ὁ συμβολισμὸς ἔπαιζε τὸ βασικὸ ρόλο. Θὰ ἦταν...παράξενο ἂν παραμέναμε κολλημένοι στὸν νατουραλισμὸ τοῦ 5ου καὶ 4ου αἵ. γιὰ πάντα: κάποτε θὰ τὸν βαριόμασταν. Ε, τὸν βαρεθήκανε λοιπὸν καὶ οἱ Ἕλληνες τῆς ἑλληνιστικῆς καὶ ρωμαϊκῆς ἐποχῆς καὶ προχώρησαν σὲ μία τέχνη ποὺ ἦταν πρόδρομος τῆς χριστιανικῆς. Αὐτὸ δὲ σημαίνει πὼς “πρόδωσαν τὴν ἑλληνικότητα” γιὰ χάρη τῆς ἀνατολικῆς τέχνης ἢ τοῦ χριστιανισμοῦ. Σημαίνει πὼς εἶχε τελειοποιηθεῖ/ἐξαντληθεῖ ἡ ἐκφραστικὴ δυνατότητα τῆς τεχνοτροπίας τοῦ πέμπτου π.Χ. αἰώνα, καὶ ἐκ τῶν πραγμάτων ἡ καθήλωση σὲ ξεπερασμένες μορφὲς τέχνης ἦταν ἀνούσια. Ἐπίσης, ὁ Χριστιανισμὸς δὲν ἐμφανίστηκε “ξαφνικὰ” στὸν ἑλληνορωμαϊκὸ παγανιστικὸ κόσμο: τὸ ἑλληνικὸ Δωδεκάθεο εἶχε ξεφτίσει καὶ παρακμάσει ἤδη ἀπὸ τὴν ἑλληνιστικὴ ἐποχή, καὶ ἀργότερα, στὴν ρωμαϊκὴ ἐποχὴ ἡ κύρια θρησκεία ἦταν ὁ Μιθραϊσμὸς καὶ ἄλλες ἀνατολίτικες δοξασίες, ἐνῶ παράλληλα μὲ τὶς “μεσσιανικές” θρησκεῖες (πρὶν τὸν χριστιανισμὸ) ποὺ ἄρχιζαν νὰ κερδίζουν ἔδαφος, ἡ φιλοσοφία ἔτεινε κι αὐτὴ εἴτε στὸν ἀθεϊσμὸ εἴτε στὸν μονοθεϊσμό. Συνεπῶς ὅταν ἐμφανίστηκε ὁ Χριστιανισμὸς δὲν ἦταν ἐντελῶς ἄσχετος μὲ τὶς ὑπόλοιπες θρησκεῖες τῆς ἐποχῆς, οὔτε μὲ τὸ γενικότερο κλίμα ποὺ ἐπικρατοῦσε στὸν ἑλληνικὸ κόσμο. Θὰ ἦταν παράξενο ἐπίσης ἂν τὸ πολιτικὸ σύστημα παρέμενε γιὰ πάντα ἡ πόλη-κράτος: δὲν γινόταν τὰ τεράστια κράτη τῆς ἑλληνιστικῆς περιόδου νὰ διοικηθοῦν μὲ τὸν τρόπο ποὺ οἱ Ἀθηναῖοι του 5ου π.Χ. αἰώνα κυβερνοῦσαν τὴν Ἀττική, μὲ ἄμεση δημοκρατία καὶ ἀγόρευση στὴν Πνύκα. Ἐκ τῶν πραγμάτων ἦταν πλέον ἀδύνατο αὐτὸ τὸ πράγμα στὴν ἑλληνιστική, τὴν ρωμαϊκὴ ἢ τὴν βυζαντινὴ ἐποχή, ὅπου τὰ κράτη ἦταν ἀχανῆ. Οἱ σημερινοὶ “δημοκράτες” διανοούμενοι ποὺ κατηγοροῦν τὴν Ρωμανία (τὸ “βυζάντιο”) ὡς ἀντιδημοκρατικὸ ἐπειδὴ δὲν γινόταν ἐκλογές, ἁπλούστατα δὲν κατανοοῦν πὼς δὲν εἶναι δυνατὸν σὲ κάθε ἐποχὴ νὰ ἐφαρμοστοῦν τὰ ἴδια συστήματα διακυβέρνησης. Καὶ ἡ ἀρχαία Ἀθήνα ἂν δημιουργοῦσε κράτος ἔκτασης ἴσης μὲ τὴν Ρωμαϊκὴ Αὐτοκρατορία, γρήγορα θὰ ἐγκατέλειπε τὴν ἄμεση δημοκρατία. Ἦταν ὅλη ἡ Ἀρχαιότητα Δημοκρατική; Ἄς μου ποῦνε, ἡ Σπάρτη, ἡ Ἤπειρος, ἡ Μακεδονία, ἡ Κρήτη, οἱ Συρακοῦσες κ.α. ἦταν δημοκρατία; Ἢ ἦταν λιγότερο ἑλληνικὲς ἀπὸ τὴν Ἀθήνα; Γιατί τὰ κουκουλώνουν αὐτά, παρουσιάζοντας μία ἀρχαιότητα “δημοκρατική”;
Η ΡΩΜΑΝΙΑ (ΤΟ “ΒΥΖΑΝΤΙΟ”), ΚΑΙ Η ΠΡΟΚΑΤΑΛΗΨΗ ΕΝΑΝΤΙΟΝ ΤΗΣ
Ὅσοι νεοέλληνες κατακρίνουν τὸ Βυζάντιο ὡς παρακμιακὸ ἁπλῶς παπαγαλίζουν τὴν προκατάληψη τοῦ Γίββωνα, τοῦ Βολταίρου καὶ τοῦ Μοντεσκιέ, οἱ ὁποῖοι ἄλλωστε στὴν ἐποχή τους οὔτε εἶχαν ἀρκετὰ «βυζαντινὰ» κείμενα στὴ διάθεσή τους ὥστε νὰ μελετήσουν ἀντικειμενικὰ τὴν Αὐτοκρατορία, οὔτε ὅμως καὶ εἶχε ἀναπτυχθεῖ ἡ βυζαντινολογία ἐπαρκῶς. Ἂς προσέξουν αὐτοὶ οἱ συμπατριῶτες μου τὸ παρακάτω: Λίγο τὸν ἔννοιαζε τὸν Ἄγγλο Γίββωνα ἂν σώθηκε τὸ ἑλληνικὸ γένος ἀπὸ τὶς βαρβαρικὲς ἐπιδρομὲς τοῦ μεσαίωνα, χάρη στὴν Αὐτοκρατορία (ἔστω, μὲ τὰ ὅποια ἐλαττώματα κάποιων Αὐτοκρατόρων) ποὺ ἀπέτρεψε τὸν ἐκγερμανισμὸ ἢ τὸν ἑξαραβισμὸ τοῦ ἑλλαδικοῦ χώρου. Δεκάρα δὲν ἔδινε ὁ οὐμανιστὴς Βολταῖρος ποὺ ἔβριζε τὸ «Βυζάντιο», ἂν στὸν καιρὸ τοῦ ἐξακολουθοῦσε νὰ μιλιέται ἡ ἑλληνικὴ γλώσσα στὰ βαλκάνια. Αὐτὸ ὅμως ἔγινε χάρη στὴν «Βυζαντινὴ »Αὐτοκρατορία.
Διότι ἂν δὲν ὑπῆρχε τὸ Βυζάντιο νὰ ἀποκρούσει τὴν 4ετή (!) πολιορκία τῆς Πόλης ἀπὸ τοὺς Ἄραβες στὰ 717, αὐτοὶ θὰ εἶχαν κατακτήσει τὰ Βαλκάνια, τὴν Κεντρικὴ Εὐρώπη, καὶ ὄχι μόνο, καὶ ἀφοῦ δὲν ὑπῆρχε ἄλλο ἰσχυρὸ κράτος ν’ἀντισταθεῖ, μὲ τὴ φόρα ποὺ εἶχαν, θὰ εἶχαν ἐξισλαμίσει κι ἑξαραβίσει ὅλη τὴν Εὐρώπη.
Τοὺς νεοέλληνες ὅμως ὅλα αὐτὰ τοὺς νοιάζουν καὶ τοὺς καῖνε, καὶ δὲ πρέπει νὰ εἶναι τόσο ἀφελεῖς, ὥστε νὰ συμμερίζονται τὶς ἀπόψεις τῶν βολεμένων ξένων.
Ὁ ὅρος “παρακμὴ” συχνὰ δὲν εἶναι παρὰ τὸ ἄλλοθι γιὰ τὴ νωθρότητα τοῦ ἱστορικοῦ ἢ τοῦ ἐρευνητῆ, ὁ ὁποῖος ἁπλούστατα δὲν ἔχει καμιὰ ὄρεξη νὰ ἀσχοληθεῖ μὲ τὸν Προκόπιο γιατί τοῦ ἀρέσει περισσότερο ὁ Θουκιδίδης – μία νωθρότητα ποὺ δὲν ἀφήνει τὸν ἱστορικὸ νὰ σκεφτεῖ ποιὰ πρέπει νὰ εἶναι ἡ φύση μίας τέτοιας παρακμῆς ποὺ διαρκεῖ χίλια καὶ περισσότερα χρόνια.
Τελικά, ὁ ὅρος “παρακμὴ” γιὰ τὸ« Βυζάντιο» εἶναι ἀδύνατο νὰ ἀντικρουστεῖ διότι τὸν χαρακτηρίζει τέτοια αὐθαιρεσία ποὺ δὲν μπορεῖ νὰ τὴν καταπολεμήσει κανεὶς μὲ λογικὰ ἐπιχειρήματα.
Νομίζω πὼς γιὰ νὰ κρίνει κανεὶς σωστὰ ἕνα κράτος ἢ ἕνα λαὸ μίας συγκεκριμένης ἐποχῆς θὰ πρέπει νὰ συγκρίνει τὶς πράξεις του μὲ τὶς πράξεις τῶν λαῶν τὶς ἴδιας ἐποχῆς, ὥστε νὰ διαπιστώσει ἂν ἦταν πολιτισμένο ἢ ὄχι. Δὲν ἔχει νόημα π.χ. νὰ συγκρίνεις τὴ « βυζαντινὴ» ἐποχὴ μὲ τὴν σημερινὴ ὅσον ἀφορᾶ τὸ ζήτημα π.χ. τῶν ἀνθρώπινων δικαιωμάτων, διότι δὲν ξέρεις τὴν πιθανὴ ἐξέλιξη τοῦ «βυζαντίου »ἀπὸ τὸν 15ο ὡς τὸν 20ο αἰώνα.
Λοιπὸν ἂς δοῦμε μία πρὸς μία τὶς κατηγορίες κατὰ τοῦ «Βυζαντίου»:
-Σὲ ἀντίθεση μὲ τὸν Δυτικὸ μεσαιωνικὸ κόσμο ποὺ πίστευε στὸν Ἱερὸ Πόλεμο, καὶ ἔκανε 8 Σταυροφορίες προκειμένου νὰ τιμωρήσει τὸ Ἰσλὰμ καὶ τοὺς “αἱρετικούς” Ρωμιούς, καὶ σὲ ἀντίθεση μὲ τὸ Ἰσλὰμ ποὺ ἐπίσης εἶχε τὴν πρακτική του Ἱεροῦ Πολέμου (Τζιχάντ), τὸ «Βυζάντιο »ποτὲ δὲν σκέφτηκε τέτοιες μεθόδους.
Ὅταν πολεμοῦσε τοὺς Ἄραβες, τοὺς πολεμοῦσε ὡς κράτος ἐναντίον κράτους, ποτὲ μὲ τὴν νοοτροπία τοῦ πολέμου γιὰ τὴν καταστροφὴ τῶν ἀπίστων. Νοοτροπία Ἱεροῦ Πολέμου δὲν ὑπῆρχε στὴν Ρωμανία. Στὴ Δύση ὅμως, καὶ στὸ Ἰσλάμ, οἱ ἄνθρωποι ἔκαναν πόλεμο πιστεύοντας πὼς τὸν εὐλογεῖ ὁ θεὸς προκειμένου νὰ ὑπερισχύσει διὰ τῶν ὅπλων ἡ θρησκευτική τους πίστη.
Ὅταν οἱ Ρωμιοὶ πρωτοεῖδαν τοὺς λατίνους ἱερεῖς νὰ ἁρπάζουν τὸ σπαθὶ καὶ νὰ συμμετέχουν στὶς μάχες, μᾶλλον ἔπαθαν σόκ.
-Σὲ ἀντίθεση μὲ τὴν μεσαιωνικὴ Δύση ποὺ ἐκλατίνιζε γλωσσικῶς τοὺς ὑπηκόους τῆς (μέσω π.χ. τῆς λειτουργίας ποὺ γινόταν στὰ λατινικὰ κι ὄχι στὶς ἐθνικὲς γλῶσσες τῶν λαῶν τῆς Δ. Εὐρώπης), καὶ σὲ ἀντίθεση μὲ τὸ Ἰσλὰμ ποὺ ἑξαράβιζε γλωσσικῶς τοὺς κατεκτημένους λαοὺς ἀρνούμενο τὴν γλωσσικὴ ἑτεροπροσωπία τους, ἐπειδὴ δῆθεν τὰ ἀραβικὰ ἦταν “θεϊκὴ γλώσσα” (τὸ ἴδιο πίστευαν καὶ στὴν Δύση γιὰ τὰ λατινικά), οἱ Ρωμιοὶ ἐφτίαξαν ἀλφάβητο γιὰ τοὺς Σλάβους, καὶ δὲν τοὺς ἐξελλήνισαν, ἂν καὶ θὰ μποροῦσαν εὔκολα νὰ τὸ πράξουν.
Ἀκόμα καὶ μετὰ τὴν νίκη τοῦ Βασίλειου Β’ καὶ τὴν καταστροφὴ τῶν Βουλγάρων, αὐτὸς δὲν ἐπέβαλε στὴν βουλγαρικὴ ἐκκλησία τὴν ἑλληνικὴ γλώσσα. Στὴν Ρωμαίικη νοοτροπία τοῦ Βυζαντίου κάθε γλώσσα ἦταν σεβαστὴ καὶ ἰσότιμη καὶ δὲν ὑπῆρχαν ἀνώτερες καὶ θεϊκὲς γλῶσσες. Στὴ Δύση, μέχρι νὰ τὸ καταλάβουν αὐτὸ ἄργησαν ὡς τὸν 16ο αἰώνα.
-Σὲ ἀντίθεση μὲ τὴν Ἱερὰ Ἐξέταση τῆς Δύσης, στὴν Ρωμανία δὲν ὑπῆρχαν τέτοιοι θεσμοὶ παρόλο ποὺ ὑπῆρχαν πολὺ περισσότερες αἱρέσεις ἀπ’ὅτι στὴν Δύση. Οἱ αἱρετικοὶ δὲν καταδιώκονταν, ἐκτὸς κι ἂν ἐπαναστατοῦσαν κατὰ τῆς κρατικῆς ἐξουσίας: στὴν περίπτωση αὐτὴ ὅμως ἐπρόκειτο γιὰ πολιτικὸ κι ὄχι γιὰ θρησκευτικὸ ζήτημα.
-Σὲ ἀντίθεση μὲ τὴν γενικότερη ἔλλειψη ἀνεκτικότητας τῆς Δύσης, στὸ «βυζάντιο» οἱ “μισαλλόδοξοι βυζαντινοὶ” ὅπως τοὺς κατηγοροῦν εἶχαν κτίσει ἤδη ἀπὸ τὶς ἀρχὲς τοῦ 8ου αἰώνα στὴν Κωνσταντινούπολη τζαμὶ γιὰ νὰ προσεύχονται οἱ μουσουλμάνοι ποὺ περνοῦσαν ἀπὸ ἐκεῖ (πχ ἔμποροι), κι ἀργότερα ἔχτισαν καὶ ἄλλα δύο. Ἄς μου πεῖ κανείς, πότε πρωτοχτίστηκε τζαμὶ στὴ Δύση; Ἀπὸ τὸν 8ο αἰώνα, οἱ Ρωμιοὶ δὲν εἶχαν πρόβλημα νὰ ὑπάρχει τζαμὶ στὴν πρωτεύουσα ἑνὸς χριστιανικοῦ κράτους τὸ ὁποῖο ἀντιμαχόταν τοὺς μουσουλμάνους καὶ ἦταν σὲ πόλεμο μὲ αὐτούς. Ἂν αὐτὸ δὲ σημαίνει ἀνεκτικότητα, τότε τί σημαίνει, σὲ μία ἐποχὴ ὅπου οἱ Δυτικοὶ ἔκαναν Σταυροφορίες καὶ τὸ Ἰσλὰμ Τζιχάντ; Μπορεῖ κανεὶς νὰ συγκρίνει ἔστω τὸν τρόπο ἐξάπλωσης Ἰσλὰμ καὶ Χριστιανισμοῦ τοὺς τρεῖς πρώτους αἰῶνες;
Οἱ “σκοταδιστές” Βυζαντινοὶ ποτὲ δὲ θὰ συμπεριφερόταν μὲ τὸν τρόπο τῶν Ἰσπανῶν κατακτητῶν τοῦ Νέου Κόσμου.
-Σὲ ἀντίθεση μὲ τὴν Δύση ὅπου τὰ πανεπιστήμια ἱδρύονταν ἀπὸ τὴν διοίκηση τῆς Ἐκκλησίας καὶ ἦταν πάντα ὑπὸ ἐκκλησιαστικὸ ἔλεγχο, στὸ “σκοτεινὸ Βυζάντιο” τὰ πανεπιστήμια, τὸ Πανδιδακτήριο, ἡ Μαγναύρα, ἦταν πάντοτε ὑπὸ τὸν κοσμικὸ κρατικὸ ἔλεγχο, καὶ εἶχαν ἱδρυθεῖ ἀπὸ τὸ κράτος.
Στὰ κρατικὰ αὐτὰ Πανεπιστήμια δὲν διδασκόταν θεολογία.
-Σὲ ἀντίθεση μὲ τὴν Δύση ὅπου μόνο οἱ “γαλαζοαίματοι” εἶχαν δικαίωμα στὸ θρόνο καὶ τὴν ἐξουσία, καὶ τὸ Ἰσλὰμ ὅπου οἱ Χαλίφηδες ἔπρεπε νὰ προέρχονται ἀπὸ τὴν οἰκογένεια τοῦ Μωάμεθ, στὴν Ρωμανία ὁ καθένας, ἀγρότης, ἀγροῖκος, εὐγενής, ἀνεξαρτήτως φυλετικῆς καταγωγῆς, εἴτε ἀπὸ τὴ Συρία, εἴτε ἀπὸ τὴ Μακεδονία, κλπ, εἶχε τὸ ἐλεύθερο νὰ δοκιμάσει νὰ πάρει τὸν θρόνο ἀρκεῖ νὰ ἦταν ἔξυπνος καὶ φυσικὰ ριψοκίνδυνος. Αὐτὸ δὲν εἶναι δημοκρατία, ἀλλὰ ἦταν πολὺ δημοκρατικότερο, ἢ μᾶλλον πολὺ λιγότερο αὐταρχικὸ ἀπὸ τὶς πρακτικές της ἐποχῆς.
Ἡ ἰδέα τῆς κληρονομικῆς βασιλείας φάνταζε βλακεία στοὺς “μοναρχικοὺς βυζαντινούς” ὅπως τοὺς κατηγοροῦνε. Πάντα ὑπῆρχε ἡ ἰδέα ὅτι ἡ κυριαρχία ἀνήκει στὸ λαὸ κι ὁ λαὸς εἶχε παραχωρήσει τὴν ἐξουσία του στὸν αὐτοκράτορα.
Ὁ Ἰουστινιανὸς στὴν Lex De Imperio ἀναφέρει ρητὰ ὅτι ὁ λαὸς ἔχει μεταβιβάσει τὴν ἐξουσία του στὸν αὐτοκράτορα. Δὲν εἶναι πιθανὸν ὅτι μετὰ ὁ νόμος αὐτὸς παρέμεινε πολὺ γνωστός, ἡ ἰδέα ὅμως ἐξακολουθοῦσε νὰ ὑπάρχει. Καταρχὴν ὁ θρόνος ἦταν αἱρετός. Τὸ 811 ὁ ἑτοιμοθάνατος αὐτοκράτορας Σταυράκιος ἀπείλησε τοὺς διεκδικητὲς τοῦ θρόνου πὼς θὰ ξαναδώσει τὴν αὐτοκρατορία στὸ λαὸ καὶ θὰ ἱδρύσει χριστιανικὴ δημοκρατία.
Ὁ Πατριάρχης Νικόλαος Μυστικὸς τὸν 10ο αἰώνα ἀνοιχτὰ διακήρυξε «τὸ νόμιμο δικαίωμα τῆς ἐπανάστασης». Ποτὲ ἐξάλλου οἱ γυναῖκες δὲ θεωρήθηκαν ἀνάξιες στὴ Ρωμανία νὰ κατέχουν τὸ ὕψιστο ἀξίωμα. Τέσσερεις Ρωμιὲς αὐτοκράτειρες κυβέρνησαν μόνες τους (δίχως νὰ ἔχουν σύζυγο) δίχως κανεὶς νὰ φέρει ἀντίρρηση λόγω τοῦ φύλου τους. Πουλχερία τὸν πέμπτο αἰώνα, Εἰρήνη τὸν ὄγδοο, καὶ Ζωὴ καὶ Θεοδώρα τὸν 11ο αἰώνα. Εἰδικὰ ὅσο προχωροῦσαν οἱ αἰῶνες (ἀπὸ τὴν Εἰρήνη καὶ μετὰ) δὲν ζητώνταν ἀπὸ γυναίκα ποὺ μόνη της κατεῖχε τὸ θρόνο νὰ παντρευτεῖ δίνοντας τὴν ἐξουσία στὸν σύζυγό της.
Αὐτὰ στὴ Δυτικὴ Εὐρώπη ἔγιναν μόνο μετὰ ἀπὸ 500 χρόνια.
-Γενικότερα, εἶναι ἄδικο ὅταν ταυτίζουν κάποιοι τὶς παραδόσεις τῆς Ρωμανίας μὲ αὐτὲς τῆς τσαρικῆς Ρωσίας ἢ τῆς Ὀσμανικῆς αὐτοκρατορίας ἁπλῶς καὶ μόνο ἐπειδὴ ἦταν καὶ τὰ τρία κράτη αὐτοκρατορίες: στὴν Ρωμανία ἦταν πάντα ζωντανὴ σὲ λαὸ καὶ ἐξουσία ἡ ἀνάμνηση τῶν ἀρχαιοελληνικῶν καὶ τῶν πρώιμων ρωμαϊκῶν πολιτειακῶν παραδόσεων.
Στὴν Ρωμανία ἐκλέκτορες τοῦ αὐτοκράτορα ἦταν ἡ σύγκλητος, ὁ στρατὸς κι ὁ λαός, κι ὄχι ἡ Ἐκκλησία. Ἔπρεπε πρῶτα νὰ ἐπευφημηθεῖ ὁ αὐτοκράτωρ ἀπὸ τὰ τρία αὐτὰ σώματα καὶ ὕστερα ἀκολουθοῦσε ἡ στέψη. Ἦταν ἀπόλυτος μονάρχης, γιὰ ὅσο καιρὸ ἡ διοίκησή του ἦταν ἱκανοποιητική. Τὸ ἂν ὅμως ἡ διοίκησή του ἦταν ἱκανοποιητική, κρίνονταν φυσικὰ ὄχι ἀπὸ τὸν μονάρχη, ἀλλὰ ἀπὸ τοὺς ἐκλέκτορές του, δηλαδὴ δὲν ἦταν ἀνεξέλεγκτος. Ἂν ἀποδεικνυόταν ἀνίκανος, ὁποιοσδήποτε ἐκ τῶν ἐκλεκτόρων εἶχε τὸ δικαίωμα νὰ ἀνακηρύξει ἄλλο αὐτοκράτορα. Ὁ Πέτρος Πατρίκιος τὸν 6ο αἵ. στὸ “Περὶ πολιτικῆς ἐπιστήμης” γράφει ἀπευθυνόμενος στὸν βασιλιὰ γιὰ τὴν ἐξουσία: “παρὰ θεοῦ τὲ διδομένης καὶ τῶν πολιτῶν δέξοιτο προσφερομένην”.
Ἀργότερα, τὸν 13ο/14ο αἵ. ὁ Μανουὴλ Μοσχοπουλος τονίζει ὅτι ὁ ἡγέτης δὲν εἶναι θεοκλητός, ὅτι τὸ «κοινὸν» (οἱ πολίτες) εἶναι αὐτὸ ποὺ ἐλεύθερα ἀποφασίζει νὰ δεχτεῖ κάποιον γιὰ μονάρχη, κι ὅτι ὁ μονάρχης πρέπει νὰ ἀξιώνει τὴ νομιμοφροσύνη τῶν πολιτῶν μόνο στὸ βαθμὸ ποὺ ὁ ἴδιος ἐκπροσωπεῖ καὶ προστατεύει τὸ «κοινόν».
Τὸ κράτος ἔχει ἀναμφισβήτητη προτεραιότητα ἔναντί του αὐτοκράτορα. Ὁ αὐτοκράτωρ ποὺ ἐξέδωσε τὶς περισσότερες Νεαρὲς μετὰ τὸν Ἰουστινιανό, ὁ Λέων ΣΤ΄, καταργεῖ παλαιότερους νόμους αὐτοκρατόρων μὲ τὴν αἰτιολογία πὼς δὲν ἔγιναν ἀποδεκτοὶ ἀπὸ τοὺς ἐνδιαφερόμενους, ἤτοι τοὺς πολίτες.
Ὁ Κωνσταντῖνος ΙΑ΄ ἀπαντᾶ στὸν Μωάμεθ Β’ ὅτι τὸ νὰ τοῦ παραδώσει τὴν Πόλη δὲν εἶναι ὑπόθεση δική του, ἀλλὰ τῶν πολιτῶν. Αὐτοκράτορες παρουσιάζονται στὸ λαὸ καὶ δικαιολογοῦν τὰ μέτρα τους, ἢ συγκαλοῦν συνελεύσεις στὶς ὁποῖες προσπαθοῦν νὰ τοὺς πείσουν γιὰ τὶς πράξεις τους.
Πολλὰ ἄλλα παρόμοια παραδείγματα δείχνουν πὼς ἡ παλιὰ δημοκρατικὴ ἰδέα δὲν ἐξαφανίστηκε, κι ὅτι ἡ μοναρχία εἶχε τὰ ὅριά της, τόσο στὴν πράξη ὅσο καὶ στὸ ὅτι ὁ αὐτοκράτορας θεωροῦνταν προστάτης τοῦ κράτους κι ὄχι θεϊκὸς δεσπότης.
Ἀντίθετα, στὴν τσαρικὴ Ρωσία καὶ στὴν Τουρκικὴ αὐτοκρατορία πολιτειακὲς παραδόσεις ἦταν ὁ ἀσιατικὸς αὐταρχισμὸς τῶν Τατάρων τῆς “Χρυσῆς Ὀρδής” καὶ ἡ ἰσλαμικὴ θεοκρατία ἀντιστοίχως.
Λένε γιὰ τὶς δολοπλοκίες καὶ τὶς δολοφονίες τῶν αὐτοκρατόρων.
Ὅμως μόνο τὸ Βυζάντιο κράτησε ἐπὶ 1000 χρόνια, ἡ ἐποχὴ ἦταν δύσκολη, γινόταν ἀκόμη μετακινήσεις καὶ εἰσβολὲς βαρβάρων, δὲν εἶχε ἀποκατασταθεῖ ἀκόμα μία σχετικὴ ἠρεμία στὴν Εὐρωπαϊκὴ ἤπειρο, καὶ ἂν ἔπρεπε νὰ δίνουν τὴν ἐξουσία σὲ κάποιον ἁπλῶς ἐπειδὴ ὁ μπαμπάκας τοῦ ἦταν αὐτοκράτορας, καὶ τὸ παιδὶ ἦταν ἀνίκανο νὰ τὰ βγάλει πέρα, ἡ αὐτοκρατορία θὰ χανόταν.
-Σὲ ἀντίθεση μὲ τὴ Δύση ὅπου κυριαρχοῦσε τὸ Ἀλάθητό του Πάπα καὶ οἱ φεουδαλικοὶ νόμοι, ἢ τὴν Σαρία καὶ τὸν Ἰσλαμικὸ νόμο τῆς Θεοκρατίας τοῦ Ἰσλάμ, στὴν Ρωμανία ὑπῆρχαν κοσμικοὶ νόμοι. Ὑπῆρχε ἀδιάλειπτα ἐν λειτουργία τὸ Ρωμαϊκὸ Δίκαιο, καὶ τὰ ζητήματα τῆς ἐκκλησίας δὲν ἐπικρατοῦσε αὐθαίρετα ἡ γνώμη τοῦ ἑνός, ἀλλὰ γινόταν ψηφοφορία(οἰκουμενικὴ σύνοδος).
Οὔτε τὸ κράτος κατόρθωσε νὰ ἐπιβάλει τὴν ἄποψή του σὲ δογματικὰ θρησκευτικὰ ζητήματα π.χ. στὸ ζήτημα τῶν εἰκόνων ἢ στὸ ζήτημα τῆς ἕνωσης μὲ τὴν δυτικὴ ἐκκλησία, ἀλλὰ οὔτε καὶ ἡ ἐκκλησία δὲν μποροῦσε νὰ ἐπιβάλει πολιτικὲς ἀπόψεις στὸ κράτος. Ὑπῆρχαν ὅρια ποὺ καὶ οἱ δύο πλευρὲς σέβονταν μὲ τὸ καλὸ ἢ μὲ τὸ ζόρι.
Στὸ ζήτημα αὐτὸ θὰ ἐπιμείνω. Ὑποστηρίζεται πὼς ἡ Ρωμανία ἦταν Θεοκρατία. Ἄλλοι ὑποστηρίζουν πὼς ὑπῆρξε καὶ “καισαροπαπισμός”. Ἡ Ἑλένη Ἀρβελὲρ ἀπαντᾶ σὲ αὐτό: “Ἡ σχεδὸν γενικὴ πεποίθηση , σ’ ὅ,τι ἀφορᾶ τὸ Βυζάντιο ὅτι ἡ Ἐκκλησία εἶναι ὑποταγμένη στὸ Κράτος, πράγμα ποὺ ἐκφράζεται μὲ τὸν «καισαροπαπισμὸ» δὲ μοῦ φαίνεται ἱκανὴ νὰ περιγράψει μία πραγματικότητα ποὺ ἔχει περισσότερες ἀποχρώσεις καὶ εἶναι πολὺ πιὸ περίπλοκη στὶς σχέσεις ἀνάμεσα στὴν κοσμικὴ καὶ στὴν πνευματικὴ ἐξουσία. (…) Ὁ αὐτοκράτορας , ὡς χριστιανός, ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὸν πατριάρχη. Ὁ πατριάρχης, ὡς πολίτης τοῦ Κράτους, ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὸν αὐτοκράτορα. Τὸ γεγονὸς αὐτὸ προϋποθέτει τὸν ἀπόλυτο διαχωρισμό, τὴ σαφῆ διάκριση, ἀνάμεσα στὴν αὐτοκρατορικὴ ἐξουσία καὶ τὸ ἱερατεῖο, πράγμα ποὺ συνέβη στὸ Βυζάντιο. Ἔτσι ἡ πλατιὰ διαδομένη θεωρία, ποὺ παρουσιάζει τὸ βυζαντινὸ αὐτοκράτορα ὡς ἱερέα, δὲν ἀντέχει καθόλου ὅταν ἐξετάζουμε τὶς πηγές. (…) Τὸ διάβημα τοῦ Θεοδόσιου Ἃ’ ἀπέτυχε καὶ τὸ προνόμο τοῦ αὐτοκράτορα νὰ μένει στὸ ἐσωτερικό του ἱεροῦ καταργήθηκε ἀκόμη καὶ στὴν Κωνσταντινούπολη.(…)
Ὁ διαχωρισμὸς τῆς αὐτοκρατορικῆς ἀπὸ τὴν ἐκκλησιαστικὴ ἐξουσία εἶναι ἕνα γεγονὸς ποὺ καθιερώθηκε ἀπὸ τὸ «βυζαντινὸ» νόμο. Ἡ «βυζαντινὴ» ἱστορία ἀναφέρει πολλὲς ἀπόπειρες πατριαρχῶν ἢ αὐτοκρατόρων νὰ διαταράξουν τὴν ἰσορροπία αὐτή.
Ἀλλά, ἂς τὸ ἐπαναλάβουμε γιὰ ἀκόμα μία φορά, πρόκειται γιὰ ἐξαιρετικὲς περιπτώσεις κι ὄχι γιὰ διαρκεῖς καταστάσεις.(..) Ἀλληλεγγύη καὶ συνενοχὴ ἀκόμα εἶναι τὰ στοιχεῖα ποὺ χαρακτηρίζουν τὶς σχέσεις ἀνάμεσα στὴν ἐκκλησία καὶ τὸ κράτος στὸ Βυζάντιο, πολὺ περισσότερο ἀπὸ ὅτι ὁ «καισαροπαπισμὸς» ἢ ὁ «παποκαισαρισμὸς»” (Ε. Ἀρβελὲρ “Ἡ πολιτικὴ ἰδεολογία τῆς Βυζαντινῆς αὐτοκρατορίας” ἔκδ. Ψυχογιὸς)
-Θὰ ἀντείπουν κάποιοι ὅτι γιὰ νὰ γίνεις αὐτοκράτορας ἔπρεπε νὰ εἶσαι ὀρθόδοξος, κι ὅτι ὁ Πατριάρχης ἔστεφε τὸν αὐτοκράτορα. Ὅμως ἀφενὸς αὐτὸ δὲν ἔχει νὰ κάνει μὲ τὸ ποιὸς σὲ ἐκλέγει: ἡ ὀρθοδοξία ἦταν σὰν τὴ σημερινὴ “ὑπηκοότητα”, διότι τὸ κράτος ἦταν ὀρθόδοξο στὴ θρησκεία. Ὅπως σήμερα δὲν μπορεῖ νὰ ἐκλεγεῖ πρωθυπουργὸς κάποιος μὴ Ἕλληνας πολίτης, δηλαδὴ ξένος, ἔτσι καὶ στὴ Ρωμανία ἕνας μὴ ὀρθόδοξος, δηλαδὴ ἀποξενωμένος ἀπὸ τοὺς ὀρθόδοξους κατοίκους τοῦ κράτους, δηλαδὴ ξένος ὡς πρὸς τὰ συμφέροντά τους, δὲν γινόταν νὰ εἶναι βασιλιάς. Ὅπως σήμερα δὲν δίδεται τὸ δικαίωμα σὲ κάποιο κόμμα, ποὺ δὲν ἔχει ἀποδεχτεῖ ὅτι θὰ σεβαστεῖ τὸ πολίτευμα, νὰ λάβει μέρος στὶς ἐκλογές, γιὰ νὰ καταλάβει τὴν ἐξουσία, ἔτσι καὶ στὴ Ρωμανία, δὲν διδόταν τὸ δικαίωμα, σὲ κάποιον ποὺ δὲν εἶχε ἀποδεχτεῖ τὴν ὀρθοδοξία ὡς συστατικὸ στοιχεῖο τοῦ κράτους, νὰ λάβει τὴν αὐτοκρατορικὴ ἐξουσία. Ὅμως αὐτὸ δὲν σημαίνει ὅτι τὸν ἐξέλεγε ΚΑΙ ὁ πατριάρχης. Τὸ ἴδιο συμβαίνει καὶ σήμερα: τὸ ὅτι ὁ πρωθυπουργὸς ὁρκίζεται ἀπὸ τὸν ἀρχιεπίσκοπο ΔΕΝ σημαίνει ὅτι ὁ ἀρχιεπίσκοπος εἶναι αὐτὸς ποὺ τὸν ἐκλέγει. Ὁ ἀρχιεπίσκοπος ΥΠΟΧΡΕΟΥΤΑΙ νὰ τὸν ὁρκίσει, τὸ ἴδιο ὑποχρεωνόταν τότε κι ὁ Πατριάρχης νὰ στέψει τὸν αὐτοκράτορα, ὅταν ἦταν ὅλοι σύμφωνοι. Τὸ ὅτι ὁ πρωθυπουργὸς μᾶς πρέπει νὰ εἶναι ἑλληνικῆς ἰθαγένειας δὲν σημαίνει πὼς τὸν ἐκλέγει ἡ δημόσια ὑπηρεσία, ἡ ὁποία τοῦ χορήγησε τὴν ἑλληνικὴ ταυτότητα καὶ ἰθαγένεια. Παρομοίως καὶ στὴ Ρωμανία, τὸ ὅτι ὁ αὐτοκράτορας ἔπρεπε νὰ εἶναι ὀρθόδοξος δὲν σημαίνει ὅτι οἱ παπάδες (ποὺ τὸν βάφτιζαν, μικρὸ) τὸν ἐξέλεγαν. Δὲν ὑπῆρχε θεοκρατία στὴν Ρωμανία. Ἐξάλλου, τὰ περὶ ὀρθοδοξίας ὡς ἀπαραίτητης προϋπόθεσης εἶναι πολὺ γενικὰ καὶ ἀσαφῆ. Οἱ Ἴσαυροι αὐτοκράτορες ἦταν εἰκονομάχοι, δίωκαν τοὺς ὀρθόδοξους, διόριζαν δικούς τους πατριάρχες κλπ, ἀλλὰ κανεὶς δὲν διανοήθηκε νὰ ἐπαναστατήσει. Οἱ Μιχαὴλ Παλαιολόγος καὶ Ἰωάννης Παλαιολόγος ὑπέγραψαν τὴν ἕνωση μὲ τὴν καθολικὴ ἐκκλησία (σύνοδοι Λυὼν καὶ Φλωρεντίας, ἀντίστοιχα), ἀλλὰ κανεὶς δὲν ἐπαναστάτησε μὲ τὴν ἀντιορθόδοξη πρακτικὴ ζητώντας ἀλλαγὴ αὐτοκράτορα. Κανεὶς δὲν ζήτησε νὰ παραιτηθοῦν οἱ αὐτοκράτορες αὐτοί. Θεοκρατία δὲν σημαίνει τίποτε ἄλλο παρὰ νὰ ταυτίζονται οἱ νόμοι τοῦ κράτους μὲ ὅ,τι λέει ἕνα ἱερὸ κείμενο μίας θρησκείας. Ὅμως στὴ Ρωμανία διὰ τῆς θελήσεως καὶ διὰ νόμου τοῦ κράτους ἐπιτράπηκε ὁ τρίτος γάμος, παρόλο ποὺ στὸ εὐαγγέλιο καὶ στὴν ὡς τότε πρακτική της Ἐκκλησίας ἀπαγορευόταν οἱ πολλοὶ γάμοι. Ἐν πάσει περιπτώσει, ἂν τὸ ὅτι “ἐπρεπε” ὁ αὐτοκράτορας νὰ εἶναι ὀρθόδοξος εἶναι θεοκρατία (ποὺ δὲν εἶναι), τότε καὶ ἡ ἀρχαία ἑλληνικὴ πόλη-κράτος ἦταν θεοκρατία, ἀφοῦ ἔπρεπε ὑποχρεωτικὰ οἱ ἄρχοντες καὶ οἱ πολίτες τῆς πόλης-κράτους νὰ θυσιάζουν καὶ νὰ σέβονται τοὺς θεοὺς τῆς πατρίδας τους. Ἡ ἀρχαία Ἀθήνα π.χ. ἀπὸ τὴν ἄποψη αὐτὴ εἶναι “θεοκρατικὸ κράτος”. Ὅμως οὔτε ἡ ἀρχαία Ἀθήνα οὔτε ἡ Ρωμανία ἦταν θεοκρατικὲς πολιτεῖες.
-Ἐπίσης, ἐνῶ ὅταν ἡ Ρωμαϊκὴ Αὐτοκρατορία ἦταν παγανιστικὴ ὁ αὐτοκράτορας θεωροῦνταν θεὸς καὶ ἀπαιτοῦσε νὰ λατρεύεται ὡς θεὸς (ἀσιατικὴ ἀντίληψη), ἀφοῦ ἐκχριστιανίστηκε τὸ κράτος, ὁ αὐτοκράτορας ἔπαψε νὰ θεωρεῖται θεός, καὶ ξαναθεωρήθηκε ἕνας ἁπλὸς ἄνθρωπος ποὺ ἔτυχε γιὰ ὁρισμένο διάστημα (κι ὄχι γιὰ πάντα) τῆς εὔνοιας τοῦ Θεοῦ.
-Στὴν Ρωμανία φαινόμενα φεουδαρχίας δὲν παρουσιάστηκαν παρὰ μόνο στοὺς τελευταίους αἰῶνες τῆς παρακμῆς, ὑπὸ τὴν ἐπιρροὴ δυτικῶν προτύπων. Ἡ κεντρικὴ ἐξουσία ἀγωνιζόταν σκληρὰ κατὰ τῶν «Δυνατῶν» (μεγαλογεωκτημόνων) καὶ ὑπὲρ τῶν ἁπλῶν καλλιεργητῶν.
-Ψέμα εἶναι ὅτι ἡ Ρωμανία δὲν ἐνδιαφέρθηκε γιὰ τὸν ἑλλαδικὸ χῶρο καὶ τὸν παραμέλησε. Ὀγδονταοκτῶ φρούρια ἔκτισε ἢ ἀνανέωσε ὁ Ἰουστινιανὸς σὲ Ἤπειρο, Μακεδονία καὶ Θεσσαλία, γιὰ τὴν προστασία τῆς Ἑλλάδας ἀπὸ τοὺς βαρβάρους. Ὁ Ρωμαίικος στρατὸς ἐπὶ Ρωμανοὺ Β΄ πέταξε ἔξω ἀπὸ τὴν Κρήτη τοὺς Ἄραβες κατακτητές της, ἀπελευθερώνοντας τὴν καὶ ἐπανελληνίζοντας τὴν μὲ Ἕλληνες ἐποίκους, καὶ τὸ ἴδιο γινόταν καὶ σὲ κάθε περίπτωση ἀπελευθέρωσης ἐδαφῶν. Ἐπὶ δεκαετίες πολεμοῦσαν οἱ Αὐτοκράτορες τοὺς Βουλγάρους ὥστε αὐτοὶ νὰ μὴν καταλάβουν τὴ Μακεδονία. Ἡ Θεσσαλονίκη ἦταν ἡ Συμβασιλεύουσα. Πῶς γίνεται νὰ εἶναι παραμελημένος ὁ ἑλλαδικὸς χῶρος (ὅπως ἰσχυρίζονται οἱ ἀρχαιολάτρες) καὶ ἡ δεύτερη πόλη τῆς Ρωμανίας νὰ βρίσκεται σὲ αὐτόν; Ἐκτὸς κι ἂν μὲ τὸ «ἑλλαδικὸς χῶρος» καὶ τὸ «Ἑλλάδα» ἐννοοῦν μόνο τὴ Νότια Ἑλλάδα, οἱ γνωστοὶ ἐλεεινοὶ νοτιοελλαδίτες τοπικιστὲς (ἀρχαιολάτρες τάχα μου) μὲ τὴ νοοτροπία κοτζαμπάσηδων.
-ἰσχυρίζονται πὼς κατὰ τὴ « βυζαντινὴ ἐποχὴ» ἑλληνικότητα δὲν θὰ ἔβρισκε κανεὶς στὸ Παλάτι ἢ τὸ Πατριαρχεῖο ἢ τὴν Αὐλὴ καὶ τὸ ἐπίσημο Βυζάντιο, ἀλλὰ μόνο στοὺς διάσπαρτους ἑλληνικοὺς πληθυσμοὺς ποὺ διατηροῦσαν ἀσυνείδητα κάποια κλασσικὰ καὶ παγανιστικὰ στοιχεῖα, καὶ μόνο ὡς λαογραφικὸς κι ὄχι ὡς ἐθνολογικὸς μπορεῖ νὰ χρησιμοποιηθεῖ ὁ ὅρος βυζαντινὸς ἑλληνισμός. Ὅμως αὐτὴ ἡ ἄποψη ἀποδεικνύεται ἀστήρικτη.
Κατ’ ἀρχήν, ὅπως ἔχει ἀποδειχθεῖ καὶ λεχθεῖ παραπάνω, δὲν ὑπῆρχε κάποιος διαχωρισμὸς μεταξὺ τῶν ἑλληνικῶν πληθυσμῶν πόλεων/χωριῶν καὶ τῶν ἀνθρώπων τοῦ Παλατιοῦ ἢ τοῦ πατριαρχείου. Ὁποιοσδήποτε ἤθελε καὶ εἶχε τὰ προσόντα, μποροῦσε νὰ γίνει, ὅπως εἴπαμε, αὐτοκράτορας ἢ πατριάρχης, νὰ ἀνέβει ὅλη τὴν κλίμακα τῶν κρατικῶν ἢ τῶν ἐκκλησιαστικῶν ἀξιωμάτων. Συνεπῶς, ἴδιοι ἦταν οἱ ἄνθρωποι ποὺ ἦταν ἐκτὸς Παλατιοῦ, ἴδιας ἐθνικότητας μὲ αὐτοὺς ποὺ ἦταν κι ἐντός του Παλατιοῦ. Τί γινόταν λοιπόν, ὥστε νὰ ἰσχύει ἡ ἄποψη, ὅτι στὸ «ἐπίσημο Βυζάντιο» (Παλάτι καὶ στὸ Πατριαρχεῖο-Ἐκκλησία κ’ἀλλοῦ) δὲν ὑπῆρχε ἑλληνικότητα/ἑλληνισμὸς/ἑλληνικὸ ἔθνος; Μόλις οἱ ἴδιοι ἄνθρωποι (Ἕλληνες) περνοῦσαν τὴν πύλη τοῦ Παλατιοῦ ἢ τοῦ Πατριαρχείου, ἔχαναν τὴν ἑλληνικότητά τους (μὲ ὁποιαδήποτε μορφὴ κι ἂν τὴν εἶχαν αὐτήν, πρὸ τῆς εἰσόδου τους στὸ Παλάτι) καὶ γινόντουσαν «Βυζαντινοί»; Μυστηριώδη πράγματα, λοιπόν, πάθαινε κάθε Ἕλληνας μόλις περνοῦσε τὶς πύλες τοῦ ἐπίσημου Βυζαντίου καὶ γινόταν τμῆμα του! Ἀλλὰ βέβαια αὐτὰ δὲν εἶναι παρὰ λόγια του ἀέρα. Τὸ «ἐπίσημο Βυζάντιο» ἦταν στὰ χέρια, ἦταν τὸ ἴδιο ταυτισμένο μὲ αὐτοὺς ποὺ ξεκινοῦσαν ἄσημοι καὶ ἔφταναν στὴ δόξα καταλαμβάνοντας θέσεις κι ἀξιώματα. Καὶ θὰ μιλήσει κανεὶς πανέξυπνος περὶ «γενίτσαρων» παρομοιάζοντας τὴν κατάσταση μὲ τοὺς ἐξισλαμισμένους ποὺ γίνονταν Ὀθωμανοὶ ἀξιωματοῦχοι. Πάλι ἀνιστόρητο λάθος εἶναι κι αὐτό. Οἱ ἄνθρωποι ποὺ ἀποκτοῦσαν τὰ ἀξιώματα τοῦ Βυζαντίου, στὸ Παλάτι καὶ στὴν Ἐκκλησία, δὲν ἄλλαζαν τίποτε (γλώσσα. θρησκεία. συνείδηση, ἔθιμα κ.α.) ἀπὸ τὴν (πρὸ τῆς εἰσόδου τους στὸ π.χ. Παλάτι) ταυτότητά τους, ὅπως ἄλλαζαν αὐτοὶ ποὺ ἐξισλαμίζονταν (θρησκεία, ἔθιμα καὶ ἐθνικὴ ταύτιση). Παρέμεναν οἱ ἴδιοι, ὅμοιοι μὲ τοὺς ὑπόλοιπούς του «μὴ ἐπίσημου Βυζαντίου». Ὁμοεθνεῖς τους. Γι’ αὐτὸ καὶ ὅση ἑλληνικότητα ὑπῆρχε στοὺς ἑλληνικοὺς πληθυσμοὺς τῆς Αὐτοκρατορίας, ἡ ἴδια ὑπῆρχε καὶ στὸ ἐπίσημο Βυζάντιο. Τὰ ἄλλα εἶναι ἀερολογίες.
-Λένε πὼς ἡ Ρωμαίικη τέχνη τοῦ Βυζαντίου ἦταν στατική. Ο Γ. Τσαρούχης ἀπαντᾶ σ’ αὐτὴ τὴν κατηγορία: «Δύο μεγάλα ψέματα ἔχουν εἰπωθεῖ σχετικὰ μὲ τὴ βυζαντινὴ ζωγραφική. Πρῶτον ὅτι ἔμεινε ἀναλλοίωτη ἐπὶ αἰῶνες καὶ δεύτερον ὅτι ἐμίσησε τὴ ζωὴ καὶ τὴν ἡδονή, προσπαθώντας νὰ ἀποδώσει τὴν ἀνυπαρξία». Ἀναληθεῖς λοιπὸν οἱ κατηγορίες αὐτές. Ἀρκεῖ νὰ συγκρίνει κανεὶς ἕνα ψηδιφωτὸ τοῦ 6ου αἵ. καὶ μία τοιχογραφία τοῦ 14ου αἵ. Θὰ δεῖ ἀμέσως τὴν ἐξέλιξη καὶ τὴ διαφορά.
-Λένε πὼς τὸ Βυζάντιο δὲν ἔχει νὰ παρουσιάσει σπουδαία λογοτεχνικὰ δείγματα. Αὐτὸ μόνο ἐν μέρει εἶναι σωστό, διότι οἱ ἱστοριογραφίες τῶν Ρωμιῶν τοῦ μεσαίωνα εἶναι ὑψηλῆς ποιότητας. Ἂν σὲ κάτι ὀφείλεται ἡ ὄχι τόσο σπουδαία λογοτεχνικὴ παραγωγή, εἶναι ἡ αὐστηρὴ προσήλωση τῶν Βυζαντινῶν στὰ ἀρχαιοελληνικὰ πρότυπα, καὶ στὴν ἀττικὴ διάλεκτο. Τὰ γραπτά τους ἀττικίζουν πάρα πολύ, διότι οἱ Ρωμιοὶ θεωροῦσαν τὴν ἀρχαιοελληνικὴ ὡς τὸ ὕψιστο γλωσσικὸ πρότυπο καὶ ἔτσι δὲν θέλησαν νὰ γράψουν στὴν κοινή της ἐποχῆς, κι ἔτσι οἱ λογοτεχνικὲς δυνατότητές τους παρέμεναν δέσμιές του ἀττικοῦ ὕφους.
-Ο Β.Ν. Τατάκης γράφει: «Πολὺ ἐπικρίθηκε ἡ βυζαντινὴ παιδεία γι’ αὐτὴ τῆς τὴ μανία νὰ σχολιάζει, νὰ ἐρανίζεται… Ἀλλὰ φαίνεται ὅτι οἱ ἐπικριτές της δὲν εἶδαν τὸ οὐσιῶδες, ποὺ εἶναι ὅτι διὰ μέσου αὐτῆς τῆς ὁμοιόμορφης, μακρᾶς καὶ συνεχοῦς προσπάθειας, τὸ «Βυζάντιο » κατόρθωσε νὰ ἐξοικειωθεῖ μὲ τὸν ἑλληνικὸ πολιτισμό, νὰ τὸν ἀφομοιώσει καὶ νὰ δημιουργήσει τὶς κατάλληλες ἢ ἁπλῶς ἀναγκαῖες συνθῆκες γιὰ μία δημιουργικὴ ἄνθιση.» («Ἡ Βυζαντινὴ Φιλοσοφία»)
-Λέγεται πὼς τὴν παραμονὴ τῆς Ἅλωσης οἱ Βυζαντινοὶ λογομαχοῦσαν γιὰ τὸ φύλο τῶν ἀγγέλων. ΟΥΔΕΝ ΨΕΥΔΕΣΤΕΡΟ. Πουθενά, σὲ καμιὰ ἱστορικὴ πηγὴ τῆς ἐποχῆς δὲν ἀναφέρεται κάτι τέτοιο.
Μόνο στὸ “Τὸ ’21 καὶ ἡ ἀλήθεια” τοῦ Σκαρίμπα (ποὺ ἄλλωστε δὲν ἦταν ἱστορικός, ἀλλὰ λογοτέχνης) ἀναφέρεται, δίχως καμία τεκμηρίωση ἢ ἔστω πηγὴ ἀναφορᾶς. Πουθενὰ ἀλλοῦ, σὲ κανένα κείμενο τοῦ 15ου αἵ.. Κι ὅμως, τὸ ἔχουν κάνει καραμέλα οἱ προκατειλημμένοι κατὰ τοῦ Βυζαντίου, δίχως καμία ντροπὴ ποὺ ψεύδονται ἔτσι.
-Μὲ χονδρικοὺς ὑπολογισμούς, ἡ ἀναλογία τῶν συγγραφέων ποὺ ἀσχολήθηκαν μὲ τὴ θεολογία καὶ τὴ θρησκεία στὸ Βυζάντιο δὲν ξεπερνάει τὰ 2/5 στὸ σύνολο τῶν βυζαντινῶν συγγραφέων. Συνεπῶς, ἀντίθετα ἀπ’ ὅ,τι νομίζεται, οἱ Βυζαντινοὶ λόγιοι δὲν ἀσχολοῦνταν μέρα-νύχτα μὲ δογματικὰ καὶ θεολογικὰ προβλήματα.
-Ψέμα εἶναι ἐπίσης ὅτι ἡ βυζαντινὴ κοινωνία ἦταν «καλογεροκρατούμενη» ἢ ὅτι ὑπῆρχαν πάρα πολλοὶ μοναχοί. Μὲ ποιὲς ἀποδείξεις τὰ λένε αὐτά; Ἁπλῶς συγκεντρώνουν τοὺς πάντες ποὺ φόρεσαν κάποτε, ἔστω καὶ γιὰ λίγες μέρες [ἢ λίγο πρὶν πεθάνουν] τὸ ράσο, καὶ καταλήγουν σὲ τεράστιους ἀριθμοὺς ποὺ ἀπέχουν ἔτη φωτὸς ἀπὸ τὴν ἀλήθεια. Ἀλλὰ ὅταν διαβάζουμε τοὺς βίους τῶν μοναχῶν, βλέπουμε ὅτι πολλοὶ διάλεξαν τὴ μοναχικὴ ζωὴ σχετικὰ ἀργά, ἀφοῦ παντρεύτηκαν ἢ ἄσκησαν κάποιο δημόσιο ἀξίωμα.
-Ἐπίσης, ἐνῶ τὸ ἔτος 999μ.Χ. στὴν Δύση ὅλοι περίμεναν τὴν ἔλευση τοῦ Ἀντιχρίστου καὶ τὴν Δευτέρα Παρουσία, καὶ εἶχαν κυριευτεῖ ἀπὸ παραλήρημα ἐσχατολογικό, πουλοῦσαν τὰ ὑπάρχοντά τους, ἔκαναν μετάνοιες καὶ λιτανεῖες, κλπ, στὸ “μισαλλόδοξο Βυζάντιο” (ὅπως τὸ κατηγοροῦνε) τέτοια φαινόμενα δὲ συνέβησαν καθόλου, διότι ἡ κοσμοαντίληψη τῶν Ρωμιῶν δὲν τοὺς ἐπέτρεπε νὰ πιστέψουν τέτοια πράγματα.
Στὴ Δύση τοῦ Μεσαίωνα ἡ “σωτηρία” σήμαινε τὴν λύτρωση ἀπὸ τὴν ἐκδικητικὴ τιμωρία ἑνὸς χαιρέκακου δικαστῆ-θεοῦ, πράγμα ποὺ συνεπαγόταν τρόμο καὶ παραλήρημα, τὸ ὁποῖο ἀργότερα ὁδήγησε στὴν ἐναντίωση στὴ θρησκεία. Ἀντίθετα, στὸ Βυζάντιο ἡ “σωτηρία” δὲ σήμαινε ἄλλο παρὰ τὴν “θέωση” δηλαδὴ τὴν ἕνωση μὲ τὸ θεό, δίχως κανένα σύνδρομο καταδίωξης ἢ φόβου τιμωρίας.
Σημαίνουν ὅλα αὐτὰ πῶς τὸ Βυζάντιο ἦταν ὁ ἐπὶ γὴς παράδεισος; Ὄχι φυσικά. Δὲν θὰ ἤθελα νὰ ζῶ στὸ Βυζάντιο, γιατί σὲ πολλὰ πράγματα τὸ παρὸν εἶναι καλλίτερο. Δὲν περιφρονῶ ὅμως τὸ Βυζάντιο, ὅπως καὶ δὲν περιφρονῶ τὴν ἀρχαιότητα ἡ ὁποία εἶναι ἐπίσης χειρότερη ἀπὸ τὴ σημερινὴ ἐποχή, καὶ ὅπου ἡ πιθανότητα νὰ εἶμαι δοῦλος ἦταν ἐννιὰ στὰ δέκα. Ὅμως δὲν θὰ περιφρονήσω τὸ παρελθὸν γιὰ τὸν παραπάνω λόγο. Θὰ κρίνω καὶ τὰ θετικὰ καὶ τὰ ἀρνητικά. Πιστεύω πὼς ἀρκετοὶ ἔχουν ἄποψη γιὰ τὸ «Βυζάντιο » βασισμένη στὴν ἄδικη καὶ ἐπιφανειακὴ κριτικὴ ποὺ ἔκανε ὁ 18ος αἰώνας γιὰ τὴν ἐποχὴ ἐκείνη. Κάθονται, γιὰ παράδειγμα μερικοί, καὶ ἀναφέρουν τὶς ὄντως ἀπεχθεῖς μεθόδους βασανισμοῦ στὸ Βυζάντιο. Γιατί δημιουργοῦν ψευδεῖς ἐντυπώσεις ὅμως; Ἀφοῦ εἶναι πασίγνωστο πὼς στὴν “ἀρχαιολατρικὴ” Δ. Εὐρώπη τὰ βασανιστήρια ἦταν σὲ χρήση ὡς καὶ τὸν 18ο αἵ., καὶ στὴν ἀρχαιότητα ἐπίσης, ἐνῶ στὴν Δύση ἄνθρωποι καιγόντουσαν ὡς μάγισσες μέχρι καὶ τὰ μέσα τοῦ 18ου αἵ.[ἐνῶ στὸ « Βυζάντιο» ἕνας μόνο αἱρετικὸς στὰ 1100 χρόνια. Ἕνας μόνο. Ὁ Βασίλειος]
Κι ἐπειδὴ πολλοὶ ἔχουν μονόπλευρη πληροφόρηση, ἂς μάθουν ποιὰ ἦταν τὰ βασανιστήρια ποὺ εἶχαν οἱ Ἀρχαῖοι Ἕλληνες: ἀποτυμπανισμός, λιθοβολισμός, σταύρωση, κατακρήμνιση ἀπὸ ψηλά, τροχός, ἀκρωτηριασμοί, τύφλωση, στρεβλώσεις ἄκρων, εὐνουχισμός, κάψιμο μὲ πίσσα, κόψιμο μαστῶν, καταπλάκωμα ἐγκύων μὲ πέτρες (ὥστε νὰ ἀποβάλουν), κάψιμο τριχῶν τοῦ πρωκτοῦ (γιὰ μοιχοὺς) κ.α. Στὴν Ἀρχαία Ἀθήνα χρησιμοποιήθηκαν τουλάχιστον τὰ 8 (πρῶτα) ἀπὸ τὰ παραπάνω βασανιστήρια.
Λοιπόν, γιατί δὲν λένε καὶ τὶς ἐποχὲς ἐκεῖνες “σκοταδιστικές”, παρὰ μιλοῦν μόνο γιὰ τὸ «Βυζάντιο »;
Ἐπιπλέον θεωρῶ ἀνόητη τὴν ἄποψη περὶ γραμμικῆς καὶ συνεχοῦς προόδου τῆς ἀνθρωπότητας. Μὲ τὴν ἴδια λογικὴ αὔριο μεθαύριο θὰ εἰρωνεύονται τὴν ἐποχή μας καὶ θὰ μᾶς θεωροῦν ἠλίθιους ποὺ μᾶς ἄρεσε νὰ ζοῦμε στὸν κόσμο αὐτόν, στὴ συγκεκριμένη ἐποχή. Στὸν εἰκοστὸ αἰώνα, τὸν “Ἀπαλλαγμένο ἀπὸ τὸν θρησκευτικὸ σκοταδισμὸ” ἔγιναν εἰδεχθῆ ἐγκλήματα ἀπὸ παντὸς εἴδους ἰδεολόγους, μεταξὺ αὐτῶν καὶ ἄθεους, δημοκράτες καὶ μή, καὶ μάλιστα σὲ κλίμακα τεράστια, μὲ ἑκατομμύρια νεκρῶν. Ἐ λοιπὸν ὁ ἀναμάρτητος πρῶτος τὸν λίθο βαλέτω. Γιατί βλέπω πὼς μερικοὶ ἀπορρίπτουν ὁλόκληρη ἐποχὴ μόνο καὶ μόνο ἐπειδὴ δὲ συμπαθοῦν τὴ θρησκεία. Νομίζω αὐτὸ εἶναι κομπλεξικό, καὶ ἀποδυναμώνει τὴν κριτική τους.
Μερικοὶ λένε πὼς τὸ Βυζάντιο δὲν ἦταν ἑλληνικό. Νομίζω κι αὐτὸ εἶναι προκατάληψη. Πρῶτα ἀπ’ ὅλα, οἱ Ἕλληνες πρόγονοί μας ποὺ μᾶς ἀπελευθέρωσαν τὸ 1821 θεωροῦσαν τοὺς Βυζαντινοὺς ὡς προγόνους τους, δηλαδὴ Ἕλληνες κι αὐτούς, καὶ λέγανε “οἱ ΑΕΙΜΝΗΣΤΟΙ ΗΜΩΝ αὐτοκράτορες τῆς Κωνσταντινουπόλεως”. Ἐκτὸς κι ἂν τοὺς ἀπορρίπτουν κι αὐτοὺς οἱ διάφοροι ποὺ θεωροῦν πὼς τὰ ξέρουν ὅλα, καὶ κρίνουν οἱ ἴδιοι καλλίτερα.
Νὰ τί ἔλεγαν οἱ Ἕλληνες τοῦ 1821 γιὰ τοὺς Βυζαντινοὺς προγόνους τους, τοὺς ὁποίους οὐδέποτε ἔπαψαν νὰ θεωροῦν προγόνους: στὸ Σύνταγμα τῆς Ἑλλάδος, Τροιζήνα, 1827 ἀναφέρεται :”Ἕως ὅτου δημοσιευθῶσι Κώδικες οἱ Βυζαντινοὶ Νόμοι (..) καὶ οἱ παρὰ τῆς Ἑλληνικῆς Πολιτείας δημοσιευόμενοι νόμοι ἔχουν ἰσχύν”.
Θὰ πρέπει νὰ σκεφτοῦν οἱ ἀρνητὲς τῆς ἑλληνικότητας τῆς Ρωμανίας ὅτι τὰ Ἑλληνικὰ ἔγιναν ἐπίσημη γλώσσα τοῦ Κράτους ἀφότου αὐτὸ ἐκχριστιανίστηκε, ἐνῶ ὅταν ἦταν παγανιστικό, ἦταν τὰ λατινικά. Θὰ πρέπει ἐπίσης νὰ σκεφτοῦν πὼς ὁ βασιλιὰς-ἀρχέτυπο γιὰ τοὺς Ρωμιοὺς στὸ Βυζάντιο δὲν ἦταν κανένας Ἀρχαῖος Ρωμαῖος αὐτοκράτορας, ἀλλὰ ὁ Ἀρχαῖος Ἕλληνας Μέγαλεξανδρος.
Ὅσο γιὰ τὸ ἐπιχείρημα πὼς τὸ Βυζάντιο δὲν ἦταν ἑλληνικὸ ἐπειδὴ οἱ πολίτες τοῦ λεγόντουσαν «Ρωμαῖοι» κι ὄχι «Ἕλληνες», αὐτὸ εἶναι ἐπιχείρημα γιὰ κλάματα. Μωρὲ τί μᾶς λένε οἱ κουτοπόνηροι! Ἀφοῦ καὶ οἱ πρόσφατοι, ἄμεσοι πρόγονοί μας τῆς τουρκοκρατίας, οὔτε κι αὐτοὶ αὐτοαποκαλοῦνταν «Ἕλληνες», οὔτε καὶ αἰσθάνονταν Ἕλληνες (ὅπως προείπαμε στὸ Α΄ ΜΕΡΟΣ). Λεγόντουσαν Ρωμιοί, δηλαδὴ Ρωμαῖοι. Μήπως οἱ ἀντιβυζαντινοὶ ἑλληνόψυχοι ἀερολογοῦντες θὰ ἀρνηθοῦν καὶ στοὺς Ρωμιούς, στοὺς ἄμεσους μεταβυζαντινοὺς προγόνους ὅλων μας (1453-1821), τὴν ἑλληνικὴ ἰδιότητα ἐπειδὴ δὲν αὐτοαποκαλοῦνταν «Ἕλληνες»; Διότι ἅμα οἱ Βυζαντινοὶ δὲν ἦταν Ἕλληνες ἐπειδὴ δὲν αὐτοαποκαλοῦνταν “Ἕλληνες”, μὲ τὴ ἴδια συλλογιστικὴ δὲν εἶναι Ἕλληνες οὔτε οἱ πρόγονοί μας ὡς τὸ 1821, διότι οὐδέποτε ὁ λαὸς αὐτοαπεκλήθη Ἕλληνας.« Γκέγκε »;
Συνεχίζοντας τὸ παραπάνω, εἶναι ἀστεῖο νὰ πιστεύει κανεὶς ὅτι ὑπῆρξε ἑλληνικὸ ἔθνος ἐντός της βυζαντινῆς αὐτοκρατορίας καὶ ταυτόχρονα ὅτι αὐτοὶ οἱ παράξενοι, οἱ ἐκ τοῦ μηδενὸς ὑπάρξαντες ἀπὸ τὸ 330μ.Χ. καὶ μετά, «Βυζαντινοὶ» δὲν ἦταν Ἕλληνες. Ἑλληνόφωνοι καὶ μὴ πληθυσμοὶ μετακινήθηκαν ἀπὸ Βαλκάνια σὲ Μικρὰ Ἀσία κι ἀντίστροφα, δεκάδες φορὲς τόσο πρὶν ὅσο καὶ μετὰ τὸ 1453, κι ἐξελληνίστηκαν (οἱ μὴ Ἕλληνες). Μπορεῖ νὰ ἦταν πολυεθνικὴ ἡ Ρωμανία, ὡστόσο λόγω τῆς ἑλληνορωμαϊκῆς κουλτούρας τῆς οἱ πληθυσμοὶ ποὺ ἦταν στὰ νότια Βαλκάνια καὶ τὴν Μικρασία, εἴτε ἦταν ἐξαρχῆς Ἕλληνες εἴτε ἐξελληνίστηκαν, κατὰ τὸν ἴδιο τρόπο ποὺ ἐξελληνίστηκαν οἱ κάτοικοι τῆς ἐνδότερης Μικρᾶς Ἀσίας κατὰ τοὺς ἑλληνιστικοὺς χρόνους. Τὸ νὰ πεῖ κανεὶς ὅτι οἱ Βυζαντινοὶ δὲν ἦταν Ἕλληνες ἰσοδυναμεῖ μὲ τὸ νὰ χαρακτηρίζονται οἱ Μικρασιάτες, οἱ Πόντιοι καὶ οἱ Ἀνατολικοθρακιῶτες τοῦ 1922 ὡς μὴ Ἕλληνες. Διότι ὅλοι αὐτοὶ εἶναι (ὅπως καὶ οἱ κάτοικοι τῆς ἠπειρωτικῆς Ἑλλάδας) ἀπόγονοι τῶν Βυζαντινῶν.
Ἂν ἀφαιρέσει κανεὶς τὴ θρησκεία, δύσκολα μπορεῖ νὰ ἀμφισβητήσει τὴν ἑλληνικότητα τοῦ πολιτισμοῦ τῶν βυζαντινῶν.
Ἡ μουσικὴ τοὺς εἶναι ἑλληνικότατη (π.χ. οἱ ἀρχαῖες μουσικὲς κλίμακες, οἱ “τρόποι”, εἶναι πανομοιότυποι μὲ τὶς βυζαντινὲς μουσικὲς κλίμακες, τοὺς “ἤχους”, μία καὶ αὐτὸ ποὺ ἔγινε ἦταν ἡ μετονομασία τῶν τρόπων σὲ ἤχους: ὁ Δώριος τρόπος μετονομάσθηκε Τέταρτος Ἦχος, ὁ Λύδιος τρόπος Δεύτερος ἦχος, ὁ Φρύγιος Τρίτος ἦχος, κ.λ.π.).
Ἡ ζωγραφική τους εἶναι ἑλληνιστικῆς ἄρα ἑλληνικῆς προέλευσης (οἱ ἑλληνιστικὲς ζωγραφιὲς τοῦ Φαγιοὺμ θεωροῦνται ὁ πρόγονος τῆς βυζαντινῆς εἰκονογραφίας, ὅσο γιὰ τὴν κοσμικὴ ζωγραφικὴ ἕνα δεῖγμα τῆς φαίνεται στὰ μωσαϊκά του Μεγάλου Παλατιοῦ στὴν Κωνσταντινούπολη, ὅπου ἔχουμε ἑλληνιστικὰ μοτίβα καὶ εἰκόνες, καὶ δὲ πιστεύω νὰ ἀμφισβητεῖς τὴν ἑλληνικότητα τῆς ἑλληνιστικῆς ἐποχῆς. Οἱ ἀνατολικὲς ἐπιδράσεις, ὅταν ὑπάρχουν, βρίσκονται στὰ διακοσμικτικὰ μοτίβα, ὄχι στὰ πρόσωπα ἢ τὸ γενικότερο σκηνικό). Ἡ γλυπτική τους ἑλληνικὴ (δὲς λ.χ. τὰ τέσσερα ἄλογα στὸν Ἅγιο Μάρκο τῆς Βενετίας, ποὺ ἄλλοτε κοσμοῦσαν τὸν Ἱππόδρομο τῆς Κωνσταντινούπολης, ἀλλὰ καὶ ἄλλα γλυπτά,καὶ θὰ συμφωνήσεις).
Ἦταν ὁ μόνος λαὸς ποὺ ἀδιάλειπτα μιλοῦσε ἑλληνικά, ποὺ γνώριζε καὶ μελετοῦσε -καὶ οἱ κληρικοὶ καὶ οἱ κοσμικοὶ -τὰ ἀρχαία κείμενα, ὁ μόνος λαὸς ποὺ μάθαινε γραφὴ κι ἀνάγνωση μέσα ἀπὸ τὰ ἀρχαία κείμενα. Στὸ δεύτερο κύκλο σπουδῶν, τὴν ἐγκύκλιο παιδεία (ὅρος ἀπὸ τὸν ὁποῖο προῆλθε ἡ λέξη “ἐγκυκλοπαίδεια”), ποὺ ἀντιστοιχοῦσε στὸ σημερινὸ Γυμνάσιο καὶ Λύκειο, τὸ πρόγραμμα τῶν μαθημάτων ἦταν παρόμοιο μὲ ἐκεῖνο τῶν ἀρχαίων χρόνων καὶ χωριζόταν σὲ δυὸ κύκλους. Στὸν πρῶτο περιλαμβάνονταν ἡ γραμματική, ἡ ρητορικὴ καὶ ἡ φιλοσοφία – ἡ τριτὺς τῶν μαθημάτων- ἐνῶ στὸν δεύτερο ἡ ἀριθμητική, ἡ μουσική, ἡ γεωμετρία καὶ ἡ ἀστρονομία: ἡ τετρακτύς. Στὰ φιλολογικὰ μαθήματα (τῶν “ἀδιάφορων γιὰ τὴν κοσμικὴ σοφία” ὅπως κατηγοροῦν οἱ ἀδαεῖς τους Ρωμιοὺς προγόνους μᾶς) περιλαμβάνονταν πάντοτε ἡ μελέτη ἀρχαίων τραγωδιῶν (τῶν ἀποκαλούμενων καὶ “βυζαντινῶν τραγωδιών” ἐπειδὴ διδάσκονταν στὰ ρωμαίικα σχολεῖα: Πέρσες, Προμυθέας Δεσμώτης καὶ Ἑπτὰ ἐπὶ Θήβας τοῦ Αἰσχύλου, Αἴας, Ἠλέκτρα καὶ Οἰδίπους Τύραννος , Ἑκάβη, Ὀρέστης καὶ Φοίνισσες) καθὼς ἐπίσης καὶ κωμωδίες τοῦ Ἀριστοφάνη (Πλοῦτος, Νεφέλες, Βάτραχοι), ἀποσπάσματα ἀπὸ τὸν Ἡσίοδο, τὸν Πίνδαρο, τὸν Θεοκριτο, διάλογοι τοῦ Λουκιανοῦ, λόγοι τοῦ Δημοσθένη καὶ τοῦ Ἰσοκράτη, ὁρισμένοι διάλογοι τοῦ Πλάτωνα, κείμενα τοῦ Ξενοφώντα καὶ ἄλλων. Ὁ Ὅμηρος ἀναφέρεται στὰ Ρωμέηκα κείμενα ὡς “ὁ Ποιητής”, δίχως καμιὰ ἐπεξήγηση, διότι ὅλοι τὸν ἤξεραν. Αὐτὴ ἦταν ἡ παιδεία τῶν πρόγονών μας ποὺ τοὺς κατηγοροῦν πὼς δὲν ἦταν μέτοχοί της ἑλληνικῆς παιδείας καὶ κουλτούρας. Τὸ κράτος ἐνδιαφερόταν γιὰ τὴν παιδεία αὐτὴν καὶ τὴν προωθοῦσε. Π.χ. ὁ Ρωμιὸς Αὐτοκράτορας Κωνσταντῖνος Πορφυρογέννητος ἀναδιοργανώνοντας τὸ Πανεπιστήμιο τῆς Κωνσταντινούπολης ἐπέλεξε τὸν πρωτοσπαθάριο Κωνσταντῖνο γιὰ τὴν σχολὴ τῶν φιλοσόφων, τὸν Νίκαιας Ἀλέξανδρο γιὰ τὴ ρητορική, τὸν πατρίκιο Νικηφόρο τὸν Ἐρωτικὸ γιὰ τὴ γεωμετρία καὶ τὸν Ἀσηκρήτη Γρηγόριο γιὰ τὴν ἀστρονομία, ὁρίζοντάς τους διευθυντὲς τῶν τμημάτων αὐτῶν καὶ προσφέροντας οἰκονομικὲς ἐνισχύσεις σὲ καθηγητὲς καὶ μαθητές.
Ἀλλὰ αὐτὰ παραμένουν ἄγνωστα. Μήπως ξέρουν οἱ πολλοὶ πὼς στὴ Ρωμανία ὑπῆρχαν σχολεῖα ἀκόμα καὶ γιὰ κορίτσια(ὅπως ἀναφέρει ὁ Ψελλός); Ἀλλὰ μήπως ξέρουν ὅλοι αὐτοὶ οἱ πανέξυπνοι ποὺ συκοφαντοῦν τὴ Ρωμανία (τὸ Βυζάντιο) ὅτι στὸν καιρὸ τοῦ Θεοδόσιου Β’, στὴ σχολὴ ποὺ ἵδρυσε αὐτός, χρηματοδοτημένη καὶ ἐλεγχόμενη ἀπὸ τὸ κράτος, ἀπὸ τὶς τριανταμία ἕδρες διδασκαλίας δέκα προορίζονταν γιὰ τὴν ἑλληνικὴ γραμματική, ἰσάριθμες γιὰ τὴν λατινική, πέντε γιὰ τὴν ἑλληνικὴ ρητορικὴ καὶ τρεῖς γιὰ τὴν λατινική; Ἢ μήπως γνωρίζουν γιὰ τὸν Θεόδωρο Μετοχίτη, διανοούμενο καὶ Μέγα Λογοθέτη, ποὺ παραμένοντας πιστὸς στὰ μεταφυσικὰ δόγματα τῆς Ἐκκλησίας συνιστοῦσε μελέτη ὅλων τῶν ἀρχαίων φιλοσόφων ἀκόμα καὶ τῶν Σκεπτικῶν, γιατί, ὅπως παρατηρεῖ, ὅλη ἡ ἀνθρώπινη σοφία (ἡ θύραθεν σοφία, ὅπως τὴν ἔλεγαν οἱ Ρωμιοὶ) ποῦ βασίζεται στὴν ἐμπειρία μπορεῖ νὰ ἀμφισβητηθεῖ ἀπὸ ἐπιχειρήματα βασισμένα σὲ ἀντίθετη ἐμπειρία; Ἀλλὰ τί νὰ ξέρουν, ἀφοῦ ὅσα ξέρουν περὶ Βυζαντίου, μέσω τῶν σχολικῶν βιβλίων ἢ τῆς συκοφαντίας τοῦ 18ου αἰώνα τὰ ξέρουν.
Οἱ ἱστορίες μὲ τὶς ὁποῖες οἱ Βυζαντινοὶ ψυχαγωγοῦνταν καὶ διασκέδαζαν ἦταν ἀπὸ τὴν ἀρχαιότητα π.χ. ἱστορίες σχετικὲς μὲ τὸ Μεγαλέξανδρο, θεατροποιημένα ἀποσπάσματα ἀπὸ τὴν ἀρχαιοελληνκὴ μυθολογία ὅπως “ὁ θρίαμβος τοῦ Διόνυσου”, ἢ “Ἡ τραγωδία τοῦ Αἰαντα” κλπ, σὲ ὅλη τὴ διάρκεια τοῦ Βυζαντίου κι ὄχι μόνο στὶς ἀπαρχές του.
Καὶ ναί, οἱ Ρωμιοὶ τοῦ Βυζαντίου διασκέδαζαν, δὲν ἦταν οὔτε καλόγεροι οὔτε σκυθρωποὶ ὅπως θέλουν νὰ τοὺς παρουσιάσουν πολλοὶ καὶ διάφοροι.
Ἀρκεῖ γιὰ νὰ πειστεῖ κανεὶς γιὰ αὐτὸ ἀπὸ τὰ κείμενα ἐκκλησιαστικῶν συγγραφέων οἱ ὁποῖοι κατακρίνουν τοὺς Ρωμιοὺς τοῦ Βυζαντίου ὡς “θεατρολάτρες”. Ὅταν ἔπαιζαν “οἱ περὶ τὸν Διόνυσον τεχνίτες”, οἱ βυζαντινοὶ ἔκαναν ἡσυχία ὥστε νὰ ἀκούσουν τὰ μουσικὰ μέλη τοῦ κιθαρωδοῦ ὁ ὁποῖος “χοροστατοῦσε”, ἐνῶ ταυτόχρονα οἱ μακιγιαρισμένοι ἠθοποιοὶ -τῶν ὁποίων τὸ μακιγιὰζ γίνονταν ἀμέσως μόδα- ὀρχούμενοι ἔδιναν τὴν θεατρικὴ παράσταση. Οἱ θεατρικὲς παραστάσεις καθ’ ὅλη τὴν ἱστορία τῆς Ρωμανίας δὲν ἦταν μόνο τέτοια ἔργα, ἀλλὰ παιζόντουσαν καὶ ἀρχαίεες τραγωδίες καὶ δράματα. Στὰ τέλη τοῦ 7ου αἰώνα μία οἰκουμενικὴ σύνοδος καταφέρεται κατὰ τοῦ “ὑποδύεσθαι προσωπεῖα κωμικὰ ἢ σατυρικὰ ἢ τραγικά”. Εἶναι εὐνόητο πὼς αὐτὸ δὲν ἔγινε προληπτικά, ἀλλὰ μὲ σκοπὸ νὰ σταματήσει κάτι ποὺ γινόταν τὴν ἐποχὴ ἐκείνη, κάτι τὸ ἀκόμα ὑφιστάμενο, τὶς παραστάσεις ἀρχαίων δραμάτων. Ὅμως κανεὶς δὲν τοὺς ἄκουσε. Ὅπως βεβαιώνει ὁ Εὐστάθιος Θεσσαλονίκης, τὸν 12ο αἰώνα, ἐκτὸς ἀπὸ σύγχρονα ἔργα παίζονταν καὶ ἀρχαία δράματα. Νὰ σταματήσει λοιπὸν τὸ κακόγουστο ἀστεῖο πὼς στὸ Βυζάντιο ὑπῆρχε μόνο θρησκευτικὸ θέατρο ἢ ὅτι δῆθεν δὲν παιζόταν θέατρο ἀνώτερης στάθμης.
Κι ἂς μὴν κατηγοροῦν τὸ Βυζάντιο, τὴν Ρωμανία μας πὼς δὲν ἐνδιαφέρθηκε γιὰ τὴν ἐπιστήμη. Τὸ “ὑγρὸν πυρ” οἱ Βυζαντινοὶ τὸ ἐφηύραν. Οἱ ἀνακαλύψεις τῶν βυζαντινῶν στὴν ἀρχιτεκτονικὴ οἱ ὁποῖες ἔδωσαν τὴ δυνατότητα νὰ χτίζονται τροῦλοι ποὺ σχεδὸν αἰωροῦνται στὸ κενό.
Ἐπὶ χίλια χρόνια κανεὶς λαὸς δὲ μπόρεσε νὰ φτιάξει τόσο μεγάλο τροῦλο καὶ σὲ τέτοιο ὕψος (62 μέτρων), ὅπως αὐτὸν τῆς Ἁγίας Σοφίας. Δὲν εἶναι ἀρχιτεκτονικὴ μεγαλοφυία αὐτό; ΄
Μήπως γνωρίζουν ὅσοι κατηγοροῦν τὸ Βυζάντιο πὼς τάχα δὲν ἀσχολοῦνταν μὲ τὶς ἐπιστῆμες, ὅτι πρῶτος ὁ Ρωμιὸς Νικηφόρος Γρηγορᾶς (1295-1359) στὰ 1325, 2,5 αἰῶνες πρὶν τοὺς δυτικοευρωπαίους ἐπιστήμονες καὶ τὴν καθολικὴ ἐκκλησία, βασιζόμενος σὲ δικές του μετρήσεις καὶ μελέτες, κατάλαβε τὰ σφάλματα τοῦ Ἰουλιανοῦ ἡμερολογίου, καὶ πρότεινε στὸν Ἀνδρόνικο Β΄ τὴν διόρθωσή του ἡμερολογίου σύμφωνα μὲ τὶς παρατηρήσεις του; Αὐτὸ θὰ πεῖ ἀπασχόληση μὲ τὴν ἀστρονομία καὶ τὰ μαθηματικὰ στὴν Ρωμανία.
Γνωρίζουν ὅτι ὁ Ἰωάννης Ἀκτουάριος, γιατρὸς στὴ Ρωμανία, ἀνακάλυψε πρῶτος τὸ παράσιτό της ταινίας, τὸν «τριχοκέφαλον ἄνισον»; <44>
Τὸ “Περὶ τῆς ἀνθρώπου κατασκευής” τοῦ Θεόφιλου, ἡ δωδεκάτομη “Παθολογία” τοῦ ἐκ Τράλλεων Ἀλεξάνδρου ὅπου δίνονται λεπτομέρειες γιὰ 120 ἐγχειρήσεις, ἀπὸ τὴ μαστεκτομὴ ὡς τὴν ἀφαίρεση οὐρόλιθων, ἡ “Ἰατρικὴ ἐγκυκλοπαίδεια” τοῦ Θεόφιλου Νόννου, τὸ “Περὶ ἀνατομικῆς του ἀνθρώπου” τοῦ μοναχοῦ Μελέτιου, τὸ «Ὑπόμνημα» τοῦ Παύλου Αἰγινήτη, ἡ «Σύνοψις ἰατρικὴ» τοῦ Λέοντα Μαθηματικοῦ, τὸ «Δυναμικό» του Νικόλαου Μυρεψοῦ, ἡ «Ἰατρικὴ μέθοδος», ἡ «Θεραπευτικὴ μέθοδος» καὶ τὸ «Περὶ οὔρων» τοῦ Ἰωάννη Ἀκτουάριου, τὸ «Ἰατρικὰ ἐκκαίδεκα» τοῦ Ἀέτιου 16 τόμων, ἐκ τῶν ὁποίων ὁ 7ος ἀφορὰ τὴν ὀφθαλμολογία (φάρμακα καὶ ἐπεμβάσεις), ἡ «Σύνοψη τῆς Ἰατρικῆς» τῶν Νικήτα καὶ Λέοντα (9ος αἵ.) ποῦ ἀναφέρεται σὲ χειρουργικὰ θέματα καὶ ἐργαλεῖα, μήπως ὅλα αὐτὰ εἶναι συγγράμματα ἀνθρώπων καὶ πολιτισμοῦ ποὺ ἀδιαφορεῖ γιὰ τὰ ἐγκόσμια καὶ μονάχα προσεύχεται σκυθρωπά; Μήπως ἡ ἑξάτομη “Λογιστικὴ” τοῦ Βαρλαάμ, ἡ “Ἀστρονομικὴ βίβλος” τοῦ Θεόδωρου Μελιτηνιώτου, τὰ “Ἁρμονικὰ” τοῦ Βρυενοῦ, ἡ “Στοιχείωσις Ἀστρονομικὴ” τοῦ Μετοχίτη, τὰ “Περὶ κατασκευῆς κοίλων κατόπτρων” καὶ τὸ «Περὶ παραδόξων μηχανημάτων» τοῦ Ἀνθέμιου σᾶς λένε τίποτα τέτοιο; Διότι, πολιτισμὸς ποὺ ὑποτίθεται ὅτι ἐνδιαφέρεται μόνο “γιὰ τὴ σωτηρία τῆς ψυχής” καὶ ὄχι γιὰ τὸ σῶμα εἶναι ΑΔΥΝΑΤΟΝ νὰ συγγράφει δωδεκάτομα ἔργα ἰατρικά.
Μήπως ὅλος αὐτὸς ὁ συρφετὸς ποὺ παραμυθιάζεται πιστεύοντας πὼς οἱ Ρωμιοὶ πρόγονοί μας δὲν ἦταν πολιτισμένοι ἀλλὰ βάρβαροι, μήπως ὅλοι αὐτοὶ γνωρίζουν πὼς στὸ Πανεπιστήμιο τῆς Κωνσταντινούπολης διδάσκονταν Ἀριθμητική, Γεωμετρία, Ἀστρονομία καὶ Μουσική, παράλληλα μὲ τὴν Ἑλληνικὴ καὶ Λατινικὴ φιλολογία;
Πηγές, βιβλιογραφία καὶ σύνδεσμοι:
1)Κώστα Χατζηαντωνίου, «Ἐθνικισμὸς καὶ ἑλληνικότητα» ἔκδ. Πελασγὸς
2)Ἴωνα Δραγούμη, “Ἑλληνικὸς Πολιτισμός”, ἔκδ. Φιλομύθος
3)Πάτρικ Λὴ Φέρμορ, «Ρούμελη-Ταξίδι στὴ βόρεια Ἑλλάδα” ἔκδ. Ὠκεανίδα
4)Ἐφημερίδα Ἐλευθεροτυπία, «Ἰός», διάφορα ἄρθρα
5)Μεγάλου Βασιλείου «Πρὸς τοὺς νέους, ὅπως ἂν ἐξ ἑλληνικῶν ὠφέλοιντο λόγων»
6)Ἑλένης Ἀρβελὲρ “Ἡ πολιτικὴ ἰδεολογία τῆς Βυζαντινῆς αὐτοκρατορίας” ἔκδ. Ψυχογιὸς
7)Θάνου Μαρκόπουλου «Στὸ σχολειὸ μὲ χαρτὶ καὶ καλαμάρι» ἔκδ. Καλειδοσκόπιο
8)Ἐγκυκλοπαίδεια Ἐλευθερουδάκη
9)Φαίδωνος Κουκουλὲ «Βυζαντινῶν βίος καὶ πολιτισμός», ἔκδ. Παπαζήση
10)Gerard Walter «Ἡ καθημερινὴ ζωὴ στὸ Βυζάντιο» ἔκδ. Δήμ. Ν. Παπαδήμα
11)Sir Steven Runciman «The Fall of Constantinople» Cambridge, Canto
12)Sir Steven Runciman «The Great Church under captivity»
13)Στῆβεν Ράνσιμαν «Ἡ Βυζαντινὴ θεοκρατία»
14)Ἕλλης Σκοπετέα, «Τὸ πρότυπο βασίλειο καὶ ἡ Μεγάλη Ἰδέα»
15)Κώστα Κύρρη, «Τουρκία καὶ Βαλκάνια» ἔκδ.Ἑστία
16)Ζάρεβαντ «Παντουρανισμὸς» ἔκδ.Ρῆσος
17)Περιοδικὸ Ἐλλοπία, διάφορα τεύχη
18)π. Ι. Ρωμανίδη «Ρωμηοσύνη Ρωμανία Ρούμελη»
19)Ὀρέστη Ἠλιανοὺ “Ἀπόψεις γιὰ τὸ παρελθὸν καὶ τὸ μέλλον τῶν Ἑλλήνων” ἔκδ. Ἰωλκὸς
20)Περικλῆ Ροδάκη, «Οἱ Θράκες μουσουλμάνοι» ἔκδ. Ρῆσος
21)Γεώργιου Κ. Σκαλιέρη “Λαοὶ καὶ Φυλαὶ τῆς Μικρᾶς Ἀσίας”
22)Ἱστορία τοῦ Ἑλληνικοῦ ἔθνους, ἔκδ. Ἀθηνῶν
23)Στρατηγοῦ Γιάννη Μακρυγιάννη, “Ἀπομνημονεύματα” ἔκδ. Πέλλα
24)Νίκου Ματσούκα, “Ἱστορία τῆς Βυζαντινῆς Φιλοσοφίας” ἔκδ. Βάνιας
25)Κωνσταντίνου Παπαρηγόπουλου “Ἱστορία τοῦ ἑλληνικοῦ ἔθνους”
26)Ἅγιου Νεκτάριου “Περὶ μεσαίωνος καὶ Βυζαντιακοὺ Ἑλληνισμοὺ”
27)Ἰστοσελίδα τῆς ἐν Ἑλλάδι Ἐκκλησίας, ἀφιέρωμα στὸ 1821
28)π. Γ. Μεταλληνοὺ “τὸ ’21 καὶ οἱ συντελεστὲς τοὺ”
29)Ἰστοσελίδα ὅπου ἀναπαρίστανται τὰ κοσμικὰ κτίρια τῆς Πόλης τὸ ἔτος 1200
30)Ἀναστάσιου Φιλιππίδη “Οἱ ἐθνικές μας ὀνομασίες”
31)π. Ι. Ρωμανίδη “Οἱ διεκδικήσεις τῶν γειτόνων μας”, “Κωστῆς Παλαμᾶς καὶ Ρωμηοσύνη”
32)Tamara Talbot Rice, βυζαντινολόγου, “Ἡ καθημερινὴ ζωὴ στὸ Βυζάντιο”, ἒκδ Παπαδήμας
33) Θεόδωρου Κολοκοτρώνη, Ἀπομνημονεύματα, ἔκδ. Ἁφῶν Τολίδη
33)Ι. Κακριδὴ “Οἱ Ἀρχαῖοι Ἕλληνες στὴν νεοελληνικὴ λαϊκὴ παραδοση”
34)Νεοκλὴ Σαρρή, “Ὀσμανικὴ Πραγματικότητα”
35)Φώτη Δημητρακόπουλου, “Βυζάντιο καὶ νεοελληνικὴ διανόηση” ἔκδ. Καστανιώτη
36)Νίκου Τσάγγα, “Μάτζικερτ, ἡ ἀρχὴ τοῦ τέλους τοῦ Μεσαιωνικοῦ Ἑλληνισμοὺ” ἔκδ. Γκοβοστὴ
37)Περιοδικὸ “Συναξη”, διάφορα τεύχη
38)Θεόδωρου Ζιάκα, “Γιατί ἔγιναν οἱ Ἕλληνες χριστιανοὶ”
39)Πανεπιστημίου τοῦ Καίμπριτζ, “Ἱστορία τῆς Βυζαντινῆς αὐτοκρατορίας”
40)Hans-Georg Beck, βυζαντινολόγου, “Ἡ Βυζαντινὴ Χιλιετία”
41)Ἡ Ἅλωση τῆς Κωνσταντινούπολης ἀπὸ τὴν Δυτικὴ Εὐρώπη τὸ 1204
42) περιοδικὸ “Βυζαντινὸς Δόμος”
43)Ἀργύρη Ἐφταλιώτη “Ἱστορία τῆς Ρωμιοσύνης”
44)Στῆβεν Ράνσιμαν, “Ἡ τελευταία βυζαντινὴ ἀναγέννηση”
45)Οἱ Θετικοὶ Ἐπιστήμονες τῆς Βυζαντινῆς ἐποχῆς
46) Προκόπιου, “Περὶ Κτισμάτων”
47) Ἰωάννη Χολέβα “Οἱ Ἕλληνες Σλαβόφωνοί της Μακεδονίας” ἔκδ. Ρῆσος
48) Λιουτπράνδου τῆς Κρεμώνας “Πρεσβεία στὴν Κωνσταντινούπολη” ἔκδ. Στοχαστὴς
49) Μουσταφὰ Ἒλ Ἀμπαντί, ἱστορικοῦ “Ἡ Ἀρχαία Βιβλιοθήκη τῆς Ἀλεξάνδρειας” ἔκδ. Σμίλη
Πηγή: http://aioniaellinikipisti.blogspot.com/2010/08/blog-post_06.html
Ἀπό:Ἀπόψεις γιὰ τὴν Μονὴ Βατοπαιδίου

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΚΑΝΤΕ ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ ΤΟΥ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟΥ ΜΑΣ.