23 Απρ 2010

Τό θαῦμα τοῦ δράκοντος



Στήν Ἀνατολική ἐπαρχία τῆς Ἀτταλείας καί στήν πόλι Ἀλαγία ἐβασίλευε κάποιος Σέλβιος πού ἦταν πολύ χριστιανομάχος. Εἶχε βασανίσει πολλούς χριστιανούς γιά ν' ἀρνηθοῦν τήν πίστι τους καί ἔπειτα τούς ἐφόνευε.
Κοντά στήν πόλι ὑπῆρχε ἕνας δράκοντας φοβερός πού καθημερινά ἅρπαζε ἀνθρώπους ἤ ζῷα καί τά κατέτρωγε. Οἱ κάτοικοι εἶχαν πανικοβληθῆ καί ἀπέφευγαν νά περνοῦν ἀπ' ἐκεῖ. Κάποτε ὁ βασιλιάς συνεκέντρωσε τόν στρατό του καί πῆγαν γιά νά σκοτώσουν τό ἄγριο θηρίο. Ὅμως τίποτα δέν ἐπέτυχαν καί ἐπέστρεψαν ἄπρακτοι....
Όταν εἶδαν οἱ κάτοικοι ὅτι ὁ βασιλιάς ἀπέτυχε νά σκοτώση τόν δράκοντα, πῆγαν νά τόν ἐρωτήσουν γιατί δέν μπόρεσε νά βρῆ τρόπους νά ἐξοντώση τό φοβερό θηρίον. Τότε ὁ βασιλιάς ὕστερα ἀπό συμβουλήν πού τοῦ ἔδωσαν οἱ ἱερεῖς τῶν εἰδώλων, εἶπε πρός τό πλῆθος: «Γνωρίζετε ὅτι ἐπιχειρήσαμε ἀρκετές φορές νά φονεύσωμε τό θηρίον καί δέν τό κατορθώσαμε, γιατί ἔτσι ἦταν τό θέλημα τῶν θεῶν. Τώρα λοιπόν κατά τήν ἐντολή τους θά πρέπει ὁ καθένας μας νά στέλνη τό παιδί του γιά νά τό τρώγη ὁ δράκοντας. Ἀκόμα καί ἐγώ θά στείλω τήν μοναδική μου κόρη, ὅταν θά ἔλθη ἡ σειρά της». Ἔτσι λοιπόν ὁ λαός ὑπήκουσε στή διαταγή τοῦ βασιλιᾶ γιατί δέν ἠμποροῦσε νά κάνη καί διαφορετικά. Ἔστελναν λοιπόν τά παιδιά τους μέ δάκρυα καί μέ θρήνους γιά νά καταβροχθίζωνται ἀπό τό θηρίον.
Όταν ἦλθε καί ἡ σειρά τῆς κόρης τοῦ βασιλιᾶ ξετυλίχθηκαν τραγικές σκηνές. Ὁ βασιλιάς κτυποῦσε τό στῆθος του, τό πρόσωπόν του, τραβοῦσε τά γένειά του καί μέ λυγμούς ἔλεγε: «Ἀλλοίμονον σέ μένα τόν ταλαίπωρον! Τί νά πρωτοκλάψω γλυκύτατόν μου παιδί; Τόν χωρισμόν μας ἤ τόν ξαφνικόν σου θάνατον ποῦ πρόκειται νά ἴδω σέ λίγο; Τί νά πρωτοθρηνήσω, ἀγαπημένο μου παιδί, τό κάλλος σου ἤ τόν τρόμον ποῦ σέ λίγο θά νοιώσης καθώς θά σέ κατασπαράζη τό ἄγριο θηρίο; Ἀλλοίμονον, κόρη μου, πού ἔλαμπες σάν πολύφωτη λαμπάδα στό παλάτι μου καί ἐπερίμενα τήν ὥραν πού θά ἐώρταζα τούς χαρούμενους γάμους σου. Ποῦ θά βρῶ πιά παρηγοριά καί πῶς θά ζήσω μακρυά σου; Τί τή θέλω τήν ζωή καί τά παλάτια χωρίς ἐσένα;» Αὐτά ἔλεγε ὁ ἀπαρηγόρητος βασιλιάς. Ἔπειτα γύρισε πρός τό πλῆθος καί εἶπε: «Ἀγαπητοί μου φίλοι καί ἄρχοντες, σᾶς ζητῶ νά μέ ἐλεήσετε καί νά μέ συμπονέσετε. Σᾶς προσφέρω πλούτη ὅσα θέλετε, καί ἀκόμη τήν βασιλείαν μου, ἀλλά νά μοῦ κάνετε μίαν χάρι. Νά μοῦ χαρίσετε τό ἀγαπημένο καί μονάκριβο παιδί, ἀλλοιῶς ἀφῆστε μέ κι ἐμένα νά πάω μαζί της». Κανένας ὅμως δέν συγκινήθηκε ἀπό τά λόγια του βασιλιᾶ γιατί αὐτός ἦταν πού ἐξέδωσε διαταγή, γιά νά βρίσκουν τά παιδιά τούς τέτοιο οἰκτρό τέλος. Ἔτσι μέ μία φωνή ὅλοι του εἶπαν ὅτι ἔπρεπε νά ἐφαρμοσθῆ καί στό παιδί του ἡ διαταγή του.
Μη μπορώντας νά κάνη διαφορετικά ὁ βασιλιάς τήν συνώδευσε μέχρι τήν πύλη τῆς πόλεως. Ἀφοῦ τήν ἀγκαλίασε καί τήν κατεφίλησε κλαίοντας τήν παρέδωσε στούς ἀνθρώπους γιά νά τήν ὁδηγήσουν κοντά στήν λίμνη. Πράγματι οἱ ἄνθρωποι τήν ἄφησαν ἐκεῖ καί ἔφυγαν. Ὁ λαός ἔβλεπε μέσα ἀπό τά τείχη τήν κόρη πού καθόταν κοντά στή λίμνη καί ἐπερίμενε νά ἔλθη τό θηρίον γιά νά τήν κατασπαράξη.
Εκείνον τόν καιρό ὁ Μέγας Γεώργιος, πού δέν εἶχε ἀκόμη ὁμολογήσει τήν Χριστιανικήν του πίστιν, ἦτο κόμης καί ἀρχηγός στρατιωτικῆς μονάδος στό στράτευμα τοῦ Διοκλητιανοῦ. Ἐπέστρεφε μάλιστα στήν Καππαδοκία ἀπό ἕνα πόλεμον πού συνεξεστράτευσε μέ τόν Διοκλητιανόν. Κατ' οἰκονομίαν Θεοῦ ἐπέρασε καί ἀπό τήν λίμνην καί ὅταν εἶδε τό νερό θέλησε νά ποτίση τόν ἵππον του καί νά ξεκουρασθῆ καί ὁ ἴδιος. Ὅταν εἶδε τήν κόρη νά κλαίη ἀσταμάτητα καί νά διακατέχεται ἀπό ἀγωνία καί τρόμον τήν ἐπλησίασε καί τήν ἐρώτησε γιατί ἔκλαιγε καί ἀκόμη ποιός ἦταν ὁ λόγος πού τήν παρακολουθοῦσε ὁ λαός μέσα ἀπό τά τείχη. Ἡ κόρη τοῦ εἶπε ὅτι ἀδυνατοῦσε νά τοῦ διηγηθῆ τά ὅσα συνέβησαν καί τά ὅσα ἐπρόκειτο νά συμβοῦν καί τόν παρεκάλεσε νά ἱππεύση τόν ἵππον του καί νά φύγη ὅσον πιό σύντομα ἠμποροῦσε, γιατί κινδύνευε νά χάση τήν ζωή του καί ἦταν τόσο νέος καί ὡραῖος». Ὁ Ἅγιος ἐπέμενε νά μάθη τί τῆς συνέβη. Καί αὐτή τοῦ εἶπε: «Εἶναι μακρά ἡ ἀφήγησις, κύριέ μου, καί δέν μπορῶ νά σού διηγηθῶ τά καθέκαστα αὐτήν τήν ὥρα. Μόνον σου λέγω καί σέ παρακαλῶ νά φύγης τώρα ἀμέσως γιά νά μήν θανατωθῆς μαζί μου ἄδικα». Καί ὁ ἅγιος της εἶπε: «Πές μου τήν ἀλήθεια, γιατί κάθεσαι ἐδῶ καί ὁρκίζομαι στόν Θεό πού πιστεύω ἐγώ, ὅτι δέν θά σέ ἀφήσω μόνη, ἀλλά θά σέ ἐλευθερώσω ἀπό τόν θάνατον. αλλοιῶς θ' ἀποθάνω μαζί σου».
Τότε ἡ κόρη ἐστέναξε πικρῶς καί διηγήθη στόν ἅγιον τά ὅσα συνέβησαν. Ἀφοῦ ἄκουσε ὁ ἅγιος τά γεγονότα ἐρώτησε τήν κόρην: «Ὁ πατέρας σου καί ἡ μητέρα σου καί ὁ λαός σέ ποιόν θεόν πιστεύουν;» Καί ἐκείνη ἀπεκρίθη: «Πιστεύουν στόν Ἡρακλῆ καί στήν μεγάλη θεάν Ἄρτεμιν». Ὁ Ἅγιος τότε τῆς εἶπε: «Ἀπό σήμερα νά μή φοβᾶσαι οὔτε καί νά κλαίς. Μόνον πίστεψε στόν Χριστόν πού πιστεύω ἐγώ καί θά δής τήν δύναμιν τοῦ Θεοῦ μου». Ἡ βασιλοποῦλα ἀπήντησε στόν ἅγιον: Πιστεύω, κύριέ μου, μ' ὅλη μου τήν ψυχή καί μ' ὅλη μου τήν καρδιά». Ὁ ἅγιος συνέχισε: «Ἔχε θάρρος στό θεό πού ἐδημιούργησε τόν οὐρανό καί τήν γῆν καί τήν θάλασσα διότι ὁ Χριστός πρόκειται νά καταργήση τήν δύναμιν τοῦ θηρίου καί θά ἐλευθερωθοῦν καί ἀκόμη θά διώξουν τό φόβο τοῦ θηρίου ὅλοι οἱ κάτοικοι τοῦ τόπου αὐτοῦ. Μεῖνε λοιπόν ἐδῶ καί μόλις ἰδῆς τό θηρίον νά ἔρχεται, φώναξε μέ».
Τότε ὁ Ἅγιος ἔκλινε τά γόνατά του στή γῆ καί ἀφοῦ ὕψωσε τά χέρια του πρός τόν οὐρανό προσευχήθηκε λέγοντας: «Ὁ Θεός ὁ Μέγας καί Δυνατός, ὁ καθήμενος ἐπί τῶν Χερουβίμ καί ἐπιβλέπων ἀβύσσους, ὁ ὧν εὐλογητός καί διαμένων εἰς τούς αἰῶνας, Σύ γνωρίζεις τάς καρδίας ὅτι εἶναι μάταιες. Σύ, Φιλάνθρωπε Δέσποτα, ὁ τῶν προαιωνίων θαυμασίων Θεός, τόν ὁποῖον οὔτε ἔννοια ἠμπορεῖ νά συλλάβη οὔτε λόγος νά ἑρμηνεύση ἐπιβλεψον καί τώρα ἐπ' ἐμέ τόν ταπεινόν καί φανέρωσέ μου τά ἐλέη σου. Ὑπόταξε ὑπό τούς πόδας μου τό πονηρόν αὐτό θηρίον, γιά νά γνωρίσουν ὅλοι ὅτι ὑπάρχεις μαζί μου καί εἶσαι Σύ ὁ μόνος θεός καί ἐκτός ἀπό ἐσένα ἄλλος δέν ὑπάρχει». Τότε ἠκούσθη φωνή ἀπό τόν οὐρανόν ἡ ὁποία ἔλεγε: «Εἰσηκούσθη ἡ δέησίς σου, Γεώργιε, καί κᾶνε ὅπως θέλεις, διότι ἐγώ θᾶμαι πάντοτε μαζί σου». Μόλις ἐτελείωσε τήν προσευχή ὁ Ἅγιος ἐφάνη τό ἄγριο θηρίον. Ὅταν τό εἶδε ἡ κόρη ἐφώναξε: «Ἀλλοίμονόν μου, κύριέ μου. Ἔρχεται τό θηρίο γιά νά μέ κατασπαράξη».
Τότε ὁ Ἅγιος ἔτρεξε γιά νά συναντήση τό θηρίον. Ἦτο τό θηρίον φοβερόν. Ἔβγαζε ἀπό τά μάτια τοῦ φωτιά καί ἦταν τόσο ἐξαγριωμένο καί ἀπαίσιον ὥστε παρουσίαζε ἕνα θέαμα φοβερόν. Ἀμέσως ὁ Ἅγιος ἔκαμε τό σημεῖον τοῦ Τιμίου Σταυροῦ καί εἶπε: «Κύριε ὁ Θεός μου, ἡμέρεψε γιά χάρι μου, πού εἶμαι δοῦλος σου, τό θηρίο αὐτό γιά νά πιστέψη ὁ λαός στό ὄνομά Σου τό Ἅγιον». Ἔτσι καί ἔγινε. Ὁ φοβερός δράκοντας μέ τά μεγάλα δόντια ἔπεσε στά πόδια τοῦ ἵππου τοῦ ἁγίου καί ἐνῷ κυλιόταν, ἐβρυχάτο. Μόλις ἡ βασιλοποῦλα εἶδε τό θέαμα αὐτό ἐνοίωσε μεγάλη χαράν. Καί ὁ Ἅγιος της εἶπε: «Βγάλε τήν ζώνη σου καί δέσε μ' αὐτήν τόν δράκοντα ἀπό τόν λαιμόν». Ἀμέσως τότε ἡ κόρη ἄφοβα ἔβγαλε τήν ζώνην της καί ἔδεσε τόν δράκοντα, καί εὐχαριστοῦσε τόν Ἅγιον πού τήν ἐγλύτωσε ἀπό τόν βέβαιον θάνατον. Ὁ Ἅγιος ἀφοῦ ἀνέβηκε στό ἄλογό του εἶπε πρός τήν βασιλοποῦλα: «Σύρε τόν δράκοντα μέ τήν ζώνη σου μέχρι τήν πόλι».
Όταν εἶδαν οἱ κάτοικοι τό παράξενον συμβάν ὅτι δηλαδή μία κόρη σύρει τόν δράκοντα δεμένον, ἐτράπησαν σέ φυγήν. Ὁ Ἅγιος Γεώργιος τούς ἐφώναξε: «Μή φοβεῖσθε, σταθῆτε καί θά δῆτε τήν δόξαν τοῦ Θεοῦ καί τήν σωτηρία σας». Τότε ἐσταμάτησαν ὅλοι ἀπορημένοι καί ἐπερίμεναν νά δοῦν τί θά τούς δείξη. Τούς προέτρεψε λοιπόν νά πιστέψουν στόν Ἀληθινόν Θεόν καί αὐτοί δέχτηκαν μέ χαρά. Ἀφοῦ ἐσήκωσε τό χέρι τοῦ ἐκτύπησε μέ τό ἀκόντιον τόν δράκοντα καί τό φοβερό τέρας ἐσκοτώθη. Ἔπειτα ἀφοῦ ἐπῆρε ἀπό τό χέρι τήν βασιλοποῦλα τήν παρέδωσε στόν βασιλιά. Ὅλοι ἐνοίωσαν μεγάλη καί ἀνέκφραστη χαρά καί ἀφοῦ ἐγονάτισαν, καταφιλοῦσαν τά πόδια τοῦ Ἁγίου καί εὐχαριστοῦσαν τόν Πανάγαθον Θεόν, διότι τούς ἐλευθέρωσε ἀπό τό θηρίο κι ἔτσι σταμάτησε ἡ θυσία τῶν παιδιῶν τους.
Ο Ἅγιος Γεώργιος ἐκάλεσε ἀπό κάποια πόλι τῆς Ἀντιοχείας τόν Ἐπίσκοπον Ἀλέξανδρον καί ἐβάπτισε τόν βασιλιά καί τούς ἄρχοντας καί ὁλόκληρο τόν λαόν. Μέσα σέ δεκαπέντε μέρες ἐβάπτισε σαρανταπέντε χιλιάδες.
Αφού λοιπόν ἐβαπτίσθηκαν ὅλοι καί ἔγινε μεγάλη χαρά στή γῆ καί στόν οὐρανόν ἔκτισαν καί μία μεγάλη ἐκκλησία ἐπ' ὀνόματι τοῦ τρισυποστάτου Θεοῦ. Ὁ Ἅγιος ἐπῆγε νά τήν ἰδῆ. Μόλις μπῆκε στό Ἄγ. Βῆμα καί προσευχήθηκε ἐβγῆκε πηγή ἁγιάσματος καί σκορπίσθηκε εὐωδία στό Ναό. Ἡ πηγή αὐτή σῴζεται μέχρι σήμερα.

Ὁ Διάβολος τοῦ στήνει ἐνέδρα

Ο Ἅγιος ἀφοῦ ἀπεχαιρέτησε τόν βασιλέα καί τόν λαόν ἔφυγε γιά τήν πατρίδα τοῦ Καππαδοκία. Στό δρόμο τοῦ τόν συνάντησε ὁ διάβολος μετασχηματισμένος σέ μορφή ἀνθρώπου. Ἐκρατοῦσε καί δύο ραβδιά πάνω στά ὁποῖα στηριζόταν σάν γέρος. Φαινόταν μάλιστα σάν νικημένος καί καταφρονημένος στρατιώτης. Εἶπε λοιπόν μέ ταπείνωσιν πρός τόν Ἅγιον: «Χαῖρε Γεώργιε». Ὁ Ἅγιος ἀμέσως ἀντελήφθη ὅτι ἐπρόκειτο περί διαβόλου καί τοῦ εἶπε: «Ποιός εἶσαι καί πῶς μέ ξέρεις; Ἐάν δέν ἤσουνα πονηρός διάβολος δέν θά ἠμποροῦσες νά μέ ξέρης, ἐφ' ὅσον ποτέ δέν μ' ἔχεις ξαναδεῖ». Ὁ διάβολος εἶπε: «Πῶς τολμᾶς νά ὑβρίζης τούς Ἀγγέλους τοῦ Θεοῦ καί ρωτᾶς ποιός εἶμαι ἐγώ; Μάθε νά μιλᾶς καλά». Ὁ Ἅγιος τότε ἀπεκρίθη: «Ἄν εἶναι ἔτσι ὅπως μου τά λές καί εἶσαι Ἄγγελος ἀκολούθησε μέ. Ἄν ὅμως εἶσαι πνεῦμα πονηρόν νά μήν μετακινηθῆς ἀπό τή θέση σου». Μόλις ἐτελείωσε τόν λόγο τοῦ αὐτό ὁ Ἅγιος, ὁ διάβολος βρέθηκε δεμένος καί ἐφώναξε δυνατά: «Ἀλλοίμονόν μου! Τί κακή ὥρα ἦταν αὐτή πού σέ συνάντησα! Τί κακόν ἔπαθα νά πέσω στά χέρια σου ὁ ταλαίπωρος!».
Ο Ἅγιος βεβαιώθηκε ὅτι ἦταν πνεῦμα πονηρόν καί τοῦ εἶπε: «Σέ ὁρκίζω στό Θεό, νά μοῦ πῆς τί ἐπρόκειτο νά μοῦ κάνης». Καί ὁ δαίμονας εἶπε: «Ἐγώ, Γεώργιε, εἶμαι ἀπό τό δεύτερον τάγμα τοῦ σατανᾶ καί ὅταν ὁ Θεός ἔκαμε τόν οὐρανόν καί διεχώριζε τήν γῆν ἀπό τά ὕδατα ἤμουνα παρών. Ἐγώ ἔκαμα φοβερές βροντές καί ἀστραπές, ἐγώ ἔδεσα κεφαλές καί τώρα ἐξ αἰτίας τῆς ὑπερηφάνειάς μου κατάντησα κάτω στόν Ἅδη καί ἔγινα δαίμονας. Ἀλλοίμονόν μου, Γεώργιε, γιατί ζήλεψα τήν χάριν πού σου δόθηκε καί ἦλθα νά σέ παραπλανήσω νά μέ προσκυνήσης. Ἀλλά ἐπλανήθηκα καί ἀπατήθηκα. Ἀλλοίμονόν μου τί κακόν ἐζήτησα νά πάθω καί δέν ἠμπορῶ νά λυθῶ! Σέ παρακαλῶ, Γεώργιε, ἐνθυμήσου τήν προηγούμενή μου εὐτυχία καί μήν μέ ἀφήσης νά ἐπιστρέψω στήν ἄβυσσον γιατί σου τά εἶπα ὅλα». Τότε ὁ Ἅγιος ἀφοῦ ὕψωσε τά χέρια στόν οὐρανόν εἶπε: «Σ' εὐχαριστῶ, Κύριέ μου, διότι μου παρέδωκες στά χέρια μου τόν πονηρόν δαίμονα, ὁ ὁποῖος πρόκειται νά σταλῆ σέ σκοτεινόν τόπον γιά νά τιμωρῆται αἰώνια». Μόλις εἶπε αὐτά ὁ Ἅγιος ἐπετίμησε καί ἀπέλυσε τό πονηρόν πνεῦμα.
Έκτοτε ὁ Ἅγιος προεγνώρισεν ὅτι εἶναι θέλημα Θεοῦ νά μαρτυρήση γιά τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ. Ἔτσι ἐπῆγε στόν Διοκλητιανόν ὅπου μέ θάρρος διεκήρυξε τήν πίστιν του καί ἐμαρτύρησε δίνοντας τό αἷμα του γιά τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ.
www.impantokratoros.gr


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΚΑΝΤΕ ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ ΤΟΥ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟΥ ΜΑΣ.