
Τῆς πίστεως τοῦ Χριστοῦ Στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία τῆς Ρουμανίας
Ὁ πατήρ Ἰλαρίων ὁ Ὁμολογητής
Γεννήθηκε τήν 21η Μαρτίου 1903, σέ ἕνα χωριό τοῦ νομοῦ Χουνεντοάρα τῆς Ρουμανίας. Ὁ πατέρας τοῦ ἦταν ἱερέας. Τό 1926 ἀπεφοίτησε ἀπό τήν Θεολογική Σχολή τοῦ Σιμπίου. Τήν 29η Ἰουλίου 1927 χειροτονήθηκε ἱερέας. Στίς 30 Ὀκτωβρίου 1939 ὑποστήριξε τήν διδακτορική του διατριβή μέ θέμα Ἡ μετάνοια, θεολογική καί ψυχολογική προσέγγιση (ἡ ὁποία, μέ τήν βοήθεια τοῦ Θεοῦ, θά μεταφραστεῖ καί στά νέα ἑλληνικά). Ἐπίσης, ἔχει γράψει τό βιβλίο Πρός τό Θαβώρ,τό καλύτερο ἔργο τῆς μέχρι τώρα ρουμάνικης Ὀρθοδοξίας, μία τέλεια ἑρμηνεία τῆς Φιλοκαλίας. Μιλώντας περί τῆς ὑψηλῆς πνευματικότητας τοῦ πατρός Ἰλαρίωνος, ὁ μεγαλύτερος Ρουμάνος Ὀρθόδοξος θεολόγος τοῦ εἰκοστοῦ αἰῶνα, ὁ πατήρ Δημήτριος Στανιλοάε ἔλεγε: ὁ πατήρ Ἰλαρίων μ' ἔχει ξεπεράσει. τό ὁποῖο εἶναι, σύμφωνα μέ τόν Γέροντα Ἰουστίν Πίρβου.
Ἦταν καθηγητής τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Ἀράντ ἀπό τό 1938 ὡς τό 1948. Στίς 25 Σεπτεμβρίου 1958 φυλακίστηκε καί καταδικάστηκε, μαζί μέ ἄλλους 6 ἱερεῖς ἀπό τό Ἀράντ, σέ 20 χρόνια ποινῆς. Ἦταν κρατούμενος στή Γέρλα καί μετά στό Ἀϊούντ, ὅπου πέθανε στίς 18 Σεπτεμβρίου 1961. Ἦταν ἐνταφιασμένος, χωρίς σταυρό, σ' ἕναν ἄγνωστο κοινό τάφο, μαζί μέ τούς ἄλλους μάρτυρες τοῦ ρουμάνικου ἔθνους στό Ἀϊούντ.
Ὁ ἡγούμενος Δανιήλ Τοῦντορ, Τό πύρινο ἄνθος τῆς Ὀρθοδοξίας
Γεννήθηκε στίς 22 Δεκεμβρίου 1896 στό Βουκουρέστι. Μετά τόν Πρῶτο Παγκόσμιο Πόλεμο σπούδασε στήν Ἀκαδημία Καλλιτεχνίας. Τό ἔτος 1929 ταξίδεψε στό Ἅγιον Ὅρος, ὅπου ἔζησε γιά ὀχτώ μῆνες. Ὁ Θεός τόν φύλαξε πολλές φορές ἀπό βίαιο θάνατο. Μία φορά, πιλοτάροντας τό δικό του ἀεροπλάνο, γλύτωσε ἀπό θάνατο, λέγοντας τήν νοερά προσευχή, ἐνῷ τό ἀεροπλάνο καταστράφηκε, αὐτός δέν ἔπαθε τίποτε.
Μετά ἀπό τόν Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, γυρίζοντας στό σπίτι του, ἔμαθε ὅτι ἡ γυναῖκα τοῦ τόν εἶχε ἐγκαταλείψει. Τότε πῆρε τήν ἀπόφαση νά γίνει μοναχός. Πούλησε ὅλα τά ὑπάρχοντά του, ἀνανέωσε τήν Ἱερά Μονή Ἀντίμ τοῦ Βουκουρεστίου κι ἔγινε μοναχός ἐκεῖ. Ἀπό τό ἔτος 1945, γύρω στό μοναστῆρι μαζεύτηκε μία ὁμάδα λογίων, ἡ ὁποία προσπαθοῦσε νά ξαναβρεῖ, βάσει τῆς Ἁγίας Γραφῆς καί τῶν Ἁγίων Πατέρων τῆς Ὀρθοδοξίας, τήν ἀληθινή πνευματικότητα, ἔχοντας ὡς κέντρο τῶν προσπαθειῶν τούς τήν νοερή προσευχή. Ὀνομαζόταν Τό Φλογερό Χαλί. Τό 1950 φυλακίστηκε γιά 5 χρόνια. Μετά πῆγε στήν Ἱερά Μονή Συχάστρια, ὅπου ὁ γέρων Κλεόπα τόν ἔκανε ἐρημίτη καί μετά ἡγούμενο τῆς Σκήτης Ραράου. Τόν Ἰούνιο τοῦ 1958, μία μέρα χαιρέτησε τούς ἀδελφούς κι ἔφυγε στό Βουκουρέστι, πληροφορημένος ἀπό τόν Θεό ὅτι θά ξαναμπεῖ στήν φυλακή, ὅπου θά πεθάνει, ὁμολογώντας τόν Χριστό. Καταδικάστηκε σέ 25 χρόνια φυλακῆς. Ἡ κύριά του ἐνοχή, ὅπως τό ὁμολόγησε στό δικαστήριο ἕνας ἀνακριτής, ἦταν ὅτι ἤθελε νά κάψει τόν κομμουνισμό μέ τό Φλογερό του Χαλί.
Μία μέρα, τόν χειμῶνα, τόν ἔβαλαν, μαζί μ' ἕναν φίλο του, σέ ἕνα κρατητήριο - τό Λευκό ἤ τό Ψυγεῖο - ὅπου εἶχε μεῖον 30 βαθμούς. Τό κρατητήριο δέν εἶχε παράθυρα, ἀλλά πολλές ἀκαθαρσίες στό πάτωμα. Ὅσοι ἔμπαιναν ἐκεῖ, πέθαιναν ἀπό κρύο μετά ἀπό τό πολύ 3 ἡμέρες. Ὁ πατήρ Δανιήλ ξάπλωσε ἀμέσως, μέ τό πρόσωπο στήν βρωμιά, μέ ἀνοιγμένα τά χέρια καί εἶπε στόν φίλο του - κάτσε ἐπάνω μου, πλάτη μέ πλάτη, μέ ἀνοιγμένα τά χέρια σου καί λέγε μόνο αὐτό: Κύριε, Ἰησοῦ Χριστέ, Υἱέ τοῦ Θεοῦ, ἐλέησον μέ τόν ἁμαρτωλό! Μόλις ἄρχισαν νά λένε καί οἱ δύο αὐτό, γέμισε τό κρατητήριο ἀπό ἕνα πολύ ἐκθαμβωτικό φῶς καί ἀπό κεῖ καί πέρα δέν ἤξεραν τί γίνεται ἄλλο. Ὕστερα ἀπό 8 ἡμέρες (χωρίς νά ἔχουν οἱ δύο κρατούμενοι οὔτε νερό, οὔτε φαγητό, ὕπνο ἤ ροῦχα) ἦρθαν οἱ φρουροί νά πάρουν τά πτώματά τους, ἀλλά αὐτοί ἦταν ζωντανοί καί μία χαρά. Ὅταν ἀκούμπησαν τόν πατέρα Δανιήλ ἦταν θερμός, καί ὅ,τι ἦταν γύρω του εἶχε λιώσει.
Στήν φυλακή ἦταν ἀπό τούς λίγους πού φοροῦσε ἁλυσίδες στά πόδια σέ ὅλη τήν διάρκεια τῆς φυλάκισής του. Πέθανε μετά ἀπό 4 χρόνια χειροδικίας καί βασάνων στό Ἀϊούντ, στίς 17 Νοεμβρίου 1962. Δέν γνωρίζεται ὁ τόπος πού ἀκριβῶς βρίσκεται τό ἁγιασμένο σῶμα του.
Ὁ Βαλέριος Γαφένκου, ὁ ἅγιος τῶν φυλακῶν
Ὁ Βαλέριος γεννήθηκε τήν 24η Ἰανουαρίου τοῦ 1921 στή Βασαραβία. Τό φθινόπωρο τοῦ 1941 φυλακίστηκε καί καταδικάστηκε σέ 25 χρόνια φυλακῆς. Τότε ἦταν φοιτητής στό δεύτερο ἔτος τῆς Νομικῆς καί Φιλοσοφικῆς Σχολῆς τοῦ Ἰάσιου. Ἀρρώστησε ἀπό φθίση καί στάλθηκε τό Δεκέμβριο τοῦ 1949 στό Τίργου- Ὄκνα. Ἐκεῖ χωρίς καμιά ἰατρική περίθαλψη, ἐπιβίωσε, ὅμως, ἀκόμα δύο χρόνια. Μέ πολυάριθμες σωματικές πληγές, οἱ ὁποῖες πυορροοῦσαν παντοτινά. Ὁ Βαλέριος περίμενε τόν θάνατό του μέ μία γαλήνη ἡ ὁποία μαλάκωσε καί τούς φύλακες - βασανιστές του. Ἦταν ἄνθρωπος τῆς νοερῆς προσευχῆς. Εἶχε ἀξιωθεῖ ἀπό τόν Θεό νά ξέρει τήν ἡμέρα τοῦ θανάτου του. Ζήτησε νά τεθεῖ ἕνα σταυρουδάκι στό στόμα του, στήν δεξιά πλευρά γιά ν' ἀναγνωριστεῖ σέ τυχόν ξεθάμα. Ἔφυγε στούς οὐρανούς, ὁ ἅγιος τῶν φυλακῶν, (ὅπως τόν ἔχουν ὀνομάσει οἱ ἄλλοι φυλακισμένοι) στίς 18 Φεβρουαρίου 1952 καί ρίχθηκε σ' ἕνα κοινό, ἄγνωστο μέχρι στιγμῆς τάφο.
Ἐκδόσεις "Ὀρθόδοξος Κυψέλη" Θεσσαλονίκη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου