
Μαρτύρησε στήν Κωνσταντινούπολη στίς 18 Ἀπριλίου 1526
Ὁ ἅγιος καταγόταν ἀπό τά Ἰωάννινα , ἦταν εὐσεβής Χριστιανός ἀπό μικρό παιδί , ἀπό εὐσεβεῖς γονεῖς καί στό ἐπάγγελμα ράφτης. Ἀπό τά χρήματα πού ἔβγαζε τό ἕνα τρίτο τό ἔδινε στούς φτωχούς ἐλεημοσύνη, τό ἕνα τρίτο τό ἔδινε στούς γονεῖς του καί τό ὑπόλοιπο τό χρησιμοποιοῦσε ὁ ἴδιος γιά τή συντήρησή του.
Μετά τόν θάνατο τῶν γονέων τοῦ πῆγε στήν Κωνσταντινούπολη, ὅταν πατριάρχης ἦταν ὁ συμπατριώτης τοῦ Ἱερεμίας. Νοικίασε ἕνα ἐργαστήριο , ὅπου ἐργαζόταν τήν τέχνη του.
Ὁ ἅγιος εἶχε πολλά φυσικά καί πνευματικά χαρίσματα. Ἦταν ὄμορφος σωματικά, πρόθυμος, θαρραλέος, συνετός στά λόγια. Ὅπως ἦταν φυσικό κάποιοι Τοῦρκοι γείτονές του τόν φθονοῦσαν καί τόν ζήλευαν. Πολλές φορές τόν πείραζαν λέγοντάς του , Τί κρίμα τέτοιο ὡραῖο καί δυνατό παλληκάρι νά εἶναι Χριστιανός καί νά βασανίζεται σέ μία τέτοια τέχνη γιά ἕνα κομμάτι ψωμί κι ἕνα ροῦχο. Ἐνῶ ,ἄν ἀφήσει τήν πίστη του καί δεχτεῖ τή δική μας ,ἔχει νά πάρει ἀπό τόν βασιλιά μεγάλα ἀξιώματα καί ν’ ἀποκτήσει πολύ πλοῦτο καί περιουσία.
Ὁ ἅγιος τ’ ἄκουγε ὅλα αὐτά καί ὡς συνειδητός Χριστιανός τά περιγελοῦσε ... Ἐπειδή δέν σταματοῦσαν νά τόν πειράζουν καί νά τόν προτρέπουν ν’ ἀρνηθεῖ τόν Χριστό, γεννήθηκε μέσα τοῦ ὁ πόθος νά μαρτυρήσει γιά τόν Χριστό. Ἀπό μόνος του δέν ἤθελε νά προχωρήσει σέ μία τέτοια ἐνέργεια. Πῆγε στόν πνευματικό του , πού ἦταν ὁ πρωτοπαπάς τοῦ πατριαρχείου καί ἐκμυστηρεύτηκε τόν λογισμό του. Ἐκεῖνος ἀμέσως προσπάθησε νά τόν ἀποτρέψει λέγοντάς του πώς εἶναι αὐθάδεια καί πειρασμός νά πηγαίνουν στό μαρτύριο οἱ Χριστιανοί αὐτόκλητοι. Ἐξάλλου καί οἱ Ἱεροί Κανόνες τό ἀπαγορεύουν .
Ἀρχικά ὁ ἅγιος ὑπάκουσε στόν πνευματικό του, λυπήθηκε ὅμως διότι τόν ἐμπόδισε ἀπό τό μαρτύριο καί περίμενε διψώντας τόν ὑπέρ Χριστοῦ θάνατο.
Ἦρθε ἡ Μεγάλη Τεσσαρακοστή καί ὅλοι αὐτοί οἱ Τοῦρκοι ὄχι ἁπλῶς τόν ἐνοχλοῦσαν ἀλλά ἔγιναν κυριολεκτικά φορτικοί. Ἄλλοτε τόν κορόιδευαν, τόν στεναχωροῦσαν , τόν φοβέριζαν, τόν κολάκευαν, μέ χίλιους δύο τρόπους τόν πίεζαν, ν’ ἀρνηθεῖ τόν Χριστό καί νά δεχθεῖ τό Ἰσλάμ.
Ἦρθε ἡ Ἁγία καί Μεγάλη Ἑβδομάδα. Βιώνοντας ὁ ἅγιος τά Πάθη τοῦ Κυρίου ποθοῦσε νά γίνει κοινωνός τοῦ πάθους μέ τό νά μαρτυρήσει γιά τόν Χριστό. Πῆγε τήν Μ. Πέμπτη στόν πνευματικό του καί τοῦ λέει:
Πάτερ, πάει καί τελείωσε , τό ἀποφάσισα νά μαρτυρήσω καί ἄλλος τρόπος δέν ὑπάρχει ἀπό τό νά μοῦ δώσεις τήν εὐλογία σου. Εἰδ’ ἄλλως θά πάω ἀπό μόνος μου καί ἐλπίζω στό ἔλεος τοῦ Θεοῦ νά μέ δυναμώσει νά φανῶ νικητής.
Πρόσεχε παιδί μου, τοῦ ἀπάντησε ὁ πνευματικός, τό μέν πνεῦμα πρόθυμον, ἡ δέ σάρξ ἀσθενής. Αὐτοί οἱ ἀγῶνες χρειάζονται προετοιμασία , νηστεία, προσευχή συνεχῆ, γιά νά καθαριστεῖ ἡ καρδιά τοῦ ἀνθρώπου καί νά τοῦ ἀποκαλύψει ὁ Θεός τό θέλημά του.
Ὁ Ἰωάννης ὑπάκουσε καί πάλι στόν πνευματικό.
Τήν ἄλλη μέρα , Μ. Παρασκευή, πῆγε πάλι στόν πνευματικό καί τοῦ λέει γεμάτος χαρά :
Εἶχα πληροφορία, πάτερ, εἶδα τή νύχτα ὅτι ἤμουν μέσα στή φωτιά σάν τούς τρεῖς παῖδες καί δοξολογοῦσα τόν Χριστό , Σέ παρακαλῶ ,νά μέ καθοπλίσεις μέ τίς εὐλογίες σου καί τή Θεία Κοινωνία.
Τότε ὁ πνευματικός ,βλέποντας τό ἀμετάθετό της γνώμης του, τόν εὐχήθηκε ἀπό ψυχῆς καί ,ἀφοῦ τόν κοινώνησε , τόν ἄφησε νά φύγει.
Πῆγε στό ραφεῖο του καί καθόταν συλλογισμένος. Νάτοι πάλι καί οἱ ἀλιτήριοι γείτονές του καί σάν νά ἤσαν συνεννοημένοι ἄρχισαν πάλι τά ἴδια. Τώρα μάλιστα τόν συκοφαντοῦσαν πώς ὅταν ἦταν στά Τρίκαλα εἶχε πεῖ πώς θά γίνει μουσουλμάνος καί τώρα δέν δεχόταν.
Ὁ ἅγιος τους κοίταξε μέ αὐστηρό βλέμμα καί τούς λέει:
Γιά μένα τά λέτε αὐτά ἤ γιά κανένα ἄλλο ;
Βεβαίως ,τοῦ ἀπάντησαν, γιά σένα.
Μή γένοιτο, ἀποκρίθηκε ὁ ἅγιος, νά πάθω τέτοια ἐγκατάλειψη Θεοῦ, ὥστε νά ἀρνηθῶ τόν Χριστό μου εἴτε στά Τρίκαλα εἴτε ἀλλοῦ. Ἐγώ μέ τόν Χριστό μου ζῶ καί θά ζήσω καί εἶμαι πρόθυμος νά πεθάνω γι’ Αὐτόν. Πῶς εἶναι δυνατόν νά ἀφήσω τόν Χριστό μου , τόν Πλάστη μου καί Θεό καί ν’ ἀκολουθήσω τόν Μωάμεθ, ἄνθρωπο ἀγράμματο , φαντασιοκόπο καί ἐχθρό του Χριστοῦ μου, πράγμα ἀκριβῶς πού μέ κάνει νά τόν ἀποστρέφομαι ἐντελῶς καθώς καί τήν πίστη του ; Ὅ,τι θέλετε κάντε μου, γιατί ὅσα περισσότερα βάσανά μου δώσετε , τόσο περισσότερο καλό μου κάνετε.
Ἐκεῖνοι τότε ὅρμησαν κατεπάνω του τρίζοντας τά δόντια, χτυπώντας τόν μέ ξύλα ,μέ πέτρες μέ κλωτσιές, γροθιές καί τόν πῆγαν στό δικαστή, σέρνοντας τόν κυριολεκτικά, μέ τήν κατηγορία ὅτι βλαστήμησε τή θρησκεία τους καί ὁμολόγησε φανερά τόν Χριστό ὡς Θεό ἀληθινό. Ὁ δικαστής τόν ρώτησε ἄν ὅλα αὐτά εἶναι ἀληθινά καί ὁ ἅγιος ὁμολόγησε καί πάλι τόν Χριστό ὡς ἀληθινό Θεό , τήν δέ θρησκεία τους καί ἐκείνους ἤλεγξε μέ πολλούς τρόπους , ὥστε νά τούς παροξύνει νά τόν θανατώσουν. Ὁ δικαστής διέταξε νά τόν χτυπήσουν στό στόμα καί ,ἀφοῦ τόν ξαπλώσουν κάτω ,νά τόν δείρουν ἀλύπητα.
Ἀφοῦ ἔγιναν αὐτά τόν ρώτησε : Τί προτιμᾶς , νά βασανίζεσαι καί νά θανατωθεῖς μέ πικρό θάνατο ἤ νά ἀρνηθεῖς τόν Χριστό καί νά ἀποκτήσεις πλούτη καί ἀξιώματα ; Ὁ ἅγιος ἀπάντησε τό πρῶτο. Ὁ δικαστής θεώρησε καλό νά τόν φυλακίσει μήπως καί ἀλλάξει γνώμη. Ἔτσι , ἀφοῦ τόν ἔδεσαν μέ δύο ἁλυσίδες, τόν φυλάκισαν.
Τήν ἄλλη μέρα τόν ὁδήγησαν πάλι μπροστά του. Πάλι ὁ ἅγιος ἀποκρίθηκε μέ τό ἴδιο θάρρος καί τά ἴδια λόγια, ὅποτε ὁ δικαστής διέταξε νά τόν κάψουν ζωντανό.
Ὅταν μαθεύτηκε ἡ ἀπόφαση στούς Χριστιανούς ὁ Πατριάρχης καί οἱ ὑπόλοιποι κληρικοί καί Χριστιανοί συγκέντρωσαν χρήματα καί τά ἔστειλαν στό δικαστή μέ τήν παράκληση ν’ ἀναβάλει τήν ἐκτέλεση λόγω του ὅτι τήν ἄλλη ἡμέρα ἦταν τό Πάσχα. Πράγματι τόν ἔκλεισαν στή φυλακή ὡς τήν Παρασκευή τῆς Διακαινησίμου.
Τόν ὁδήγησαν καί πάλι μπροστά στόν δικαστή, ὁ ὁποῖος προσπαθοῦσε νά τόν διαστρέψει καί πάλι ἀπό τήν πίστη. Ὁ ἅγιος ἀφοῦ γιά μία ἀκόμη φορᾶ ὁμολόγησε τόν Χριστό ἄρχισε νά ψάλλει ,ἐν μέσω τῶν Ἀγαρηνῶν, τό Χριστός Ἀνέστη. Μόλις τ’ ἄκουσαν ὅρμησαν πάνω του νά τόν κατασπαράξουν. Ἄρχισαν νά τόν δέρνουν ἀνελέητα , ἐκεῖνος συνέχιζε μέ λαμπρή φωνή νά ψάλλει τό Χριστός Ἀνέστη . Ἐν τῷ μεταξύ πλῆθος Τούρκων συγκέντρωνε μέ ζῆλο καύσιμη ὕλη, φρύγανα καί ξύλα, διότι αὐτό τό θεωροῦν ἔργο θεάρεστο, τήν ἐκτέλεση δηλαδή τῶν ἀπίστων.
Ἀφοῦ ἄναψαν τά ξύλα σέ ἕνα ἀνοιχτό μέρος , μέσα στήν πόλη, ἔσπρωχναν τόν γενναῖο ἀθλητή τοῦ Χριστοῦ ,πού ἀπό μόνος του ἔτρεχε πρός τή φωτιά, λές καί πήγαινε σέ πανηγύρι. Ἐπειδή ὅμως οἱ κάτοικοι τοῦ ἀπέναντι σπιτιοῦ θεώρησαν κακό νά καεῖ ἄνθρωπος μπροστά στό σπίτι τούς , ὅρμησαν μέ ξύλα μαζί μέ τούς ὑπηρέτες τους καί ἐδίωξαν τούς φονιάδες τοῦ ἁγίου. Ἐκεῖνοι ἅρπαξαν τόν ἅγιο μισοκαμένο καί τόν ὁδήγησαν ἔξω ἀπό τήν πόλη, ὅπου ἄναψαν μία μεγαλύτερη φωτιά , στήν ὁποία δέν περίμενε πάλι ὁ ἅγιος νά τόν ρίξουν ἀλλά πήδηξε χορεύοντας μέσα μόνος του ψάλλοντας τό Χριστός Ἀνέστη. Ἔτσι ἐπαληθεύτηκε τό ὅραμά του μέ τούς τρεῖς παῖδες.
Κάποιοι Χριστιανοί ,πού παρευρίσκονταν, δωροδόκησαν τούς δημίους νά παραμερίσουν λίγο τή φωτιά καί νά ἀποκεφαλίσουν τόν μάρτυρα γιά νά μή βασανίζεται ἐπί πολλή ὥρα. Πράγμα τό ὁποῖο ἔγινε καί ἔτσι ἐτελειώθη ὁ ἅγιος νεομάρτυς τοῦ Χριστοῦ καί ἔλαβε τόν τῆς ὁμολογίας καί τῆς ἀθλήσεως στέφανο.
Ἀφοῦ ἔσβησε ἡ φωτιά πάλι ἐκεῖνοι οἱ Χριστιανοί δωροδόκησαν τούς δημίους καί συγκέντρωσαν ὅσα ἀπό τά τίμια λείψανα τοῦ μάρτυρος δέν εἶχαν κατακαεῖ καί τά πῆγαν στό Πατριαρχεῖο , ὅπου ἔγινε ἀγρυπνία μέ τή συμμετοχή πλήθους Χριστιανῶν καί, ἀφοῦ τά προσκύνησαν , τά ἀσφάλισαν σέ κατάλληλο τόπο.
Πλῆθος θαύματα σημειώθηκαν διά τῶν Ἁγίων λειψάνων τοῦ νεομάρτυρος , τά ὁποία εἶναι καταγεγραμμένα ἀπό τόν παναιδεσιμότατο πρωτοπαπά Ναυπλίου Νικόλαο Μαλαξό, ὁ ὁποῖος ἔγραψε καί τό συναξάρι τοῦ Ἁγίου.
Απόψεις για τη Μονή Βατοπαιδίου (και όχι μόνο)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου