14 Μαρ 2015

Μέ φῶς καί μέ θάνατον



Εὐαγόρας Παλληκαρίδης: Ἀπό τούς κορυφαίους ὁ πιό κορυφαῖος!

Κορυφαῖος ἀπό τούς κορυφαίους. Νεαρός μέ τό σφρίγος τῆς νιότης του, μέ τήν ποίησή του νά μαρτυρεῖ ἕνα παιδί εὐαίσθητο καί θαρραλέο, ἕνα παιδί -ἀκόμη- πού μάθαινε νά ἐρωτεύεται σάν ὅλοι οἱ ὁμήλικοί του, ἀλλά καί νά παραμένει αθεραπευτα ἐρωτευμένο μέ τήν Ἑλλάδα-Ἐλευθερία, τή μεγάλη ἀγαπημένη.

Ὁ Εὐαγόρας γεννήθηκε στή Τσάδα τῆς Πάφου τό 1938. Ἤδη ἀπό ἡλικία 15 χρόνων, πρωτοστάτησε στις μαθητικές διαδηλώσεις κατα τῶν ἑορτασμῶν τῆς στέψης τῆς βασίλισσας Ἐλισάβετ. Ὅταν τό 1955 ξεκινοῦσε ὁ ἀγώνας τοῦ κυπριακοῦ Ἑλληνισμοῦ γιά τήν Ἕνωση, ὁ Εὐαγόρας δέν μποροῦσε νά λείπει. Δεν ἦταν γεννημένος γιά νά γράψει ἀπουσία!

Στίς 17 Νοεμβρίου σέ μία ἄλλη μαθητικη διαδήλωση οργανωμενη ἀπό τήν ΑΝΕ κατά τῶν Βρετανῶν δυναστῶν ὁ Εὐαγόρας συνεληφθηκαι δύο ἡμέρες ἀργότερα ὁδηγήθηκε στό δικαστήριο μέ τήν κατηγορία ὅτι συμμετέσχε σέ ὀχλαγωγία. Παραμονή τῆς ἐξ ἀναβολῆς παρουσίασής του ἐνώπιόν του Ἄγγλου δικαστῆ, ὁ Εὐαγόρας παίρνει τήν ἀπόφαση νά φύγει γιά τό βουνό, νά γίνει ἀντάρτης γιά τό Φῶς ἤ τόν Θάνατο. Ἀνακοινώνοντας τήν ἀπόφασή του στόν πατέρα του, Μιλτιάδη, θά πάρει τήν ἀπάντηση:
«Παιδί μου, ἐκεῖ πού θά πᾶς πρόσεξε πρό πάντων νά 'σαι τίμιος καί ἠθικός... πήγαινε στήν εὐχή μου!»...


Ἡ ὥρα, ἦταν, περασμένη καί ἡ ἐπιθυμία του νά ἀποχαιρετίσει τούς συμμαθητές του, ὁδηγεῖ τόν ἀθεράπευτο ποιητή νά γράψει ἕνα ποίημα καί νά τό καταλείψει στά ἕδρανα τοῦ σχολείου του. Τήν ἑπόμενη ἡμέρα οἱ συμμαθητές του θά διαβάζουν:
«Παλιοί συμμαθηταί,
Αὐτή τήν ὥρα κάποιος λείπει ἀνάμεσά σας, κάποιος πού φεύγει ἀναζητώντας λίγο ἐλεύθερο ἀέρα, κάποιος πού μπορεῖ νά μή τόν ξαναδεῖτε παρά μόνο νεκρό. Μήν κλάψετε στόν τάφο του, Δέν κάνει νά τόν κλαῖτε. Λίγα λουλούδια τοῦ Μαγιοῦ σκορπᾶτε του στόν τάφο. Τοῦ φτάνει αὐτό ΜΟΝΑΧΑ...

Θά πάρω μίαν ἀνηφοριά
θά πάρω μονοπάτια
νά βρῶ τά σκαλοπάτια
ποῦ πᾶν στή Λευτεριά.

Θ’ ἀφήσω ἀδέλφια συγγενεῖς,
τή μάνα, τόν πατέρα
μές τά λαγκάδια πέρα
καί στίς βουνοπλαγιές.

Ψάχνοντας γιά τή Λευτεριά
θά ‘χῶ παρέα μόνη
κατάλευκο τό χιόνι,
βουνά καί ρεματιές.

Τώρα κι ἄν εἶναι χειμωνιά,
θά ‘ρθεῖ τό καλοκαίρι
τή Λευτεριά νά φέρει
σέ πόλεις καί χωριά.

Θά πάρω μίαν ἀνηφοριά
θά πάρω μονοπάτια
νά βρῶ τά σκαλοπάτια
ποῦ πᾶν στή Λευτεριά.

Τά σκαλοπάτια θ’ ἀνεβῶ,
θά μπῶ σ’ ἕνα παλάτι,
τό ξέρω θάν’ ἀπάτη,
δέν θάν’ ἀληθινό.

Μές τό παλάτι θά γυρνῶ
ὥσπου νά βρῶ τόν θρόνο,
βασίλισσα μία μόνο
νά κάθεται σ’ αὐτό.

Κόρη πανώρια θά τῆς πῶ,
ἄνοιξε τά φτερά σου
καί πάρε μέ κοντά σου,
μονάχα αὐτό ζητῶ.

Γεια σᾶς παλιοί συμμαθηταί.
Τά τελευταία λόγια τά γράφω σήμερα γιά σᾶς.
Κι ὅποιος θελήσει γιά νά βρεῖ
ἕνα χαμένο ἀδελφό, ἕνα παλιό του φίλο,

Ἄς πάρει μίαν ἀνηφοριά
ἄς πάρει μονοπάτια
νά βρεῖ τά σκαλοπάτια
ποῦ πᾶν στή Λευτεριά.

Μέ τήν ἐλευθερία μαζί, μπορεῖ νά βρεῖ καί μένα.
Ἄν ζῶ, θά μ΄ βρεῖ ἐκεῖ.

Εὐαγόρας Παλληκαρίδης»
Ἕνα χρόνο ἀργότερα, ὁ Εὐαγόρας θά συλληφθεῖ κατά τή μεταφορά πυρομαχικῶν καί ὁπλισμοῦ (ἕνα πολυβόλο Μπρέν). Παραπέμφθηκε σέ μία δίκη παρωδία ἀπό τούς κατακτητές. Η θανατική ποινή ἦταν προδεδικασμένη καί δέν διαφοροποιήθηκε παρ’ ὅλο πού τό ὅπλο ἦταν ἀχρησιμοποίητο καί σέ μή ἄμεσα χρησιμοποιήσιμη μορφή (γρασαρισμένο καί ἀποσυναρμολογημένο). Κατά τίς μαρτυρίες ὁ Εὐαγόρας ὑποβλήθηκε σέ διάφορα βασανιστήρια καί σέ ὀρούς τῆς ἀλήθειας, ἀλλά δέν ὑπέκυψε καί δέν ἀποκάλυψε κάποια πληροφορία. Τότε «κατέφυγαν στόν ἐκβιασμό τοῦ πονεμένου γονιοῦ.

Ὁ Τοῦρκος βοηθός ἀστυνόμος τῆς Πάφου ἐκάλεσε τόν Μιλτιάδη στήν Ἀστυνομία. Τόν ἔβαλε νά καθίσει ἀπέναντί του κι ἄρχισε νά τοῦ λέει:

-Ἡ κατηγορία ἐναντίον τοῦ γυιοῦ σου προνοεῖ καταδίκη σέ θάνατο. Νά, καί τό σχετικό διάταγμα τοῦ Κυβερνήτη. Διάβασε τό. Θέλεις νά τοῦ μιλήσεις, γιά νά μᾶς πεῖ κάτι; Ποῦ ἔχουν π.χ. κρύπτη μέ ὄπλα, ποῦ κρύβονται οἱ σύντροφοί του... Ἄν δώσει τέτοιες πληροφορίες, θ’ ἀποφύγει τόν θάνατο... Λοιπόν, θέλεις νά τοῦ μιλήσεις;...

Τινάχτηκε ἀπ’ τή θέση τοῦ ὁ πλατύστερνος Μιλτιάδης. Τέτοιο ἀνοσιούργημα δέν θά τό ’κανε ποτέ, ποτέ!
-Ὄχι, εἶπε. Χίλιες φορές ὄχι. Καί καθώς τά ’λεγε, ἄστραψε ἡ θωριά του.
-Μ’ αὐτές τίς προτάσεις δέν θέλω οὔτε νά δῶ τόν Εὐαγόρα, οὔτε νά τοῦ μιλήσω...

Ἔφυγε γυρίζοντας με ὁλοφάνερη περιφρόνηση την πλάτη στόν πληρωμένο Τοῦρκο.

Φτάνοντας σπίτι, διηγήθηκε τό γεγονός στή μάνα. Τινάχτηκε κι ἐκείνη κι εἶπε:
-Δέ γέννησα ἐγιῶ παιδί, πού θά τό ποῦν προδότη! Χαλάλιν τῆς πατρίδας μου τό γαίμαν τοῦ παιδκιοῦ μου!

Τήν παλληκαριά τῆς οἰκογένειας συμπλήρωσε καί τράνεψε ὁ νεαρός Εὐαγόρας. Πορεύθηκε ἀγέρωχος στή δίκη. Στή δίκη «ὁ Ἄγγλος δικαστής Σῶ διάβασε τό “κατηγορητήριο”. Τελειώνοντας σήκωσε τό κεφάλι, στράφηκε πρός τόν κατηγορούμενο, τόν κοίταξε ἐρευνητικά. Διασταυρώθηκαν τά βλέμματα. Γεμάτο ἀπορία τό βλέμμα τοῦ δικαστοῦ. Ἴσως -ποιός ξέρει;- νά μή πίστευε καί τόσο σέ τούτη τή δίκη. Περήφανο καί γαλήνιο τό βλέμμα τοῦ ἥρωός μας.

-Παραδέχεσαι; τόν ρώτησε ὁ λειτουργός του ἄνομου νόμου.
-Παραδέχομαι, εἶπε ἀπερίφραστα ὁ ἔφηβος.
-Ἔχεις τίποτε νά πεῖς, γιά νά μή καταδικασθεῖς σέ θάνατο; ρώτησε καί πάλι ξερά ὁ δικαστής.
-Γνωρίζω ὅτι θά καταδικασθῶ σέ θάνατο, εἶπε ὁ Εὐαγόρας. Θά μέ κρεμάσετε, τό ξέρω. Ὅ,τι ἔκαμα, τό ἔκαμα σάν Ἕλληνας Κύπριος, πού ζητᾶ τή λευτεριά του. Εὔχομαι νά εἶμαι ὁ τελευταῖος Κύπριος πού θ’ ἀντικρύσει τήν ἀγχόνη. Ζήτω ἡ Ἕνωσις τῆς Κύπρου μέ τή μητέρα Ἑλλάδα! Τίποτε ἄλλο!

Φυσικά ὁ Εὐαγόρας δέν ἄφησε καί πολλά περιθώρια ὑπεράσπισης, ἀφοῦ παρά τίς ὑποδείξεις τῶν δικηγόρων τοῦ παραδέχθηκε ἐνοχή. Ὡς Ἕλληνας Κύπριος... ποῦ ζητᾶ τήν Ἐλευθερίαν του, τόσο ἁπλά, τόσο ἀτόφυια.

Τήν ἑπομένη τῆς καταδίκης του ὅλος ὁ κόσμος ἀρχίζει μία τιτάνια προσπάθεια ἀπό τόν σύμπαντα Ἑλληνισμό σέ Κύπρο, Ἑλλάδα καί ἀλλαχοῦ νά τοῦ ἀπονεμηθεῖ χάρη. Τά βασικά ἐπιχειρήματα ἦταν πώς ἔπρεπε νά σωθεῖ ἡ ζωή ἑνός νέου, ἀλλά καί τό ὅτι οἱ Ἄγγλοι δέν τόν εἶχαν κατηγορήσει γιά ἐκτέλεση ἤ συμμετοχή σέ μάχη, ἀλλά μόνο γιά μεταφορά ὁπλισμοῦ. Ὡστόσο, οἱ ἀποικιοκράτες παραμένουν ἀσυγκίνητοι. Ὁ κυβερνήτης τῆς Κύπρου Χάρτινγκ, ἡ Βρετανική κυβέρνηση καί ἡ βασίλισσα Ἐλισάβετ ἀπορρίπτουν τό αἴτημα.

Παραμονή τῆς ἐκτέλεσης τῆς ποινῆς, οἱ συγγενεῖς ἐπισκέπτονται τόν μελλοθάνατο Εὐαγόρα γιά νά τοῦ δώσουν κουράγιο, ἀλλά τελικά εἶναι ὁ Εὐαγόρας που δίνει θάρρος στούς ἄλλους. Ἀφοῦ συνέστησε στόν πατέρα του νά μή λυπᾶται, τόν παρακάλεσε νά στείλουν μία λαμπάδα στόν Ἄη Γιώργη καί τή μητέρα του νά τή δεῖ καί νά τοῦ φέρει τόν σταυρό τοῦ -τήν ἔσχατή του ἐλπίδα- τόν ὁποῖο τοῦ ἀφαίρεσαν ὅταν τόν συνέλαβαν.

Τήν τελευταία ἡμέρα τοῦ ἥρωα ἦρθαν ξανά νά τόν δοῦν. Δεν τούς ἄφησαν ὅμως νά τόν φιλήσουν γιά στερνή φορά, γιατί ἔτσι ὅριζε ὁ νόμος.
«Μέσα ἀπ’ τά κάγκελα, πίσω ἀπό μία σιδερένια καί ἄλλη μία συρμάτινη πόρτα ὁ Εὐαγόρας. Ἀπ’ ἔξω ἡ μάνα, πατέρας, συγγενεῖς. Τοῦ 'φεραν καί τόν σταυρό καί τόν παρέδωσαν στόν Ἄγγλο ἀξιωματικό, γιά νά τοῦ τόν δώσει. Πάντα χαρούμενος ὁ Εὐαγόρας, ἀφάνταστα ἤρεμος καί γαλήνιος. Άστραψε ὅμως πιό πολύ τώρα τό ἐφηβικό του πρόσωπο καί πεταλούδισαν τά βλέφαρά του, καθώς πέρασε στόν λαιμό τοῦ τό σύμβολο τοῦ θριάμβου. Τώρα θά βγεῖ συντροφιά μαζί του. Θά βαδίσει ἄφοβα πρός τήν ἀθανασία...»

Ἤλπιζε πῶς κάτι θά γινόταν; Ἔτσι εἶπε. Ἀλλά στά τελευταῖα λόγια στήν ἀδερφή τοῦ παράγγελλε:
-Δέν θέλω νά λυπηθεῖτε, ὅ,τι καί νά γίνει.
«Βγῆκαν κάποτε ἀπό τή φυλακή ὁ γέρος κι ἡ γριά μάνα. Οἱ δημοσιογράφοι τούς κύκλωσαν. Βλέπουν τον πατέρα ἀκμαῖο, μ’ ἕνα χαμόγελο ταπεινό καί θριαμβευτικό καί τρίβουν τά μάτια τους. “Τι σόι ἄνθρωποι εἶναι τοῦτοι;” ακούστηκε νά λέει ἀπορημένος ἕνας Ἐγγλέζος δημοσιογράφος. “Φαίνεται πώς ἡ ἑλληνική μυθολογία μέ τούς τίτλους καί τούς ἥρωας δέν εἶναι καθόλου μυθολογία!” “Ἕλληνες!” τ’ ἀπάντησε κάποιος ἄλλος, πού τόν ἔπνιγε ἡ ἀγανάκτηση. “Αλλ’ αὐτή ἡ λέξη δέν μεταφράζεται στ’ ἀγγλικά, κι ἄν μεταφρασθεῖ, δέν θά τήν καταλάβετε!” Ὁ γέρος ἀντί ν’ ἀναλυθεῖ σέ δάκρυα, ἀντί νά πεῖ κάτι ἐπαινετικό γιά τά τελευταία λόγια καί τίς τελευταῖες ἡρωικές στιγμές τοῦ παιδιοῦ του, σταμάτησε. Πῆρε βαθιά ἀνάσα κι ἄρχισε ν’ ἀπαγγέλλει τούτους τούς στίχους, ἐνῶ στό πρόσωπό του καθρεφτιζόταν ὅλο τό μεγαλεῖο της ἀδάμαστης ἑλληνικῆς ψυχῆς:
Τό δέντρον, πού φυτεύτηκεν
’ἐν τζί ἐν ματζιδονήσιν,*
ποῦ θέλει κόπριν τζιαι νερόν
γιά νά καρποφορήσει!
Τά δέντρα πού φυτέψασιν
γιά νά καρποφορήσουν
θέλουν λεβέντικα κορμιά
γαίμαν νά τά ποτίσουν!
(*δέν εἶναι μαϊντανός)

Τίποτε δέν κατάλαβαν οἱ ξένοι δημοσιογράφοι. Ἔμειναν μόνο νά τόν κοιτάζουν ἐκστατικοί. Μα οἱ Ἕλληνες ἔσκυψαν, τοῦ ’σφιξαν τό χέρι, τοῦ τό φίλησαν μέ βαθύ σεβασμό. Αὐτοί κατάλαβαν...»

Ἐμεῖς μήπως καταλάβαμε ἔστω καί κάτι; Ἔστω λάβαμε ἕνα χτύπο τῆς καρδιᾶς τους;

Στά τελευταῖα του λόγια, στό τελευταῖο του γράμμα δηλώνει:
«Θ’ ἀκολουθήσω μέ θάρρος τή μοίρα μου. Ἴσως αὐτό νά ναί τό τελευταῖο μου γράμμα. Μά πάλι δέν πειράζει. Δέν λυπᾶμαι γιά τίποτα. Ἄς χάσω τό κάθε τί. Μία φορά κανείς πεθαίνει. Θά βαδίσω χαρούμενος στήν τελευταία μου κατοικία. Τί σήμερα τί αὔριο; Ὅλοι πεθαίνουν μία μέρα. Εἶναι καλό πράγμα νά πεθαίνει κανείς γιά τήν Ἑλλάδα. Ὥρα 7:30. Ἡ πιό ὄμορφη μέρα τῆς ζωῆς μου. Ἡ πιό ὄμορφη ὥρα. Μή ρωτᾶτε γιατί.»

Λίγες ὧρες ἀργότερα ὁ 18χρονος Εὐαγόρας Παλληκαρίδης, μέ τό βάρος τοῦ ὀνόματος ἑνός ἀρχαίου ἐπαναστάτη βασιλιά τῆς Σαλαμίνος στίς πλάτες του καί μέ τήν παλληκαριά τῆς Ρωμιοσύνης, σήκωσε τόν σταυρό του καί πορεύτηκε τό στερνό ταξίδι πρός τήν ἀγχόνη. Με τήν πίστη στόν Θεό καί μέ τή σκέψη στήν πεντασύλλαβη λέξη, σ’ ἐκείνη γιά τήν ὁποία ἦρθε «ὡς ἐδῶ», στήν «πανώρια κόρη» σ’ «ΕΚΕΙΝΗΝ, τήν ὁποίαν κάθε ἄνθρωπος ἐπιθυμεῖ πιό πολύ ἀπ’ ὅλα», ὅπως ἔγραφε στό τελευταῖο γράμμα του πρός τήν ἀδερφή του. Έτσι ὁλοκλήρωσε ἀκόμη ἕνας ὑπέροχος νέος της Κύπρου τοῦ χθές τήν «πιό ὄμορφη μέρα τῆς ζωῆς του».

Ἡ ἀβάστακτη σύγκριση
Σήμερα, ἐμεῖς στά ἴδια χώματα περπατώντας καί τήν ἴδια λαλιά μιλώντας, μέ τό ἴδιο αἷμα καί τήν ἴδια ἱστορία κουβαλώντας βαυκαλιζόμαστε μέ κούφιες «ἀξίες» τῶν πρόσκαιρων καί τόν ἀνόσιων. Διαγράφουμε βαθμηδόν τίς χθεσινές σελίδες ἀπ’ τό βιβλίο, τίς σελίδες πού ὀφείλαμε νά θυμόμαστε. Βαφτίσαμε αὐτές τίς σελίδες «ἀνεπιθύμητες» καί «ἀκραῖες» καί τίς παραπετάξαμε σέ κάποια γωνιά μίας ξεχασμένης αἴθουσας. Δέν μᾶς κάνουν πιά, δέν πᾶνε μέ τό κίτρινο lifestyle. Ἡ ξανθή του τηλεοπτικοῦ γυαλιοῦ καί ἡ ἄλλη πού ξεγυμνώθηκε μπροστά σ’ ὅλους θεωροῦνται σάν τά μόνα ἄξια λόγου σε μία χώρα πού βούλιαξε στά χρέη, σ’ ἕνα νησί πού ἀντικρίζει καθημερινά τή λαβωματιά του στόν Πενταδάκτυλο, σ' ἕνα ἔθνος πού ἔπαψε νά ἔχει ὅραμα γιά τό μέλλον!

Στενέψαμε τήν ὀπτική μας καί σμικραίνουμε τήν καρδιά μας.Δυσκολευόμαστε νά ἀγαπήσουμε καί νά ἀγαπηθοῦμε χάνοντας τήν πυξίδα μας. Δυσκολευόμαστε νά θυσιάσουμε κάτι, πόσο μᾶλλον νά θυσιαστοῦμε. Είμαστε δεμένοι πισθάγκωνα στό ἐρέβινο κενό. Ἡ νύκτα ἡ δικιά μας σ’ αὐτό τό ψεύτικο κουτί δέν ἔχει ἥλιους, μόνο δίκτυα ἀράχνης πού μᾶς κρατοῦν μακριά ἀπ’ τό φῶς. Στον θάνατον... ἀκαταπαύστως! Πολλοί ἀπό μᾶς θά φύγουν «μία μέρα ἀπό τή ζωή χωρίς νά ἔχουν πάρει καν εἴδηση τί τούς συνέβει...»(Ο. Ἐλύτης: Ἰδιωτική Ὁδός)! Πολύ φοβᾶμαι πολλοί ἀπό μᾶς θά φύγουμε χωρίς νά ἔχουμε καταλάβει τίποτε!

Υ/Γ. Μεταξύ τῆς καταδίκης καί τῆς ἐκτέλεσης τοῦ Εὐαγόρα Παλληκαρίδη μεσολάβησε ἕνας μήνας καί σ’ αὐτόν τόν χρόνο ἔγινε μεγάλη δραστηριοποίηση διεθνῶς καί διαβήματα σέ ξένες χῶρες καί διεθνῆ βήματα γιά νά δοθεῖ χάρη καί νά ἀπαλλαγεῖ ἀπό τή θανατική ποινή ὁ Εὐαγόρας.

«Συγκινοῦνται ὅσοι ἀγαποῦν τήν ἐλευθερία. Ἕνας Ἀμερικανός γερουσιαστής, γοητευμένος ἀπό τήν ἀντρίκια συμπεριφορά τοῦ ἐφήβου, τηλεγράφησε ἱκετευτικά στόν Χάρντινγκ. “Τον υἱοθετώ”, τοῦ ἔλεγε. “Θα τόν στείλω ἐδῶ γιά ἀνώτερες σπουδές.” Ἀλλά ὁ Κυβερνήτης μέ ὕπουλη διπλωματικότητα ἀπέρριψε τήν ἀνθρωπιστική πρόταση.

Εὐτυχῶς, Χάρντινγκ! Ὁ Εὐαγόρας Παλληκαρίδης θά μείνει στήν αἰωνιότητα ὡς ἕνας ἐραστής τῆς Ἐλευθερίας, ὀραματιστής καί ἥρωας καί ὄχι σάν ἕνας σπουδασμένος, «ἐπιτυχημένος» καί βολεμένος «πρώην ἀγωνιστής»!
Βασικές πηγές:
(α) Νικόλαος Π. Βασιλειάδης (1995), Ἐθνομάρτυρες τοῦ Κυπριακοῦ Ἔπους: 1955-59, Σωτήρ, Ἀθήνα, σ. 149-158.
(β) Βικιπαίδεια, λήμμα Ευαγορας Παλληκαρίδης(http://el.wikipedia.org/wiki/Εὐαγόρας_Παλληκαρίδης)

Σχετικά βίντεο καί τραγούδια:
(α) Ἡ πιό ὄμορφη ὥρα, Εὐαγόρας Παλληκαρίδης (ταινία τοῦ Παιδαγωγικοῦ Ἰνστιτούτου Κύπρου)
(β) Εὐαγόρας Παλληκαρίδης (ἀπόσπασμα ἀφιερώματος τοῦ ΡΙΚ)
(γ) Θά πάρω μίαν ἀνηφορά (μελοποιημένη ποίηση Ε. Παλληκαρίδη)
(δ) Ὅποιον πάρει (μελοποιημένη ποίηση Ε. Παλληκαρίδη)
(ε) Ἡρώων γή (μελοποιημένη ποίηση Ε. Παλληκαρίδη)
(στ) Τῶν ἀθανάτων (μελοποιημένη ποίηση Ε. Παλληκαρίδη)
(ζ) Τοῦ Βαγορή (τραγούδι στήν κυπριακή διάλεκτο γιά τόν Εὐαγόρα Παλληκαρίδη)

ΕΡΕΤΙΚΟΝ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΚΑΝΤΕ ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ ΤΟΥ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟΥ ΜΑΣ.