6 Φεβ 2010

Κυριακή της Ἀπόκρεω (Μάτθ. 25, 31-46) κατά τόν Ἅγιο Χρυσόστομο


Τό αὐριανό Εὐαγγέλιο μᾶς μιλάει γιά τήν ἡμέρα τῆς μελλούσης κρίσεως.
Ποιός καλύτερος καί ἀσφαλέστερος τρόπος ἑρμηνείας, ἀπό τό νά ἀφήσουμε νά μιλήσουν καί νά ἑρμηνεύσουν οἱ ἅγιοί της ἐκκλησίας μας;
Γράφει ὁ Ἅγιος Χρυσόστομος:
“Με ποιούς λοιπόν ὀφθαλμούς θά ἴδωμεν τόν Χριστόν; Διότι ἐάν δέν μπορεῖ νά δεῖ κανείς τόν πατέρα του, συναισθανόμενος ὅτι ἔσφαλε ἀπέναντί του, Ἐκεῖνον ποῦ εἶναι ἀπείρως πραότερος ἀπό τόν Πατέρα πῶς θά τόν ἀτενίσουμε τότε; Πῶς θά τόν ὑποφέρουμε; Διότι θά παραστοῦμε εἰς τό βῆμα τοῦ Χριστοῦ καί θά γίνη λεπτομερής ἐξέταση ὅλων.”
Παρακάτω, παραθέτουμε τά σχόλια τοῦ Ἁγίου Ἰωάννη Χρυσοστόμου γιά τό σημερινό Εὐαγγέλιο, ὅπως καταγράφονται στόν 12ον τόμο τῆς ἔκδοσης “Ἕλληνες Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας”, στήν ΟΘ' ὁμιλία του.

*****

«“Όταν δέ ἔλθη ὁ Υἱός τοῦ ἀνθρώπου μέ ὅλην τήν δόξαν τοῦ Πατρός του καί ὅλοι οἱ ἄγγελοι μαζί Του, τότε θά καθίση εἰς τόν θρόνον τῆς δόξης του καί θά χωρίση τά πρόβατα ἀπό τά ἐρίφια καί τούς μέν πρώτους θά τούς ἐπιδοκιμάση, διότι ὅταν ἐπεινοῦσε τόν ἔθρεψαν, ὅταν ἐδιψοῦσε τόν ἐπότισαν, ὅταν ἦτο ξένος τόν περιεμάζεψαν, ὅταν ἦτο γυμνός τόν ἐνέδυσαν, ὅταν ἦτο ἀσθενής τόν ἐπεσκέφθησαν καί ὅταν εὐρίσκετο εἰς τήν φυλακήν ἐπῆγαν καί τόν εἶδαν, καί θά δώση τήν βασιλείαν Τοῦ εἰς αὐτούς. Τούς ἄλλους δέ οἱ ὁποῖοι ἔκαναν τά ἀντίθετα, θά τούς ἀποδοκιμάση καί θά τούς στείλη εἰς τό αἰώνιον πῦρ, πού εἶναι ἑτοιμασμένον διά τόν διάβολον καί τούς ἀγγέλους τού”.
Τήν περικοπή αὐτή τήν τόσο εὐχάριστη, στήν ὁποίαν δέν παραλείπομε διαρκῶς νά ἐπανερχόμαστε, καί μέ τήν ὁποίαν, ὡς τελευταία, περαίνεται πολύ ὀρθῶς ὁ λόγος, ἄς τήν ἀκούσουμε μέ κάθε προσοχή καί κατάνυξη. Διότι εἰς αὐτήν γίνεται πολύς λόγος περί φιλανθρωπίας καί ἐλεημοσύνης. Δί' αὐτό καί εἰς τά προηγούμενα μίλησε περί αὐτῆς κατά διαφόρους τρόπους, καί ἐδῶ κάπως σαφέστερα καί ἐντονώτερα, ἀναφέρων ὄχι δύο ἤ τρία πρόσωπα μόνον, ἀλλά ὁλόκληρον τήν οἰκουμένην• μολονότι εἰς τήν πραγματικότητα καί οἱ προηγούμενες περικοπές, αἵ ὁποῖες ἀνέφεραν δύο πρόσωπα, δέν ἐννοοῦσαν δύο πρόσωπα, ἀλλά δύο κατηγορίας ἀνθρώπων, ἐκ τῶν ὁποίων ἡ μία παράκουε, ἡ δέ ἄλλη ὑπάκουε.
Ἐδῶ ὅμως χρησιμοποιεῖ τόν λόγον πιό φρικώδη καί διαυγῆ. Δί' αὐτό καί δέν λέγει• “ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ ὁμοιάζει”, ἀλλά φανερά δείχνει τόν ἑαυτόν Τοῦ λέγων• “ὅταν δέ ἔλθη ὁ Υἱός τοῦ ἀνθρώπου ἐν τή δόξη αὐτού”. Διότι τώρα ἦλθε περιφρονημένος, ἦλθε μέσα εἰς ὕβρεις καί προσβολές. Τότε ὅμως θά κάθεται εἰς τόν ἔνδοξον θρόνο Του. Καί μάλιστα τονίζει ἰδιαιτέρως τήν δόξαν. Διότι, ἐπειδή ἦτο κοντά ἡ σταύρωση, ἡ ὁποία ἐθεωρεῖτο ἀτιμωτική, δί' αὐτό ἀνυψώνει τόν ἀκροατή καί θέτει ὑπ' ὄψιν τοῦ τό δικαστήριο καί παρουσιάζει γύρω ἀπό αὐτό ὁλόκληρον τήν οἰκουμένην. Καί δέν κάμνει τόν λόγον τρομερό μόνον μέ τόν τρόπον αὐτόν, ἀλλά καί μέ τό νά παρουσιάζει τούς οὐρανούς νά ἀδειάζουν. Διότι ὅλοι οἱ ἄγγελοι θά παρευρίσκονται μαζί του, λέγει, καί θά μαρτυροῦν ὅσα ἔκαναν, ὅταν στελλόταν ἀπό τόν Δεσπότην διά τήν σωτηρίαν τῶν ἀνθρώπων.
Ἀλλά καί ἀπό παντοῦ θά εἶναι φρικτή ἡ ἡμέρα ἐκείνη. Ἔπειτα “θά συναχθούν”, λέγει, “ὅλα τά ἔθνη”, δηλαδή ὁλόκληρον τό ἀνθρώπινον γένος, “καί θά διαχωρίσει τούς μέν ἀπό τούς δέ, ὅπως ὁ βοσκός τά προβατα”. Διότι τώρα δέν εἶναι χωρισμένοι, ἀλλά ἀνακατεμένοι ὅλοι. Ὁ χωρισμός θά γίνη τότε μέ κάθε ἀκρίβεια. Καί στήν ἀρχή τούς διαιρεῖ καί τούς φανερώνει ἀπό τόν τόπο στόν ὁποῖον τούς τοποθετεῖ• ἔπειτα ὅμως καί ἀπό τά ὀνόματα πού τούς δίνει δείχνει τήν διαγωγή τοῦ καθενός, ὀνομάζοντάς τους, τούς μέν ἐρίφια, τούς δέ πρόβατα, διά νά φανερώσει τήν ἀκαρπία τους, διότι κανένας καρπός δέν θά μποροῦσε νά γίνει ἀπό τά ἐρίφια, καί τήν μεγάλη καρποφορία τῶν ἄλλων, διότι τά ἔσοδα τῶν προβάτων εἶναι πολλά καί ἀπό τό ἔριο καί ἀπό τό γάλα καί ἀπό αὐτά πού γεννοῦν, ἀπό τά ὁποία τά ἐρίφια δέν προσφέρουν τίποτε. Ἀλλά τά μέν ἄλογα ζῶα ἀπό τήν φύσιν τούς ἔχουν τήν ἀκαρπία ἤ τήν καρποφορία, ἐνῶ ἐκεῖνοι κατ' ἐλευθέρα ἐκλογή. Δί' αὐτό καί ἐκεῖνοι μέν τιμωροῦνται, αὐτοί δέ βραβεύονται.
Καί δέν τούς τιμωρεῖ ἀπό τήν ἀρχή, μέχρις ὅτου τούς δικάσει. Δί' αὐτό ἀφοῦ τούς τοποθετήσει στή θέση τους, ἀπαγγέλλει τά ἁμαρτήματά τους. Ἐκεῖνοι βεβαίως ἀπολογοῦνται μέ καλωσύνη, ἀλλά αὐτό σέ τίποτε δέν τούς ὠφελεῖ, καί πολύ ὀρθῶς. Διότι παρέλειψαν τόσον σημαντικό πράγμα. Διότι καί οἱ προφῆται ἐπάνω καί κάτω τό κήρυτταν, ὅτι “ἔλεον θέλω καί οὐ θυσίαν”, καί ὁ νομοθέτης μέ ὅλα εἰς αὐτό προέτρεπε, καί μέ τά λόγια καί μέ τά ἔργα, καί ἡ ἴδια ἡ φύση αὐτό δίδασκε.
Πρόσεξε δέ ὅτι αὐτοί δέν στεροῦνται μόνον ἕνα καί δύο, ἀλλά ὅλα. Διότι ὄχι μόνον δέν τόν ἔθρεψαν ὅταν πεινοῦσε, οὔτε τόν ἐνέδυσαν ὅταν ἦτο γυμνός, ἀλλά οὔτε τόν ἐπεσκέφθησαν ὅταν ἦτο ἄρρωστος, πράγμα πού ἦταν εὐκολώτερο. Καί παρατήρησε πόσον εὔκολα πράγματα ἐντέλλεται. Δέν εἶπεν ἤμουν εἰς τήν φυλακή καί μέ ἀπελευθερώσατε, ἤμουν ἄρρωστος καί μέ θεραπεύσατε• ἀλλά “ἐπισκέψασθε μέ” καί “ἤλθετε πρός μέ”. Ἐπίσης, οὔτε ὅταν πεινοῦσε εἶχε μεγάλες ἀπαιτήσεις. Διότι δέν ζητοῦσε πολυτελῆ τράπεζα, ἀλλά μόνον τήν ἀπαραίτητη καί ἀναγκαία τροφή, καί τήν ζητοῦσε μέ τή μορφή ἰκέτου. Ὥστε ὅλα εἶναι ἀρκετά διά νά τούς καταδικάσουν• τό ἁπλοῦν αἴτημα, διότι ἦτο ἄρτος• ἡ ἀξιολύπητος ἐμφάνιση ἐκείνου πού ζητοῦσε, διότι ἦτο πτωχός• ἡ συμπάθεια τῆς φύσεώς του, διότι ἦτο ἄνθρωπος• ἡ περιπόθητος ὑπόσχεση, διότι ὑπεσχέθη βασιλεία• ἡ φοβερά τιμωρία, διότι ἀπείλησε μέ γέεννα τοῦ πυρός• τό ἀξίωμα αὐτοῦ πού τό ἔπαιρνε, διότι ἦτο Θεός ἐκεῖνος πού τό ἔπαιρνε διά τούς πτωχούς• ἡ μεγάλη τιμή, διότι καταδέχθηκε νά ταπεινωθεῖ τόσον πολύ• τό δίκαιό της χορηγήσεως, διότι ἀπό τά ἰδικά Τοῦ ἔπαιρνε.
Ἀλλά πρός ὅλα αὐτά ἡ φιλαργυρία τύφλωσε καθ' ὁλοκληρίαν ἐκείνους πού τούς κυρίευσε καί αὐτό ἐνῶ ὑπῆρχε τόση ἀπειλῆ. Διότι καί πιό ἐπάνω λέγει, ὅτι ὅσοι δέν δέχονται τούς πτωχούς θά ὑποστοῦν χειρότερα ἀπό τά Σόδομα, καί ἐδῶ λέγει• “Ἐφ' ὅσον δέν τά κάνατε εἰς ἕναν ἀπό αὐτούς τούς ἀσήμαντους ἀδελφούς μου, οὔτε εἰς ἐμένα δέν τά κάνατε”. Τί λέγεις; εἶναι ἀδελφοί σου• πῶς λοιπόν τούς ἀποκαλεῖς ἐλαχίστους; Διότι ἀκριβῶς δί' αὐτό εἶναι ἀδελφοί, ἐπειδή εἶναι ταπεινοί, ἐπειδή εἶναι πτωχοί, ἐπειδή εἶναι περιφρονημένοι. Διότι αὐτούς κατ' ἐξοχήν καλεῖ νά κάμει ἀδελφούς, τούς ἀφανεῖς, τούς περιφρονημένους. Δέν ἐννοεῖ μόνον τούς μοναχούς καί ἐκείνους πού κατέφυγαν εἰς τά ὅρη, ἀλλά κάθε πιστό. Καί ἄν εἶναι κοσμικός, ἀλλά εἶναι πεινασμένος καί λιμοκτονεῖ, καί γυμνός καί ξένος, θέλει νά ἀπολαύσει καί αὐτός κάθε φροντίδα. Διότι τόν κάμνει ἀδελφόν τό βάπτισμα καί ἡ συμμετοχή εἰς τά θεία μυστήρια.
Ἔπειτα, διά νά δεῖς καί ἀπό ἄλλην πλευρά ὅτι ἡ ἀπόφαση εἶναι δίκαια, ἐπαινεῖ κατ' ἀρχήν τούς δικαίους καί λέγει• “Ἐλᾶτε, οἱ εὐλογημένοι τοῦ Πατρός μου, κληρονομήσατε τήν βασιλείαν, ἡ ὁποία εἶναι ἑτοιμασμένη δί' ἐσᾶς ἀπό τόν καιρόν τῆς δημιουργίας, διότι ὅταν πείνασά μου δώσατε νά φάγω”, καί ὅλα τά παρακάτω. Διότι, διά νά μή ἰσχυρίζονται οἱ ἁμαρτωλοί ὅτι “δέν εἴχαμε”, τούς καταδικάζει μέ τούς συνανθρώπους τῶν. Ὅπως καταδίκασε τάς παρθένους μέ τάς ἄλλες παρθένους καί τόν δοῦλον ὁ ὁποῖος ἐμέθυε καί ἔτρωγε ὑπερβολικά, μέ τόν πιστό δοῦλον, καί ἐκεῖνον πού καταχωνίασε τό τάλαντο, μέ τούς ἄλλους πού ἀπέδωσαν τά διπλά, καταδικάζει καί καθένα ἀπό τούς ἁμαρτωλούς μέ τούς δικαίους. Καί αὐτή ἡ σύγκριση ἄλλοτε μέν γίνεται μέ ἴσα κριτήρια, ὅπως ἐδῶ καί εἰς τάς παρθένους, ἄλλοτε δέ καί μέ περισσότερα, ὅπως ὅταν λέγει• “Θά σηκωθοῦν οἱ Νινευίτες καί θά κρίνουν τήν γενεάν αὐτήν, διότι ἐπίστευσαν εἰς τό κήρυγμα τοῦ Ἰωνά• ἐνῶ ἐδῶ πρόκειται διά κάτι μεγαλύτερο ἀπό τόν Ἰωνά”, καί “Ἡ βασίλισσα τοῦ νότου θά κρίνη τήν γενεάν αὐτήν, διότι ἦλθε νά ἀκούσει τήν σοφίαν Σολομῶντος, ἐνῶ ἐδῶ πρόκειται διά κάτι πολύ μεγαλύτερο ἀπό τόν Σολομώντα”. Καί διά τά ἴσα κριτήρια πάλιν λέγει, ὅτι “αὐτοί θά γίνουν κριτές σας”, ἐνῶ διά τά περισσότερα• “δέν γνωρίζετε ὅτι θά κρίνουμε ἀγγέλους; Πόσον μᾶλλον κοσμικές ὑποθέσεις”.
Καί ἐδῶ μέν τούς κρίνει μέ ἴσα κριτήρια• διότι ἀντιπαραβάλλει τούς πλουσίους μέ πλουσίους καί τούς πτωχούς μέ πτωχούς. Ἀλλά δέν δείχνει μόνον μέ τόν τρόπον αὐτόν ὅτι ἡ ἀπόφαση εἶναι δικαία, μέ τό ὅτι δηλαδή οἱ συνάνθρωποι τῶν κατόρθωσαν τήν ἀρετή ἐνῶ εὐρίσκοντο στήν ἴδια μέ ἐκείνους κατάσταση, ἀλλά καί μέ τό ὅτι δέν ἔδειξαν ὑπακοή οὔτε εἰς αὐτά, εἰς τά ὁποία δέν ἀποτελοῦσε κώλυμα ἡ πενία• ὅπως τό νά δώσουν ὕδωρ εἰς τόν διψασμένο, νά ἰδοῦν τόν φυλακισμένο, νά ἐπισκεφθοῦν τόν ἄρρωστο. Ἀφοῦ δέ ἐγκωμίασε τούς δικαίους, δείχνει ὅτι ἡ πρός αὐτούς ἀγάπη προήρχετο ἄνωθεν. Διότι λέγει• “ἐλᾶτε οἱ εὐλογημένοι τοῦ Πατρός μου, κληρονομήσατε τήν βασιλείαν πού εἶναι ἑτοιμασμένη δί' ἐσᾶς ἀπό τόν καιρόν τῆς δημιουργίας”. Μέ πόσα ἀγαθά εἶναι ἰσάξιος ὁ χαρακτηρισμός αὐτός, ὅτι εἶναι εὐλογημένοι, καί μάλιστα εὐλογημένοι ἀπό τόν Πατέρα;
Καί ἀπό ποῦ ἀξιώθηκαν τόσον μεγάλης τιμῆς; Ποιά ἦτο ἡ αἰτία; “Πείνασα καί μοῦ δώσατε νά φάγω• δίψασα καί μέ ποτίσατε” καί τά ἑξῆς. Πόσην τιμήν δηλώνουν τά λόγια αὐτά καί πόσην μακαριότητα; Καί δέν εἶπε λάβετε, ἀλλά “κληρονομήσατε”, ὡς οἰκογενειακά, ὡς πατρικά, ὡς ἰδικά σας, ὡς κάτι πού σᾶς ὀφείλεται ἀπό παλαιά. Διότι πρίν ἀκόμη γεννηθεῖτε, λέγει, αὐτά εἶχαν ἑτοιμασθεῖ καί τακτοποιηθεῖ πρός χάρη σας, ἐπειδή γνώριζα ὅτι θά γίνετε δίκαιοι. Καί ἀντί ποιῶν πραγμάτων λαμβάνουν τόσα πολλά; Ἀντί στέγης, ἀντί ἱματίου, ἀντί ἄρτου, ἀντί ψυχροῦ ὕδατος, ἀντί ἐπισκέψεως, ἀντί εἰσόδου εἰς τήν φυλακή. Ὅτι δηλαδή ἦτο ἀναγκαῖο εἰς κάθε περίσταση. Ὑπάρχουν δέ περιπτώσεις, πού οὔτε ἀνάγκη ὑπῆρχε. Διότι, ὅπως εἶπα, οὔτε ὁ ἄρρωστος, οὔτε ὁ φυλακισμένος ἐπιθυμοῦν μόνον αὐτό, ἀλλά ὁ μέν ἕνας νά ἀποφυλακισθεῖ, ὁ δέ ἄλλος νά ἀπαλλαγῆ ἀπό τήν ἀσθένειαν. Ἀλλά αὐτός, ἐπειδή εἶναι καλοσυνάτος, ζητά ὅ, τί εἶναι δυνατό• ζητά μάλιστα καί ἀπό αὐτά πού εἶναι δυνατό νά γίνουν λιγώτερα, ἀφήνοντας εἰς ἠμᾶς νά φιλοτιμηθοῦμε διά περισσότερα.
Εἰς ἐκείνους δέ λέγει• “Φύγετε ἀπό κοντά μου, καταραμένοι” ὄχι πλέον ἀπό τόν Πατέρα• διότι δέν τούς καταράστηκε Αὐτός, ἀλλά τά ἰδικά τούς ἔργα• “εἰς τό πῦρ τό αἰώνιον, πού εἶναι ἐτοιμασμένο”, ὄχι δί' ἐσᾶς, ἀλλά “διά τόν διάβολο καί τούς ἀγγέλους τού”. Διότι, ὅταν μέν μιλοῦσε περί τῆς βασιλείας λέγων “ἐλᾶτε, κληρονομήσατε τήν βασιλείαν”, πρόσθεσε• “πού εἶναι ἑτοιμασμένη δί' ἐσᾶς ἀπό τόν καιρόν τῆς δημιουργίας”. Ὅταν ὅμως ὁμιλεῖ περί τοῦ πυρός, δέν λέγει τό ἴδιο, ἀλλά “πού εἶναι ἑτοιμασμένο διά τόν διαβολο”. Διότι ἐγώ τήν μέν βασιλείαν τήν ἑτοίμασα πρός χάριν σας, τό δέ πῦρ ὄχι δί' ἐσᾶς, ἀλλά “διά τόν διάβολο καί τούς ἀγγέλους τού”. Ἐπειδή ὅμως σεῖς περιελάβατε καί τούς ἑαυτούς σας, ὑπολογίζετε καί τούς ἑαυτούς σας.
Ὄχι μόνον δέ μέ αὐτά, ἀλλά καί μέ ὅσα λέγει παρακάτω, ὡσάν τρόπον τινά νά ἀπολογεῖται εἰς αὐτούς ἐκθέτει καί τίς αἰτίες, “διότι πείνασα καί μοῦ δώσατε νά φάγω”. Διότι καί ἐχθρός ἐάν ἦτο αὐτός πού προσῆλθε, δέν εἶναι ἀρκετά τά παθήματά του, ἡ πείνα, τό ψύχος, τά δεσμά, ἡ γύμνια, ἡ ἀρρώστια, τό γεγονός ὅτι γυρίζει ἄστεγος παντοῦ, νά κάμψουν καί νά συντρίψουν καί αὐτόν τόν ἄσπλαχνο; Διότι αὐτά εἶναι εἰς θέση καί τήν ἔχθρα νά παύσουν. Ἀλλά σεῖς δέν τά κάνατε οὔτε εἰς φίλο, ὁ ὁποῖος ἦτο καί φίλος καί εὐεργέτης καί Δεσπότης. Καί σκύλον ἀκόμη ἄν δοῦμε νά πεινᾶ, συχνά λυγίζομε• καί θηρίο ἄν δοῦμε, καμπτόμαστε• σύ δέ βλέπων τόν Δεσπότην δέν κάμπτεσαι; Καί ποῦ εἶναι αὐτά ἄξια ἀπολογίας; Διότι καί μόνον αὐτό ἄν συμβαίνει, δέν εἶναι ἀρκετόν δί' ἀνάλογο ἀνταμοιβή; Παραλείπω τό νά ἀκούσης μίαν τέτοιαν φωνή μπροστά εἰς ὁλόκληρον τήν οἰκουμένην ἀπό Ἐκεῖνον πού κάθεται εἰς τόν θρόνο τοῦ Πατρός Του καί νά κερδίσεις τήν βασιλείαν• ἀλλά αὐτό τό γεγονός ὅτι ἐργάσθηκες δέν εἶναι ἀρκετόν νά σέ ἀνταμείψει;
Τώρα ὅμως καί ἐπί παρουσία τῆς οἰκουμένης καί ἐνῶ φαίνεται ἡ ἄρρητη ἐκείνη δόξα, σέ ἀνακηρύσσει καί σέ στεφανώνει καί σέ ἀναγνωρίζει ὡς τόν κατ' ἐξοχήν τροφέα καί ξενοδόχο• καί δέν ἐντρέπεται λέγων αὐτά, διά νά σού κάμει λαμπρότερη τήν τιμή. Δία τοῦτο λοιπόν καί αὐτοί δικαίως τιμωροῦνται καί ἐκεῖνοι βραβεύονται, κατά χάριν. Διότι καί ἄν ἀκόμη ἔχουν κάνει ἄπειρα καλά, πάλιν κατά χάριν γίνεται ἡ τιμητική διάκριση, ἀφοῦ ἀντί τόσον μικρῶν καί εὐτελῶν πραγμάτων, τούς δίδεται τόσος οὐρανός καί βασιλεία καί τόσον μεγάλη τιμή».
Ἡ ἡμέρα τῆς Κρίσεως θά ἔρθει καί θά σταθοῦμε ἐνώπιόν του Κυρίου. Ποῦ θά ἀνήκουμε ὅμως; Στά πρόβατα ἤ στά ἐρίφια; Θά μᾶς βάλει στά δεξιά Του ἤ στά ἀριστερά Του;
Παραθέτουμε τά λόγια του Ἁγίου Ἀντωνίου, ὁ ὁποῖος μᾶς συμβουλεύει τά ἑξῆς:
“Για νά μήν πέφτουμε σέ ἀμέλεια καί ἀφήνουμε τήν ἄσκηση, καλό εἶναι νά μελετᾶμε πάντα τόν ἀποστολικό λόγο: «Καθ' ἡμέραν ἀποθνήσκω» (Ἅ' Κόρ. 15:31). Γιατί ἄν ἔτσι ζοῦμε κι ἐμεῖς, μέ καθημερινή δηλαδή τήν αἴσθηση τοῦ θανάτου, δέν θ' ἁμαρτήσουμε.
Αὐτό ποῦ λέω, σημαίνει τοῦτο: Κάθε πρωί ποῦ ξυπνᾶμε, (νά πιστεύουμε πῶς δέν θά ζήσουμε μέχρι τό βράδυ. Καί ὅταν πέφτουμε γιά ὕπνο,) νά πιστεύουμε πῶς δέν θά σηκωθοῦμε. Γιατί εἶναι ἄγνωστη, φυσικά, ἤ διάρκεια τῆς ζωῆς μας καί μετριέται καθημερινά ἀπό τή θεία πρόνοια. Ἄν λοιπόν εἴμαστε ἔτσι τοποθετημένοι ἐσωτερικά, οὔτε θ' ἁμαρτήσουμε οὔτε καμιά κακή ἐπιθυμία θά ἔχουμε οὔτε θά ὀργιστοῦμε ἐναντίον κανενός οὔτε θά μαζέψουμε θησαυρούς πάνω στή γῆ.
Ἀλλά, περιμένοντας καθημερινά τό θάνατο, θά γίνουμε φτωχοί, καί σέ ὅλους θά τά συγχωροῦμε ὅλα. Μά οὔτε καί γυναίκα θά ποθήσουμε οὔτε κάποιας ἄλλης αἰσχρῆς ἡδονῆς τήν ἀπόλαυση θά κυνηγήσουμε, ἀλλά, σάν φευγαλέα ποῦ εἶναι, θά τή σιχαθοῦμε, ζώντας συνεχῶς μέ τήν ἀγωνία (τῆς φρικτῆς ἀπολογίας μας) καί ἔχοντας μπροστά στά μάτια μας τήν μέρα τῆς κρίσεως τοῦ Θεοῦ καί τοῦτο γιατί ὁ μεγάλος φόβος καί ἤ ταλαιπωρία τῶν βασάνων διαλύει τή γλυκύτητα τῆς ἡδονῆς καί ἀνασταίνει τήν ψυχή ὅταν ἀρχίσει νά πέφτει.”
Ἄς προσέχουμε ἀδελφοί τόν Κύριο καί τόν πλησίον μας, ἄς πεθαίνουμε κάθε μέρα γιά νά ζήσουμε αἰώνια καί νά σταθοῦμε ἄξιοι ἐνώπιόν του φοβεροῦ βήματος τοῦ Κυρίου.
Κλείνουμε μέ τόν Ἅγιο Χρυσόστομο, ὁ ὁποῖος μᾶς προτρέπει:
«Ἄς γίνουμε λοιπόν νήπια ὡς πρός τήν κακία καί ἀφοῦ ἀποφύγουμε τήν πονηρία, ἄς ἐπιδιώξουμε τήν ἀρετήν, διά νά ἐπιτύχουμε καί τά αἰώνια ἀγαθά μέ τήν χάριν καί φιλανθρωπία τοῦ Κυρίου μᾶς Ἰησοῦ Χριστοῦ, εἰς τόν ὁποῖον ἀνήκει ἡ δόξα καί ἡ δύναμις εἰς τούς αἰώνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.»
ΑΚΤΙΝΕΣ
ΑΝΔΡΕΑΣ ΠΑΥΛΟΣ ΠΑΠΑΝΔΡΕΟΥ



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΚΑΝΤΕ ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ ΤΟΥ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟΥ ΜΑΣ.