Μετὰ τὴ λήξη κάθε σύγκρουσης λέγεται ὅτι τὴν Ἱστορία τὴν γράφουν οἱ νικητές. Ὡστόσο γιὰ τοὺς Χριστιανοὺς ἰσχύει το: «Γνώσεσθε τὴν ἀλήθεια καὶ ἡ ἀλήθεια ἐλευθερώσει ὑμᾶς», (Ἰω. η΄ 32). Ἡ ἀναζήτηση τῆς πραγματικῆς διάστασης τῶν γεγονότων στρέφει τὴν προσοχή μας σὲ μία δύσκολη ἐποχὴ ποὺ ἔζησε ὁ Ἑλληνισμὸς στὰ «Νοεμβριανὰ τοῦ 1916».
Ἔπειτα ἀπὸ τὴ λήξη τῶν νικηφόρων Βαλκανικῶν Πολέμων ἡ Ἑλλάδα ζοῦσε μεγάλες καὶ εὐφρόσυνες στιγμές. Δυστυχῶς, ἡ ἔναρξη τοῦ Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου μεταξὺ τῶν δυνάμεων τῆς Ἀντὰντ (Ἀγγλία, Ρωσία, Γαλλία) καὶ τῶν Κεντρικῶν Αὐτοκρατοριῶν (Αὐστροουγγαρία, Γερμανία) ἀνέτρεψε τὰ πάντα, ἐνῷ ἀκολούθησε ὁ ἐθνικὸς διχασμὸς μὲ τὶς ὀλέθριες συνέπειές του. Μὲ βάση τοὺς ἀρχικοὺς συσχετισμούς, (Αὔγουστος 1914), μὲ σύμφωνη γνώμη Βασιλιᾶ... Κωνσταντίνου Α΄ καὶ Πρωθυπουργοῦ Ἐλ. Βενιζέλου, προτάθηκε στὶς δυνάμεις τῆς Ἀντὰντ ἡ συμμαχία τῆς Ἑλλάδος στὶς 5/18 Αὐγούστου 1914. Ὅμως τὸ ἑλληνικὸ διάβημα ἀπορρίφθηκε διότι ἡ Ἀντὰντ εἶχε βάλει στόχο νὰ προσεταιριστεῖ τὴ Βουλγαρία. Ἡ σύμπνοια Κωνσταντίνου καὶ Βενιζέλου δὲν κράτησε γιὰ πολὺ καθὼς οἱ Ἀγγλογάλλοι ποὺ ἠττούνταν στὰ πεδία τῶν μαχῶν, προσπάθησαν νὰ παρασύρουν τὴν Ἑλλάδα στὸν πόλεμο μὲ ἀόριστες ὑποσχέσεις. Τὴν ἴδια περίοδο τὸ Βερολῖνο δεσμεύτηκε γραπτῶς γιὰ τὰ ὀφέλη, τὰ ὁποῖα θὰ ἀπεκόμιζε ἡ Ἑλλάδα, ἐὰν παρέμενε οὐδέτερη.
Ὑπὸ αὐτὲς τὶς συνθῆκες, οἱ ἀνώτεροι στρατιωτικοὶ κύκλοι, ἀρκετοὶ πολιτικοὶ καὶ ὁ Ἀνώτατος Ἄρχοντας τῆς Χώρας, Βασιλιᾶς Κωνσταντῖνος Α΄ δὲν δέχθηκαν νὰ συναινέσουν στὴν συμμετοχὴ τῆς χώρας σὲ μία σύρραξη, λαμβάνουσα ὅλο καὶ μεγαλύτερες διαστάσεις, δίχως νὰ ὑπάρχουν γραπτῶς οἱ ὅροι καὶ οἱ προϋποθέσεις ὑπὸ τὶς ὁποῖες αὐτὴ θὰ διεξαγόταν, καθὼς καὶ τὰ μεταπολεμικὰ ὀφέλη τῆς Ἑλλάδος. Ἀντιθέτως, ὁ Βενιζέλος ἀξίωνε τὴν ἐμπλοκὴ τῆς χώρας στὸν πόλεμο τὸ ταχύτερο δυνατόν, ἀκόμα καὶ ἄνευ ὅρων, θεωρῶντας τὸν μοναδικὴ εὐκαιρία πραγματώσεως τῶν ὁραμάτων τοῦ ἑλληνισμοῦ, καθὼς ἐμπιστευόταν τὸ «καλό του ἄστρο», ὅπως ἔλεγε χαρακτηριστικά. Αὐτὴ ἡ διάσταση τῶν ἀπόψεων ποὺ διαπέρασε ἀπὸ τὴν κορυφὴ μέχρι τὴν βάση τῆς ἑλληνικῆς κοινωνίας προκάλεσε τὸν «ἐθνικὸ διχασμό». Μὲ ψυχρὴ ἀνάγνωση τῶν γεγονότων ἀπὸ τὶς ἱστορικὲς πηγὲς διαπιστώνεται ὅτι ἡ ἐθνικὴ κυριαρχία τοῦ Βασιλείου τῆς Ἑλλάδος καταλύθηκε, τὸ Σύνταγμα παραβιάστηκε, μεγάλα τμήματα τῆς ἑλληνικῆς ἐπικράτειας κατελήφθησαν ἀπὸ τὶς δυνάμεις των Ἀγγλογάλλων, οἱ ὁποῖες συμπεριφέρθησαν στὴν Ἑλλάδα σὰν νὰ ἦταν ὑποτελής τους χώρα. Ἀναλυτικότερα τὰ γεγονότα ἐξελίχθηκαν ὡς ἀκολούθως.
Στὶς 17/30 Αὐγούστου 1916 ξέσπασε στὴ Θεσσαλονίκη στασιαστικὸ στρατιωτικὸ κίνημα ἀπὸ βενιζελικοὺς ἀξιωματικούς, (Ζυμβακάκης, Κονδύλης, Πάγκαλος), τὸ ὁποῖο τελοῦσε ὑπὸ τὴν προστασία τοῦ Γάλλου Στρατηγοῦ Σαράϊγ ποὺ τότε εὑρίσκετο μὲ τὰ στρατεύματά του στὸ μέτωπο τῆς Μακεδονίας, μετὰ τὴν ἀποτυχία τῆς ἐπιχείρησης τῶν Δαρδανελίων. Μετὰ τὴν ἐπικράτηση τῶν στασιαστῶν στὴ συμπρωτεύουσα, ὁ Βενιζέλος ἐγκαθίδρυσε, ἐπαναστατικῶ δικαίῳ, τὸ «κράτος» τῆς Θεσσαλονίκης χωρίζοντας αὐθαιρέτως τὴν Ἑλλάδα στὰ δύο καὶ κήρυξε τὸν πόλεμο στὶς κεντρικὲς αὐτοκρατορίες. Ἀπὸ τὴ στιγμὴ ἐκείνη, μὲ ἀπόλυτη εὐθύνη τοῦ Βενιζέλου, ἔπαψε νὰ ὑφίσταται πλέον ἡ Ἑλλάδα ὡς ἑνιαία κρατικὴ ὀντότητα καὶ χωρίσθηκε σὲ δύο τμήματα, τὸ ἐπίσημο κράτος τῶν Ἀθηνῶν καὶ τὸ «κράτος» τῆς Θεσσαλονίκης.
Ἔκτοτε ἄρχισε ἡ ἐντονότερη πίεση ἀπὸ τὸ Παρίσι γιὰ ἀποστράτευση τῶν «βασιλικῶν στρατευμάτων» ἀπὸ τὴ Θεσσαλία, μὲ πρόσχημα τὸν φόβο ἑνὸς ὑποτιθέμενου κτυπήματος ἀπὸ τὸν Νότο κατὰ τῶν δυνάμεων τοῦ στρατηγοῦ Σαράϊγ στὴ Θεσσαλονίκη. Τὴν ἴδια χρονικὴ περίοδο (13/26 Αὐγούστου 1916), ἡ Ρουμανία ἐξῆλθε τῆς οὐδετερότητάς της τασσόμενη στὸ πλευρὸ τῆς Ἀντάντ. Ὡστόσο, ὁ στρατὸς της (800.000 ἄνδρες),υπέστη διαδοχικὲς ἧττες καὶ ἕως τὴν 21 Νοεμβρίου 1916, σαρώθηκε ἀπὸ τοὺς Γερμανούς. Τὸ Ρουμανικὸ Βασίλειο περιορίσθηκε σὲ μιὰ λωρίδα γῆς στὴ Μολδαβία ὅπου καὶ κατέφυγε ὁ Βασιλικὸς Οἶκος μὲ τὴν κυβέρνηση τῆς χώρας.
Ἡ κυβέρνηση τῶν Ἀθηνῶν δέχθηκε τὴν ἀπόσυρση τῶν δυνάμεων τοῦ Ἑλληνικοῦ Στρατοῦ, ἀλλὰ ἡ συμφωνία Κωνσταντίνου-Μπεναζε, ναυάγησε διότι οἱ δυνάμεις του Σαράϊγ, ἐπιτέθηκαν ἀναίτια ἐναντίον της Κατερίνης. Οἱ Γάλλοι εἶχαν γίνει «κράτος ἐν κράτει» καὶ θεώρησαν ὅτι μὲ μία ναυτικὴ ἀπόβαση θὰ ἐξανάγκαζαν τὴν ἐπίσημη κυβέρνηση τῶν Ἀθηνῶν νὰ προσχωρήσει στὴν Ἀντάντ.
Τὸ σχέδιό τους τέθηκε σὲ ἄμεση ἐφαρμογὴ καὶ ὁ γαλλικὸς στόλος ἀπέκλεισε τὸν Πειραιᾶ κατόπιν διαταγῆς τοῦ Ὑπουργοῦ Ναυτικῶν τῆς Γαλλίας Λακάζ. Ὁ ἑλληνικὸς λαὸς ἄρχισε νὰ ὑποφέρει ἀπὸ τὴν ἔλλειψη τροφίμων. Στὶς 3/16 Νοεμβρίου 1916, ὁ Ὑποναύαρχος Νταρτὶζ Ντὺ Φουρνέ, ἀπέστειλε ἕνα ἰταμὸ ὑπόμνημα πρὸς τῆς ἑλληνικὴ κυβέρνηση ἀξιώνοντας τὴν παράδοση ἑνὸς μεγάλου τμήματος τοῦ Πυροβολικοῦ (34 πυροβολαρχίες) καὶ τῶν πυρομαχικῶν αὐτοῦ, 40.000 τυφεκίων Μάνλιχερ καὶ 140 πολυβόλων. Τὴν 8/21η Νοεμβρίου, συγκλήθηκε Συμβούλιο Στέμματος καὶ ὁ πρωθυπουργὸς Σπυρίδων Λάμπρος ἀπέρριψε τὸ γαλλικὸ τελεσίγραφο. Τὴν 18η Νοέμβριου /1η Δεκεμβρίου 1916 στὶς 05:00΄ ἔγινε ἀποβίβαση 3000 ἀνδρῶν τῆς Ἀντὰντ μὲ σκοπὸ τὴν κατάληψη τῶν Ἀθηνῶν. Τὴν πρωτεύουσα ὑπερασπιζόταν ὁ Διοικητὴ τοῦ Α΄ Σ.Σ. Στρατηγὸς Κωνσταντῖνος Καλάρης, ἐνῷ πλήθη ἐθελοντῶν παρουσιάζονταν στοὺς στρατῶνες προκειμένου νὰ καταταγοῦν. Ὁ Βασιλιᾶς ἔδωσε ἐντολὲς νὰ μὴν πυροβολήσουν πρῶτα τὰ ἑλληνικὰ στρατεύματα ἀλλὰ νὰ ἀπαντήσουν μόνον ἐὰν δεχθοῦν ἐπίθεση. Τὴν 11:30΄, ἀκούσθηκαν οἱ πρῶτοι πυροβολισμοὶ στὴν περιοχὴ τοῦ Ρούφ. Κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ πεῖ μὲ σιγουριὰ ποιός ἔριξε πρῶτος. Οἱ πυροβολισμοὶ ἦταν τὸ σύνθημα τῆς γενικῆς συρράξεως τῆς «μάχης τῶν Ἀθηνῶν». Ἐπίσης, σύμφωνα μὲ τὶς πηγὲς ὑπῆρξαν καὶ ὀπαδοί τοῦ Βενιζέλου ποὺ πυροβολοῦσαν ἀπὸ τὰ παράθυρα τῶν οἰκιῶν τους ἐναντίον ὄχι τῶν εἰσβολέων, ἀλλὰ τῶν ἀνδρῶν τοῦ Ἑλληνικοῦ Στρατοῦ. Τὸ ἀπόγευμα τῆς ἰδίας ἡμέρας οἱ ἀγγλογαλλικὲς δυνάμεις ἡττήθηκαν σὲ ὅλα τὰ μέτωπα, μὲ ἀποτέλεσμα ὁ Ντὺ Φουρνὲ νὰ διατάξει τὸ γαλλικὸ στόλο νὰ βομβαρδίσει τὴν Ἀθήνα. Ὀβίδες ἔπεσαν καὶ στὸν κῆπο τῶν Ἀνακτόρων. Χάρη στὴν παρέμβαση τοῦ Ρώσου πρέσβη Ντεμίτωφ ποὺ μετέβη στὰ Ἀνάκτορα, ὁ Κωνσταντῖνος Α΄ πείσθηκε νὰ διατάξει τὸ «παύσατε πῦρ» καὶ νὰ παραδώσει μόνο ἕξι πυροβολαρχίες.
Οἱ Ἀγγλογαλλικὲς ἀπώλειες ἀνῆλθαν στοὺς 60 νεκροὺς καὶ 167 τραυματίες. Οἱ ἑλληνικὲς ἀπώλειες ἀνῆλθαν στοὺς 30 νεκροὺς καὶ 52 τραυματίες. Ἡ ἔκβαση τῆς μάχης θεωρήθηκε νίκη γιὰ τὸν ἀντιβενιζελικὸ κόσμο. Ἡ ἑλληνικὴ κυβέρνηση ἀνέφερε ὅτι ἡ σύγκρουση ἦταν ὀργανωμένο σχέδιο γιὰ κατάληψη τῆς Ἀρχῆς ἀπὸ τὴν Ἀντὰντ μὲ σύμπραξη βενιζελικῶν. Πληθώρα ὅπλων βρέθηκαν στὴν οἰκία του Βενιζέλου καὶ ἄλλων ἐπιφανῶν βενιζελικῶν, καθὼς καὶ στὰ γραφεῖα βενιζελικῶν ἐφημερίδων ὅπως ἡ Νέα Ἑλλάς. Ἐπιπλέον, οἱ Γάλλοι παρέδωσαν στὶς ἑλληνικὲς Ἀρχὲς τὸν ἔλεγχο τοῦ ἀστυνομικοῦ σώματος, τῶν ταχυδρομικῶν καὶ τηλεγραφικῶν ὑπηρεσιῶν, καθὼς καὶ τὸ σιδηροδρομικὸ δίκτυο.
Ὁ λαὸς τῶν Ἀθηνῶν ποὺ εἶχε ὑποστεῖ ἀσιτία ἀπὸ τὸν ναυτικὸ ἀποκλεισμό, ἀγανακτισμένος ἀκόμη περισσότερο μὲ τὴν Ἀντὰντ μετὰ τὴ μάχη τῶν Ἀθηνῶν, ὄντας πλέον ἐλεύθερος ἀπὸ τὸν γαλλικὸ ζυγό, αἰτήθηκε στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία νὰ προβεῖ στὸ ἀνάθεμα τοῦ Βενιζέλου ὡς τὸν κύριο ὑπαίτιο τῶν δεινῶν του. Ἤδη ἡ Ἱερὰ Σύνοδος εἶχε καταγγείλει στὸ Ὑπουργεῖο Ἐκκλησιαστικῶν τοὺς διωγμοὺς ποὺ ὑφίσταντο Ἀρχιερεῖς τῶν Νέων Χωρῶν ἀπὸ τὸ «κράτος» τῆς Θεσσαλονίκης. Πράγματι τὴν 12/25η Δεκεμβρίου 1916, ὁ ἱερὸς κλῆρος μὲ χιλιάδες λαοῦ, συγκεντρώθηκαν στὸν Πεδίον τοῦ Ἄρεως γιὰ τὴν τέλεση τοῦ ἀναθέματος. Ἐκεῖ ὁ Μητροπολίτης Ἀθηνῶν Θεόκλητος ἀναφώνησε: «Κατὰ Ἐλευθερίου Βενιζέλου φυλακίσαντος ἀρχιερεῖς καὶ ἐπιβουλευθέντος τὴν Βασιλείαν καὶ τὴν πατρίδαν, ἀνάθεμα ἔστω». Ὁ λαὸς ἔριξε τὸν λίθον τοῦ ἀναθέματος στὸ Πεδίον τοῦ Ἄρεως καὶ τὸ γεγονὸς αὐτὸ περιγράφηκε στὰ πρωτοσέλιδα ὁ τύπος τῆς ἐποχῆς (Βλέπε «ΣΚΡΙΠ» καὶ «ΕΜΠΡΟΣ»). Ἀκολούθησαν ἀναθέματα σὲ ὅλες τὶς πόλεις τῆς Ἑλλάδος. Συμπερασματικά τὰ «Νοεμβριανὰ τοῦ 1916″ ἦταν ἕνα ἀπὸ τὰ πιὸ θλιβερὰ ἐπεισόδια τοῦ «Ἐθνικοῦ Διχασμοῦ». Στὴ μάχη τῶν Ἀθηνῶν φάνηκε τὸ ἄσχημο πρόσωπο τῆς Ἀντὰντ ποὺ ὑποτίθεται πολεμοῦσε «γιὰ τὴν ἀνεξαρτησία τῶν μικρῶν λαῶν». Παρ’ ὅλα αὐτὰ ἀναδείχθηκε γιὰ ἄλλη μία φορὰ ἡ λεβεντιὰ τῶν Ἑλλήνων ποὺ δὲν δέχθηκαν ποτὲ δυνάστη καὶ ἀντιστάθηκαν ὅπως εἶχαν μάθει ἀνὰ τοὺς αἰῶνες προτάσσοντας ἕνα νέο «Μολῶν Λαβέ».
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:
Ἔπειτα ἀπὸ τὴ λήξη τῶν νικηφόρων Βαλκανικῶν Πολέμων ἡ Ἑλλάδα ζοῦσε μεγάλες καὶ εὐφρόσυνες στιγμές. Δυστυχῶς, ἡ ἔναρξη τοῦ Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου μεταξὺ τῶν δυνάμεων τῆς Ἀντὰντ (Ἀγγλία, Ρωσία, Γαλλία) καὶ τῶν Κεντρικῶν Αὐτοκρατοριῶν (Αὐστροουγγαρία, Γερμανία) ἀνέτρεψε τὰ πάντα, ἐνῷ ἀκολούθησε ὁ ἐθνικὸς διχασμὸς μὲ τὶς ὀλέθριες συνέπειές του. Μὲ βάση τοὺς ἀρχικοὺς συσχετισμούς, (Αὔγουστος 1914), μὲ σύμφωνη γνώμη Βασιλιᾶ... Κωνσταντίνου Α΄ καὶ Πρωθυπουργοῦ Ἐλ. Βενιζέλου, προτάθηκε στὶς δυνάμεις τῆς Ἀντὰντ ἡ συμμαχία τῆς Ἑλλάδος στὶς 5/18 Αὐγούστου 1914. Ὅμως τὸ ἑλληνικὸ διάβημα ἀπορρίφθηκε διότι ἡ Ἀντὰντ εἶχε βάλει στόχο νὰ προσεταιριστεῖ τὴ Βουλγαρία. Ἡ σύμπνοια Κωνσταντίνου καὶ Βενιζέλου δὲν κράτησε γιὰ πολὺ καθὼς οἱ Ἀγγλογάλλοι ποὺ ἠττούνταν στὰ πεδία τῶν μαχῶν, προσπάθησαν νὰ παρασύρουν τὴν Ἑλλάδα στὸν πόλεμο μὲ ἀόριστες ὑποσχέσεις. Τὴν ἴδια περίοδο τὸ Βερολῖνο δεσμεύτηκε γραπτῶς γιὰ τὰ ὀφέλη, τὰ ὁποῖα θὰ ἀπεκόμιζε ἡ Ἑλλάδα, ἐὰν παρέμενε οὐδέτερη.
Ὑπὸ αὐτὲς τὶς συνθῆκες, οἱ ἀνώτεροι στρατιωτικοὶ κύκλοι, ἀρκετοὶ πολιτικοὶ καὶ ὁ Ἀνώτατος Ἄρχοντας τῆς Χώρας, Βασιλιᾶς Κωνσταντῖνος Α΄ δὲν δέχθηκαν νὰ συναινέσουν στὴν συμμετοχὴ τῆς χώρας σὲ μία σύρραξη, λαμβάνουσα ὅλο καὶ μεγαλύτερες διαστάσεις, δίχως νὰ ὑπάρχουν γραπτῶς οἱ ὅροι καὶ οἱ προϋποθέσεις ὑπὸ τὶς ὁποῖες αὐτὴ θὰ διεξαγόταν, καθὼς καὶ τὰ μεταπολεμικὰ ὀφέλη τῆς Ἑλλάδος. Ἀντιθέτως, ὁ Βενιζέλος ἀξίωνε τὴν ἐμπλοκὴ τῆς χώρας στὸν πόλεμο τὸ ταχύτερο δυνατόν, ἀκόμα καὶ ἄνευ ὅρων, θεωρῶντας τὸν μοναδικὴ εὐκαιρία πραγματώσεως τῶν ὁραμάτων τοῦ ἑλληνισμοῦ, καθὼς ἐμπιστευόταν τὸ «καλό του ἄστρο», ὅπως ἔλεγε χαρακτηριστικά. Αὐτὴ ἡ διάσταση τῶν ἀπόψεων ποὺ διαπέρασε ἀπὸ τὴν κορυφὴ μέχρι τὴν βάση τῆς ἑλληνικῆς κοινωνίας προκάλεσε τὸν «ἐθνικὸ διχασμό». Μὲ ψυχρὴ ἀνάγνωση τῶν γεγονότων ἀπὸ τὶς ἱστορικὲς πηγὲς διαπιστώνεται ὅτι ἡ ἐθνικὴ κυριαρχία τοῦ Βασιλείου τῆς Ἑλλάδος καταλύθηκε, τὸ Σύνταγμα παραβιάστηκε, μεγάλα τμήματα τῆς ἑλληνικῆς ἐπικράτειας κατελήφθησαν ἀπὸ τὶς δυνάμεις των Ἀγγλογάλλων, οἱ ὁποῖες συμπεριφέρθησαν στὴν Ἑλλάδα σὰν νὰ ἦταν ὑποτελής τους χώρα. Ἀναλυτικότερα τὰ γεγονότα ἐξελίχθηκαν ὡς ἀκολούθως.
Στὶς 17/30 Αὐγούστου 1916 ξέσπασε στὴ Θεσσαλονίκη στασιαστικὸ στρατιωτικὸ κίνημα ἀπὸ βενιζελικοὺς ἀξιωματικούς, (Ζυμβακάκης, Κονδύλης, Πάγκαλος), τὸ ὁποῖο τελοῦσε ὑπὸ τὴν προστασία τοῦ Γάλλου Στρατηγοῦ Σαράϊγ ποὺ τότε εὑρίσκετο μὲ τὰ στρατεύματά του στὸ μέτωπο τῆς Μακεδονίας, μετὰ τὴν ἀποτυχία τῆς ἐπιχείρησης τῶν Δαρδανελίων. Μετὰ τὴν ἐπικράτηση τῶν στασιαστῶν στὴ συμπρωτεύουσα, ὁ Βενιζέλος ἐγκαθίδρυσε, ἐπαναστατικῶ δικαίῳ, τὸ «κράτος» τῆς Θεσσαλονίκης χωρίζοντας αὐθαιρέτως τὴν Ἑλλάδα στὰ δύο καὶ κήρυξε τὸν πόλεμο στὶς κεντρικὲς αὐτοκρατορίες. Ἀπὸ τὴ στιγμὴ ἐκείνη, μὲ ἀπόλυτη εὐθύνη τοῦ Βενιζέλου, ἔπαψε νὰ ὑφίσταται πλέον ἡ Ἑλλάδα ὡς ἑνιαία κρατικὴ ὀντότητα καὶ χωρίσθηκε σὲ δύο τμήματα, τὸ ἐπίσημο κράτος τῶν Ἀθηνῶν καὶ τὸ «κράτος» τῆς Θεσσαλονίκης.
Ἔκτοτε ἄρχισε ἡ ἐντονότερη πίεση ἀπὸ τὸ Παρίσι γιὰ ἀποστράτευση τῶν «βασιλικῶν στρατευμάτων» ἀπὸ τὴ Θεσσαλία, μὲ πρόσχημα τὸν φόβο ἑνὸς ὑποτιθέμενου κτυπήματος ἀπὸ τὸν Νότο κατὰ τῶν δυνάμεων τοῦ στρατηγοῦ Σαράϊγ στὴ Θεσσαλονίκη. Τὴν ἴδια χρονικὴ περίοδο (13/26 Αὐγούστου 1916), ἡ Ρουμανία ἐξῆλθε τῆς οὐδετερότητάς της τασσόμενη στὸ πλευρὸ τῆς Ἀντάντ. Ὡστόσο, ὁ στρατὸς της (800.000 ἄνδρες),υπέστη διαδοχικὲς ἧττες καὶ ἕως τὴν 21 Νοεμβρίου 1916, σαρώθηκε ἀπὸ τοὺς Γερμανούς. Τὸ Ρουμανικὸ Βασίλειο περιορίσθηκε σὲ μιὰ λωρίδα γῆς στὴ Μολδαβία ὅπου καὶ κατέφυγε ὁ Βασιλικὸς Οἶκος μὲ τὴν κυβέρνηση τῆς χώρας.
Ἡ κυβέρνηση τῶν Ἀθηνῶν δέχθηκε τὴν ἀπόσυρση τῶν δυνάμεων τοῦ Ἑλληνικοῦ Στρατοῦ, ἀλλὰ ἡ συμφωνία Κωνσταντίνου-Μπεναζε, ναυάγησε διότι οἱ δυνάμεις του Σαράϊγ, ἐπιτέθηκαν ἀναίτια ἐναντίον της Κατερίνης. Οἱ Γάλλοι εἶχαν γίνει «κράτος ἐν κράτει» καὶ θεώρησαν ὅτι μὲ μία ναυτικὴ ἀπόβαση θὰ ἐξανάγκαζαν τὴν ἐπίσημη κυβέρνηση τῶν Ἀθηνῶν νὰ προσχωρήσει στὴν Ἀντάντ.
Τὸ σχέδιό τους τέθηκε σὲ ἄμεση ἐφαρμογὴ καὶ ὁ γαλλικὸς στόλος ἀπέκλεισε τὸν Πειραιᾶ κατόπιν διαταγῆς τοῦ Ὑπουργοῦ Ναυτικῶν τῆς Γαλλίας Λακάζ. Ὁ ἑλληνικὸς λαὸς ἄρχισε νὰ ὑποφέρει ἀπὸ τὴν ἔλλειψη τροφίμων. Στὶς 3/16 Νοεμβρίου 1916, ὁ Ὑποναύαρχος Νταρτὶζ Ντὺ Φουρνέ, ἀπέστειλε ἕνα ἰταμὸ ὑπόμνημα πρὸς τῆς ἑλληνικὴ κυβέρνηση ἀξιώνοντας τὴν παράδοση ἑνὸς μεγάλου τμήματος τοῦ Πυροβολικοῦ (34 πυροβολαρχίες) καὶ τῶν πυρομαχικῶν αὐτοῦ, 40.000 τυφεκίων Μάνλιχερ καὶ 140 πολυβόλων. Τὴν 8/21η Νοεμβρίου, συγκλήθηκε Συμβούλιο Στέμματος καὶ ὁ πρωθυπουργὸς Σπυρίδων Λάμπρος ἀπέρριψε τὸ γαλλικὸ τελεσίγραφο. Τὴν 18η Νοέμβριου /1η Δεκεμβρίου 1916 στὶς 05:00΄ ἔγινε ἀποβίβαση 3000 ἀνδρῶν τῆς Ἀντὰντ μὲ σκοπὸ τὴν κατάληψη τῶν Ἀθηνῶν. Τὴν πρωτεύουσα ὑπερασπιζόταν ὁ Διοικητὴ τοῦ Α΄ Σ.Σ. Στρατηγὸς Κωνσταντῖνος Καλάρης, ἐνῷ πλήθη ἐθελοντῶν παρουσιάζονταν στοὺς στρατῶνες προκειμένου νὰ καταταγοῦν. Ὁ Βασιλιᾶς ἔδωσε ἐντολὲς νὰ μὴν πυροβολήσουν πρῶτα τὰ ἑλληνικὰ στρατεύματα ἀλλὰ νὰ ἀπαντήσουν μόνον ἐὰν δεχθοῦν ἐπίθεση. Τὴν 11:30΄, ἀκούσθηκαν οἱ πρῶτοι πυροβολισμοὶ στὴν περιοχὴ τοῦ Ρούφ. Κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ πεῖ μὲ σιγουριὰ ποιός ἔριξε πρῶτος. Οἱ πυροβολισμοὶ ἦταν τὸ σύνθημα τῆς γενικῆς συρράξεως τῆς «μάχης τῶν Ἀθηνῶν». Ἐπίσης, σύμφωνα μὲ τὶς πηγὲς ὑπῆρξαν καὶ ὀπαδοί τοῦ Βενιζέλου ποὺ πυροβολοῦσαν ἀπὸ τὰ παράθυρα τῶν οἰκιῶν τους ἐναντίον ὄχι τῶν εἰσβολέων, ἀλλὰ τῶν ἀνδρῶν τοῦ Ἑλληνικοῦ Στρατοῦ. Τὸ ἀπόγευμα τῆς ἰδίας ἡμέρας οἱ ἀγγλογαλλικὲς δυνάμεις ἡττήθηκαν σὲ ὅλα τὰ μέτωπα, μὲ ἀποτέλεσμα ὁ Ντὺ Φουρνὲ νὰ διατάξει τὸ γαλλικὸ στόλο νὰ βομβαρδίσει τὴν Ἀθήνα. Ὀβίδες ἔπεσαν καὶ στὸν κῆπο τῶν Ἀνακτόρων. Χάρη στὴν παρέμβαση τοῦ Ρώσου πρέσβη Ντεμίτωφ ποὺ μετέβη στὰ Ἀνάκτορα, ὁ Κωνσταντῖνος Α΄ πείσθηκε νὰ διατάξει τὸ «παύσατε πῦρ» καὶ νὰ παραδώσει μόνο ἕξι πυροβολαρχίες.
Οἱ Ἀγγλογαλλικὲς ἀπώλειες ἀνῆλθαν στοὺς 60 νεκροὺς καὶ 167 τραυματίες. Οἱ ἑλληνικὲς ἀπώλειες ἀνῆλθαν στοὺς 30 νεκροὺς καὶ 52 τραυματίες. Ἡ ἔκβαση τῆς μάχης θεωρήθηκε νίκη γιὰ τὸν ἀντιβενιζελικὸ κόσμο. Ἡ ἑλληνικὴ κυβέρνηση ἀνέφερε ὅτι ἡ σύγκρουση ἦταν ὀργανωμένο σχέδιο γιὰ κατάληψη τῆς Ἀρχῆς ἀπὸ τὴν Ἀντὰντ μὲ σύμπραξη βενιζελικῶν. Πληθώρα ὅπλων βρέθηκαν στὴν οἰκία του Βενιζέλου καὶ ἄλλων ἐπιφανῶν βενιζελικῶν, καθὼς καὶ στὰ γραφεῖα βενιζελικῶν ἐφημερίδων ὅπως ἡ Νέα Ἑλλάς. Ἐπιπλέον, οἱ Γάλλοι παρέδωσαν στὶς ἑλληνικὲς Ἀρχὲς τὸν ἔλεγχο τοῦ ἀστυνομικοῦ σώματος, τῶν ταχυδρομικῶν καὶ τηλεγραφικῶν ὑπηρεσιῶν, καθὼς καὶ τὸ σιδηροδρομικὸ δίκτυο.
Ὁ λαὸς τῶν Ἀθηνῶν ποὺ εἶχε ὑποστεῖ ἀσιτία ἀπὸ τὸν ναυτικὸ ἀποκλεισμό, ἀγανακτισμένος ἀκόμη περισσότερο μὲ τὴν Ἀντὰντ μετὰ τὴ μάχη τῶν Ἀθηνῶν, ὄντας πλέον ἐλεύθερος ἀπὸ τὸν γαλλικὸ ζυγό, αἰτήθηκε στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία νὰ προβεῖ στὸ ἀνάθεμα τοῦ Βενιζέλου ὡς τὸν κύριο ὑπαίτιο τῶν δεινῶν του. Ἤδη ἡ Ἱερὰ Σύνοδος εἶχε καταγγείλει στὸ Ὑπουργεῖο Ἐκκλησιαστικῶν τοὺς διωγμοὺς ποὺ ὑφίσταντο Ἀρχιερεῖς τῶν Νέων Χωρῶν ἀπὸ τὸ «κράτος» τῆς Θεσσαλονίκης. Πράγματι τὴν 12/25η Δεκεμβρίου 1916, ὁ ἱερὸς κλῆρος μὲ χιλιάδες λαοῦ, συγκεντρώθηκαν στὸν Πεδίον τοῦ Ἄρεως γιὰ τὴν τέλεση τοῦ ἀναθέματος. Ἐκεῖ ὁ Μητροπολίτης Ἀθηνῶν Θεόκλητος ἀναφώνησε: «Κατὰ Ἐλευθερίου Βενιζέλου φυλακίσαντος ἀρχιερεῖς καὶ ἐπιβουλευθέντος τὴν Βασιλείαν καὶ τὴν πατρίδαν, ἀνάθεμα ἔστω». Ὁ λαὸς ἔριξε τὸν λίθον τοῦ ἀναθέματος στὸ Πεδίον τοῦ Ἄρεως καὶ τὸ γεγονὸς αὐτὸ περιγράφηκε στὰ πρωτοσέλιδα ὁ τύπος τῆς ἐποχῆς (Βλέπε «ΣΚΡΙΠ» καὶ «ΕΜΠΡΟΣ»). Ἀκολούθησαν ἀναθέματα σὲ ὅλες τὶς πόλεις τῆς Ἑλλάδος. Συμπερασματικά τὰ «Νοεμβριανὰ τοῦ 1916″ ἦταν ἕνα ἀπὸ τὰ πιὸ θλιβερὰ ἐπεισόδια τοῦ «Ἐθνικοῦ Διχασμοῦ». Στὴ μάχη τῶν Ἀθηνῶν φάνηκε τὸ ἄσχημο πρόσωπο τῆς Ἀντὰντ ποὺ ὑποτίθεται πολεμοῦσε «γιὰ τὴν ἀνεξαρτησία τῶν μικρῶν λαῶν». Παρ’ ὅλα αὐτὰ ἀναδείχθηκε γιὰ ἄλλη μία φορὰ ἡ λεβεντιὰ τῶν Ἑλλήνων ποὺ δὲν δέχθηκαν ποτὲ δυνάστη καὶ ἀντιστάθηκαν ὅπως εἶχαν μάθει ἀνὰ τοὺς αἰῶνες προτάσσοντας ἕνα νέο «Μολῶν Λαβέ».
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:
Ζαβιτζιάνου Κωνσταντίνου, Αἱ Ἀναμνήσεις του ἐκ τῆς ἱστορικῆς διαφωνίας Βασιλέως Κωνσταντίνου καὶ Ἐλευθερίου Βενιζέλου, Ἀθῆναι 1947.
Κακούρη Ἀθηνᾶ, Οὐλάνοι στὴ Λάρισα. Ἀθήνα: Καπόν, 2018.
Παπαφλωράτος Ἰωάννης, Ἡ ἱστορία τοῦ Ἑλληνικοῦ Στρατοῦ (1833-1949), τ. Α΄. Ἀθήνα: Σάκκουλας, 2014
Richter Heinz, Ἑλλάδα 1915-1917, Μέσα ἀπὸ τὰ Ρωσικὰ ἀρχεῖα. Ἀθήνα: Γκοβόστης, 2018.
biblosistoriaΚακούρη Ἀθηνᾶ, Οὐλάνοι στὴ Λάρισα. Ἀθήνα: Καπόν, 2018.
Παπαφλωράτος Ἰωάννης, Ἡ ἱστορία τοῦ Ἑλληνικοῦ Στρατοῦ (1833-1949), τ. Α΄. Ἀθήνα: Σάκκουλας, 2014
Richter Heinz, Ἑλλάδα 1915-1917, Μέσα ἀπὸ τὰ Ρωσικὰ ἀρχεῖα. Ἀθήνα: Γκοβόστης, 2018.
Αυτοί οι Αγγλογάλλοι μόνο το καλό μας ήθελαν, όπου έχουν πάει διαλύουν τους λαούς. Ανάθεμα στον Βενιζέλο!!! Μόνο ένας σαν τον Καποδίστρια μπορεί να μας σώσει, ένας που πηγαίνει από τις 06:30 στην εκκλησία. Χριστός Ανέστη.
ΑπάντησηΔιαγραφή