1 Ιουν 2024

Ἅγιος Ἰουστῖνος Πόποβιτς (1 Ἰουνίου †)

Ὁ Ὅσιος καὶ θεοφόρος πατὴρ Ἰουστῖνος γεννήθηκε στὶς 25 Μαρτίου τοῦ 1894 μ.Χ., ξημερώματα τοῦ Εὐαγγελισμοῦ στὴν πόλη Βράνιε τῆς νοτίου Σερβίας. Ὁ πατέρας του ὀνομαζόταν Σπυρίδων καὶ ἡ μητέρα τοῦ Ἀναστασία. Κατὰ τὴν βάπτιση ἔλαβε τὸ ὄνομα Εὐάγγελος. Ἡ οἰκογένεια τοῦ πατέρα του ἦταν ἐκ παραδόσεως ἱερατικὴ καὶ εἶχε δώσει στὴν ὀρθόδοξη Ἐκκλησία τοὐλάχιστον ἑπτὰ ἱερωμένους. Αὐτὸ ἐξάλλου φανερώνει καὶ τὸ ἐπώνυμο Πόποβιτς (Παπαδόπουλος). Ἀπὸ μικρὸ παιδάκι ἀκόμα, συχνὰ ἐπισκεπτόταν μὲ τοὺς γονεῖς του τὸν Ἅγιο Πρόχορο τὸν Θαυματουργὸ στὴν κοντινὴ Μονὴ Πτσίνσκι ὅπου καὶ εἶδε μὲ τὰ μάτια του...
τὴν θεραπεία τῆς μητέρας του ἀπὸ βαριὰ ἀσθένεια. 

Μιὰ δεύτερη πηγὴ εὐλάβειας γιὰ τὸν μικρὸ Εὐάγγελο ἦταν ἡ τακτικὴ ἀνάγνωση τοῦ Εὐαγγελίου ἀπὸ τὰ δεκατέσσερα τοῦ χρόνια μὰ καὶ ἡ ἀσκητικὴ βίωση του μέχρι τὸ τέλος τῆς ζωῆς του. 

Τρίτη πηγὴ θείας ἔμπνευσης ἔγινε γιὰ τὸν μικρὸ Πόποβιτς ἡ ἀνάγνωση τῶν Συναξαριῶν καὶ ἀργότερα τῶν ἔργων τῶν Ἁγίων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας. Ἔλεγε ὁ ἴδιος χαρακτηριστικά: «ἡ Ὀρθοδοξία δὲν εἶναι βιβλιοθήκη, τὴν ὁποία μπορεὶς νὰ μελετήσεις, ἀλλὰ βίωμα τὸ ὅποιο καλεῖσαι νὰ ζήσεις. Ἡ Ὀρθοδοξία εἶναι πρώτιστα βιοτὴ καὶ μάλιστα Ὅσια Βιοτὴ καὶ ὕστερα διδαχὴ καὶ μάλιστα διδαχὴ ζωῆς, χάριτος, ἡ ὁποία δὲν ἔχει τίποτε ἀπὸ τὴν νέκρα τοῦ σχολαστικισμοῦ καὶ τὸν ὀρθολογισμὸ τοῦ προτεσταντισμοῦ. Ἡ Ὀρθοδοξία ἔχει τὴν δική της μεθοδολογία καὶ παιδαγωγική, τοὺς Βίους τῶν Ἁγίων». 

Ἀπὸ τὴν φύση τοῦ φιλόσοφος καὶ διψασμένος γιὰ τὴν θεία μὰ καὶ τὴν ἀνθρώπινη γνώση, ὁ μικρὸς Εὐάγγελος ἐγγράφεται στὰ 1905 μ.Χ. στὴν Ἐκκλησιαστικὴ Σχολὴ τοῦ Ἁγίου Σάββα στὸ Βελιγράδι ὅπου ἀξιώθηκε νὰ ἔχει ὡς δάσκαλο τοῦ τὸν φωτισμένο Ἅγιο Νικόλαο Βελιμίροβιτς (βλέπε 5 Μαρτίου). Τελείωσε τὴν Σχολὴ στὰ 1914 μ.Χ. μὰ τὸν πρόλαβε ὁ Α' Παγκόσμιος Πόλεμος καὶ στρατεύτηκε ὡς νοσοκόμος. Ἀκολουθῶντας τὴν τύχη τοῦ σέρβικου στρατοῦ, πῆρε τὸ δρόμο τῆς ἐξορίας μέσα ἀπὸ τὰ βουνὰ τῆς Ἀλβανίας πρὸς τὴν Κέρκυρα. Καθ' ὁδὸν ἔνοιωσε πλέον ἕτοιμος νὰ ἀφιερώσει τὴν ζωή του στὸ Χριστὸ καὶ μὲ τὴν εὐλογία τοῦ Μητροπολίτου Βελιγραδίου Δημητρίου ἔλαβε στὴν Σκόδρα τὸ μοναχικὸ σχῆμα τὴν 1η Ἰανουαρίου τοῦ 1916 μ.Χ. καὶ πῆρε τὸ ὄνομα τοῦ ἁγίου μάρτυρος καὶ φιλοσόφου Ἰουστίνου. 

Ἀπὸ τὴν Κέρκυρα, μετὰ ἀπὸ ἐνέργειες τοῦ Μητροπολίτου Δημητρίου, φεύγει μὲ μιὰ ὁμάδα φωτισμένων θεολόγων γιὰ θεολογικὲς σπουδὲς στὴν Ἁγία Πετρούπολη. Σύντομα ὅμως, λόγῳ τῶν πολιτικῶν ἐξελίξεων στὴν Ρωσία, ἀναγκάστηκε νὰ τὴν ἐγκαταλείψει καὶ νὰ μεταβεὶ στὴν Ὀξφόρδη. Ἐκεῖ ἔμεινε δύο χρόνια ἑτοιμάζοντας τὴν διδακτορική του ἐργασία μὲ θέμα «Ἡ θρησκεία καὶ ἡ φιλοσοφία τοῦ Ντοστογιέβσκι». Ἡ ἐμμονή του στὴν κριτικὴ τοῦ δυτικοῦ Χριστιανισμοῦ καὶ στὴν ὑπεράσπιση τοῦ Ντοστογιέβσκι τοῦ κόστισε τὴν ἀπόρριψη τῆς διατριβῆς. Ἔτσι στὰ 1919 μ.Χ., ὅταν, μετὰ τὸ τέλος τοῦ πολέμου, γύρισε στὴν πατρίδα του τοποθετήθηκε ὡς καθηγητὴς θεολογίας στὸ Σρέμσκι Κάρλοβτσι. Σύντομα μεταβαίνει στὴν Ἀθήνα γιὰ νὰ λαβὴ τελικὰ ἐκεῖ τὸ διδακτορικό του δίπλωμα στὴν Πατρολογία στὰ 1926 μ.Χ. μὲ θέμα «Τὸ πρόβλημα τοῦ προσώπου καὶ τῆς γνώσεως στὸν Ἅγιο Μακάριο τὸν Αἰγύπτιο». Γνώριζε πολὺ καλὰ τὴν παλαιοσλαβική, τὴν ἀρχαιοελληνική, τὴν λατινική, τὴν ρωσική, τὴν νεοελληνική, τὴν ἀγγλική, τὴν γερμανικὴ καὶ τὴν γαλλική. 

Στὰ ἑπόμενα ἔτη ἐργάστηκε στὶς Ἐκκλησιαστικὲς Σχολὲς τοῦ Καρλοβικίου, τῆς Πριζρένης καὶ τοῦ Μοναστηρίου (Βίτολα). Στὰ 1930-31 μ.Χ. ἡ Σερβικὴ Ἐκκλησία τὸν ἔστειλε μαζὶ μὲ τὸν Μητροπολίτη Ἰωσὴφ σὲ ἱεραποστολικὴ ἀποστολὴ στὴν Τσεχοσλοβακία. Ἐκεῖ ἐργάστηκαν ἐπὶ ἕνα χρόνο στὴν διαφώτιση καὶ ὀργάνωση τῶν ἐνοριῶν καὶ τοῦ μοναχικοῦ βίου τῶν ὀρθοδόξων Σλοβάκων στὰ Καρπάθια οἱ ὅποιοι ἐπέστρεφαν καὶ πάλι στὴν Ὀρθοδοξία ἀπὸ τὴν Οὐνία. Ἐνῶ ἀκόμη βρισκόταν ἐκεῖ, ἐξελέγη τὸ 1931 μ.Χ. ἐπίσκοπος τῆς νεοσυσταθείσης Ἐπισκοπῆς Καρπαθίας ἀλλὰ ἀπὸ ταπείνωση δὲν δέχτηκε τὴν θέση ἐκείνη. 

Στὴν διάρκεια τῆς γερμανικῆς κατοχῆς βρέθηκε σὲ διάφορες μονὲς καὶ σταδιακὰ στὸ Βελιγράδι, μοιραζόμενος τὴν τύχη τοῦ λαοῦ του. Μὲ τὴν ἐγκαθίδρυση τῆς νέας κομμουνιστικῆς ἐξουσίας στὴν Γιουγκοσλαβία τὸ 1945 μ.Χ., ὁ πατὴρ Ἰουστῖνος ἐξεδιώχθη ἀπὸ τὸ Πανεπιστήμιο τοῦ Βελιγραδίου μαζὶ μὲ ἄλλους 200 καθηγητές. Σύντομα συνελήφθη στὴν μονὴ Σούκοβο τοῦ Πίροτ στὴ νότια Σερβία (1946 μ.Χ.) καὶ φυλακίστηκε. Λίγο ἔλειψε νὰ ἐκτελεστεὶ ἀπὸ τὸ καθεστὼς ὡς «ἐχθρὸς τοῦ λαοῦ», ἀλλὰ σώθηκε τὴν τελευταία στιγμὴ ὅταν ὁ Πατριάρχης Γαβριὴλ κατὰ τὴν ἐπιστροφή του ἀπὸ τὸ Ἄουσβιτς ἀπαίτησε τὴν ἀποφυλάκιση του. 

Διωγμένος ἀπὸ τὸ Πανεπιστήμιο καὶ δίχως κάποια σύνταξη, στερημένος ἀπὸ τὰ ἀνθρώπινα, θρησκευτικὰ καὶ πολιτικά του δικαιώματα, ὁ πατὴρ Ἰουστῖνος ἔζησε οὐσιαστικὰ ἔγκλειστος στὴν μικρὴ γυναικεία μονὴ τῶν Ἀρχαγγέλων στὸ Τσέλιε τοῦ Βάλιεβο. Ἀκόμη καὶ ἐκεῖ ὅμως οἱ πολιτικὲς ἀρχὲς δὲν τὸν ἄφηναν ἥσυχο. Πέρα ἀπὸ τὴν συνεχῆ καὶ ἀσφυκτικὴ παρακολούθηση, συχνὲς ἦταν καὶ οἱ ἀνακρίσεις στὴν πολιτικὴ διοίκηση τοῦ Βάλιεβο. Σὲ περιόδους δὲ κρίσιμων συνεδριάσεων τῆς Ἱερᾶς Συνόδου στὸ Βελιγράδι, τοῦ ἀπαγορευόταν ὁποιαδήποτε ἔξοδος ἀπὸ τὴν μονὴ ἐπὶ μῆνες ἀπὸ τὸν φόβο τυχὸν ἐπιρροῆς του στοὺς ἐπισκόπους. Παρὰ τὶς δύσκολες αὐτὲς καὶ ὀδυνηρὲς συνθῆκες ὁ πατὴρ Ἰουστῖνος προσευχόταν ἀδιάλειπτα, ἐπικοινωνοῦσε μὲ ὅσους εἶχαν τὸ θάρρος νὰ τὸν ἐπισκέπτονται, συνέχιζε τὸ ἱεραποστολικό του ἔργο καὶ ἔγραφε συνεχῶς δίχως νὰ σταματήσει τὴν παράλληλη μελέτη τῶν προσφιλῶν του Ἁγίων Πατέρων καὶ τῶν Συναξαριῶν. 

Λειτουργοῦσε καθημερινά, νήστευε πλήρως ὅλες τὶς Παρασκευὲς τοῦ ἔτους καθὼς καὶ τὴν Α' Ἑβδομάδα τῶν Νηστειῶν καὶ τὴν ἑβδομάδα τῶν Παθῶν ἐνῶ ἔκανε καὶ ἄλλες νηστεῖες ἐκτὸς ἀπὸ τὶς διατεταγμένες τῆς Ἐκκλησίας. Ἀκολουθῶντας πιστὰ τὸ μακραίωνο μοναστικὸ τυπικό, τελοῦσε ὅλες τὶς ἀκολουθίες τοῦ νυχθημέρου. Ἑκατοντάδες ἦταν τὰ ὀνόματα ποῦ μνημόνευε στὴν Θεία Λειτουργία, ὀνόματα ποὺ τοῦ ἔδιναν εἴτε προφορικὰ εἴτε μέσῳ ἐπιστολῶν. 

Παρὰ τὸν αὐστηρὸ περιορισμό του ἀπὸ τὶς πολιτικὲς ἀρχές, ἡ φήμη του ἐξαπλώθηκε γρήγορα καὶ πέρασε τὰ σύνορα τῆς Σερβίας. Ἔτσι, τὸν ἐπισκέπτονταν ὄχι μονάχα Σέρβοι ἀπὸ διάφορες περιοχὲς τῆς χώρας ἀλλὰ καὶ πολλοὶ Ἕλληνες. Ἐκοιμήθη ἐν Κυρίῳ στὶς 25 Μαρτίου 1979 μ.Χ., ἀνήμερα τοῦ Εὐαγγελισμοῦ μὰ καὶ ἥμερα τῆς γεννήσεως του. 

Ὁ πατὴρ Ἰουστῖνος, ἀφοῦ ἐντρύφησε ἐμπειρικὰ στὰ ἔργα τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας, καρποφόρησε αὐτή του τὴν μελέτη καὶ στὰ δικά του συγγράμματα ὅπου εὔκολα διαφαίνεται τὸ θεολογικὸ βάθος μὰ καὶ τὸ συγγραφικό του τάλαντο. Δύο εἶναι τὰ κεντρικὰ χαρακτηριστικὰ τοῦ ὅλου συγγραφικοῦ του μόχθου, τὰ ὅποια συναντῶνται σὲ ὅλα του τὰ ἔργα, ἀπὸ τὸ πιὸ σύντομο μέχρι καὶ τὸ πιὸ ἐκτενές, καὶ ἀπὸ τὸ πιὸ βαθὺ μέχρι καὶ τὸ πιὸ ἐκλαϊκευμένο. Τὸ πρῶτο εἶναι ἡ ἀγάπη του γιὰ τὸ πρόσωπο τοῦ «Θεανθρώπου Χριστοῦ». Ἴσως αὐτὴ νὰ εἶναι ἡ πιὸ συχνὴ ἔκφραση μέσα στὸ ἔργο του. Γύρω ἀπὸ τὸν Θεάνθρωπο στρέφονται τὰ πάντα, ἀπὸ Αὐτὸν πηγάζουν ὅλα καὶ σὲ Αὐτὸν ἀπολήγουν, ἐνδοχρονικὰ μὰ καὶ ἐσχατολογικά. Τὸ δεύτερο ἐξίσου σπουδαῖο εἶναι ἡ μέριμνα τοῦ στὸ νὰ μὴν ἀποκλίνει ἀπὸ τὴν ἀλάνθαστη γραμμὴ τῶν θεοφόρων Πατέρων τῆς Ὀρθοδόξου Ἀνατολῆς. Ὁ ὑπερπλήρης ἀγάπης πατὴρ Ἰουστῖνος εἶναι συνάμα καὶ διαχρονικὰ ὁ ἀνυποχώρητος εἰς τὰ τῆς πίστεως καὶ ζηλωτὴς τῆς ἐκκλησιαστικῆς τάξεως θεολόγος. 

Ἤδη τὴν περίοδο 1932 - 35 μ.Χ. συνέγραψε τὸ δίτομο ἔργο «Ὀρθόδοξος φιλοσοφία τῆς Ἀληθείας», τὴν γνωστὴ Δογματική του, τὸ ὅποιο τοῦ χάρισε τὴν ἕδρα τῆς Δογματικῆς στὴν Θεολογικὴ Σχολὴ τοῦ Πανεπιστημίου τοῦ Βελιγραδίου. Τὸν τρίτο τόμο ἐξέδωσε λίγο πρὶν ἀπὸ τὴν κοίμηση του, τὸ 1978 μ.Χ. Ἀπὸ πολλοὺς συγχρόνους ἐρευνητὲς θεωρεῖται ὡς ἡ πληρέστερη ὀρθόδοξη Δογματικὴ καὶ ἔχει ἤδη μεταφραστεὶ στὴν γαλλικὴ ἐνῶ μεταφράζεται στὴν ἀγγλικὴ καὶ στὴν ἑλληνική. 

Ἄλλο μνημειῶδες ἔργο του εἶναι οἱ Βίοι τῶν Ἁγίων σὲ 12 τόμους καὶ ἡ Ἑρμηνεία τῆς Καινῆς Διαθήκης σὲ 7 τόμους. Ἡ μονὴ τοῦ Τσέλιε ἔχει ἤδη ξεκινήσει τὴν ἔκδοση τῶν ἁπάντων του τὰ ὅποια ὑπολογίζονται σὲ σαράντα τόμους ἀπὸ τοὺς ὁποίους ἔχουν κυκλοφορήσει περὶ τοὺς τριάντα. Μὲ ἀφορμὴ τὴν συμπλήρωση τριακονταετίας ἀπὸ τὴν εἰς Κύριον ἐκδημία του, μεταφέρουμε στὸ παρὸν πόνημα μία συνοπτικότατη ἐκλογὴ ἀπὸ τὸ τεράστιο συγγραφικό του πλοῦτο ὡς εὐκαιρία γνωριμίας τῶν φιλαγίων ἀναγνωστῶν μὲ μιὰ μεγάλη μορφὴ ἑνὸς συγχρόνου ὁμολογητοῦ καὶ διδασκάλου τῆς μαχόμενης Ὀρθοδοξίας. 

Ἢ Ἱερὰ Μονή του Τσέλιε 

Ἡ Ἱερὰ Μονὴ τοῦ Τσέλιε βρίσκεται σὲ ἀπόσταση 6 χιλιομέτρων νοτιοδυτικὰ τῆς πόλης τοῦ Βάλιεβο, στὶς ὄχθες τοῦ πόταμου Γράδατς. Τὸ μοναστήρι εἶναι χτισμένο μέσα σὲ ἕνα ὀρεινό, γραφικὸ καὶ καταπράσινο τοπίο, μέσα σὲ μία μικρὴ κοιλάδα στὰ ὅρια τοῦ χωρίου Λέλιτς τὸ ὅποιο εἶναι καὶ ἡ γενέτειρα τοῦ μεγάλου συγχρόνου ἅγιου τῆς Σερβικῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας Νικολάου Βελιμίροβιτς (βλέπε 5 Μαρτίου). Ἡ γύρω περιοχὴ μὲ τὰ πολλὰ βουνὰ καὶ τὶς μικρὲς κοιλάδες κάνουν τὸ μοναστήρι ἀθέατο καὶ ὁ ἐπισκέπτης πρέπει νὰ μπεὶ στὴ μικρὴ κοιλάδα γιὰ νὰ τὸ ἀντικρίσει. 

Ἡ ἀκριβὴς χρονολογία κτίσεως τῆς μονῆς δὲν εἶναι γνωστή. Σύμφωνα μὲ τὰ ὑπάρχοντα ἱστορικὰ στοιχεῖα ἡ ἵδρυση τῆς μονῆς ἀνάγεται στοὺς μεσαιωνικοὺς χρόνους, ἐνῶ ἰδιαίτερη παράδοση τὸ θέλει ὡς κτίσμα τοῦ βασιλέως Δραγούτιν (1282 – 1316 μ.Χ.). Κατὰ τὴν μακρὰ καὶ σκοτεινὴ τουρκικὴ σκλαβιὰ κάηκε, γκρεμίστηκε καὶ ἀνακαινίστηκε ἀρκετὲς φορές. Οἱ προεστοὶ τῆς μονῆς προσέφεραν πολλὰ στοὺς ἀγῶνες τοῦ σέρβικου ἔθνους κατὰ τῶν κατακτητῶν καὶ ἀλλοθρήσκων. Κατὰ τὸν 19ο αἰ. μ.Χ. ἱδρύεται στὴ μονὴ Δημοτικὸ Σχολεῖο, ἀπὸ τὰ πρῶτα ποὺ λειτούργησαν στὴν ἐλεύθερη Σερβία. Στὸ σχολεῖο αὐτὸ ἔμαθε τὰ πρῶτα του γράμματα καὶ ὃ ἅγιος Νικόλαος Βελιμίροβιτς. Στὰ 1837 μ.Χ. ἡ μονὴ μετατράπηκε σὲ ἐνοριακὸ ναὸ καὶ ἔτσι παρέμεινε ὡς τὸ 1928 μ.Χ. ὅταν μὲ ἀπόφαση τῆς Σερβικῆς Ἱερᾶς Συνόδου μετατράπηκε σὲ γυναικεία μονή. 

Τὸ καθολικὸ τῆς μονῆς τιμὰ τὴ Σύναξη τῶν Ἀρχαγγέλων Μιχαὴλ καὶ Γαβριήλ. Πρόκειται γιὰ βασιλικὴ μετὰ τρούλου. Ὁ τροῦλος εἶναι ἐννεάπλευρος πρὸς τιμὴν τῶν ἐννέα ἀγγελικῶν ταγμάτων. Ἡ μονὴ βρίσκεται στὴ διοικητικὴ δικαιοδοσία τῆς μητροπόλεως Σάμπατς καὶ Βάλιεβο. Ὁ μεγαλύτερος θησαυρὸς ποὺ ἡ μονὴ φυλάσσει καὶ προσφέρει πρὸς προσκύνηση, εὐλογία καὶ παρηγοριὰ τῶν δεκάδων προσκυνητῶν εἶναι ὁ ἀπέριττος τάφος τοῦ ὁσίου ἀββᾶ Ἰουστίνου Πόποβιτς ὁ ὅποιος ἐγκαταβίωσε στὴ μονὴ ἐπὶ 28 συνεχόμενα ἔτη μέχρι τῆς κοιμήσεως τοῦ τὸ 1979 μ.Χ. 


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΚΑΝΤΕ ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ ΤΟΥ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟΥ ΜΑΣ.