ΛΑΜΠΡΟΥ Κ. ΣΚΟΝΤΖΟΥ Θεολόγου - Καθηγητοῦ
Ἡ μνήμη της τιμᾶται στὶς 5 Ἀπριλίου καὶ στὶς 3 Αὐγούστου, ἡμέρα μετακομιδής τοῦ Ἱεροῦ Λειψάνου της καὶ στὶς 29 Αὐγούστου ἡ μνήμη τῆς ἁγίας Θεοπίστης
Στὰ αγιολόγια τῆς Ἐκκλησίας μας ὑπάρχουν ἅγιοι οἱ ὁποῖοι ἁγίασαν ὁμοῦ μὲ μέλη τῶν βιολογικῶν τους οἰκογενειῶν. Μιὰ τέτοια ἁγία εἶναι καὶ ἡ ὁσία Θεοδώρα ἡ ἐν Θεσσαλονίκῃ, ἡ ὁποία μόνασε καὶ ἁγίασε μὲ τὴν κόρη της Θεοπίστη. Οἱ δύο αὐτὲς ὁσιακὲς μορφὲς λαμπρύνουν τὸ πλούσιο ἁγιολογικὸ μωσαϊκὸ τῆς Ἐκκλησίας τῶν Θεσσαλονικέων.
Ἡ ἁγία Θεοδώρα γεννήθηκε στὴν Αἴγινα τὸ 812 ἀπὸ εὐσεβεῖς γονεῖς. Ὁ πατέρας της ἦταν πρεσβύτερος. Δυστυχῶς ἡ μητέρα της πέθανε, λίγο μετὰ τὸν τοκετό της, γι' αὐτὸ ἀναγκάστηκε ὁ πατέρας της νὰ τὴ δώσει γιὰ ἀνατροφὴ σὲ μιὰ εὐλαβῆ ἀνάδοχό του καὶ ἐκεῖνος ἀσπάσθηκε, μετὰ τὴ χηρεία του, τὸ μοναχικὸ βίο. Ἡ Θεοδώρα ἀνατράφηκε μὲ εὐλάβεια, ἀπὸ τὴν εὐσεβῆ ἀνάδοχο κόρη, ἀπέκτησε φόβο Θεοῦ καὶ στολίστηκε μὲ σπάνιες ἀρετές. Ἐπίσης ἦταν στολισμένη καὶ μὲ σπάνιο σωματικὸ κάλλος.
Ὅταν μεγάλωσε, ἡ εὐσεβὴς θετὴ μητέρα της τὴν ἀρραβώνιασε μὲ ἕναν νέο, περιζήτητο στὸ νησί. Ὅμως ἕνα τρομερὸ γεγονός της ἄλλαξε τὴ ζωή...Βάρβαροι Σαρακηνοί πειρατὲς εἰσέβαλλαν στὴν Αἴγινα καὶ λεηλάτησαν τοὺς κατοίκους, σκοτώνοντας πολλούς. Μεταξὺ αὐτῶν καὶ τὸν ἀδελφό. Ἔτσι ἀναγκάστηκαν νὰ καταφύγουν στὴ Θεσσαλονίκη, μὲ τὸν μνηστῆρα της, ὅπου θὰ ἦταν πιὸ ἀσφαλεῖς.
Μετὰ ἀπὸ καιρό, ὅταν ἔφτασε σὲ ἡλικία γάμου, παντρεύτηκαν καὶ ἔφεραν στὸν κόσμο μιὰ κόρη, τὴ Θεοπίστη καὶ στὴ συνέχεια ἄλλα δύο παιδιὰ τὰ ὁποῖα πέθαναν σὲ βρεφικὴ ἡλικία. Ὁ χαμὸς τῶν παιδιῶν τους τοὺς γέμισε θλίψη, ἀλλὰ ἡ εὐσεβὴς Θεοδώρα δὲν καταβλήθηκε. Ἔχοντας μεγάλη πίστη καὶ ἡρωικὸ φρόνημα, στήριζε τὸ σύζυγό της. Μάλιστα τοῦ πρότεινε νὰ ἀφιερώσουν τὴν τότε ἑξάχρονη κόρη τους στὸ Θεό. Ὄντως τὴν ἀφιέρωσαν στὴν Ἱερὰ Μονὴ Ἁγίου Λουκᾶ.
Ὕστερα ἀπὸ καιρὸ ἕνα ἄλλο δυσάρεστο πλῆγμα δέχτηκε ἡ Θεοδώρα. Ὁ σύζυγός της ἀσθένησε καὶ πέθανε. Ὄντας 25 ἐτῶν, πῆρε τὴν ἀπόφαση νὰ ἐνδυθεῖ τὸ μοναχικὸ σχῆμα. Πῆγε στὴν Ἱερὰ Μονὴ Ἁγίου Στεφάνου, στὴν πόλη τῆς Θεσσαλονίκης, ὅπου ἦταν ἡγουμένη μιὰ συγγένισσά της, ὀνόματι Ἄννα, ζητῶντας τὴν νὰ τὴν δεχτεῖ στὴ Μονή. Ἡ ἡγουμένη ἦταν ἐγνωσμένης ἁγιότητας καὶ εἶχε ἀναδειχθεῖ ὁμολογητὴς καὶ εἶχε βασανισθεῖ, ὡς ὑπέρμαχος τῶν Ἱερῶν Εἰκόνων (βρισκόμαστε στὴν ἐποχὴ τῆς εἰκονομαχίας). Ὅταν αντίκρισε τὴ νεαρὴ χήρα ἐξέφρασε τοὺς δισταγμούς της, φοβούμενη πὼς κάποια στιγμὴ θὰ μετάνιωνε γιὰ τὴν ἀπόφασή της καὶ θὰ ἐγκατέλειπε τὸ μοναχικὸ βίο. Ἀλλά, μπροστὰ στὶς θερμὲς παρακλήσεις τῆς Θεοδώρας ἐνέδωσε, τὴ δέχτηκε καὶ τὴν ἐνέταξε στὴν ἀδελφότητα τῆς Μονῆς, ὑποβάλλοντάς την σε διάφορες δοκιμασίες γιὰ νὰ πεισθεῖ γιὰ τὴν ἀκλόνητη ἀπόφασή της.
Ἡ Θεοδώρα ἐπέδειξε πρωτοφανῆ ζῆλο καὶ ὑπακοή. Ἐκτελοῦσε μὲ προθυμία κάθε διακόνημα, ὅσο ταπεινὸ καὶ κοπιαστικὸ ἦταν. Καλλιεργοῦσε σχέσεις ἀγάπης μὲ τὴν ὑπόλοιπη ἀδελφότητα καὶ καταγίνονταν στὸν προσωπικὸ πνευματικὸ τῆς ἀγῶνα. Νήστευε, ἀγρυπνοῦσε, μελετοῦσε πνευματικὰ καὶ ψυχωφελῆ βιβλία καὶ συμμετεῖχε στὰ Ἱερὰ Μυστήρια μὲ εὐλάβεια καὶ ταπείνωση. Ἐξομολογοῦνταν ἀνελλιπῶς γιὰ νὰ ἀποκρούει τοὺς πειρασμοὺς τοῦ διαβόλου, ὁ ὁποῖος πάσχισε, μὲ δόλιους λογισμοὺς νὰ τὴν ἀποσπάσει ἀπὸ τὸν πνευματικὸ τῆς ἀγῶνα καὶ νὰ τὴν ἀπομακρύνει ἀπὸ τὴ Μονή, νὰ τὴν ἐπαναφέρει ξανὰ στὸν κόσμο. Ὅμως ἐκείνη ἔμεινε ἑδραία στὴν ἀπόφασή της. Εἶχε ἀποκτήσει σὲ μεγάλο βαθμὸ τὴν ἀρετὴ τῆς ταπεινοφροσύνης, θεωρῶντας τὸν ἑαυτό της ὡς τὸν πλέον ἁμαρτωλὸ ἄνθρωπο τοῦ κόσμου. Συχνὰ ἐξέφραζε τὴν γνώμη της ὅτι ἦταν ἡ πιὸ ἄχρηστη μοναχὴ στὴ Μονή. Στοχαζόταν τὶς τιμωρίες τῆς κολάσεως καὶ ἔκλαιε πικρὰ γιὰ τὰ δεινὰ ποὺ τὴν περίμεναν!
Μετὰ ἀπὸ , ὅταν εἶχε κοιμηθεῖ ἡ ἡγουμένη τῆς Μονῆς Ἁγίου Λουκᾶ, ἡ ὁποία εἶχε δεχθεῖ τὴν κόρη της Θεοπίστη καὶ ἐκείνη πῆρε τὴν ἀπόφαση νὰ πάει νὰ μονάσει μαζὶ μὲ τὴ μητέρα της τή Θεοδώρα. Ἔτσι ζήτησε νὰ τὴ δεχτοῦν στὴ Μονὴ Ἁγίου Στεφάνου. Ἡ ἡγουμένη τή δέχτηκε καὶ μάλιστα τὴν ἔβαλε νὰ συγκατοικεῖ στὸ ἴδιο κελί μὲ τὴν κατὰ σάρκα μητέρα της.
Μητέρα καὶ κόρη, ὡς πνευματικὲς ἀδελφὲς πιά, μοιραζόταν τὴν προσευχὴ καὶ τὴν ἄσκηση καὶ ζοῦσαν ἀγγελικὸ βίο. Ἀλλὰ ὁ διάβολος, ὁ ὁποῖος μισεῖ θανάσιμα τους ἀνθρώπους ποὺ προκόβουν πνευματικά, θέλησε νὰ τὶς προσβάλει, ξύπνησε μέσα στήν ψυχὴ τῆς Θεοδώρας τὸ μητρικὸ ἔνστικτο, τὸ ὁποῖο ἐπισκίασε τὴν πνευματική τους σχέση. Αὐτὸ τὸ παρατήρησε ἡ ἡγουμένη καὶ ἀνησύχησε. Μάλιστα κάποια μέρα βρῆκε τὴ Θεοδώρα νὰ φροντίζει τὰ ἐνδύματα τῆς κόρης της, τὴ ρώτησε: «Θεοδώρα, τίνος εἶναι τὸ κορίτσι αὐτό;». Τὴν ἐπέπληξε καὶ τῆς ὑπενθύμισε τὸ λόγο τοῦ Κυρίου πὼς «ό φιλῶν πατέρα ἢ μητέρα ὑπὲρ έμέ οὐκ έστι μον ἄξιος καὶ ό φιλῶν υίόν ἡ θυγατέρα ὑπὲρ έμέ οὐκ έστι μοῦ ἄξιος» (Ματθ.10,37). Γιὰ νὰ τὶς προφυλάξει τὶς χώρισε καὶ τοὺς ἀπαγόρευσε νὰ ἔχουν καμιὰ συναναστροφή. Ἐκεῖνες ὑπάκουσαν καὶ γιὰ δεκαπέντε δὲν ἀντάλλαξαν κουβέντα, ἂν καὶ συζοῦσαν στὴν ἴδια Μονή, ἐργάζονταν καὶ γευμάτιζαν μαζί.
Ἀργότερα ἡ Θεοδώρα ἀσθένησε βαριὰ καὶ ἡ ἡγουμένη Ἄννα, κατόπιν παρακλήσεων τῶν ἄλλων μοναζουσῶν, ἔδωσε τὴν ἄδεια στὴν Θεοπίστη νὰ συνομιλήσει μαζί της. Διαπίστωσαν πὼς πλέον εἶχε ἐκλείψει ἐντελῶς ἡ συγγενικὴ σχέση τους καὶ ἔβλεπε ἡ μιὰ τὴν ἄλλη ὡς ἀδελφὴ ἐν Χριστῷ, σὰν τὶς ἄλλες μοναχὲς τῆς ἀδελφότητας.
Ἡ Θεοδώρα εἶχε φθάσει ἤδη στὸ πεντηκοστὸ ἕκτο ἔτος τῆς ἡλικίας της καὶ εἶχε ὡριμάσει πνευματικὰ σὲ μεγάλο σημεῖο. Ἐπίσης καὶ ἡ ἡγουμένη Ἄννα εἶχε φθάσει σὲ προχωρημένη ἡλικία καὶ ἔπασχε ἀπὸ γεροντικὴ ἄνοια, μὴ μπορῶντας πιὰ νὰ ἀσκήσει τὴ διακονία τῆς ἡγουμένης στὴ Μονή. Τότε ὁ ἀρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης ὅρισε ὡς ἡγουμένη τῆς Μονῆς τὴν Θεοπίστη. Ἡ κατὰ σάρκα μητέρα της ἀξιώθηκε νὰ γίνει ὑποτακτικὸς τῆς κόρης της. Αὐτὸ τὸ δέχτηκε μὲ μεγάλη χαρὰ καὶ ἐκτελοῦσε μὲ ὑπακοὴ καὶ ἀγόγγυστα τὶς ἐντολές της. Μάλιστα ἡ νέα ἡγουμένη της ἀνέθεσε τὸ δύσκολο διακόνημα, νὰ γηροκομεῖ τὴν ἄρρωστη πρώην ἡγουμένη Ἄννα καὶ νὰ ὑπομένει μὲ καρτερία καὶ ἠρεμία τὶς δυστροπίες της.
Μετὰ ἀπὸ δεκαεννέα καὶ ὄντας ἡ Θεοδώρα ἑβδομῆντα πέντε χρονῶν, ἀπαλλάχτηκε ἀπὸ ὅλα τὰ διακονήματά της. Αὐτὸ ὅμως τὴ στεναχώρησε καὶ γι' αὐτὸ ἐξακολουθοῦσε κρυφὰ νὰ ὑπηρετεῖ τιε ἀδελφές. Κοιμήθηκε εἰρηνικὰ τὸ 892, ἀφοῦ κάλεσε ὅλη τὴν ἀδελφότητα νὰ τὴν ἀποχαιρετίσει καὶ νὰ ζητήσει συγχώρεση. Ἡ ψυχή της φτερούγισε στὸν οὐρανὸ καὶ τὸ γερασμένο καὶ ρυτιδιασμένο πρόσωπό της ἔλαμψε σὰν τὸν ἥλιο καὶ τὸ δωμάτιο πληρώθηκε ἀπὸ οὐράνια εὐωδία. Τὸ λάδι ἀπὸ τὸ κανδήλι τοῦ τάφου της μεταβλήθηκε σὲ μύρο καὶ ξεχείλιζε, χαρίζοντας ἰάματα σὲ πλῆθος ἀσθενῶν, ὅσοι χρίονταν ἀπὸ αὐτό. Γι' αὐτὸ καὶ τῆς δόθηκε ἡ προσωνυμία «Μυροβλύτισσα». Ἡ περιώνυμη Θεσσαλονίκη ἀξιώθηκε νὰ ἔχει δύο ἁγίους μυροβλύτες, τὸν Δημήτριο καὶ τὴ Θεοδώρα. Τὸ 893 ἔκαναν τὴν εκταφή βρῆκαν τὸ ἱερὸ σκήνωμά της ἄφθορο νὰ εὐωδιάζει. Τὸ ἐναπέθεσαν σὲ πολύτιμη λάρνακα καὶ μετονόμασαν τὴν Ἱερὰ Μονὴ Ἁγίου Στεφάνου, σὲ Ἱερὰ Μονὴ Ἁγίας Θεοδώρας τῆς Μυροβλύτισσας, ἡ ὁποία ἔμελλε νὰ καταστεῖ σημαντικὸ πνευματικὸ κέντρο. Σήμερα λειτουργεῖ ὡς ἀνδρικὴ Μονὴ καὶ στεγάζει τὸ Κέντρο Ἁγιολογικῶν Μελετῶν τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Θεσσαλονίκης.
Στὰ 1430, ὅταν οἱ ἀλλόθρησκοι Ὀθωμανοὶ κυρίευσαν τὴ Θεσσαλονίκη, ἄνοιξαν τὴ λάρνακα τῆς ἁγίας καὶ κομμάτιασαν τὸ σκήνωμά της. Οἱ Χριστιανοὶ μπόρεσαν νὰ συναρμολογήσουν τὰ κομμάτια, πρὸς προσκύνηση καὶ ἁγιασμὸ τῶν πιστῶν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου