19 Απρ 2022

«Καί ἔνδυμα οὐκ ἔχω...» - Στόλισε τήν ψυχή σου μέ λαμπρή στολή, ὄχι μέ πνευματικά κουρέλια

Γράφει ὁ Ἐλευθέριος Ἀνδρώνης
Ὁ Νυμφίος καταφθάνει στό κατώφλι τῶν ἀνθρώπων. Ἄλλοι τόν χλευάζουν, ἄλλοι τόν ἀγνοοῦν, ἄλλοι τόν ὑποδέχονται μέ λερωμένη ψυχή. Καιρός νά καθαρίσουμε τό «ἔνδυμα» μᾶς, γιά νά τόν ὑποδεχθοῦμε.
Δέν εἶναι ὑπερβολή νά πεῖ κανείς πώς ἡ φύση μερικές φορές μοιάζει νά διαμαρτύρεται καί νά συστενάζει γιά τήν ἀποστασία τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τόν Θεό καί τή μεγάλη πτώση τῆς γενεᾶς μας.
Ἀπό τήν Κυριακή τῶν Βαΐων σκοτείνιασε ὁ οὐρανός μέ σύννεφα χώματος, καί θαρρεῖ κανείς πώς ἡ Μεγάλη Ἑβδομάδα ξεκίνησε μέ λασποβροχές, σά νά μᾶς θυμίζει ἡ θεόκτιστη φύση τό πόσο βρώμικοι εἶναι οἱ χιτῶνες τῶν ψυχῶν μας καί πόσο «χωματένιοι» ἔχουμε καταντήσει σάν... κοινωνία.

Πρίν 2.000 χρόνια, στήν παρηκμασμένη πνευματικά Ἱερουσαλήμ, τά πλήθη ὑποδέχθηκαν τόν Χριστό μετά βαΐων καί κλάδων, ἑρμηνεύοντας τήν παρουσία του μέ κοσμικό φρόνημα, ἔχοντας τήν πλάνη πώς καλωσόριζαν τόν ἐπίγειο βασιλέα τοῦ νέου Ἰσραήλ.

Στήν ξεπεσμένη ἐποχή μας σήμερα, ὁ περισσότερος κόσμος δέν κρατᾶ οὔτε κἄν τά βάγια τῆς κοσμικῆς καί ἐθιμοτυπικῆς χαρᾶς γιά τόν ἐρχομό τοῦ Θεανθρώπου. Δέν δέχεται τόν Χριστό οὔτε σάν ἐπίγειο εὐεργέτη του. Δέν στρώνει ἐνδύματα καί δέν ἀνοίγει δρόμο γιά νά περάσει ὁ Βασιλεύς τῆς Δόξης. Δέν μπαίνει κἄν στόν κόπο νά τόν ὑποδεχθεῖ ἤ ἀκόμα χειρότερα χτίζει τεῖχος ἀδιαφορίας, ἀπιστίας ἤ καί βλασφημίας.

Μοιάζει σάν νά εἰσέρχεται ὁ Χριστός σήμερα μέσα σέ μιά λαοθάλασσα ἀπό ἀδίστακτους Γραμματεῖς καί Φαρισαίους πού ἀδημονοῦν νά κραυγάσουν τό «Ἆρον ἆρον, σταύρωσον αὐτόν» πρίν κἄν περάσει τίς πύλες τῆς πόλης τους. Ἤ σά νά πορεύεται τό ταπεινό γαϊδουράκι τοῦ Ναζωραίου ἀνάμεσα σέ μιά πανστρατιά ἀπό σύγχρονους Ρωμαίους στρατιῶτες, ἕτοιμους νά χλευάσουν, νά μαστιγώσουν, νά λογχίσουν, νά ξανασταυρώσουν τόν σαρκωμένο Θεό Λόγο.

«Ἰδού ὁ Νυμφίος ἔρχεται» ὅμως, εἴτε τό θέλει - εἴτε ὄχι, ὁ ἀφιονισμένος ὄχλος. Καμία ἀντίχριστη δύναμη δέν μπορεῖ νά σταματήσει τόν ἔνδοξο ἐρχομό του, τή σωτηριώδη πορεία του στήν Ἑβδομάδα τῶν Παθῶν. Καί ὅσο μεγαλύτερο εἶναι τό ἀποκορύφωμα τῆς ἀποστασίας, τόσο πιό δυναμικά Ἐκεῖνος ἀναζητᾶ νά νυμφευθεῖ τίς πρόθυμες ψυχές. Πάντα κόντρα στό ἔρεβος τῆς ἀσέβειας καί τῆς διαφθορᾶς, καταφθάνει σάν γλυκιά λυτρωτική ἄνοιξη στίς καρδιές τῶν πιστῶν καί τῶν καλοπροαίρετων.

Ὁ Νυμφίος. Ἀνατέλλει στό πνευματικό στερέωμα ταπεινός καί πονεμένος, ἄλλα ἔνδοξος καί θριαμβευτής, ἕτοιμος νά σηκώσει τό ἀνείπωτο βάρος τῆς ἁμαρτίας τοῦ κόσμου. Τά χέρια του εἶναι προσώρας δεμένα, ἄλλα αὐτό δέν τόν ἐμποδίζει νά σπάσει τά δεσμά τῆς ἀνθρώπινης ἀδικίας, νά σηκώσει στούς ὤμους του ὅλα τά κρίματα τῆς ἀνθρωπότητας, ὅλα τά βάρη τοῦ παρελθόντος, τοῦ παρόντος ἄλλα καί τοῦ μέλλοντος, ἕως τῆς συντελείας τοῦ αἰῶνος.

Ὁ Νυμφίος παραμέρισε γιά ἀκόμη μιά φορά τά μανιασμένα πλήθη, καί εἰσῆλθε στήν ἀποστατημένη μας «Ἱερουσαλήμ», γιά νά ἀνταμώσει τήν αἰώνια νύμφη του, τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία. Μέ τό ἀκάνθινο στεφάνι, μέ τήν πορφυρᾶ χλαμύδα, μέ τό καλάμι στό χέρι, γαμπρός παράδοξος γιά τά ἀνθρώπινα μέτρα. Δοξασμένος μέσα ἀπό τήν ἐξουθένωση του, γιά λογαριασμό τῆς ἄφατης ἀγάπης πρός τήν μητέρα - Ἐκκλησία. Γαμπρός πού στόλισε ἑκουσίως τόν τρισένδοξο γάμο του, μέ αἷμα, μέ ἀγκάθι, μέ μαστίγιο, μέ Σταυρό.

Τί εἴδους ἔνδυμα φορά ἡ ψυχή μας;
«Τόν νυμφῶνα σου βλέπω, Σωτήρ μου, κεκοσμημένον καί ἔνδυμα οὐκ ἔχω, ἵνα εἰσέλθω ἐν αὐτῷ», λέει ὁ ὑπέροχος ὕμνος τῆς Ἐκκλησίας, πού περιγράφει τόσο γλαφυρά τήν πτωτική μας φύση, ἄλλα καί τόν ἱερό πόθο γιά ἐξαγνισμό.

Ὁ Νυμφίος ἀναζητᾶ καλεσμένους στόν ἀτίμητο γάμο του, καί ἐξετάζει τά ἐσωτερικά ἐνδύματα, τίς στολές τῶν ψυχῶν μας. Ὁ Φωτοδότης μπορεῖ νά συνταιριάξει μόνο μέ ψυχές πού ἔχουν λουστεῖ τό αἰώνιο φῶς τῆς Ἐκκλησίας. Μέ νηστεία, μέ μετάνοια, μέ ἐξομολόγηση, μέ Θεία Κοινωνία, ἔρχεται ἡ ὀντολογική ἕνωση τοῦ ἀνθρώπου μέ τόν Θεάνθρωπο. Ἔτσι γίνεται ἡ ψυχή ἁγνή καί ὄμορφη σάν στολισμένη νύφη πού καρτερεῖ τόν Ἀγαπημένο της.

Ὅμως ἐμεῖς τί ἔχουμε νά παρουσιάσουμε σήμερα στό Νυμφίο Χριστό σάν ἔθνος, σάν κοινωνία, σάν προσωπικότητες; Πώς τόν ὑποδεχθήκαμε; Στρώσαμε βάγια στίς καρδιές μας; Ἐγκαταλείψαμε τό θέλημα μᾶς; Ἀφήσαμε τούς ἑαυτούς μας στά χέρια τοῦ Θεοῦ; Τόν δοξάσαμε πού μᾶς ἀξίωσε νά ζήσουμε ἄλλη μία Μεγάλη Ἑβδομάδα;

Καί τί «ἔνδυμα» φοροῦμε γιά νά τόν ὑποδεχθοῦμε; Μήπως εἴμαστε ρακένδυτοι καί φερόμαστε σάν πνευματικοί ζητιάνοι, πού ψάχνουν τό φῶς ὁπουδήποτε ἀλλοῦ παρά στήν πηγή του;

Φορᾶμε τά καλά μας στήν Ἐκκλησία καί τά κοσμικά γλέντια, ἄλλα μήπως κυκλοφοροῦμε μέ λερωμένα κουρέλια στήν ψυχή; Μήπως οἱ φοβίες καί οἱ κοσμικές ἔγνοιες ξήλωσαν τό πνευματικό χιτῶνα μας, καί μείναμε γυμνοί καί ἀπροστάτευτοι; Ἄς φορέσουμε τά καλά μας, ὄχι γιατί «πρέπει», οὔτε ἀπό το φόβο κάποιας «τιμωρίας», ἄλλα καθαρά γιά τήν ἀγάπη πρός τόν Νυμφίο. Τέτοια ἀγάπη θέλει ὁ Θεός.

Νά τήν ἀνταποδώσουμε κατά τά ἀνθρώπινα μέτρα. Μέσα ἀπό τίς Ἱερές Ἀκολουθίες τῆς Μεγάλης Ἑβδομάδας, μέ συγκίνηση, μέ κατάνυξη, μέ προσευχή, νά ρίξουμε μιά καλή ματιά στό ἐσώτερο ἔνδυμα μᾶς, νά τό δοκιμάσουμε δίπλα στήν ὑπέρλαμπρη μορφή τοῦ Νυμφίου καί νά νοιώσουμε ἐκείνη τήν εὐλογημένη συντριβή πού ξεκλειδώνει τό μυστήριο τῆς πνευματικῆς λύτρωσης, τοῦ γλυκασμοῦ τῆς ψυχῆς.

1 σχόλιο:

  1. Γεια σου ρε Λευτέρη. Υπάρχει κόσμος που αγαπά τον Χριστό και νοιώθει αυτά που λες. Κι Αυτός μας χαρίζει πλούσιο το έλεος Του.

    ΑπάντησηΔιαγραφή

ΚΑΝΤΕ ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ ΤΟΥ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟΥ ΜΑΣ.