Θεολόγος τοῦ Ε.Κ.Π.Α.
Οἱ ἑορτές τοῦ κύκλου τῶν Χριστουγέννων, τό λεγόμενο «Ἅγιο Δωδεκαήμερο» γεννοῦν στίς ψυχές ὅλων τῶν ἀνά τόν κόσμο χριστιανῶν ἰδιαίτερη χαρά καί δημιουργοῦν αἰσθήματα κατάνυξης. Ἡ ἐνανθρώπιση, δια τῆς Θεοτόκου, τοῦ Δευτέρου Προσώπου τῆς Ἁγίας Τριάδος, ἔχει ὁρισθεῖ νά τιμᾶται ὡς μεγάλη Δεσποτική Ἑορτή τῆς Ἐκκλησίας, τήν 25η Δεκεμβρίου κάθε ἔτους. Τό χαρμόσυνο μυστήριο τῆς σάρκωσης τοῦ Θεοῦ περιγράφεται καί ἀπό τούς τέσσερις Εὐαγγελιστές στήν Καινή Διαθήκη. Τόσο ὁ Ματθαῖος ὅμως, ὅσο καί ὁ Λουκᾶς μας παρουσιάζουν... καί τό γενεαλογικό δένδρο τοῦ Ἰησοῦ ξεκινῶντας, ὁ πρῶτος ἀπό τόν πατριάρχη Ἀβραάμ καί δεύτερος ἀπό τόν προπάτορα Ἀδάμ καί φτάνοντας μέχρι τή γέννηση Του μέ σκοπό νά ἀποδείξουν ὅτι εἶναι ὁ ἀπόγονος τοῦ Δαυΐδ γιά τόν ὁποῖον μίλησαν οἱ Προφῆτες. Ὁ Ματθαῖος, πιό περιγραφικός καί ἀπό τούς τέσσερις Εὐαγγελιστές, μᾶς λέει χαρακτηριστικά γιά τή γέννηση τοῦ Ἰησοῦ τά ἑξῆς:
«Ἡ δέ γέννησις τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ ἔγινε κατά τόν ἀκόλουθον ὑπερφυσικόν τρόπον. Ὅταν δηλαδή ἐμνηστεύθη ἡ μήτηρ αὐτοῦ Μαρία μέ τόν Ἰωσήφ, χωρίς νά συνοικήσουν ὡς σύζυγοι, εὑρέθη ἔγκυος ἀπό τήν δημιουργικήν ἐνέργειαν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ὁ δέ Ἰωσήφ, ὁ μνηστήρ αὐτῆς, ὅταν ἀντελήφθη τήν ἐγκυμοσύνην αὐτῆς, ἐπῇρε,ἐπῆρε τήν ἀπόφασιν νά διαλύση τήν μνηστείαν. Ἐπειδή ὅμως ἦτο ἐνάρετος καί εὔσπλαγχνος δέν ἠθέλησε νά τήν διαπομπεύσει δημοσία, ἀλλ'ἐσκέφθη νά τήν διώξη μυστικά χωρίς νά ἀνακοινώσει εἰς κανένα τάς ὑποψίας του. Ἐνῶ δέ αὐτά εἶχε στόν νοῦν, ἰδού ἕνας ἄγγελος τοῦ Κυρίου παρουσιάσθη στό ὄνειρόν του καί τοῦ εἶπεν· Ἰωσήφ, ἀπόγονε τοῦ Δαυΐδ, μή διστάσεις, νά παραλάβεις στόν οἶκον σου τήν Μαριάμ, τήν ἁγνήν καί πιστήν μνηστή σου, διότι τό παιδίον πού κυοφορεῖται ἕντος αὐτῆς ἔχει συλληφθεῖ ἀπό τή δημιουργικήν ἐνέργειαν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Θά γεννήσει δέ υἱόν, καί σύ (ὁ ὁποῖος σύμφωνα μέ τόν νόμον θεωρεῖσαι προστάτης καί πατέρας του) θά τό ὀνομάσεις Ἰησοῦν (δηλαδή Θεόν-Σωτῆρα) διότι αὐτός θά σώσει πράγματι τόν λαόν του ἀπό τάς ἁμαρτίας αὐτῶν. Καί ὅλον αὐτό τό θαυμαστόν καί μοναδικόν γεγονός ἔγινε, δια νά πραγματοποιηθεῖ καί ἐπαληθεύσει αὐτό, πού εἶχε λεχθῆ ἀπό τόν Κυριον δια τοῦ προφήτου Ἠσαΐου· «Ἰδού ἡ ἁγνή καί ἄμωμος παρθένος θά συλλάβει καί θά γεννήσει υἱόν, χωρίς νά γνωρίσει ἄνδρα, καί θά ὀνομάσουν αὐτόν Ἐμμανουήλ, ὄνομα πού σημαίνει· Ὁ Θεός εἶναι μαζί μας». (Ματθ. 1, 18-23).
Ὁ Θεός λοιπόν, στό σχέδιο τῆς σωτηρίας τοῦ πεπτωκότος ἀνθρώπου, στέλνει τόν Υἱό Του γιά νά σώσει τούς ἀνθρώπους. Δηλαδή γιά νά ἐνδυθεῖ μέ τήν ἀνθρώπινη σάρκα καί νά ξαναδώσει στόν ἄνθρωπο τή δυνατότητα τῆς θεώσεως, του καθ' ὁμοίωσιν, πού εἶχε ἀπωλέσει μέ τήν παρακοή καί τήν πτώση. Ἡ Πάναγνη Παρθένος συγκατανεύει στή θεία βούληση, ἀφοῦ ὁ Θεός δέν παραβιάζει τό αὐτεξούσιο τοῦ ἀνθρώπου καί λέγοντας τό: «Ἰδοὺ ἡ δούλη Κυρίου, γένοιτό μοὶ κατὰ τὸ ρῆμα σου» (Λουκ. 1,38) συλλαμβάνει κατ' ἄμωμον τρόπον, ἐκ Πνεύματος Ἁγίου καί γεννᾶ τόν Σωτῆρα τῆς Οἰκουμένης. Ἔτσι ὁ Θεός-Λόγος «σὰρξ ἐγένετο -δηλαδὴ ἄνθρωπος- καὶ ἐσκήνωσεν ἐν ἡμῖν, καὶ ἐθεασάμεθα τὴν δόξαν αὐτοῦ (τό ἄκτιστο φῶς τῆς θεότητoς Του)» (Ἰωάνν. 1, 14). Διότι «ἐν αὐτῷ κατοικεῖ πᾷν τὸ πλήρωμα τῆς θεότητος σωματικῶς» (Κολ. 2,9), εἶναι δηλαδή τέλειος Θεός καί τέλειος ἄνθρωπος. «Αὐτός γάρ ἐνηνθρώπησεν, ἳνα ἡμεῖς θεοποιηθῶμεν» ἀναφέρει σχετικά γιά τόν λόγο τῆς ἐνανθρωπήσεως ὁ Μέγας Ἀθανάσιος, ὁ δέ ἱερός Χρυσόστομος, ὁ τῇ γλώττῃ χρυσορρήμων συμπληρώνει: «Ἄνθρωπος γὰρ ἐγένετο ὁ Θεὸς καὶ Θεὸς ὁ ἄνθρωπος». «Μεθ' ἡμῶν ὁ Θέός». «Ὁ Κύριος εἶναι μαζί μας». Ὁ Κύριος μέ τήν ἐνανθρώπιση Τοῦ εἶναι κοντά στόν πονεμένο ἄνθρωπο, τόσο στίς εἰρηνικές ἀλλά καί στίς δύσκολες ἡμέρες τῆς ἐπίγειας ζωῆς του. Ἡ ἀνθρωπότητα πλέον δέν εἶναι όμηρη τῆς ἁμαρτίας καί τοῦ θανάτου. Γεννήθηκε μέ τόν Ἰησοῦ ἡ ἐλπίδα τῆς σωτηρίας.
ΤΟ ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΗΣ ΓΕΝΝΗΣΗΣ ΤΟΥ ΙΗΣΟΥ
Λίγο πρίν γεννηθεῖ ὁ Ἰησοῦς, ὁ Καίσαρας Αὔγουστος (Ὀκταβιανός) διέταξε νά «ἀπογραφεῖ ὅλη ἡ κατοικημένη γῆ», δηλαδή ὅλη ἡ Ρωμαϊκή Αὐτοκρατορία. Τήν ἐποχή ἐκείνη στήν Ἰουδαία ἦταν περιφερειακός βασιλέας ὁ Ἡρώδης ὁ Μέγας, ὑποτελής στόν Αὐτοκράτορα τῆς Ρώμης. Ὅπως μᾶς πληροφορεῖ ὁ Εὐαγγελιστής Λουκᾶς (2:1-3), ὁ καθένας ἔπρεπε νά ἀπογραφεῖ «στή δική του πόλη», κάτι πού μπορεῖ νά ἀπαιτοῦσε ταξίδι μιᾶς ἑβδομάδας ἤ περισσότερο. Ἔτσι ὁ Ἰησοῦς γεννήθηκε στή Βηθλεέμ, μιά μικρή πόλη πού τό ὄνομα τῆς σημαίνει «Οἶκος τοῦ Ἄρτου» ἀπό τήν ὁποία κατήγετο ὁ Ἰωσήφ. Οἱ ὕμνοι τῶν Χριστουγέννων ἀναφέρουν ἐπίσης τή Βηθλεέμ ὡς τήν πόλη πού γεννήθηκε ὁ Χριστός. «Ὑπόδεξαι Βηθλεέμ, τὴν τοῦ Θεοῦ Μητρόπολιν. Φῶς γὰρ τὸ ἄδυτον ἐπὶ σὲ γεννῆσαι ἥκει».[1] Τήν ἔλευση τοῦ Θεανθρώπου σηματοδοτεῖ καί τό παράδοξο τῆς ἐμφάνισης του ἀστέρα πάνω ἀπό τό σπήλαιο τῆς γεννήσεως τοῦ Ἰησοῦ τό ὁποῖο ὁδήγησε τούς Μάγους πού πῆγαν νά Τόν προσκυνήσουν. Σύμφωνα μέ τή Γραφή, τό γεγονός αὐτό τάραξε τόν βασιλέα Ἡρώδη ἀφοῦ εἶδε στόν νεογέννητο Χριστό κάποιον ἀνταγωνιστή καί κίνδυνο τῶν συμφερόντων του. Γι' αὐτό «ζητοῦσι τὴν ψυχὴν τοῦ παιδίου» (Ματθ. 2,20) καί «λάθρα καλέσας τοὺς μάγους ἠκρίβωσε πάρ᾿ αὐτῶν τὸν χρόνον τοῦ φαινομένου ἀστέρος» (Μάτθ.2, 7).
Τό πότε ἀκριβῶς γεννήθηκε καί βαπτίσθηκε ὁ Χριστός μας εἶναι ἄγνωστο. Ἐάν ἦταν γνωστές οἱ ἡμερομηνίες αὐτές στήν Ἐκκλησία τῶν Ἀποστολικῶν χρόνων καί τῶν πρώτων αἰώνων τοῦ Χριστιανισμοῦ θά εἶχαν καθιερωθεῖ καί οἱ σχετικές ἑορτές πολύ πρώιμα κι ὄχι μετά ἀπό τρεῖς ἑκατονταετηρίδες, ὅπως ἔγινε στήν πραγματικότητα. Ἐπί πλέον δέν θά συνεδυάζοντο δύο γεγονότα τά ὁποῖα ἀπέχουν τόσο πολύ σέ μιά καί τήν αὐτή ἑορτή τῆς 6ης Ἰανουαρίου κι οὔτε θά ἀποσπάτο ἀργότερα ἡ Γέννηση τοῦ Ἰησοῦ γιά νά μετατεθεῖ, ὅπως θά δοῦμε στή συνέχεια, τήν 25η Δεκεμβρίου. Ἀπό τούς ἐκκλησιαστικούς πατέρες καί συγγραφεῖς τῶν πρώτων αἰώνων, ὁ Κλήμης Ἀλεξανδρεύς ἀναφέρει ὅτι οἱ «περιεργότεροι» ὑπολόγιζαν τήν ἡμερομηνία γεννήσεως τοῦ Ἰησοῦ στίς 20 Μαΐου, ἐνῶ ὁ ἴδιος ὑπολόγισε ὅτι ἔγινε την 18η Νοεμβρίου.[2] Ὁ δέ ἅγιος Ἱππόλυτος Ρώμης δεχόταν ὡς σωστή ἡμερομηνία τήν 2α Ἀπριλίου, ἀλλά γνώριζε καί την 25η Δεκεμβρίου, ἀφοῦ ἀναφέρει σχετικά «πρὸ ὀκτὼ καλάνδων Ἰανουαρίων».[3].
Ἡ 25η ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ ΜΕΧΡΙ ΤΗ ΓΕΝΝΗΣΗ ΤΟΥ ΙΗΣΟΥ.
Τά Θεοφάνεια ὁρίσθηκαν νά ἑορτάζονται ἀπό τήν Ἐκκλησία στίς 6 Ἰανουαρίου κάθε ἔτους μέ σκοπό νά ὑποκαταστήσουν τήν Ἐθνική ἑορτή τοῦ θεοῦ «Αἰῶνος» πού ὅπως μᾶς πληροφορεῖ ὁ ἅγιος Ἐπιφάνιος Κύπρου[4] ἑορτάζοντο στήν Ἀλεξάνδρεια μεγαλοπρεπῶς ἀφοῦ τόν θεωροῦσε πολιοῦχο της. Ἐκεῖ ἀκριβῶς, οἱ Γνωστικοί, πού θεωροῦσαν τόν Χριστό σάν τόν «Αἰῶνα», τόν αἰώνιο χρόνο, ἄρχισαν νά τελοῦν τα Ἐπιφάνεια μέ νυκτερινές τελετές κατά τή διάρκεια τῶν ὁποίων κρατοῦσαν ἀναμμένες λαμπάδες, ἐξ' οὐ,οὗ καί ἡ ἑορτή πῆρε καί τή ὀνομασία «τά Φῶτα».[5] Ἔτσι θεσπίσθηκε νά ἑορτάζονται τά Φῶτα ἤ Ἐπιφάνεια τη 6η Ἰανουαρίου καί μαζί μέ αὐτά καί ἡ Γέννηση τοῦ Κυρίου. Τό ὅτι οἱ δύο αὐτές ἑορτές ἑορτάζονταν τή ἴδια ἡμέρα φαίνεται καθαρά καί ἀπό τό γεγονός ὅτι ἡ θεία λειτουργία τῆς ἡμέρας τῶν Θεοφανείων ἤ Ἐπιφανείων, τελούταν ἀπό τήν ἐκκλησία τῶν Ἱεροσολύμων στό Σπήλαιο τῆς Βηθλεέμ.[6] Σύμφωνα μέ τίς ἱστορικές μαρτυρίες, πρώτη ἡ Ἐκκλησία τῆς Ρώμης, διαχώρισε τίς δύο ἑορτές καί ὅρισε τά Χριστούγεννα νά ἑορτάζονται την 25η Δεκεμβρίου προφανῶς γιά νά ὑποκατασταθεῖ ἡ Ἐθνική ἑορτή τῆς Γέννησης τοῦ Ἀνικήτου, γνωστή στήν ἀρχαιότητα καί ὡς Natalis Invicti πού ἑορταζόταν τήν ἡμέρα τοῦ Χειμερινοῦ Ἡλιοστασίου. Ὅμως δέν εἶναι γνωστό τό πότε ἀκριβῶς ὁρίστηκε ἡ νέα ἡμερομηνία ὡς ἡμέρα ἑορτῆς τῆς Γεννήσεως τοῦ Κυρίου, ἄν καί ὁ ἱερός Αὐγουστῖνος μας πληροφορεῖ ὅτι οἱ Δονατιστές τελοῦσαν ξεχωριστά ἀπό τά Θεοφάνεια τήν ἑορτή τῶν Χριστουγέννων πρίν ἀκόμα ἀπό τό δονατιστικό σχίσμα, πού ἔγινε τό ἔτος 311. Αὐτή ἡ πληροφορία μας ὁδηγεῖ στό συμπέρασμα ὅτι στή Βόρειο Ἀφρική, πού ζοῦσε καί δροῦσε ὁ ἱερός Αὐγουστῖνος, ὁ διαχωρισμός Χριστουγέννων καί Θεοφανείων εἶχε γίνει νωρίτερα, ἴσως μέ τήν ἀπαρχή τοῦ διωγμοῦ τοῦ Διοκλητιανοῦ.[7] Στήν Κωνσταντινούπολη ἡ Γέννηση τοῦ Χριστοῦ γιορτάστηκε την 25η Δεκεμβρίου μόλις τό 380 μ.Χ. καί στήν Αἴγυπτο μετά τή Σύνοδο τῆς Ἐφέσου τό 430 μ.Χ.[8] Εἶναι πολύ πιθανόν νά ἔπαιξαν σημαντικό ρόλο στόν διαχωρισμό τῆς ἑορτῆς τῆς Γέννησης τοῦ Χριστοῦ ἀπό ἐκείνης τῶν Θεοφανείων καί οἱ χριστολογικές ἔριδες πού ταλάνισαν τήν Ἐκκλησία τῶν πρώτων αἰώνων. Πολύ χαρακτηριστικά ὁ ἱερός Χρυσόστομος σέ ὁμιλία τοῦ[9] ἀναφέρει ὅτι ἡ ἑορτή τῶν Χριστουγέννων εἶχε μόλις τότε ἀρχίσει νά τελεῖται ξεχωρίσει ἀπό τήν ἑορτή τῶν Θεοφανείων στήν Ἀντιόχεια, ἐνῶ στήν περιοχή τῆς Κωνσταντινούπολης, ὁ διαχωρισμός εἶχε γίνει πρό δεκαετίας ἀκολουθῶντας τό παράδειγμα τῆς Δύσης. Τό γεγονός ὅτι ὑπάρχουν ἀκόμη μονοφυσίτικες ἐκκλησίες τῆς Ἀνατολῆς, οἱ ὁποῖες ἐξακολουθοῦν νά ἑορτάζουν τήν 6η Ἰανουαρίου καί τίς δύο ἑορτές ἐνισχύει αὐτήν τήν ἄποψη.
Τό μόνο σίγουρο εἶναι πώς ἀπό τήν ἐπικράτηση τοῦ Χριστιανισμοῦ κι ἔπειτα - χάρη στό Ἔδικτο τόν Μεδιολάνων καί στόν Αὐτοκράτορα Κωνσταντῖνο τον Μέγα - ἀντικαταστήθηκαν ἡ μία μετά τήν ἄλλη ὅλες οἱ εἰδωλολατρικές ἑορτές τοῦ ρωμαϊκοῦ ἡμερολογίου μέ χριστιανικές. Μέ βάση τά Χριστούγεννα, ἀκολούθως διαμορφώθηκε μία σειρά δεσποτικῶν καί θεομητορικῶν ἑορτῶν σέ συγκεκριμένες ἡμερομηνίες τοῦ ἔτους.[10]
Ἡ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΑΞΙΑ ΤΩΝ ΥΜΝΩΝ ΤΩΝ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΩΝ
Ἡ ἐνανθρώπιση τοῦ Ἰησοῦ ὑπῆρξε τό πλήρωμα τῶν προφητῶν τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης. Αὐτήν τήν ἐνανθρώπιση τοῦ Ἰησοῦ - Ἐμμανουήλ τόνισαν ἰδιαιτέρως οἱ ὑμνογράφοι τῆς Ἐκκλησίας προκειμένου νά ἀναδείξουν πανανθρώπινο χαρακτῆρα τοῦ σωτηριολογικοῦ ἔργου της ἀφοῦ ἔδωσε ἐλπίδα καί κυρίως τή δυνατότητα γιά σωτηρία ὅλων τῶν ἀνθρώπων. «Ἄνθρωπος γίνεται Θεός, ἵνα Θεὸν τὸν Ἀδὰμ ἀπεργάσηται» (τροπάριο Χριστουγέννων). Ἀξίζει ὅμως νά σταθεῖ κάθε πιστός στούς ὕμνους τῆς ἑορτῆς τῶν Χριστουγέννων ἀφοῦ εἶναι πνευματικές δημιουργίες ἑνός ὑψηλοῦ πολιτισμοῦ πού παρήγαγε μιά χιλιετής Αὐτοκρατορία. Ἡ Ἁγία Ἀνατολική Ρωμαϊκή Αὐτοκρατορία πού μέ πρωτεύουσα τή Βασιλεύουσα τῶν Πόλεων πάσχισε μέχρι τέλους νά πραγματώσει τή Βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἐπί γῆς. Οἱ ὕμνοι αὐτοί πού συνεγράφησαν ἀπό ἐμπνευσμένους ποιητές καί θεόπνευστους μελωδούς,μελῳδούς ἀποτελοῦν τόν κορμό τῆς Ἀκολουθίας τῶν Χριστουγέννων. Ἡ ὡραιότητα τούς τούς δίνει τή θεία δύναμη νά ὁδηγοῦν νοερά τούς πιστούς στή Βηθλεέμ. Νά εἰσάγουν τήν ψυχή τοῦ ἀνθρώπου στή χώρα τοῦ Ἀχωρήτου. Σέ μιά ἔξαρση ποιητικῆς τέχνης συνδυασμένης μέ μιά μοναδική πνευματικότητα, ψάλλει ἐκστασιασμένος ὁ ἐκκλησιαστικός ὑμνογράφος τή Γέννηση ἐν χώρῳ τοῦ Ἀχωρήτου Θεοῦ ὡς: «Μυστήριον ξένον ὀρῷ καὶ παράδοξον. Οὐρανὸν τὸ σπήλαιον, Θρόνον χερουβικὸν τὴν Παρθένον, Τὴν φάτνην χωρίον, ἐν ὦ ἀνεκλίθη ὁ ἀχώρητος!» Γνωρίζοντας ὅτι ἀντικρίζει πνευματικῶς τόν Θεόν πού ἔλαβε σάρκα καί ὀστᾶ γιά νά δώσει στόν ἄνθρωπο ξανά τή δυνατότητα τῆς θεώσεως, ἀναφωνεῖ τό χαρμόσυνο νέο ψάλλοντας: «Ἐπεσκέψατο ἡμᾶς ἐξ ὕψους ὁ Σωτὴρ ἡμῶν. Ἀνατολὴ Ἀνατολῶν, καὶ οἱ ἐν σκότει καὶ σκιᾷ· εὕρομεν τὴν ἀλήθειαν». Πνευματικές δημιουργίες μοναδικοῦ κάλλους, ἀντάξιες μιᾶς χιλιετοῦς Αὐτοκρατορίας πού οἰκοδόμησε ἕνα ναό ὅπως της τοῦ Θεοῦ Σοφίας, εἶναι τά ὑποβλητικά παλατινά μέλη τοῦ ὄρθρου τῶν Χριστουγέννων: «Δεῦτε ἴδωμεν πιστοί, ποῦ ἐγεννήθη ὁ Χριστός, ἀκολουθήσωμεν λοιπὸν ἔνθα ὁδεύει ὁ ἀστήρ, μετὰ τῶν Μάγων Ἀνατολῆς τῶν Βασιλέων.» καί «Τί θαυμάζεις Μαριάμ; τί ἐκθαμβεῖσαι τὸ ἐν σοί;» τί θαυμάζεις καὶ ἀπορεῖς, Μαριάμ; Γιατί ἐκπλήττεσαι μ' αυτὸ ποὺ Σου συμβαίνει; ἐρωτᾶ ὁ ἱερός ὑμνωδός, καί ἡ Παναγία ἀπαντᾶ: «Ὅτι ἄχρονον Ὑἱόν, χρόνῳ ἐγέννησα φησίν, τοῦ τικτομένου τὴν σύλληψιν μὴ διδαχθεῖσα. Ἄνανδρός εἰμι, καὶ πῶς τέξω Ὑἱόν; ἄσπορον γονὴν τίς ἑώρακεν; ὅπου Θεὸς δὲ βούλεται, νικᾶται φύσεως τάξις, ὡς γέγραπται». Ὅπου θέλει ὁ Θεός, καταργοῦνται οἱ φυσικοὶ νόμοι! Κι ἐδῶ δέν μποροῦμε νά μήν ἀναφέρουμε τόν Ρωμανό τόν Μελωδό πού συνέγραψε τό κοντάκιο τῶν Χριστουγέννων: «ἡ Παρθένος σήμερον τόν ὑπερούσιον τίκτει καί ἡ γῆ τό σπήλαιον τῷ ἀπροσίτῳ προσάγει. Ἄγγελοι μετά Ποιμένων δοξολογοῦσι. Μάγοι δέ μετά ἀστέρος ὁδοιποροῦσι, δι' ἡμᾶς γάρ ἐγεννήθη παιδίον νέον ὁ πρό αἰώνων Θεός.» [11]
Τό μυστήριο τῆς ἐνανθρωπίσεως τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ ἔγινε γιά νά ὁδηγηθεῖ στή θέωση ὁ ἄνθρωπος. Κι ἄν Χριστούγεννα εἶναι ἡ γέννηση τοῦ Θεοῦ ὡς ἀνθρώπου, ἡ Πεντηκοστή εἶναι ἡ τελείωση τοῦ ἀνθρώπου ὡς Θεοῦ κατά χάριν. Μέ τήν ἐνανθρώπιση τοῦ Ἰησοῦ, τοῦ νέου Ἀδάμ, δόθηκε ξανά ἡ δυνατότητα νά εἰσέλθει ὁ ἄνθρωπος στόν Παράδεισο πού εἶχε χάσει. Καί μαζί του νά σωθεῖ «ἅπασα ἡ κτίσις ποῦ συστενάζει καὶ συνωδίνει ἄχρι τοῦ νῦν» (Ρωμ. 8,19), ἡ κτίση ὁλόκληρη πού συμπάσχει καί συνωδίνει λόγῳ τοῦ προπατορικοῦ ἁμαρτήματος. Αὐτό σημαίνει πώς ὅλα τά ὄντα, ἀπό τούς ἀσώματους ἀγγέλους ὡς τούς ἀνθρώπους καί τήν ὑλική κτίση, ἦταν ὑποκείμενα στήν φθορά τῆς πτώσεως καί ἄρα χρειάζονταν σωτηρία καί λύτρωση. «Πάντες ἥμαρτον καὶ ὑστεροῦνται τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ» (Ρώμ.5,1). Κατά συνέπεια κανένα κτιστό ὅν δέν θά μποροῦσε νά πάρει τή θέση τοῦ λυτρωτῆ. Γιά αὐτό καί ἡ Ἐνανθρώπηση τοῦ Θεοῦ Λόγου εἶναι ἡ κορυφαία ἔκφραση τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ γιά τόν ἄνθρωπο καί τό ἐπιστέγασμα τῆς ἐφαρμογῆς τοῦ θείου σχεδίου γιά τήν σωτηρία τοῦ ἀνθρωπίνου γένους. Σήμερα ἡ κοινωνία μας βιώνει ἕναν ἐκκλησιαστικό καί θεολογικό ἀποπροσανατολισμό πού δέν συνδέεται πάντοτε μέ τήν ἄρνηση τοῦ μυστηρίου, ἀλλά μέ ἀδυναμία βιώσεώς του, πού ὁδηγεῖ ἀναπόφευκτα στήν παρερμηνεία του. Εἴθε ὁ ἐν σπηλαίῳ τεχθείς Ἰησοῦς, νά φωτίσει το νοῦ καί τίς καρδιές ὅλων τῶν πιστῶν, ὥστε νά ἐπανεύρουν τό ἀληθινό νόημα τῆς ἑορτῆς τῶν Χριστουγέννων καί πέραν τῶν κοσμικῶν ἑορτασμῶν καί τῶν στολισμένων δέντρων, νά τά κατανοήσουν ἐκκλησιαστικά, δηλαδή Χριστοκεντρικά, κι ἔτσι νά κερδίσουν τόν «στέφανο τῆς δόξης» καί τή «Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν», νά γίνουν αὐτό γιά τό ὁποῖο πλάσθηκαν, κατά χάριν θεοί.
[1] Βουρλή Ἀθανασίου , Θέματα Ὀρθοδόξου Χριστολογίας, Συμμετρία, Ἀθῆναι, 2008, σελ. 77
[2] Βλέπε Κλήμεντος Ἀλεξανδρέως, Στρωματείς Ι.21.145.6 {gcs 15(1906), 90}.
[3] Βλέπε, Ἁγίου Ἱππολύτου, Εἰς τόν Δανιήλ IV.23 {gcs 1 (1897), 242}.
[4] Βλέπε, Ἐπιφανίου, Κατά Αἱρέσεων, 51, 22, 8- 11.
[5] Βλέπε, P.G. 65, 25.
[6] Βλέπε PG, 64, 44 καί ἑξῆς ὅπου ὑπάρχει καί κήρυγμα πού ἀποδίδεται ἐσφαλμένα στόν ἱερό Χρυσόστομο.
[7] Βλέπε PL 38.1033-1034.
[8] Βλέπε Βασιλείου Στεφανίδου, Ἐκκλησιαστική Ἱστορία, σελ., 116.
[9] Βλέπε PG 49.360.
[10] Φουντούλη Ἰωάννου, Τελετουργικά Θέματα, Ἀποστολική Διακονία, Ἀθήνα, 2009, σελ. 44-45
[11] Καλύβα Πέτρου, Ἡ Ἀσματική Ἀκολουθία τῶν Χριστουγέννων, Ἀθήνα, 1996, σέλ.33.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου