14 Αυγ 2021

Τὸν Μᾶρκο πᾶν στὴν ἐκκλησιά, τὸν Μᾶρκο πᾶν στὸ μνῆμα…

Γράφει ὁ Δημήτρης Νατσιὸς δάσκαλος - θεολόγος
Θρῆνος μεγάλος γίνεται
Μέσα στὸ Μεσολόγγι.
Τὸν Μᾶρκο πᾶν στὴν ἐκκλησιὰ
Τὸν Μᾶρκο πᾶν στὸ μνῆμα
Στὸ δρόμο γιὰ τὴν τελευταία του μάχη, στὸ Κεφαλόβρυσο - εἴμαστε στὶς 9 Αὐγούστου τοῦ 1823 - σταμάτησε, ὁ Μᾶρκος Μπότσαρης, γιὰ λίγο στὸ ξακουστὸ μοναστῆρι τῆς Παναγίας τῆς Προυσιώτισσας. Προσκύνησε τὴν εἰκόνα, παρακαλώντας τὴν Παναγία νὰ εὐλογήσει τὸν ἀγῶνα. Ἔδωσε σὲ ἕναν καλόγερο ἕνα... πουγκὶ μὲ φλουριά, λέγοντάς του:

-Πάρτο καὶ νὰ τὰ μοιράσεις γιὰ τὴν ψυχὴ τοῦ Μάρκου Μπότσαρη.

Ὁ καλόγερος ποὺ δὲν εἶχε δεῖ ποτὲ του τὸν Μπότσαρη, ρώτησε ἀπορημένος:

-Τί; Πέθανε ὁ Μᾶρκος Μπότσαρης;

Και ἁπαντὰ ὁ ἥρωας:

-Ὄχι, ἀλλὰ πηγαίνει νὰ πεθάνει.

(Ἀπὸ ἄρθρο τοῦ Γ. Παπαθανασόπουλου, στὶς 20 Φεβρουαρίου τοῦ 2021)

Ὅλη ἡ ἑλληνικὴ ἱστορία, ἀπὸ τὴν ἀρχαιότητα ὡς τὶς ἡμέρες μας, «φωλιάζει» στὸ προαναφερθὲν ἀπόσπασμα. Τὸν ἀθάνατο Μᾶρκο, ξεπροβοδίζουν καὶ τὸν καρτεροῦν στὸ Συναξάρι τοῦ Γένους, ὅλοι οἱ κοσμοξάκουστοι καπεταναίοι καὶ πολέμαρχοι. Ὁ Λεωνίδας ποὺ πολεμοῦσε κάτω ἀπὸ τὴν σκιὰ ποὺ ἐφτίαχναν τὰ βέλη τῶν «Περσιάνων». (Ἔτσι βροντοφώναζε στοὺς Τούρκους, ὁ Νικηταρᾶς, στὴν μάχη τῶν Δολιανῶν, ποὺ ἔφευγαν νικημένοι: «Σταθεῖτε ὠρὲ Περσιάνοι νὰ πολεμήσουμε!!).

Ἀπὸ τὴν Βασιλεύουσα Πόλη, τοῦ γνέφει ὁ μαρμαρωμένος βασιλιάς μας, κρατώντας τὸ αἱματοβαμμένο κεφάλι του στὰ χέρια, σὰν τὸν Ἀϊ- Γιάννη τὸν Πρόδρομο,

«Ἔτσι καθὼς ἐστέκονταν
ὀρθὸς μπροστὰ στὴν πύλη
Κι ἄπαρτος μὲς στὴν λύπη του», καθὼς τραγουδᾶ καὶ ὁ Ἐλύτης, καὶ νὰ ψιθυρίζει, «πάντες αὐτοπροαιρέτως» πεθαίνουμε ἐμεῖς οἱ Ρωμιοὶ γιὰ τὴν Πίστη καὶ τὴν Πατρίδα. Αὐτοπροαιρέτως καὶ ὁ Μᾶρκος «πηγαίνει νὰ πεθάνει»…

Αὐτὸ τὸ «αὐτοπροαιρέτως», τὸ ὁποῖο ἀναβλύζει ἀπὸ τὶς ἀρχαῖες ἀρτηρίες τῆς γλώσσας μας, προσμένει καὶ τὸν Παῦλο Μελὰ στὴν Μακεδονία. «Σκοτῶστε μὲ παιδιά, πῶς θὰ μ΄ ἀφήσετε στοὺς Τούρκους;», ὁ Μελάς. «Δὲν ὑπάρχει ἕνας χριστιανὸς νὰ μοῦ πάρει τὸ κεφάλι;», ὁ Παλαιολόγος. Αὐτοὶ δὲν καταδέχονταν οὔτε τὰ λείψανά τους νὰ βροῦν οἱ Τοῦρκοι. Εἶναι παλιά, ἀρχαία παράδοση. Ο νεκρὸς πολεμιστὴς μὲ κανέναν τρόπο δὲν πρέπει νὰ πέσει στὰ χέρια τῶν ἐχθρῶν, γιὰ νὰ μὴν γίνει καύχημά τους καὶ χλεύη γιὰ τὸν νεκρό. Γύρω ἀπὸ τὸ νεκρὸ σῶμα τοῦ Πάτροκλου γίνεται δεινὴ πάλη μεταξὺ Ἀχαιῶν καὶ Τρώων. Στὰ χρόνια της Τουρκοκρατίας, ὁ πληγωμένος καπετάνιος, προστάζει τὸ κλεφτόπουλο, νὰ κόψει τὸ κεφάλι του γιὰ «νὰ μὴ τὸ πάρουν τὰ σκυλιὰ καὶ μοῦ τὸ μαγαρίσουν!». Αὐτὸ ζητᾶ κι ὁ Παῦλος Μελάς. Καὶ ἔτσι ἔγινε. Τὸ ἴδιο ἔκανε καὶ μὲ τὰ ἅρματά του, πρόσταξε νὰ δοθοῦν στὸ γιό του…

«Τοῦ ἀντρειωμένου τ’ ἅρματα
δὲν πρέπει νὰ πουλιώνται
μον’ πρέπει τους στὴν ἐκκλησιὰ
ἐκεῖ νὰ λειτουργώνται»,
λέει τὸ δημοτικὸ τραγοῦδι.

Καὶ σύμφωνα μὲ τὸ κλέφτικο αὐτὸ ἔθιμο κι ὁ Κίτσος Τζαβέλας, τὸ ἄχρηστο πιὸ σπαθὶ ἐκεῖ τὸ ἀφιερώνει.

Στὴ μάχη τῆς Κλείσοβας στὸ Μεσολόγγι-τοῦ Εὐαγγελισμοῦ στὰ 1826- ἐχθρικὸ βόλι σπάζει στὰ δύο τὸ σπαθὶ τοῦ Κίτσου Τζαβέλα, χωρὶς νὰ ἀγγίζει τὸν πολέμαρχο. Ὅλοι τότε εἶπαν πὼς ἦταν θαῦμα τῆς Παναγίας. Κι ὁ Τζαβέλας ἀφήνοντας γιὰ μία στιγμὴ τὴ μάχη, πηγαίνει στὴν ἐκκλησία τῆς Ἁγίας Τριάδος. Προσκυνᾶ εὐλαβικὰ τὸ εἰκόνισμα τῆς Εὐαγγελίστριας καὶ τῆς ἀφιερώνει τὰ κομμάτια ἀπ’ τὸ σπαθὶ του λέγοντας:

-Παναγιά μου, σήμερα ὅπου σὲ γιορτάζουμε, σοὺ ἀφιερώνω τοῦτο καὶ βόηθα τὰ παλληκάρια νὰ νικήσουμε τὸν ἐχθρό. Ἡ Θεοτόκος ἔστερξε στὴν παράκληση τοῦ Τζαβέλα καὶ τοῦ χάρισε δοξασμένη νίκη. (πέρ. «ΓΝΩΣΕΙΣ», τ.3, σέλ. 81, Μάρτιος 1958). Οἱ ἀγωνιστὲς τιμοῦσαν τὰ ἅρματά τους. Ἦταν γιὰ ἐκείνους τὰ ἅγια τῶν ἁγίων καὶ ξεχωριστὰ τὰ σπαθιά τους. Τὰ θεωροῦσαν ἅρματα τῆς παλληκαριᾶς. Τὸ κλεφτόπουλο ποὺ ξεψυχάει, γιὰ στερνὴ χάρη ζητᾶ ἀπ’ τὴ μάνα του. «Φέρε μου τὸ σπαθάκι μου, μάνα νὰ τὸ φιλήσω».

Καὶ τοῦ Μάρκου Μπότσαρη τὸ νεκρὸ σῶμα, τὸ σήκωσαν στοὺς ὤμους τοὺς οἱ Σουλιῶτες καὶ θρηνώντας τὸ πῆγαν πρῶτα στὸ μοναστῆρι τοῦ Προυσοῦ. Ἐκεῖ γιατροπορευόταν ὁ Καραϊσκάκης. Τὸ ἔμαθε καὶ πῆγε σέρνοντας καὶ φίλησε μὲ δάκρυα τὸν νεκρό, λέγοντας:

-Ἄμποτε, ἥρωα Μᾶρκο, κι ἐγὼ ἀπὸ τέτοιο θάνατο νὰ πάω. Καὶ πῆγε ἀπὸ τέτοιον θάνατο, ποὺ θάνατος δὲν λογιέται…

Καὶ ὅπως λέει καὶ ἡ ἐκκλησία μας τὴν ἁγιότητα μόνο οἱ ἅγιοι τὴν ἀναγνωρίζουν, ἔτσι καὶ τὴν ἀληθινὴ παλληκαροσύνη, μόνο τὰ πραγματικὰ παλληκάρια τὴν κατανοοῦν καὶ τὴν ἀποθαυμάζουν. Στὸ πόλεμο τῆς Μαράτης, κοντὰ στὴν Ἄρτα, κατὰ τὸ 1821, γνωρίστηκε πρώτη φορὰ ὁ Καραϊσκάκης μὲ τὸν Μᾶρκο Μπότσαρη. Βρέθηκε στὸ ἴδιο ταμποῦρι-πολεμίστρα καὶ θαύμασε τὴν παλικαριά του κι ἀπόρησε τόσο πολύ, ποὺ ἀργότερα συνήθιζε νὰ λέει πὼς δὲν εἶδε ἄλλη φορᾶ ἄνθρωπο γενναιότερο. «Σὰν τὸν Μᾶρκο ἥρωα, μάνα δὲν ξαναγεννάει», ἔλεγε.

Καὶ ὅταν ἡ ρίζα εἶναι σουλιώτικη καὶ τὰ κλωνάρια της γίνονται ὡραία. Ὅταν ἡ γυναῖκα τοῦ Μάρκου ἔμαθε τὸν θάνατό του, ἔτυχε νὰ χτενίζει τὸν γιό της, ἀγόρι ἕντεκα ἐτῶν. Ἄρχισε νὰ μοιρολογεῖ τὸ χαμένο ἥρῳῬ της. Ὁ μικρὸς δὲν τὴν ἄφηνε νὰ κλαίει.

Ὁ πατέρας, ἔλεγε, σκοτώθηκε γιὰ τὴν πατρίδα καὶ ἡ ψυχὴ τοῦ πάει στὸν παράδεισο. Μὴν κλαίς! Νὰ βγάλεις τὰ μαῦρα καὶ νὰ μ’ ἀφήσεις νὰ πάω στὸν θεῖο μου, (τὸν Νότη Μπότσαρη), νὰ πολεμάω μαζί του. Νὰ μοῦ δώσεις ἅρματα καὶ ἄλογο, μπορῶ νὰ τὰ κρατῶ. Θέλω νὰ πάρω τὸ αἷμα τοῦ πατέρα μου….

Νὰ κλείσω, τέτοιες μέρες ποὺ γιορτάζουμε τὸ Ρόδον τὸ Ἀμάραντόν της Ὀρθοδοξίας, τὴν Θεοτόκο, μὲ τὴν προσευχὴ τοῦ Κεφαλλονίτη Ἐπισκόπου Κερνίτζης καὶ Καλαβρύτων καὶ Δασκάλου τοῦ Γένους, Ἠλία Μηνιάτη (1669-1714):

«Ἕως πότε, πανακήρατε Κόρη, τὸ τρισάθλιον γένος τῶν Ἑλλήνων ἔχει νὰ εὑρίσκεται εἰς τὰ δεσμὰ μίας ἀνυποφέρτου δουλείας;.… Ἄχ! Παρθένε! Ἐνθυμήσου πὼς εἰς τὴν Ἑλλάδα πρότερον, παρὰ εἰς ἄλλον τόπον, ἔλαμψε τὸ ζωηφόρον φῶς τῆς ἀληθινῆς πίστεως. Τὸ ἑλληνικὸν γένος ἐστάθη τὸ πρῶτον ὁπού ἄνοιξε τὰς ἀγκάλας καὶ ἐδέχθη τὸ θεῖον Εὐαγγέλιον,… τὸ πρῶτον ὁπού ἀντεστάθη τῶν τυράννων, ὁπού μὲ μύρια βάσανα ἐγύρευαν νὰ ἐξερριζώσωσιν ἀπὸ τὰς καρδίας τῶν πιστῶν τὸ σεβάσμιόν σου ὄνομα. Τοῦτο ἔδωσε εἰς τὸν κόσμον Διδασκάλους, οἱ ὁποῖοι, μὲ τὸ φῶς τῆς διδασκαλίας τῶν ἐφώτισαν τὰς ἠμαυρωμένας διανοίας τῶν ἀνθρώπων… Καὶ ἂν ἐτούται μᾶς αἳ φωναὶ δὲν σὲ παρακινούσι εἰς σπλάγχνος, ἂς σὲ παρακινήσωσι τὰ πικρὰ δάκρυα, ὁπού μᾶς πέφτουσιν ἀπὸ τὰ ὀμμάτιά μας…».

Δημήτρης Νατσιὸς
δάσκαλος- Κιλκὶς

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΚΑΝΤΕ ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ ΤΟΥ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟΥ ΜΑΣ.