21 Ιουλ 2021

Σκυλιὰ

Στὸ ἐξώφυλλο τοῦ δίσκου «Animals» τὸ ἐργοστάσιο ἠλεκτροδότησης τοῦ Μπάτερσι στὸ Λονδίνο
Γράφει ὁ Θεόφιλος Πουταχίδης
Μετάφραση ἀπὸ τὰ ἀγγλικὰ στὰ ἑλληνικὰ τῶν πάντα ἐπίκαιρων στίχων τοῦ τραγουδιοῦ «Dogs» τῶν Pink Floyd. Τὸ τραγοῦδι περιέχεται στὸ ἄλμπουμ Animals που κυκλοφόρησε τὸ 1977. Οἱ στίχοι εἶναι γραμμένοι ἀπὸ τὸν... Roger Waters.

Πρέπει νὰ ’σαι παλαβός, πρέπει μία βαριὰ ἀνάγκη νὰ σοὺ κάθεται στοὺς ὤμους.

Πρέπει ν’ ἀλαφροκοιμᾶσαι, ἕτοιμος νὰ πεταχτεῖς κι ὅταν τριγυρνᾶς στοὺς δρόμους,

πρέπει τότε νὰ μπορεῖς –κατὰ τοὺς σκυλίσιους νόμους– τὸ κορόιδο νὰ ἐντοπίζεις ὡς

[καὶ μὲ κλειστὰ τὰ μάτια.

Τότ’ ἀμέσως ἀρχινᾶς ἥσυχα νὰ πλησιάζεις καὶ ἀθώρητος ζυγώνεις πρύμα πάνω του

[γραμμή?

πρέπει πάντα νὰ χτυπᾶς τὴν κατάλληλη στιγμὴ καὶ χωρὶς δεύτερη σκέψη.

Λὲς καὶ τίποτα δὲν τρέχει, ἀσχολήσου στὸ καπάκι μὲ τὸ πῶς θὰ βελτιώσεις τὸ

[προσωπικὸ στιλάκι.

Τί πουκάμισο θὰ βάζεις μὲ τῆς λέσχης τὴ γραβάτα, πῶς θὰ κάνεις χειραψία σταθερή,

[γεμάτη κῦρος,

‘κεῖνο τὸ συγκεκριμένο βλέμμα καὶ τὸ ἄνετο, τὸ δῆθεν φυσικὸ χαμογελάκι.

Νὰ ἔχεις τὴν ἐμπιστοσύνη ὅλων ὅσοι τοὺς φλομώνεις μ’ ἕνα ψέμα πάνω στ’ ἄλλο,

ὥστε ὅταν χαιρετήσουν καὶ γυρίσουν γιὰ νὰ φύγουν ἔτσι ἀμέριμνοι τὴν πλάτη,

θὰ’ χεῖς τότε τὴ χρυσή σου, τὴν πιὸ τέλεια εὐκαιρία τὸ μαχαῖρι νὰ τοὺς μπήξεις.

Πρέπει βέβαια νὰ ἔχεις δεκατέσσερα τὰ μάτια, ὅταν ἔξω περπατᾶς.

Κι ἀπὸ μόνος σου τὸ ξέρεις, δυσκολοτερο θὰ γίνει ὅπως θὰ περνᾶν τὰ χρόνια κι ὅσο

θὰ γερνᾶς.

Μὰ στὸ τέλος καὶ ἐσύ, ὅτι ἔχεις θ’ ἀμπαλάρεις καὶ γιὰ νότο θὰ πετάξεις,

τὸ κεφάλι σου στὴν ἄμμο κεῖ θὰ πᾶς πιὰ νὰ τὸ κρύψεις, ἕνας θὰ ‘σαὶ τῆς σειρᾶς ἀξιοθρήνητος γεράκος,

π’ ὁλομόναχος πεθαίνει λίγο-λίγο ἀπ’ τὸν καρκίνο.

Καὶ ὅταν πιὰ δὲν θὰ ἐλέγχεις τίποτα μὰ καὶ κανέναν, ὅλα ὅσα ἔχεις σπείρει τότε θὲ νὰ

[τὰ θερίσεις.

Κι ὅπως θὰ θεριεύει ὁ φόβος, ὅλο τὸ κακό σου τὸ αἷμα ποὺ θ’ ἀργοκυλάει στὶς

[φλέβες, νὰ πετρώνει θὰ τὸ νιώσεις.

Καὶ θὰ ‘ναὶ πιὰ πολὺ ἀργὰ τὰ ἕρμα νὰ πετάξεις τὰ ἕρμα ποὺ κουβάλαγες, τὸ «εἰδικὸ

[σοὺ βάρος» ποὺ τὸ ‘ριχνες καὶ ἔλιωνες μ’ αὐταρχισμὸ τοὺς γύρω.

Ἄιντε λοιπὸν καλὸ πνιγμό, καθὼς πηγαίνεις στὸ βυθό, βυθίσου ἐκεῖ μονάχος,

καθὼς σὲ σέρνει ἀλύπητα –δεμένος γύρω ἀπ’ τὸν λαιμὸ– ἕνας μεγάλος βράχος.

Πρέπει νὰ τὸ παραδεχτῶ: λίγο εἶμαι σαστισμένος κι οἱ σκέψεις μου μπερδεύονται.

Νομίζω μερικὲς φορὲς πῶς –νά… πῶς νὰ τὸ πῶ; ἁπλῶς μ’ ἐκμεταλλεύονται.

Πρέπει νὰ μείνω ἄγρυπνος, πρέπει νὰ προσπαθήσω ν’ ἀποτινάξω ἂν μπορῶ τὸ

[ἑρπετὸ ποὺ σούρνεται ἀπάνω στὸ κορμί μου: μία ὕπουλη, ὑφέρπουσα βιώνω

[δυσφορία.

Τὸ κάστρο μ’ θὰ ὑπερασπιστῶ, ὅτι ἂν ὑποχωρήσω δὲν βλέπω ἀπ’ τὸν λαβύρινθο ποὺ ἔχω μπεῖ νὰ βγαίνω? δὲν

θὰ ‘χεῖ ὡραῖο τελειωμὸ αὐτὴ ἡ ἱστορία.

Κουφός, μουγγὸς μὰ καὶ τυφλός, καὶ ὅμως συνεχίζεις ἁπλῶς νὰ ὑποκρίνεσαι

ὅτι ὅλοι εἲν’ ἀναλώσιμοι δὲν εἲν’ κανεὶς στὸν κόσμο ποὺ φίλο βρήκ’ ἀληθινό.

Καὶ ἔχεις τὴν ἰδέα ὅτι αὐτὸ πρέπει νὰ γίνεται: νὰ ξεχωρίζει ὁ νικητὴς

καὶ δὲν βαριέσαι… ὅλα γίνονται κάτω ἀπ’ τὸν ἴδιο ἥλιο

καὶ τὸ πιστεύεις, πράγματι, βαθιὰ μὲς στὴν καρδιά σου πὼς πάσα ἕνας ἄνθρωπος

[φονιὰς μπορεῖ νὰ γίνει.

Ποιὸς εἶναι ποὺ γεννήθηκε σὲ σπίτι ποὺ τὸ πλάκωνε, τὸ γιόμωνε ὁ πόνος.

Ποιὸς εἶναι ποὺ ἐκπαιδεύτηκε, σ’ ἀνεμιστῆρα ποὺ γυρνᾶ ποτὲ τοῦ νὰ μὴν φτύνει.

Ποιὸς εἶναι ποὺ ἀκολούθησε παράγγελμα ἀνθρώπου.

Ποιὸς εἶναι ποὺ τοῦ ἔσπασαν τελείως τὸ ἠθικὸ σπεσιαλίστες εἰδικοί.

Ποιὸς εἶναι ποὺ τοῦ φόρεσαν κολάρο κι ἁλυσίδες.

Ποιὸς εἶναι ποὺ ἐπιβράβευσαν μὲ χτύπημα στὴν πλάτη.

Ποιὸς εἶναι ποὺ ξεχώριζε δῆθεν ἀπ’ τὴν ἀγέλη, ποὺ ξέφευγε ἀπὸ τ’ ἄλλα ζὰ ποὺ ζοῦν

[πίσω ἀπ’ τὸ φράχτη.

Ποιὸς εἶναι αὐτὸς ποὺ γίνηκε στὸ σπίτι του ἕνας ξένος.

Ποιὸς εἲν’ ποὺ ξεζουμίστηκε καὶ βρέθηκε στὸ τέλος φαρδὺς-πλατὺς νὰ κείτεται χαμαὶ

[ἐξαντλημένος.

Ποιὸς εἲν’ ποὺ βρέθηκε νεκρὸς μὲ ἕνα τηλέφωνο κοντὰ στὸ κρύο του τὸ χέρι.

Ποιὸς εἶναι ποὺ τὸν ἔσυρε ὡς τὸ βυθὸ ἡ πέτρα. 


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΚΑΝΤΕ ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ ΤΟΥ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟΥ ΜΑΣ.