9 Ιουλ 2021

Χριστιανικός προσηλυτισμός καί Ὀρθοδοξία - Οἱ συνθῆκες τῆς Τουρκοκρατίας

(Κείμενο ἀπό τό ἔντυπο «Ὀρθοδοξία καί αἵρεσις» τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Μαντινείας καί Κυνουρίας, τεῦχ. 114, Ἰαν. - Μαρτ. 2021)
Ὁ προσηλυτισμός ὡς χαρακτηριστικό τῶν αἱρέσεων
Μέ τό θέμα τοῦ προσηλυτισμοῦ ἔχουμε ἀσχοληθεῖ καί σέ προηγούμενο τεῦχος τοῦ ἐντύπου μας (ἀρ. 48). Στό τεῦχος αὐτό θά ἀσχοληθοῦμε μέ τό ἴδιο θέμα, ἀπό ἄλλη, ὅμως, ἄποψη. Θά περιοριστοῦμε σέ μία μόνο ἐποχή, στήν ἐποχή τῆς Τουρκοκρατίας, καί σέ μία μόνο πηγή τῆς ἀθέμιτης αὐτῆς μεθόδου, τή Χριστιανική Δύση μέ τίς δύο μορφές της, τή Ρωμαιοκαθολική (Παπική) καί τήν Προτεσταντική. Ἀφορμή μᾶς δίνεται ἀπό τό γεγονός ὅτι... φέτος συμπληρώνονται 200 χρόνια ἀπό τήν ἔναρξη τῆς ἔνδοξης Ἑλληνικῆς Ἐπανάστασης καί τιμᾶται ἰδιαίτερα τό μεγάλο αὐτό γεγονός. Εἶναι ἀλήθεια, ὅτι ὅσο καλύτερα γνωρίζουμε τίς συνθῆκες ἀπό τίς ὁποῖες προῆλθε ἡ Ἐπανάσταση, τόσο καλύτερα κατανοοῦμε τίς διαστάσεις της, ἀλλά καί τή σημασία της γιά τό μέλλον. Οἱ συνθῆκες αὐτές εἶναι, προφανῶς, οἱ συνθῆκες τῆς Τουρκοκρατίας. Ὅπως εἶναι γνωστό, στή σκοτεινή ἐκείνη περίοδο τό ὑπόδουλο Γένος εἶχε μοναδικό στήριγμά του τήν Ἐκκλησία, τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ἀφοῦ ὅλοι οἱ ἄλλοι θεσμοί εἶχαν καταλυθεῖ. Ὅμως, καί ἡ Ἐκκλησία δέν ἦταν ἐλεύθερη. Στέναζε κάτω ἀπό τόν βαρύ τουρκικό ζυγό, μέ περιορισμένες δυνατότητες, μέ διώξεις τῆς πίστεως, μέ ἀπειλές καί κινδύνους, χωρίς ὑλικά μέσα, μέ ἔλλειψη στοιχειώδους παιδείας κ.λπ., τά δέ προνόμοια, πού τῆς εἶχαν δοθεῖ, ἦταν στήν ἐξουσία τῶν, κατά τόπους, Τούρκων διοικητῶν, ἄν καί σέ ποιό βαθμό αὐτά θά ἐφαρμόζονταν.

Σ’ αὐτή τή ζοφερή κατάσταση προέκυψε ἕνα ἀκόμη μεγάλο κακό: οἱ Χριστιανοί τῆς Δύσεως εἶδαν τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία σάν ἀντικείμενο προσηλυτισμοῦ! Οἱ συνθῆκες ἦταν γι’ αὐτούς «ἰδανικές», ἀφοῦ στόν τόπο μας ἐπικρατοῦσε φτώχεια καί σπάνιζαν τό κήρυγμα, ἡ κατήχηση καί ἡ διδασκαλία. Ὁ Λαός στή συντριπτική πλειοψηφία του ἦταν ἀναλφάβητος, ὁ δέ Κλῆρος γνώριζε συνήθως μόνο ἀνάγνωση! Ἔτσι, σχεδόν ἀμέσως μετά τήν ἅλωση (1453) ἄρχισαν νά ὀργανώνονται ἀποστολές, εἴτε ἐκ μέρους τοῦ Βατικανοῦ, εἴτε μετέπειτα ἐκ μέρους τῶν Προτεσταντικῶν ὁμολογιῶν τῆς Εὐρώπης, καί κατέφθαναν στόν ἑλλαδικό χῶρο κάθε εἴδους «μισσιονάριοι» (ἱεραπόστολοι), ἔχοντας ἀσύγκριτη ὑπεροχή σέ ἐμπειρία, ὀργάνωση, πόρους, ἐκπαίδευση καί μέσα, μέ καλύτερη πρόσβαση στίς τουρκικές ἀρχές καί δρῶντας μέ τήν ὑποστήριξη τῶν μεγάλων Δυνάμεων τῆς Δύσεως. Γνωρίζοντας πολύ καλά τήν ἀξία καί τήν ἐπίδραση τῆς παιδείας, μάλιστα δέ ἐκείνης πού παρέχεται στόν φυσικό της χῶρο, στό σχολεῖο, ἐπιδίδονταν στήν ἵδρυση σχολείων σέ ὁλόκληρη σχεδόν τήν ἔκταση τοῦ τουρκοκρατούμενου Ἑλληνισμοῦ, ἀλλά καί ἐκτός αὐτοῦ, ὅπως θά δοῦμε στή συνέχεια.

Γιατί, ὅμως, ἡ παιδεία πού παρέχεται ἀπό ἑτεροδόξους εἶναι κάτι κακό; Γιατί ἀπορρίπτεται ὁ προσηλυτισμός; Μήπως μᾶς φοβίζει ἡ ἐλεύθερη διακίνηση τῶν ἰδεῶν; Ἡ ἴδια ἡ Ἐκκλησία δέν κάνει περίπου τό ἴδιο, ὅταν ἀσκεῖ τήν ἱεραποστολή της; Γιά νά κατανοηθεῖ αὐτό, πρέπει νά γνωρίζουμε τί ἀκριβῶς εἶναι ὁ προσηλυτισμός, ὁ ὁποῖος δέν ταυτίζεται οὔτε μέ τήν ἱεραποστολή, οὔτε μέ τήν κατήχηση τῆς Ἐκκλησίας, γι’ αὐτό εἶναι ἀπαγορευμένος ἀκόμη καί ἀπό τήν Πολιτεία (Ἑλληνικό Σύνταγμα, ἄρθρ. 13, παρ. 2).

Προσηλυτισμός εἶναι ἡ προσπάθεια διείσδυσης στή θρησκευτική συνείδηση τοῦ ἄλλου, μέ σκοπό τή μεταβολή της καί μέ χρήση δόλιων μέσων. Εἶναι ἡ ἀπόπειρα μεταστροφῆς κάποιου σέ ἄλλο θρήσκευμα ἤ δόγμα μέ ἀθέμιτα μέσα, ὅπως ἡ παροχή ἤ ἡ ὑπόσχεση παροχῆς ὑλικῶν ἀνταλλαγμάτων, ἐξεύρεσης ἐργασίας, ἐξασφάλισης στέγης, σπουδῶν κ.λπ. καί, γενικά, εἶναι ἡ κατάχρηση τῆς ἐμπιστοσύνης, τῆς πνευματικῆς ἀνεπάρκειας, τῆς ἐπιπολαιότητας ἤ τῆς ἀνάγκης ἑνός ἀνθρώπου. Οὐσιῶδες στοιχεῖο του, πού τόν διαφοροποιεῖ ἀπό πράξεις ὅπως ἡ ἱεραποστολή καί ἡ κατήχηση, εἶναι ὁ δόλος, τά ἀθέμιτα μέσα, ἡ ἐκμετάλλευση. Σέ νομικά κείμενα συναντᾶμε καί τήν ἔκφραση «ἀθέμιτος προσηλυτισμός», ὡστόσο ὁ προσδιορισμός «ἀθέμιτος» εἶναι πλεονασμός, γιατί δέν ὑπάρχει θεμιτός προσηλυτισμός.

Ἡ ἱεραποστολή εἶναι κάτι ἄλλο. Εἶναι ἡ προσπάθεια μετάδοσης σέ ἄλλους μιᾶς θρησκευτικῆς πίστης, στό πλαίσιο, ὅμως, τῆς ἐλεύθερης διακίνησης τῶν ἰδεῶν καί τῆς ἄσκησης τῆς θρησκευτικῆς ἐλευθερίας. Ἡ ἱεραποστολή προϋποθέτει ἐλευθερία καί ἐντιμότητα, γι’ αὐτό εἶναι ἡ μέθοδος μέ τήν ὁποία ἐνεργεῖ ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ. Ὅπως εἶναι γνωστό, ὁ Ἰησοῦς δέν ἐξανάγκασε κανέναν νά Τόν ἀκολουθήσει, οὔτε ὡραιοποίησε τά πράγματα. Τόνισε, μάλιστα, ὅτι, ὅποιος Τόν ἀκολουθήσει, θά πρέπει νά ἀρνηθεῖ τόν ἑαυτό του καί νά σηκώσει τόν σταυρό του (Ματθ. 16,24)! Ἡ ἱεραποστολή ἀπευθύνεται, συνήθως, στούς ἐκτός τῆς Ἐκκλησίας (ἐξωτερική ἱεραποστολή), ἀλλά καί στούς ἐντός (ἐσωτερική ἱεραποστολή), ὅταν ἐπιχειρεῖ νά μεταδώσει ἤ νά ἐμπεδώσει τίς ἀλήθειες τῆς πίστεως εἴτε σέ ἤδη βαπτισμένους Χριστιανούς, πού ἀγνοοῦν κάποια στοιχεῖα της, εἴτε σέ ὅσους ἔχουν πιστέψει καί πρόκειται νά βαπτιστοῦν. Ἐσωτερική ἱεραποστολή εἶναι ἡ κατήχηση τῆς Ἐκκλησίας.

Ὡστόσο, ὅ,τι συμβαίνει στήν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ δέν συμβαίνει στίς θρησκεῖες ἤ στίς αἱρέσεις. Ἐκεῖ ὁ προσηλυτισμός ἀκμάζει μέ διάφορες μορφές, σέ κάποιες περιπτώσεις, μάλιστα, ἀκραῖες. Χαρακτηριστικό παράδειγμα, ὁ ἰσλαμικός προσηλυτισμός, ὁ ὁποῖος ἔγκειται στήν «διά πυρός καί σιδήρου» διάδοση τῆς πίστεως. Ἡ ἐμπειρία, παλαιότερη καί σύγχρονη, μᾶς διαβεβαιώνει ὅτι ὁ προσηλυτισμός εἶναι χαρακτηριστικό τῶν αἱρέσεων. Οἱ αἱρέσεις κατά κανόνα, ἰδιαίτερα οἱ σύγχρονες καί ἐπικίνδυνες αἱρέσεις, δροῦν μέ προσωπεῖα καί δέν ἀποκαλύπτουν τό πραγματικό τους πρόσωπο. Οἱ αἱρέσεις κατασκευάζουν «δούλους» καί ὁπαδούς, ἐνῶ ὁ Χριστός ἀναδεικνύει «φίλους» καί «ἀδελφούς» Του (Ἰω. 15, 14-15, Ἑβρ. 2, 11-12)!

Δυστυχῶς, τό φαινόμενο τοῦ προσηλυτισμοῦ ἐμφανίζεται καί σέ χριστιανικές ὁμολογίες ἤ αἱρέσεις, ὅπως ὁ Παπισμός καί ὁ Προτεσταντισμός, γεγονός πού ἀποδεικνύει πόσο ἀπέχουν οἱ ὁμάδες αὐτές ἀπό τό φρόνημα τοῦ Χριστοῦ. Κάνοντας λόγο γιά παπικό προσηλυτισμό εἰδικότερα, θά ἦταν παράλειψη νά μή μνημονεύσουμε τήν Οὐνία, μιά χαρακτηριστική μέθοδο προσηλυτισμοῦ, πού ἀκμάζει μέχρι σήμερα σέ Ὀρθόδοξες χῶρες, παρά τήν (τυπική) καταδίκη της ἐκ μέρους τοῦ ἴδιου τοῦ Παπισμοῦ καί παρά τίς ἔντονες ἀντιδράσεις τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας μας. Ἄς δοῦμε, ὅμως, πῶς ἐκδηλώθηκε ὁ χριστιανικός προσηλυτισμός στήν περίοδο τῆς Τουρκοκρατίας.

Ὁ παπικός προσηλυτισμός
Ὅταν οἱ Φράγκοι στή Δύση ἀπό τόν 6ο μ.Χ. αἰ. ἄρχισαν σιγά - σιγά νά ἐγκαταλείπουν τή βαρβαρότητα νά ἐκπολιτίζονται, στήριξαν τόν νεότευκτο πολιτισμό τους στήν ἀντίθεση σέ κάθε τι ἑλληνικό καί ρωμαϊκό (Ὀρθόδοξο). Θέλοντας νά διακρίνονται ἀπό τούς Ρωμαίους τῆς Ἀνατολῆς (τούς λεγόμενους Βυζαντινούς), καλλιέργησαν τήν ἀντίληψη ὅτι ἐκεῖ δέν κατοικοῦν Ἕλληνες ἤ Ρωμαῖοι, ἀλλά «Γραικοί», ὅρος πού σημαίνει στή γλώσσα τῆς ἐποχῆς τους αἱρετικός, κλέπτης, ἀγύρτης, ἀπαταιώνας κ.λπ. Ἔτσι, τά πρῶτα γραπτά κείμενα τῶν Φράγκων ἀπό τόν 9ο μ.Χ. αἰ. καί ἑξῆς ἔχουν τόν τίτλο «Contra errores Graecorum» («Κατά τῶν πλανῶν τῶν Γραικῶν»!), ἀναφέρονται δέ στό ὅτι οἱ αἱρετικοί τῆς Ἀνατολῆς διέστρεψαν τίς χριστιανικές ἀλήθειες καί ἀφαίρεσαν τό filioque ἀπό τό Σύμβολο τῆς Πίστεως. Παραδόξως, ὁ αὐθεντικός Χριστιανισμός διατηρήθηκε, ὑποτίθεται, μεταξύ τῶν Φράγκων, οἱ ὁποῖοι τόν γνώρισαν μόλις στά τέλη τοῦ 5ου μ.Χ. αἰ. (496)! Ὅταν τόν 11ο μ.Χ. αἰ. οἱ Φράγκοι κατέλαβαν τόν Παπικό Θρόνο καί προκάλεσαν τό μεγάλο Σχίσμα μέ τήν Ἐκκλησία τῆς Ἀνατολῆς (1054), οἱ παράδοξες αὐτές ἀντιλήψεις ἔγιναν ἐπίσημες θέσεις τοῦ Παπισμοῦ. Μέχρι πρόσφατα (1965) πάγια θέση τοῦ Βατικανοῦ ἦταν, ὅτι ἡ μόνη Ἐκκλησία εἶναι ἐκείνη πού ἔχει κεφαλή της τόν Πάπα, ὅτι ἐκτός αὐτῆς ὑπάρχουν μόνο αἱρετικοί καί ὅτι ὁ μόνος τρόπος συνδιαλλαγῆς μέ τούς ἄλλους Χριστιανούς εἶναι ἡ «μετάνοια» καί ἡ «ἐπιστροφή» τῶν πεπλανημένων στή «μάνδρα» τῆς Ρώμης. Ἀπό τά παραπάνω γίνεται φανερό γιατί ὁ Παπισμός ἔβλεπε τόν τουρκοκρατούμενο Ἑλληνισμό ὡς πεδίο ἱεραποστολῆς ἤ μᾶλλον προσηλυτισμοῦ.

Τίς παραμονές τῆς ἁλώσεως (1453) στήν Ὀρθόδοξη Ἀνατολή ἐπικρατοῦσε ἔντονο ἀντιδυτικό πνεῦμα, πού εἶχε προκληθεῖ ἀπό δύο τουλάχιστον χαρακτηριστικά γεγονότα τοῦ παρελθόντος. Τό ἕνα ἦταν ἡ ἅλωση τῆς Κωνσταντινουπόλεως ἀπό τούς Φράγκους Σταυροφόρους τῆς Δ΄ Σταυροφορίας (1204). Τά δεινά τῆς Φραγκοκρατίας, πού ἀκολούθησε (1204-1261), ἔκαναν πολλούς νά πιστεύουν ὅτι ἴσως ἦταν προτιμότερη ἡ ὑποταγή στούς Τούρκους. Τό ἄλλο ἦταν ἡ ἑνωτική Σύνοδος τῆς Φερράρας - Φλωρεντίας (1438-1439), ὅπου ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἀναγκάστηκε ταπεινωμένη νά ὑπογράψει τήν ἕνωση μέ τή Ρώμη, ἐλπίζοντας ὅτι θά ἔλθει βοήθεια ἀπό τή Δύση ἐναντίον τῶν Τούρκων (χαρακτηριστική περίπτωση προσηλυτισμοῦ - ἀλλαγή τῆς πίστεως μέ ἀνταλλάγματα!). Ἡ ἕνωση, βέβαια, ἀποδοκιμάστηκε ἀπό τόν Λαό, ὡστόσο τό Βατικανό ἐργαζόνταν ἔντονα γιά τήν ἐπιβολή της πρίν, ἀλλά καί μετά τήν ἅλωση, ἰδιαίτερα στίς φραγκοκρατούμενες περιοχές.

Μέ τήν ἐμφάνιση τῆς Μεταρρύθμισης (1517) ὁ Παπισμός πανικοβλήθηκε μπροστά στό ἐνδεχόμενο νά ὑπάρξει προσέγγιση ἤ καί ἕνωση τῶν μεταρρυθμιστῶν (Προτεσταντῶν) μέ τούς Ὀρθοδόξους. Τό 1540 ἱδρύθηκε τό Τάγμα τῶν Ἰησουϊτῶν, γιά νά ὑπηρετήσει τούς σκοπούς τῆς Ἀντιμεταρρύθμισης (ἀντιμετώπισης τοῦ Προτεσταντισμοῦ). Ὡστόσο, λίγο ἀργότερα οἱ ἑλληνόφωνες τουρκοκρατούμενες περιοχές εἶχαν κατακλυσθεῖ ἀπό Ἰησουΐτες ἱεραποστόλους, οἱ ὁποῖοι, μαζί μέ τούς προηγηθέντες Φραγκισκανούς, ἐργάζονταν γιά τήν ἐπιστροφή τῶν «ἀποσχισθέντων» στήν ἡγεμονία τῆς Ρώμης.

Τό 1577 ἱδρύθηκε στή Ρώμη τό «Ἑλληνικό Κολλέγιο τοῦ Ἁγίου Ἀθανασίου» μέ τή συμβολή τῶν Ἰησουϊτῶν. Ἐποπτευόταν ἀπό πέντε Καρδιναλίους καί εἶχε σκοπό νά προσφέρει ἀνώτερη παιδεία σε ἕλληνες μαθητές. Ὅσοι δέν προσχωροῦσαν, τελικά, στόν Ρωμαιοκαθολικισμό ἀποκόμιζαν τουλάχιστον τήν εὔνοια καί τόν θαυμασμό πρός αὐτόν. Στά τέλη τοῦ 16ου αἰ. ἱδρύθηκε ἀπό τούς Ἰησουΐτες παρόμοια ἀνώτατη Σχολή στήν ἴδια τήν Κωνσταντινούπολη. Ὅμοια σχολεῖα ἱδρύθηκαν στή Θεσσαλονίκη, στή Σμύρνη καί στήν Ἀθήνα τό 1645, τό ὁποῖο, ὅμως ἀπό τή λαϊκή ἀντίδραση ἀναγκάστηκε νά μεταφερθεῖ στή Χαλκίδα.

Τό πιό ἐντυπωσιακό εἶναι ὅτι ὁ Παπισμός κατάφερε νά ἱδρύσει Σχολή στό κέντρο τῆς Ὀρθοδοξίας, στό Ἅγιο Ὄρος (Καρυές) τό 1635, μέ σκοπό νά σπουδάζουν σ’ αὐτό οἱ Ὀρθόδοξοι Μοναχοί! Μάλιστα, ἡ Σχολή ἱδρύθηκε μέ αἴτημα τοῦ Ἡγουμένου τῆς Μονῆς Βατοπαιδίου Ἰγνατίου, ὁ ὁποῖος εἶχε ἐπισκεφθεῖ τή Ρώμη τό 1628. Λειτούργησε γιά ἑπτά χρόνια μέχρι τό 1641, ὅταν ὑποχρεώθηκε νά μεταφερθεῖ στή Θεσσαλονίκη, ὄχι ἀπό τήν ἀντιδραση τῶν ἁγιορειτῶν Μοναχῶν, ἀλλά ἀπό τήν ἀντίδραση τῶν τουρκικῶν ἀρχῶν, πού ἔβλεπαν μέ καχυποψία τή διείσδυση τῶν Παπικῶν στόν Ἄθωνα.

Ἡ παπική προπαγάνδα δέν ἄργησε νά ἐπιφέρει καρπούς. Μαρτυρίες κυρίως ἀπό τόν 17ο αἰ. ἀναφέρονται στήν πάγια τακτική νά κοινωνοῦν Ὀρθόδοξοι σέ Λειτουργίες Ρωμαιοκαθολικῶν καί τό ἀντίστροφο! Παπικοί μισσιονάριοι λειτουργοῦσαν σέ Ὀρθόδοξους Ναούς, μέ ἄδεια τῶν οἰκείων Ἐπισκόπων! Ὀρθόδοξοι Μητροπολίτες ἀνέθεταν σέ Ἰησουΐτες νά κηρύττουν στούς Ναούς τους, νά κατηχοῦν καί νά ἐξομολογοῦν Ὀρθοδόξους πιστούς! Περί τό 1641 ὁ Μητροπολίτης Σμύρνης ἔδωσε ἄδεια σέ Ἰησουΐτες νά ἐξομολογοῦν τούς Κληρικούς τῆς ἐπαρχίας του! Γυναικεία Μονή στή Θήρα εἶχε ὡς πνευματικούς πατέρες Ἰησουΐτες μισσιοναρίους! κ.ἄ. Μέ αὐτά τά δεδομένα, δέν ἔλειψαν προσχωρήσεις στόν Παπισμό ἀκόμη καί Ἀρχιερέων ἤ Κληρικῶν. Οἱ πιό γνωστές εἶναι τοῦ Μητροπολίτου Λακεδαίμονος Ἰωσαφάτ (1625), τοῦ Μητροπολίτου Ρόδου Μελετίου (1645-1651), ἕξι Ὀρθοδόξων Ἐπισκόπων στίς Κυκλάδες (1662), τῆς Μονῆς Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου στήν Πάτμο (1681 καί 1725), ἀριθμοῦ Καλογραιῶν στή Σαντορίνη (1710), τοῦ Ἡγουμένου τῆς Μονῆς Ἰβήρων τοῦ Ἁγίου Ὄρους (1726), Ἡγουμένου Μονῆς στήν Ὕδρα (1727), τοῦ Μητροπολίτου Αἰγίνης Καλλινίκου μέ πολλούς ἀπό τούς Κληρικούς του (1727) κ.ἄ.

Ὁ προτεσταντικός προσηλυτισμός
Στήν ἐποχή τῆς Τουρκοκρατίας ὁ Προτεσταντισμός ἦταν κάτι νέο (ἐμφανίστηκε τό 1517) καί ἐν πολλοῖς ἄγνωστο στήν Ἀνατολή. Πολλοί ἤλπιζαν ὅτι τό νέο αὐτό καί δυναμικό θρησκευτικό κίνημα, πού ἀποσπάστηκε ἀπό τό σῶμα τοῦ Παπισμοῦ, θά εὕρισκε τόν δρόμο πρός τόν αὐθεντικό Χριστιανισμό τῆς Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας, τῶν μεγάλων Πατέρων καί τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων. Δυστυχῶς, ὅμως, αὐτό δέν συνέβη καί τό νέο κίνημα ἀπομακρύνθηκε πολύ περισσότερο ἀπό τήν αὐθεντικότητα, ἴσως ἐπειδή ἡ Ὀρθοδοξία ἦταν κάτι ἄγνωστο στούς πρωτεργάτες του ἤ ἐπειδή πίστευαν ὅτι ταυτίζεται μέ τόν Παπισμό.

Περί τά τέλη τοῦ 16ου αἰ. Λουθηρανοί Θεολόγοι τῆς Τιβίγγης καί Βυρτεμβέργης ἀπευθύνθηκαν στόν Οἰκουμενικό Πατριάρχη Ἱερεμία Β΄, ζητώντας τή ἄποψη τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας σέ ζητήματα πίστεως. Ἀπό τήν πρώτη αὐτή ἐπαφή μέ τόν Προτεσταντισμό προέκυψαν τρεῖς «Ἀποκρίσεις» τοῦ Πατριάρχου Ἱερεμίου (1576, 1578 καί 1581), στίς ὁποῖες ἐκτίθενται οἱ Ὀρθόδοξες θέσεις ἔναντι τῶν νέων δογμάτων τοῦ Προτεσταντισμοῦ. Οἱ Λουθηρανοί προσδοκοῦσαν τήν ἕνωση, προφανῶς μέ τήν προσχώρηση τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας στό κίνημα τοῦ Προτεσταντισμοῦ, ὡστόσο ἡ πρώτη αὐτή ἐπαφή ἔληξε μέ πρωτοβουλία τοῦ Πατριάρχου, χωρίς νά ἐπιφέρει καρπούς, ἀνέδειξε μάλιστα τίς μεγάλες διαφορές μεταξύ τοῦ νέου κινήματος καί τῆς Ὀρθόδοξίας.

Ὅταν στή Δύση μαίνονταν οἱ διαμάχες μεταξύ Παπικῶν καί Προτεσταντῶν, Οἰκουμενικός Πατριάρχης ἀνεδείχθη ὁ λογιώτατος Κύριλλος Λούκαρης (1620), ὁ ὁποῖος εἶχε ἄμεση ἐμπειρία τῆς βιαιότητας τῆς παπικῆς προπαγάνδας καί σαφή προτίμιση στόν Προτεσταντισμό (Καλβινισμό). Τό 1629 ἐκδόθηκε μέ τό ὄνομά του καλβινίζουσα Ὁμολογία Πίστεως, ἡ ὁποία προκάλεσε θύελλα ἀντιδράσεων κατά τοῦ «καλβινιστῆ Πατριάρχη». Ὁλόκληρος ὁ παπικός μηχανισμός κινητοποιήθηκε γιά νά τόν συντρίψει: οἱ Ἰησουΐτες καί οἱ Καππουκίνοι τῆς Κωνσταντινουπόλεως, οἱ πρεσβευτές τῆς Γαλλίας καί τῆς Αὐστρίας, ἡ νεοσύστατη παπική «Προπαγάνδα τῆς Πίστεως», ὁ ἴδιος ὁ Πάπας Οὐρβανός Η΄, ὁ Λουδοβῖκος ΙΓ΄ τῆς Γαλλίας καί ὁ παντοδύναμος Καρδινάλιος Ρισελιέ. Στή διάρκεια τῆς πατριαρχίας του πέντε φορές καθαιρέθηκε καί πέντε φορές ἐπανῆλθε στόν πατριαρχικό θρόνο. Τελικά, δολοφονήθηκε ἀπό τίς τουρκικές ἀρχές, μέ τήν ὑποκίνηση, βέβαια, τῶν Δυτικῶν Δυνάμεων καί, εἰδικότερα, τῶν Αὐστριακῶν.

Προτεσταντικές ἱεραποστολές ἄρχισαν νά καταφθάνουν στόν ἑλλλαδικό χῶρο τόν 19ο αἰ. στά τέλη τῆς Τουρκοκρατίας, μέ τήν ὑποστήριξη κυρίως τῆς Ἀγγλίας καί μέ γενικότερο σκοπό τόν «ἐκχριστιανισμό» καί τόν «ἐκπολιτισμό» τοῦ κόσμου, μέ βάση βέβαια τίς κρατοῦσες στήν ἀγγλοαμερικανική κοινωνία προϋποθέσεις. Ἡ Ἑλληνική Ἐπανάσταση (1821) ἐπιβράδυνε τή δράση τους, ὡστόσο μετά τή ναυμαχία τοῦ Ναυαρίνου (1827) παρατηρεῖται ἀθρόα προσέλευση εὐρωπαίων καί ἀμερικανῶν Προτεσταντῶν μισσιοναρίων στόν ἑλλαδικό χῶρο.

Ὅπως εἶναι γνωστό, στήν περίοδο τῆς Ἀντιβασιλείας τοῦ Ὄθωνα (1833-1835) ἐπιχειρήθηκε βίαιος καί συντονισμένος ἐκπροτεσταντισμός τῆς Ἑλλαδικῆς Ἐκκλησίας ἀπό τούς Βαυαρούς (Προτεστάντες) Ἀντιβασιλεῖς, μέ τήν ἀποκοπή της ἀπό τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο, μέ τή βίαιη κατάργηση τῶν Μοναστηρίων καί μέ πολλές ἄλλες ἐνέργειες, μέ τραγικές συνέπειες, κάποιες ἀπό τίς ὁποῖες ἰσχύουν μέχρι σήμερα.

Ἡ Ὀρθόδοξη ἀντίδραση
Ποιά ἦταν, ὅμως, ἡ ἀντίδραση τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας σέ ὅλες αὐτές τίς ἐναντίον της ἐνέργειες; Ὅπως εἴδαμε, ἡ Μεγάλη Ἐκκλησία τήν περίοδο ἐκείνη ἦταν ἐμπερίστατη καί τελοῦσε «ἐν αἰχμαλωσίᾳ», χωρίς πολλές δυνατότητες ἀντιδράσεως. Ἡ ἀντίδρασή της ἦταν ἡ ἐμμονή στήν Ὀρθόδοξη Παράδοση, ἡ διαφύλαξη τοῦ ἀκαινοτόμητου χαρακτῆρα τῆς πίστεως καί, ἰδιαίτερα, ἡ διαφύλαξη καί ἡ μετάδοση ἀπό γενεά σέ γενεά τῆς μεθόδου ἐκείνης, τῆς διαδικασίας ἤ τοῦ τρόπου ζωῆς, πού ὁδηγεῖ ἀπό τήν κάθαρση τῆς καρδίας στόν φωτισμό καί ἀπό τόν φωτισμό στή θέωση, στήν πραγματική κοινωνία μέ τόν Θεό, στήν ἁγιότητα. Ἡ μέθοδος ἤ ἡ διαδικασία αὐτή εἶναι ἡ οὐσία τῆς Ὀρθόδοξης Παράδοσης, ἡ οὐσία τῆς Ἐκκλησίας, ἡ οὐσία τοῦ Χριστιανισμοῦ. Διαφυλάχθηκε, κυρίως, στά Μοναστήρια, στά προπύργια τῆς Ὀρθοδοξίας καί τοῦ Ἑλληνισμοῦ καί στά ἐργαστήρια ἁγιότητας κατά τή σκοτεινή ἐκείνη περίοδο. Μεταδιδόταν στόν Λαό ἀπό φωτισμένους Δασκάλους τοῦ Γένους, ὅπως ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός (1714-1779) καί ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης (1749-1809), οἱ ὁποῖοι κυριολεκτικά ἀνέκοψαν τήν ἐπέλαση τοῦ ἐκδυτικισμοῦ στήν Ὀρθόδοξη Ἀνατολή. Τό ἔργο τους ἦταν τεράστιο. Μέ βάση ὅσα προαναφέραμε γιά τίς συνθῆκες τῆς ἐποχῆς, μποροῦμε κάλλιστα νά κατανοήσουμε τό νόημα τῆς ἀποδιδόμενης στόν ἅγιο Κοσμᾶ τόν Αἰτωλό προτροπῆς: «τόν Πάπα νά καταράσθε»!

Ὡστόσο, σέ κάποιες περιπτώσεις, Ὀρθόδοξοι Θεολόγοι ἀναγκάζονταν νά χρησιμοποιοῦν ἐπιχειρήματα τῶν Παπικῶν ἐναντίον τῶν Προτεσταντῶν καί ἐπιχειρήματα τῶν Προτεσταντῶν ἐναντίον τῶν Παπικῶν. Δυτικές ἐπιδράσεις καί ἀπό τίς δύο πλευρές παρατηρήθηκαν κυρίως σέ λογίους τῆς ἐποχῆς, Κληρικούς ἤ λαϊκούς. Σέ ὅλες σχεδόν τίς περιπτώσεις ὁ Λαός ἀντιδροῦσε ἔντονα στή δυτική προπαγάνδα, ἀποστρεφόμενος τό ἔργο τῶν μισσιοναρίων. Γιά ἄλλη μιά φορά ὁ Λαός ἀνεδείχθη θεματοφύλακας τῆς Ὀρθόδοξης Παράδοσης.

Τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο, παρά τή δυσχερή θέση του, μέ λεπτούς χειρισμούς ἀντιμετώπισε τά παραπάνω θέματα. Ὀργάνωσε τήν παιδεία, προστάτευσε τόν Μοναχισμό, διεφύλαξε τήν πίστη, διέσωσε τή γλώσσα καί τόν Ἑλληνισμό, καλλιέργησε τή φλόγα τῆς ἐλευθερίας. Τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο καί, γενικά, ἡ Ἐκκλησία ἔγινε κυριολεκτικά ἡ τροφός τοῦ Γένους!

Ἱερεύς Σωτήριος Ὀ. Ἀθανασούλιας

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΚΑΝΤΕ ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ ΤΟΥ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟΥ ΜΑΣ.