Ὁ βίος τοῦ Ὁσίου Ἀνδρέου συντάχθηκε ἀπὸ τὸν πρεσβύτερο Νικηφόρο τῆς Ἁγίας Σοφίας Κωνσταντινουπόλεως, περὶ τὰ μέσα τοῦ 10ου αἰῶνος μ.Χ. (956 – 959 μ.Χ.), ἐπὶ βασιλείας τοῦ Κωνσταντίνου Ζ’ Πορφυρογέννητου.
Ὁ Ὅσιος Ἀνδρέας, ὁ διὰ Χριστὸν σαλός, καταγόταν ἀπὸ τὴν Σκυθία καὶ ἔζησε κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορα Λέοντος ΣΤ΄ τοῦ Σοφοῦ (886 – 912 μ.Χ.). Ἀπὸ παιδικὴ ἡλικία εἶχε πουληθεῖ ὡς δοῦλος σὲ κάποιον πρωτοσπαθάριο καὶ στρατηλάτη τῆς Ἀνατολῆς, ὀνομαζόμενο Θεογνωστό, ἄνδρα ἐνάρετο καὶ εὐσεβῆ, ὁ ὁποῖος τόσο ἀγάπησε τὸν μικρὸ Ἀνδρέα, ὥστε τὸν μεταχειρίστηκε ὡς υἱό του, φροντίζοντας γιὰ τὴν ἐπιμελῆ καὶ θεοσεβῆ μόρφωση αὐτοῦ.
Τὸν Ἀνδρέα εἵλκυαν περισσότερο ἀπὸ κάθε ἄλλο τὰ…ἱερὰ γράμματα καὶ ἰδιαίτερα οἱ Βίοι καὶ τὰ Μαρτύρια τῶν ἀγωνιστῶν τῆς Χριστιανικῆς πίστεως. Τέτοιος ὑπῆρξε ὁ ζῆλος του πρὸς αὐτά, ὥστε ἀποκλήθηκε «σαλὸς» (μωρός), διότι ὁ ζῆλος του αὐτὸς τὸν ὠθοῦσε πολλὲς φορὲς στὸ νὰ ὑπομένει ἐμπαιγμούς, ταπεινώσεις καὶ βαριὲς ὕβρεις καὶ νὰ προβαίνει σὲ διαβήματα ποὺ κρίνονται ὡς ἀνισόρροπα καὶ ἐκκεντρικά. Ἀλλὰ ἐκεῖνος ὑπέμενε τοὺς ἐξευτελισμούς, παρηγορούμενος ἀπὸ τὸ ὅτι πολλὲς φορὲς πετύχαινε νὰ ἐπαναφέρει στὴν εὐθεία ὁδὸ παραστρατημένες ὑπάρξεις.
Ἀλλὰ ὁ Ὅσιος Ἀνδρέας διακρινόταν καὶ γιὰ τὴν φιλανθρωπία καὶ τὴν ἀγαθοποιΐα του. Ὄχι μόνο μοιραζόταν τὰ ὑπάρχοντά του μὲ τοὺς φτωχούς, ἀλλὰ προσέφερε ὅτι εἶχε καὶ ὁ ἴδιος ἔμενε νηστικὸς καὶ γυμνός. Σὲ ἐκείνους ποὺ τὸν παρατηροῦσαν γιὰ τὶς ὑπερβολικὲς ἀγαθοεργίες του, ὑπενθύμιζε τοὺς λόγους τοῦ Κυρίου “ἐφ’ ὅσον ἐποιήσατε ἐνὶ τούτων τῶν ἀδελφῶν μου τῶν ἐλαχίστων, ἐμοὶ ἐποιήσατε”, καὶ τοὺς ἔλεγε ὅτι στὸ πρόσωπο κάθε ἀνθρώπου, καὶ μάλιστα τοῦ πάσχοντος ἀδελφοῦ, ἔβλεπε τὸν Χριστό.
Κάποια νύκτα σηκώθηκε γιὰ νὰ προσευχηθεῖ. Ὁ φθονερὸς διάβολος δὲν ἦταν δυνατὸν νὰ τὸν ἀφήσει ἀπείρακτο. Μόλις ἄρχισε τὴν προσευχὴ του ἔρχεται μὲ πολὺ θόρυβο καὶ τοῦ κτυπᾶ τὴν πόρτα. Ὁ μακάριος ὡς νέος καὶ μὴ γνωρίζοντας ἀπὸ τὶς πονηρίες τοῦ διαβόλου, φοβήθηκε, σταμάτησε τὴν προσευχή του καὶ ξάπλωσε στὸ κρεβάτι του καὶ σκεπάστηκε. Ὅταν εἶδε ὁ σατανᾶς ὅτι φοβήθηκε καὶ ἄφησε τὴν προσευχὴ χάρηκε καὶ λέγει στὸν ἄλλο δαίμονα: “Νά! ἀκόμα αὐτὸς εἶναι βρέφος, τρέχουν τὰ σάλια του, καὶ προετοιμάζεται γιὰ νὰ κάνει πόλεμο ἐναντίον μας”. Ἀφοῦ τὰ εἶπε αὐτὰ ἐξαφανίστηκε.
Ὁ μακάριος Ἀνδρέας ἀποκοιμήθηκε. Βλέπει τότε στὸν ὕπνο του ὅτι βρέθηκε στὸ θέατρο τῆς πόλεως. Ἀπὸ τὸ ἕνα μέρος ὑπῆρχαν πολλοὶ ἄνδρες λευκοφόροι (ἀσπροντυμένοι) καὶ φωτεινοὶ καὶ ἀπὸ τὸ ἄλλο ἦταν ἕνα πολὺ μεγάλο πλῆθος κατάμαυροι ἀράπηδες. Ζητοῦσαν καὶ τὰ δύο μέρη νὰ παλέψουν. Οἱ κατάμαυροι εἶχαν ἀνάμεσά τους ἕνα μεγαλύτερο, ποὺ ἦταν χιλίαρχος, καὶ ἔλεγαν πρὸς τοὺς λευκοφόρους: “Ὅποιος θέλει ἀπό σας, ἂς βγεῖ νὰ πολεμήσει μὲ αὐτόν”.
Ἐνῶ ὁ Ἅγιος ἔστεκε καὶ ἄκουε τὰ λεγόμενα, βλέπει νὰ κατεβαίνει ἀπὸ τὸν οὐρανὸ κάποιος νέος πάρα πολὺ ὡραῖος, λαμπρότερος τοῦ ἥλιου στὴ ὄψη, κρατώντας στὰ χέρια του τρία ὑπέροχα στεφάνια. Τὸ ἕνα ἦταν στολισμένο μὲ μαργαριτάρια, τὸ δεύτερο μὲ πολύτιμες πέτρες καὶ τὸ τρίτο μὲ κρίνα καὶ ἄνθη τοῦ Παραδείσου. Ἦταν δὲ αὐτὰ καὶ ἀμάραντα καὶ εἶχαν τόση εὐωδία ὥστε θαύμαζε ὁ μακάριος Ἀνδρέας καὶ ἐπιθυμοῦσε, ἂν ἦταν δυνατόν, νὰ πάρει κάποιο ἀπὸ ἐκεῖνα τὰ στεφάνια.
Πλησιάζει λοιπὸν τὸν νέο καὶ τοῦ λέει: “Στὸν Χριστὸ πού πιστεύεις, πόσο πουλᾶς αὐτὰ τὰ στεφάνια; Θέλω νὰ μάθω. Ἂν καὶ ἐγὼ δὲν μπορῶ νὰ τὰ ἀγοράσω ὅμως θὰ τρέξω γρήγορα νὰ τὸ πῶ στὸ ἀφεντικό μου γιὰ νὰ ἔλθει νὰ πάρει αὐτὸ κάποιο ἀπὸ αὐτὰ καὶ νὰ σοὺ δώσει ὅσα χρήματα θέλεις”. Αὐτὰ ἀφοῦ τὰ ἄκουσε ὁ νέος, ὁ ὁποῖος ἦταν ὁ ἴδιος ὁ Χριστός, χαμογέλασε καὶ λέει στὸν Ἀνδρέα: “Πίστεψε με στ’ ἀλήθεια, ἀγαπητέ, ὅτι ἄν μοῦ φέρεις ὅλο τὸ χρυσάφι τοῦ κόσμου, δὲν δίνω οὔτε ἕνα ἄνθος ἀπὸ αὐτὰ τὰ στεφάνια οὔτε σὲ σένα, ἀλλὰ οὔτε καὶ στὸ ἀφεντικό σου. Γιατί αὐτὰ δὲν ἀνήκουν στὸ μάταιο αὐτὸ κόσμο, ὅπως νομίζεις, ἀλλὰ στοὺς οὐράνιους θησαυρούς, μὲ τοὺς ὁποίους στεφανώνονται ὅσοι νικήσουν ἐκείνους τοὺς μαύρους. Ἐάν, λοιπόν, θέλεις καὶ σὺ κανένα ἀπ’ αὐτὰ τὰ στεφάνια πάλεψε μὲ ἐκεῖνον τὸν ἀκάθαρτο ἀράπη καὶ ἂν τὸν νικήσεις ὄχι μόνο αὐτὰ θὰ σοὺ δώσω ἀλλὰ ὅσα θέλεις”.
Ὅταν τὰ ἄκουσε αὐτὰ ὁ μακάριος Ἀνδρέας πῆρε θάρρος καὶ λέει σ’ αὐτόν: “Κύριέ μου, δέχομαι νὰ παλέψω, μόνο δίδαξε με μὲ ποιὸν τρόπο θὰ τὸν νικήσω”. Εἶπε τότε ὁ Κύριος πρὸς τὸν Ἀνδρέα: “Γνώριζε, ἀγαπητέ, ὅτι αὐτοὶ οἱ ἀράπηδες εἶναι μόνο θρασεῖς, ἀλλὰ δὲν ἔχουν καμμιὰ δύναμη. Μὴ φοβηθεῖς λοιπὸν ποὺ τὸν βλέπεις τόσον μεγάλο, διότι εἶναι σὰν τὸ χόρτο σάπιος καὶ ἀδύνατος”. Ἀφοῦ τὸν ἐνθάρρυνε, τὸν ἐπίασε ἀπὸ τὴ μέση καὶ τοῦ ἔδειξε πὼς νὰ παλέψει μὲ τὸν ἀράπη. Τοῦ παράγγειλε δε τὰ ἑξῆς: “Ὅταν σὲ πιάσει ὁ ἀράπης, μὴ φοβηθεῖς, ἀλλὰ ἀγκαλίασε τον σὲ σχῆμα σταυροῦ καὶ θὰ δεῖς τὴν δύναμη τοῦ Θεού”.
Τότε μπῆκε στὴ μέση τοῦ θεάτρου ὁ Ἀνδρέας καὶ εἶπε μὲ δυνατὴ φωνή: “Μαυρισμένε, ἔλα νὰ παλέψουμε”. Ὅταν εἶδε ὁ ἀράπης ἐκεῖνος, ὁ χιλίαρχος τῶν δαιμόνων, ὅτι τὸν ζητοῦσε ὁ Ἀνδρέας σηκώθηκε καὶ ἐρχόταν μὲ μεγάλη ὑπερηφάνεια νὰ τὸν ἁρπάξει καὶ τὸν φοβέριζε μὲ τὸ βλέμμα του. Ὁ Ἀνδρέας τὸν ἐπίασε σταυροειδῶς καὶ τὸν ἔριξε κάτω στὴ γῆ ὥστε γιὰ πολλὴ ὥρα ἔμεινε ἄφωνος. Τότε χάρηκαν πάρα πολὺ οἱ λευκοφόροι καὶ ἀμέσως ἔτρεξαν, τὸν ἀγκαλίασαν καὶ τὸν καταφιλοῦσαν καὶ τὸν ἄλειφαν μὲ θεϊκὸ μύρο. Οἱ δὲ κατάμαυροι ἀράπηδες ἔφυγαν καταντροπιασμένοι.
Ἀμέσως τότε ὁ γεμάτος δόξα ἐκεῖνος νέος ἔδωσε τὰ στεφάνια στὸν μακάριο Ἀνδρέα καὶ καταφιλώντας τον τοῦ εἶπε: “Ἀπὸ σήμερα εἶσαι δικός μου φίλος. Νὰ ἀγωνίζεσαι τὸν καλὸν ἀγώνα γυμνὸς καὶ περιφρονημένος. Γίνε σαλὸς γιὰ μένα, γιὰ νὰ σὲ ἀξιώσω πολλῶν ἀγαθῶν στὴν Βασιλεία μού”.
Ὁ Ἅγιος, σὲ μία ὁλονύκτια Ἀκολουθία στὸ ναὸ τῶν Βλαχερνῶν εἶδε τὴν Θεοτόκο στὸν οὐρανὸ προσευχόμενη καὶ νὰ σκεπάζει τὸν λαὸ μὲ τὸ τίμιο ὠμοφόριό της (Ἑορτὴ τῆς Ἁγίας Σκέπης τῆς Θεοτόκου στὶς 1 καὶ 28 Ὀκτωβρίου).
Κάποια ἡμέρα συνέβη κάτι παράδοξο στὸ θεράποντα τοῦ Κυρίου. Κατὰ τὴν συνήθειά του, γιὰ νὰ μὴν γνωρίζει κανεὶς τὴν ἐργασία του στοὺς προθάλαμους τῶν ἐκκλησιῶν, ὅπου προσευχόταν, πορευόταν κρυφὰ πρὸς τὸ ναὸ τῆς Πανυμνήτου Θεοτόκου, στὴν ἀριστερὰ στοὰ τῆς ἀγορᾶς τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου. Ἔτυχε, τότε, κάποιο παιδὶ νὰ διέρχεται τὴν λεωφόρο, ἐκτελώντας διαταγὴ τοῦ κυρίου του. Ὁ Ὅσιος πήγαινε πρὸς τὸν ναὸ γιὰ νὰ προσευχηθεῖ· τὸ παιδὶ τάχυνε τὸ βῆμα του καὶ τὸν προφθάσε, χωρὶς ὁ Ὅσιος νὰ τὸ ἀντιληφθεῖ. Ὅταν ἔφθασε πρὸ τῶν πυλῶν τοῦ ναοῦ ὁ Ἀνδρέας, Θεοῦ θέλοντος, ἐξέτεινε τὴν δεξιὰ του χείρα καὶ ἀφοῦ σφράγισε μὲ τὸ σημεῖο τοῦ τιμίου Σταυροῦ τὶς πύλες, αὐτὲς εὐθὺς ὑποχώρησαν. Εἰσῆλθε στὸ ναὸ καὶ ἄρχισε τὶς προσευχές, μὴ γνωρίζοντας ὅτι κάποιος τὸν παρακολουθοῦσε. Τὸ παιδί, τὸ ὁποῖο ἀκολουθοῦσε τὸν Ὅσιο, γνώριζε ὅτι ὁ ἄνθρωπος ἦταν σαλός. Ὅταν τὸν εἶδε νὰ ἀνοίγει αὐτομάτως τὶς πύλες τοῦ ναοῦ, ἔφριξε καὶ κυριεύθηκε ἀπὸ τρόμο, ἔλεγε, λοιπόν, στὸν ἑαυτό του: «Ποιὸν δοῦλο τοῦ Θεοῦ οἱ κατὰ ἀλήθειαν μωροὶ σαλὸ ὀνομάζουν! Πόσο μεγάλος ἅγιος εἶναι, καὶ ἐμεῖς οἱ ἀνόητοι ἀγνοοῦμε! Πόσους κρυφοὺς δούλους ἔχει ὁ Θεὸς καὶ οὐδεὶς γνωρίζει τὰ περὶ αὐτῶν!».
Αὐτὰ λογιζόταν τὸ παιδὶ καὶ πλησίασε, γιὰ νὰ μάθει τί κάνει ὁ Ἅγιος ἐντός τοῦ ναοῦ. Βλέπει, λοιπόν, αὐτὸν πρὸ τοῦ ἄμβωνος νὰ κρέμεται στὸν ἀέρα καὶ νὰ προσεύχεται. Κατεπλάγη ἀπὸ τὸ παράδοξο τοῦτο θέαμα καὶ ἀναχώρησε, γιὰ νὰ ἐκτελέσει τὴν διαταγὴ τοῦ κυρίου του. Ὁ Ὅσιος τελείωσε τὴν προσευχή του καὶ ἔφυγε. Ἐξερχόμενος ἀπὸ τὸ ναό, ἀσφάλισε πάλι τὶς θύρες μὲ τὸ σημεῖο τοῦ Σταυροῦ. Τότε ἀντιλήφθηκε τὴν παρουσία τοῦ παιδιοῦ καὶ λυπήθηκε, ἐπειδὴ κάποιος οἰκέτης ἔγινε θεατὴς τῶν συμβάντων. Ἀνέμενε τὴν ἐπιστροφὴ τοῦ παιδιοῦ, γιὰ νὰ τοῦ παραγγείλει νὰ μὴν ἀποκαλύψει τὰ περὶ τοῦ Ὁσίου. Συνάντησε τὸ παιδὶ καὶ εἶπε: “Φύλαξε, τέκνον, ὅλα ὅσα εἶδες στὸν τόπο τοῦτο καὶ θὰ ἔχεις τὸ ἔλεος τοῦ Κυρίου τοῦ Θεού”.
Μία ἡμέρα, πρὸς τὸ τέλος τῆς ἁγίας Τεσσαρακοστῆς, ὁ λαὸς τῆς βασιλευούσης τῶν πόλεων, τῆς Κωνσταντινουπόλεως, ἐπευφημοῦσε τὸν Δεσπότη Χριστὸ μετὰ βαΐων καὶ ὕμνων. Βλέπει, τότε, ὁ μακάριος Ἀνδρέας, κάποιον γέροντα, ὡραῖο κατὰ τὴν ἐξωτερικὴ ἐμφάνιση, νὰ εἰσέρχεται στὸ ναὸ τῆς τοῦ Θεοῦ Σοφίας. Πλῆθος λαοῦ τὸν ἀκολουθοῦσε, μὲ βάϊα καὶ σταυρούς, οἱ ὁποῖοι ἔλαμπαν ὡς ἀστραπή· μελωδοῦσαν μέλος τερπνό, ἠδὺ καὶ σωτήριο. Ὁ ἕνας στὸν ἄλλο παραχωροῦσε τὸ προβάδισμα καὶ ὅλοι κατευθύνονταν πρὸς τὸν ἄμβωνα. Ὁ γέροντας ἐκεῖνος κατεῖχε κινύρα καὶ ἔκρουε τὶς χορδὲς συνοδεύοντας τοὺς ψάλτες. Ὁ μακάριος ἐτέρπετο ἀπὸ τὸ θέαμα καὶ τὴν ψαλμωδία, σκίρτησε καὶ εἶπε: «Μνήσθητι Κύριέ τοῦ Δαβὶδ καὶ πάσης της πραότητος αὐτοῦ. Ἰδού, ἀκούσαμε τὴν Κυρία τὴν Κυριοπρεσβεύτρια καὶ τὴν εὐρήκαμε ὅμοια πρὸς τὴ Σοφίαν τὴν τερπνή».
Αὐτὰ ἔλεγε ὁ Ἅγιος. Κάποιοι ἀπὸ τοὺς παρευρισκόμενους σοφοὺς ἔλεγαν: «Πῶς, σαλέ; Ἀναφέρεται στὸ στίχο αὐτὸ τοῦ ψαλμοῦ ἡ Παναγία; Τί εἶναι αὐτὰ τὰ ὁποία λέγεις;», καὶ ἐξ αἰτίας τῆς ἄγνοιάς τους γέλασαν καὶ ἀναχώρησαν. Ὁ μακάριος τὰ ἔλεγε αὐτὰ ἐπειδὴ εἶδε τὸν Δαβὶδ μὲ ἄλλους Προφῆτες νὰ ἔχουν ἔλθει ἐκεῖ.
Ἔτσι θεοφιλῶς ἔζησε ὁ διὰ Χριστὸν σαλὸς Ὅσιος Ἀνδρέας καὶ κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη σὲ ἡλικία ἑξήντα ἔξι ἐτῶν. Εὐθὺς εὐωδίασαν μύρα καὶ θυμιάματα στὸν τόπο ἐκεῖνο, ὅπου ἄφησε τὸ πνεῦμα του ὁ Ἅγιος. Μία γυναίκα φτωχή, ἡ ὁποία διέμενε πλησίον ὀσφράνθηκε τὴν ἠδύπνοο καὶ ἀσύγκριτη εὐωδία, τὴν ἀκολούθησε, λοιπόν, αὐτὴ καὶ ἔφθασε στὸν τόπο ἐκεῖνο ὅπου βρισκόταν ὁ Ἅγιος. Βρῆκε τὸν μακάριο νεκρὸ καὶ ἀνέβλυζε μύρο ἀπὸ τὸ τίμιο λείψανό του. Ἔτρεξε, λοιπόν, καὶ ἀνήγγειλε τὸ θαῦμα, ἐπικαλούμενη μὲ ὅρκο ὡς μάρτυρα τὸν Θεό. Πολλοὶ συγκεντρώθηκαν τότε, ἀλλὰ δὲν βρῆκαν τὸ τίμιο λείψανο τοῦ Ὁσίου. Τοὺς προκαλοῦσε κατάπληξη, ὅμως, ἡ εὐοσμία τοῦ μύρου καὶ τῶν θυμιαμάτων. Ὁ Κύριος, ὁ Ὁποῖος γνωρίζει τὰ κρίματα ἑκάστου καὶ τὰ ἀπόκρυφα κατορθώματα τοῦ Ὁσίου Ἀνδρέα, μετέθεσε τὸ λείψανο τοῦ Ἁγίου.
Ἡ Ἐκκλησία μας ἑορτάζει τὴν μνήμη του στὶς 28 Μαΐου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου