17 Μαρ 2021

Ἕνα Ἑλληνόπουλο - Τέλλος Ἄγρας

Γράφει ὁ Σάββας Ἠλιάδης

Θόλωσε τὸ μυαλό μας, θόλωσε κι ἡ καρδιά μας! Εἴτε λίγο εἴτε πολὺ ἄλλαξε τὸν τρόπο ποὺ σκέφτεται γιὰ ὅλα τὰ ἁπλά, τὰ φυσιολογικὰ πράγματα. Καὶ μαζὶ μ΄ αὐτὰ καὶ γιὰ τὰ σπουδαία, ἀκόμη καὶ τὰ ἱερά. Αὐτὰ πού, κι ἕνα παιδὶ ἀκόμη μὲ καθαρὴ καρδιά, μπορεῖ νὰ τὰ κρατήσει μέσα του μὲ μία θαυμαστὴ ἀξιολόγηση καὶ νὰ ἀποδώσει τὴν ἀξία καὶ τὸν σεβασμὸ ποὺ τοὺς πρέπει. Ἀκοῦμε ἱστορίες ἀπὸ τὰ παλιά, ἁπλές, ἀνεπιτήδευτες, γραμμένες μὲ ἁπλοϊκότητα καὶ γελᾶμε εἰρωνικά, λὲς καὶ ἐμεῖς, ποὺ τρῶμε καθημερινὰ χίλια δύο σκουπίδια καὶ ἄχυρα ἀπὸ ὅλα τὰ ἐνημερωτικὰ καὶ «μορφωτικὰ μέσα» τῆς ἐποχῆς, εἴμαστε πλέον σὲ «ἄλλο ἐπίπεδο»! Καὶ δὲν τὰ ὑπολογίζουμε, τὰ θεωροῦμε πλέον ξένα γιά μᾶς, τὰ ἱερά, τὰ...

ἅγια, τὰ σεβάσμια πράγματα τῆς ἱστορίας μας, τῆς ζωῆς μας! Ἐ, Τώρα ἐμεῖς θὰ ἀσχολούμαστε μὲ ψευτοσυναισθηματισμοὺς καὶ παραμύθια; Ἐμεῖς ἔχουμε ὀρθὴ λογική, κρίση, καὶ ὄνειρα ποὺ «πατᾶνε στὴ γῆ» καὶ δὲν πετᾶνε στοὺς αἰθέρες! Κρίμα μας! Καὶ πάλι κρίμα!

Θὰ παραθέσουμε ἕνα κείμενο τοῦ Τέλλου Ἄγρα (καλλιτεχνικὸ ψευδώνυμο τοῦ Εὐαγγέλου Ἰωάννου 1899-1944), ὅπου μέσα ἀπὸ τὴ γραφίδα ἑνὸς μικροῦ μαθητῆ, ἀνασταίνει  καὶ περιγράφει μὲ τρόπο ἁπλοϊκό, τί σημαίνει διαχρονικά, αἰῶνες τώρα, Ἕλληνας, ἀγάπη στὴ ζωή, στὸν συνάνθρωπο καὶ στὴν Πατρίδα!

***

     «… Γεννήθηκα κοντὰ στὴ θάλασσα. Νὰ την, γαλαζοπράσινη ἐκεῖ μακριὰ στὰ βράχια. Σ` αὐτὴ περπάτησα, κολύμπησα, ἔκλαψα. Πῶς νὰ μὴν τὴν ἀγαπῶ;

      » Κοντὰ σ` αὐτὴ ζοῦν οἱ δικοί μου: Ἡ μητέρα μου, πού μοῦ ἔδωσε τὸ γάλα. Ὁ πατέρας μου μὲ τὸ χαμόγελο στὸ στόμα. Τ` ἀδέρφια μου μὲ τὶς τρέλες κι οἱ φίλοι μου κι οἱ σύντροφοί μου στὸ παίξιμο καὶ στὸ τραγούδι.

      » Ἐκεῖ κοντὰ στὴ θάλασσα εἶναι καὶ τὸ σχολεῖο μου, ὅπου ἔμαθα τὰ πρῶτα γράμματα. Ἐκεῖ ἦταν ὁ σοφός μου δάσκαλος. Τί μαθήματα! Τί παραμύθια! Τί τραγούδια μαζί του! Καὶ γέλια καὶ ἐκδρομὲς καὶ παιχνίδια. Δεύτερος πατέρας ἦταν γιά μᾶς.

      » Σ` ἐκεῖνα τ` ἀνοιχτὰ παράθυρα μαζευόμαστε τὸ χειμώνα τὰ παιδιὰ καὶ κοιτάζαμε τὴ βροχή, ποὺ πλημμύριζε τὸ περιβόλι. Κι ἐκεῖνο τὸ περιβόλι τὸ εἴχαμε φυτέψει μὲ τὰ χέρια μας. Ἀπὸ ἐκεῖνα τὰ παράθυρα ἔμπαινε τὴν ἄνοιξη ποτάμι ὁ ἥλιος κι ἔλουζε τὰ σγουρὰ κεφάλια τῶν παιδιῶν, τὰ θρανία, τὸν πίνακα, τὴν ἕδρα, ὅλη τὴν τάξη.

     » Πιὸ πέρα εἶναι ἡ ἐκκλησία. Ἐκεῖ λειτουργοῦσε ὁ σεβάσμιος παπὰς μὲ τὰ μακριὰ γένια καὶ τ` ἀγγελικὰ μάτια` κάθε Κυριακὴ πηγαίναμε ὅλα τὰ παιδιὰ στὴν ἐκκλησία. Καὶ ἦταν μέρες, ποὺ τόσο γλυκὰ ἔψελναν οἱ ψάλτες, τόσο ἔλαμπε ὁ ἥλιος στὰ πολύχρωμα τζάμια τῆς ἐκκλησίας, τόσο φεγγοβολοῦσαν τὰ χρυσὰ κεράκια στὰ μανουάλια, ποὺ νόμιζες ὅτι βρίσκεσαι στὸν Παράδεισο.

      » Κάτω στὴν ἀγορὰ τῆς πόλης μας εἶναι ἕνα ψηλὸ σπίτι. Ἐκεῖ εἶναι τὸ γραφεῖο, ὅπου ἐργάζεται ὁ πατέρας μου μὲ τὸ μεγάλο ἀδερφό μου..

      » Κι ἔξω ἀπ` τὴν πόλη μας, ἀνάμεσα σὲ δύο βουναλάκια, φαντάζει τὸ μικρὸ κοιμητήρι μας. Ἐκεῖ κοιμᾶται ὁ παππούς μου. Ὅταν πέθανε, τὸν ἔκλαψα μὲ ὅλη μου τὴν καρδιά.

      » Ὁ τόπος, ὅπου γεννήθηκαν οἱ γονεῖς μου, τ` ἀδέρφια μου κι οἱ φίλοι μου, τὸ σχολεῖο κι ὁ δάσκαλος, ἡ ἐκκλησία κι ὁ παπάς, ὅλα αὐτὰ τὰ λένε π α τ ρ ί δ α.

      » Τ` ἀγαπᾶς αὐτά; Ἅμα τ` ἀγαπᾶς αὐτά, ἀγαπᾶς τὴν πατρίδα σου.

     » Κάθε παιδὶ ἔχει τὴν ξεχωριστή, τὴ μικρή του πατρίδα. Κι ὅλες οἱ μικρὲς πατρίδες κάνουν μία μεγάλη, τὴν Ἑλλάδα. Γιατί ὅλες οἱ μικρὲς πατρίδες ἔχουν μερικὰ πράγματα τὰ ἴδια κι ἀπαράλλαχτα. Τὴν ἴδια θρησκεία οἱ κάτοικοι καὶ τὴν ἴδια γλώσσα. Τοὺς ἴδιους προγόνους. Τὰ ἴδια ἤθη κι ἔθιμα.

      » Εἶμαι Ἕλληνας καὶ καυχιέμαι γιὰ τοὺς προγόνους μου. Ἀλλὰ κι ἐγὼ  εἶμαι καλός. Εἶμαι φρόνιμος, καθαρός. Θέλω νὰ εἶμαι γερός, γιὰ νὰ μεγαλώσω καὶ νὰ κάμω στὴ ζωή μου κάτι. Μὰ καὶ τίποτε τὸ ἐξαιρετικὸ ἂν δὲν μοῦ τύχει ἡ εὐκαιρία νὰ κάμω, θὰ εἶμαι εὐχαριστημένος νὰ περάσω τὴ ζωή μου μ`  ἐργασία, τιμὴ καὶ δικαιοσύνη.

      » Ξέρω πὼς καὶ στὶς ἄλλες πατρίδες, τὶς ξένες, ἑκατομμύρια ἄλλα παιδιά, ἀγόρια καὶ κορίτσια, εἶναι σὰν κι ἐμένα. Τ` ἀγαπῶ κι εὔχομαι τὸ καλό τους. Μὰ δὲ θέλω νὰ μ` ἀδικήσουν. Ἡ Ἑλλάδα εἶναι τόπος μᾶλλον φτωχὸς κι ἔχει πολλοὺς νὰ θρέψει. Τῆς χρειάζεται εἰρήνη καὶ ἀσφάλεια.

      » Ξέρω πὼς ἡ Ἑλλάδα πάντα πολέμησε, γιὰ νὰ εἶναι ἐλεύθερη. Σκλάβους δὲ θέλησε νὰ ἔχει ἀκόμη κι ὅταν μποροῦσε. Δὲ θέλει ὅμως κι αὐτὴ νὰ σκλαβωθεῖ. Ἐδίωξε τὸν Πέρση καὶ τόσους ἄλλους εἰσβολεῖς ἀπὸ τὴ γῆ της.

      » Δὲν ὀνειρεύομαι πολέμους. Θὰ ὑπερασπιστῶ ὅμως μὲ τὸ αἷμα μου καὶ τὴν τελευταία σπιθαμὴ τοῦ τόπου μου, ποὺ μὲ ζεῖ καὶ μὲ ἀντρειεύει μὲ τὴν πολλή του δόξα.

      » Ὅλοι οἱ ξένοι ποὺ κατοικοῦν πιὸ εὔφορους τόπους τριγύρω μας, ἐργάζονται. Θὰ ἐργαστῶ, γιὰ νὰ τοὺς φτάσω καὶ νὰ τοὺς ξεπεράσω, γιατί ἡ ἑλληνικὴ φυλὴ εἶναι ἔξυπνη κι ἐπιδέξια. Μὲ τὴν ἐργασία μου θὰ κάμω πολλὰ` αὐτὸ τὸ ὑπόσχομαι στὸν ἑαυτό μου.

      » Καὶ κάτι ἄλλο ἀκόμη: γνωρίζω ἀπὸ μικρὸς τί εἶναι σεβασμὸς καὶ σέβομαι τοὺς ἀνθρώπους καὶ καθετὶ ποὺ εἶναι καλύτερο ἀπὸ μένα.

      » Σέβομαι πιὸ πολύ τούς γέρους. Ἂν πεῖς ἕναν πικρὸ λόγο σ` ἕνα γέρο, εἶναι δύο φορὲς πικρός. Ἂν τοῦ κάμεις ἕνα κακό, εἶναι δύο φορὲς κακό. Θέλω ἐγὼ νὰ πειράξει κανεὶς τὸν πατέρα μου; Θέλω νὰ τὸν πικράνει; Ἔτσι κι ἐγὼ δὲ θὰ πειράξω καὶ δὲ θὰ πικράνω τὸν πατέρα ἄλλου παιδιοῦ…».

     Αὐτὰ ἔγραψε προχτὲς ὁ Κωστάκης στὴν ἔκθεσή του, ὅταν ὁ δάσκαλος τοὺς ζήτησε κάθε παιδὶ νὰ γράψει  κ ά τ ι   ἀ π ό   τ ό ν  ἐ α υ τ ό  τ ο υ.

Περιοδικὸ «Ἐρυθρὸς Σταυρὸς» (Διασκευὴ ἀπὸ τὸ ΑΝΑΓΝΩΣΤΙΚΟ Δ΄ ΔΗΜΟΤΙΚΟΥ, Ο.Ε.Δ.Β. ΑΘΗΝΑ 1978)

 

Σχόλιο εἰσαγωγικὸ - Ἀντιγραφή:

Σάββας Ἠλιάδης,

Δάσκαλος,

Κιλκίς, 13-3-2021

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΚΑΝΤΕ ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ ΤΟΥ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟΥ ΜΑΣ.