Η ΚΑΚΗ ΤΟΥ ΜΟΙΡΑ
Μέχρι τὴν δεκαετία τοῦ 40’ ἔστεκε ὄρθιος ὁ κύριος ὄγκος τῶν περιμετρικῶν τοιχοποιιῶν τοῦ μεγάλων διαστάσεων (42x30m) ναοῦ. Τὸ 1944 βομβαρδίστηκε ἀπὸ ἀγγλικὰ ἀεροπλάνα, κατὰ τὴ διάρκεια ἐπιχείρησης τῶν συμμαχικῶν δυνάμεων κατὰ τῶν Γερμανῶν, μετατρέποντας τὸ σὲ ἕνα σωρὸ ἀπὸ πέτρες.
Σώζονται ἀρκετὲς φωτογραφίες, μὲ σημαντικότερες αὐτὲς τοῦ Ἰταλοῦ ἀρχαιολόγου Luigi Ugolini. Ὁ τελευταῖος μὲ ἐντολὴ τῆς φασιστικῆς κυβέρνησης, ἡγοῦνταν μίας μεγάλης ἀποστολῆς ἀρχαιολογικῶν ἀνασκαφῶν τὴ δεκαετία τοῦ 30’, στὴν περιοχὴ τῆς Βορείου Ἠπείρου (Νότια Ἀλβανία). Τὸ 1937, ὁ παπποὺς καὶ ἡ γιαγιά μου (Βαγγέλης καὶ Ἀλεξάνδρα) συμμετεῖχαν στὴν τελευταία καὶ μᾶλλον τὴν πρώτη μετὰ ἀπὸ αἰῶνες Λειτουργία ποὺ τέλεσε ὁ τότε Μητροπολίτης Ἀργυροκάστρου Παντελεήμων Κοτόκος.
Ἡ λαμπρότητα τῶν ἄλλων μνημείων τῆς περιοχῆς, ὅπως τὸ Βουθρωτό, ἡ ἀρχαία Φοινίκη, τὰ ψηφιδωτά τῆς ἀρχαίας πόλης τοῦ Ἀγχιασμοῦ (σήμερα Ἅγιοι Σαράντα) κ.α. ἄφησαν σὲ δεύτερη μοίρα τὸ συγκεκριμένο μνημεῖο. Μάλιστα τὴν περίοδο τῆς κομουνιστικῆς δικτατορίας (1945-1990) ὁ χῶρος εἶχε μετατραπεῖ σὲ στρατιωτικὸ στρατόπεδο καταστρέφοντας περαιτέρω σημαντικὰ ἀρχαιολογικὰ τεκμήρια.
Μία ὁμάδα ξένων ἀρχαιολόγων ποὺ ἐπισκεφτῆκαν τὸ μοναστήρι τὴν δεκαετία τοῦ ’90, παρατήρησαν κάτι ποὺ τοὺς ἐντυπωσίασε καὶ κατόπιν δικῶν τους συστάσεων ἡ ἀλβανικὴ ἀρχαιολογία τὸ ἀναβάθμισε σὲ Μνημεῖο Α’ Κατηγορίας. Στὸ ὑπόγειο τοῦ μεγάλου ναοῦ, στὶς πλευρὲς τῶν ἐσωτερικῶν τοιχωμάτων (σὲ ἐσοχὲς) ἦταν τοποθετημένα ἀνθρώπινα ὀστᾶ. Κατὰ πάσα πιθανότητα ἐπρόκειτο γιὰ Ἅγια Λείψανα, μαρτύρων τῆς χριστιανικῆς πίστης. Εἶναι ἡ μοναδικὴ κατακόμβη ποὺ ὑπάρχει ὄχι μόνο στὴν Ἤπειρο ἀλλὰ σὲ ὅλα τὰ ἠπειρωτικὰ Βαλκάνια. Ἀντίστοιχες ἔχουμε στὸ νησὶ τῆς Μήλου, στὴν Κύπρο καὶ φυσικὰ οἱ πολλές της Ρώμης.
ΙΣΤΟΡΙΚΕΣ ΑΝΑΦΟΡΕΣ
Γιὰ τὸ μοναστήρι ποὺ ἔδωσε τὸ ὄνομα στὴν πόλη τῶν Ἁγίων Σαράντα, οἱ ἱστορικὲς ἀναφορὲς εἶναι σχεδὸν ἀνύπαρκτες. Στὸ βιβλίο τοῦ Β. Μπάρα (1887-1964) «Τὸ Δέλβινο τῆς Βορείου Ἠπείρου» φιλοξενοῦνται οἱ περιγραφὲς τριῶν χρονικογράφων τῆς Ἠπείρου, τοῦ Π. Ἀραβαντινοῦ, τοῦ Κοσμᾶ τοῦ Θεσπρωτοῦ καὶ τοῦ Δ. Εὐαγγελίδη, χωρὶς ἰδιαίτερα ἱστορικὰ στοιχεῖα. Περιορίζονται μόνο στὴν περιγραφὴ τοῦ μεγάλων διαστάσεων κτίσματος καὶ τὴν ἐκτίμησή τους γιὰ τὸ χρόνο κατασκευῆς, τοποθετώντας τὸ στοὺς πρώτους μ.Χ. αἰῶνες.
Ὁ Δ. Εὐαγγελίδης, ἐπισκέφτηκε τοὺς Ἁγίους Σαράντα τὸ 1913. Σὲ κείμενό του ποὺ δημοσιεύτηκε στὸ περιοδικὸ «Νέος Ἑλληνομνήμων» (10,285-286,1913) κάνει μία πιὸ λεπτομερῆ περιγραφή, προσθέτοντας ἕνα σημαντικὸ ἱστορικὸ στοιχεῖο, τὴν πυρπόληση τῆς μονῆς ἀπὸ τοὺς μουσουλμάνους, μετὰ τὴν ἀποτυχημένη ἐπανάσταση τοῦ Λυκουρσίου τὸ 1878.
ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΑ ΕΥΡΗΜΑΤΑ
Στὴν δυτικὴ πλευρά, στὶς τοιχοποιίες τοῦ ὑπογείου, σώζεται μία ἐπιγραφὴ μὲ ἐντειχιζόμενα κεραμικὰ [ + ΕΒΟΗΘΙΤΩΔΟΥΛΟΣΟΥΚΥΡΙΑΚΟ ]. Ἑλληνικὲς κεραμικὲς ἐπιγραφὲς ἐμφανίστηκαν μετὰ τοὺς καθαρισμοὺς καὶ στὴν δυτικὴ πλευρὰ ἀλλὰ εἶναι φθαρμένες καὶ δὲν ἀποκρυπτογραφήθηκαν.
Ἕνα ἄλλο σημαντικὸ στοιχεῖο γιὰ τὴν ταυτοποίηση τοῦ μνημείου εἶναι οἱ ἁγιογραφίες τῶν κελιῶν τοῦ ὑπογείου (κρύπτης).
ΣΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ΤΗΣ «ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ»
Μετὰ τὴν πτώση τῆς κομουνιστικῆς δικτατορίας (1991), στὶς τρεῖς δεκαετίες ποὺ ἀκλούθησαν, ἔγιναν κάποιες περιοδικὲς καὶ μὲ πολὺ ἀργοὺς ρυθμοὺς ἀνασκαφές.
Ὁ πρώην Γενικὸς Διευθυντὴς τοῦ Ἰνστιτούτου Μνημείων τῆς Ἀλβανίας Gazment Muka δημοσίευσε στὸ ἐπιστημονικὸ περιοδικὸ “Monumentet” (2002) μία μελέτη γιὰ τὸ μνημεῖο στὴν ὁποία πρότεινε καὶ μία ἀναπαράσταση. Ἡ πρόταση αὐτὴ κυκλοφορεῖ εὐρέως, εἶναι καὶ στὴν πινακίδα εἰσόδου τοῦ ἀρχαιολογικοῦ χώρου, ὡστόσο παρὰ τὴν προσωπικὴ ἐκτίμηση γιὰ τὸν ἀείμνηστο καθηγητὴ (Ἱστορίας Τέχνης) δὲν τὴν ἀναδημοσιεύω θεωρώντας ὅτι ἔχει πολλὲς αὐθαιρεσίες.
Στὴν περσινὴ προσκυνηματικὴ ἐπίσκεψη τῆς ἐνορίας τοῦ Ἁγίου Χαράλαμους, ἀνήμερα τῆς ἑορτῆς τῶν Ἁγίων Σαράντα (9 Μαρτίου), σὲ μία ἀπὸ τὶς ἐσοχὲς τῆς κατακόμβης ἐντόπισα ὄνομα χαραγμένο σὲ πέτρα, πιθανῶν του μάρτυρα. Ὅσες φορὲς πῆγα νὰ τὴ φωτογραφήσω, τὸ ὑπόγειο ἦταν κλειδωμένο, ἡ ἐξώπορτα τοῦ ἀρχαιολογικοῦ χώρου ὀρθάνοιχτη καὶ παρὰ τὴ σήμανση τῆς πινακίδας γιὰ ἔκδοση εἰσιτηρίου 200 λεκ (1.60 εὐρὼ) δὲν ὑπῆρχε οὔτε ταμεῖο οὔτε φύλακας.
Στὴν πρὸ ἡμερῶν τελευταία ἐπίσκεψή μου, τὸ ἴδιο σκηνικὸ ὡς πρὸς τὴν «ὑποδοχή», ὠστόσο εἶχαν προχωρήσει ἀρκετὰ οἱ καθαρισμοὶ στὸ δάπεδο τοῦ ναοῦ καὶ τοῦ περιβάλλοντα χώρου. Ἐκτὸς ἀπὸ την κάτοψη τοῦ ναοῦ ποὺ πλέον εἶναι εὐανάγνωστη, ἐμφανίστηκαν νέα ἐντυπωσιακὰ στοιχεῖα:
1) Στὸ ἐσωτερικό τοῦ κυρίως ναοῦ, διακρίνεται ἕνα ὀρθογώνιο κτίσμα 6.80x11m τὸ ὁποῖο μπορεῖ νὰ προϋπῆρχε καὶ νὰ ἐνσωματώθηκε στὸν μεγάλων διαστάσεων ναὸ 30x42m. Πιθανὸν τὸ κτίσμα αὐτὸ νὰ ἦταν προχριστιανικὸς βωμός. Ἐκπληκτικὴ ἡ ἀναλογία τῶν διαστάσεών του 11/6.8 = 1.6178, εἶναι ἡ ἀναλογία τῆς Χρυσῆς Τομῆς (φ=1.6180) ποὺ χρησιμοποιοῦσαν στὸ χτίσιμο τῶν ἀρχαιοελληνικῶν ναῶν. Τὸ διαφορετικὸ δάπεδό του, ἐνισχύει τὴν ἄποψη τοῦ προγενέστερου κτίσματος, ὡστόσο ἡ ἀκριβὴς ἐνσωμάτωσή του καὶ ὁ ἀνατολικὸς προσανατολισμὸς δὲν ἀποκλείει καὶ τὴν σύγχρονη κατασκευὴ μὲ τὸ ναό, λειτουργώντας ὡς ἐξέδρα μπροστὰ ἀπὸ τὸ ἱερό τοῦ ναοῦ. Εἶναι ἕνα θέμα ποὺ χρήζει περαιτέρω ἔρευνας.
2) Πίσω ἀπὸ τὸ ἱερό τοῦ ναοῦ, ἐμφανίστηκε ἕνα κτίσμα κυκλικὸ πρὸς ὀβὰλ μὲ διάμετρο 6-7m. Τὸ γεγονὸς ὅτι ἦταν γεμάτο μὲ θραύσματα κεραμικῶν ἀπὸ μεγάλα πιθάρια δὲν ἀφήνει κανένα περιθώριο ἀμφιβολίας ὅτι ἐπρόκειτο γιὰ ἀποθήκη τροφίμων ἢ ἀφιερωμάτων. Ἀντίστοιχες ἀποθῆκες ἔχουμε στὴν Κνωσό, τὶς Μυκήνες κ.α.
3) Τὸ δάπεδο τῆς δυτικῆς πλευρᾶς τοῦ ναοῦ εἶναι μὲ πλίνθους (τοῦβλα), κάτι ποὺ δὲν συνηθίζεται. Δάπεδο μὲ πλίνθους ἔχουμε στὸ συγκρότημα τοῦ Γαλερίου στὴ Θεσσαλονίκη, δὲν γνωρίζω νὰ ὑπάρχει κάπου ἀλλοῦ.
Η ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ ΙΔΙΑΙΤΕΡΟΤΗΤΑ
Σχεδὸν ὅλες οἱ παλαιοχριστιανικὲς βασιλικές, καλύπτονταν μὲ ξύλινη στέγη καὶ χωρίζονταν σὲ κλίτη μὲ ἐσωτερικοὺς πεσσοὺς ἢ κιονοστοιχίες. Τὸν συγκριμένο ναὸ δὲν μπορεῖς νὰ τὸν χαρακτηρίσεις οὔτε μονοχῶρο οὔτε τρίκλιτο. Τὸ κεντρικὸ κλίτος πλαισιώνεται μὲ τρεῖς μεγάλες κόγχες ἀνὰ πλευρὰ (νότια καὶ βόρεια), μὲ διάμετρο περίπου 9 μέτρα δημιουργώντας στὴν κάτοψη 7 ἡμικυκλικὲς κόγχες (3+3+1 τοῦ ἱεροῦ) ποὺ καλύπτονταν μὲ τετρατοσφαίρια. Οἱ ἐσωτερικὴ πεσσοὶ – σὲ σχῆμα σταυροῦ – ἑνώνονταν μὲ ἡμικυκλικὰ τόξα ἐνῶ τὰ 3 μεγάλα τετράγωνα 9χ9 μ καλύπτονταν κατὰ πάσα πιθανότητα μὲ σταυροθόλια. Πρόκειται γιὰ ἕνα μοναδικὸ ἀρχιτεκτόνημα ποὺ δὲν μπορεῖ νὰ συγκριθεῖ μὲ καμία ἀπὸ τὶς δεκάδες ἄλλες βασιλικές τῆς περιοχῆς ἀλλὰ καὶ ὅλης τῆς τότε αὐτοκρατορίας.
Στὴν προαναφερθεῖσα μελέτη τοῦ Gazment Muka, ὁ καθηγητὴς βλέπει κοινὰ στοιχεῖα (καὶ μᾶλλον ἔχει δίκιο) μὲ τὴν μεγάλη Βασιλική τῆς Ρώμης ποὺ ξεκίνησε νὰ χτίζει ὁ Μαξεντίος τὸ 308 καὶ ὁλοκλήρωσε ὁ Μ. Κωνσταντῖνος μετὰ τὴν ἐκθρόνιση τοῦ πρῶτου ἀπὸ τὸν δεύτερο τὸ 312.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου