Ἡ δεύτερη Κυριακὴ τῶν Νηστειῶν εἶναι ἀφιερωμένη σὲ μία ἀπὸ τὶς μεγαλύτερες πατερικὲς μορφὲς τῆς Ἐκκλησίας μας, στὸν ἅγιο Γρηγόριο τὸν Παλαμά, ἀρχιεπίσκοπο Θεσσαλονίκης (1347-1359). Ὁ μεγάλος αὐτὸς ἄνδρας ἔζησε σὲ μία πολὺ ταραγμένη ἱστορικὴ περίοδο γιὰ τὴν Ἐκκλησία μας, κατὰ τὴν ὁποία ὁ κίνδυνος νοθεύσεως τῆς ἀλήθειας ὑπῆρξε μεγάλος καὶ ὅπου ἡ ὀρθόδοξη πνευματικότητα κινδύνευε νὰ ἀλωθεῖ ἀπὸ τὸν δυτικὸ σχολαστικισμὸ καὶ ἡ ὑπεράσπισή...
της ἔλαχε στὴν μεγάλη αὐτὴ πνευματικὴ μορφή.Γεννήθηκε στὴν Κωνσταντινούπολη τὸ 1296 ἀπὸ εὐσεβεῖς γονεῖς, οἱ ὁποῖοι ἀσκοῦσαν τὴν νοερὰ προσευχή. Ἔλαβε σπουδαία μόρφωση κοντὰ στὸν ὀνομαστὸ δάσκαλο καὶ θεολόγο Θεόδωρο Μετοχίτη. Ὁ αὐτοκράτορας Ἀνδρόνικος Β΄ ἐκτίμησε τὶς ἱκανότητές του καὶ τὸν προόριζε γιὰ ὑψηλὰ κρατικὰ ἀξιώματα. Ὅμως ὁ Γρηγόριος ἀδιαφόρησε γιὰ τὰ σχέδια τοῦ αὐτοκράτορα, διότι ἀπὸ νέος ἀγάπησε τὴ μοναχικὴ καὶ ἀσκητικὴ ζωή. Κατέφυγε καταρχὴν στὸ ὅρος Παπίκιο στὴ Θράκη καὶ κατόπιν στὸ Ἅγιο Ὅρος, ὅπου πέρασε ἀρκετὰ χρόνια τῆς ζωῆς του. Ἀκόμη καὶ μετὰ τὴν ἐκλογή του ὡς ἀρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης τὸ 1347, ζοῦσε ὡς ἀσκητής.
Τὸ 1335 ὁ μοναχός, θεολόγος καὶ φιλόσοφος Βαρλαὰμ ὁ Καλαβρός, ἦρθε ἀπὸ τὴν Ἰταλία στὴν ὀρθόδοξη ἀνατολὴ γιὰ νὰ ἀντικρούσει τὸ κίνημα τοῦ ἡσυχασμοῦ. Βαθύτατα ἐπηρεασμένος ἀπὸ ἀριστοτελισμό, τὴ λατινικὴ θεολογία καὶ τὸν σχολαστικισμό, δίδασκε πὼς ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἀδύνατον νὰ γνωρίσει, νὰ προσεγγίσει καὶ νὰ ἑνωθεῖ μὲ τὸ Θεό. Ἐπίσης δίδασκε πὼς ὁ Θεὸς εἶναι «κλεισμένος στὸν ἑαυτό του» καὶ δὲ μπορεῖ νὰ ἑνωθεῖ μὲ τοὺς ἀνθρώπους. Ἀντίθετα οἱ ὀρθόδοξοι Πατέρες, κάνοντας τὴ διευκρίνιση μεταξύ τῆς οὐσίας καὶ τῶν ἐνεργειῶν τοῦ Θεοῦ, δίδασκαν πὼς ἡ γνώση τῆς οὐσίας τοῦ Θεοῦ εἶναι μὲν ἀδύνατος, ὄχι ὅμως οἱ ἄκτιστες θεῖες ἐνέργειες, οἱ ὁποῖες δίνονται ὡς ὕψιστες δωρεὲς στοὺς ἀνθρώπους καὶ γίνονται φανερὲς σὲ ὅσους κατορθώνουν νὰ καθαρθοῦν ἀπὸ τὰ πάθη τους. Κύριο μέσο φωτισμοῦ καὶ προσωπικῆς ἐμπειρίας τῶν ἀκτίστων ἐνεργειῶν τοῦ Θεοῦ εἶναι ἡ ἀδιάκοπη νοερὰ προσευχή, στὴν ὁποία ἀσκοῦνταν οἱ ἡσυχαστὲς μοναχοί, διὰ τῆς ἀδιάκοπης προσευχῆς: «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, Υἱὲ καὶ Λόγε τοῦ Θεοῦ, ἐλέησόν με», κατόρθωναν νὰ βλέπουν μὲ τὰ σωματικά τους μάτια τὸ Ἄκτιστο Φῶς, δηλαδὴ τὴ δόξα τοῦ Θεοῦ.
Γιὰ τοὺς δυτικούς, καὶ ἐν προκειμένω γιὰ τὸν ἐκπρόσωπό τους μοναχὸ Βαρλαάμ, ἡ διὰ τῆς νοερᾶς προσευχῆς καὶ τῆς νίψεως θεοπτία ἦταν ἀκατανόητη καὶ βλάσφημη. Κατηγοροῦσαν τοὺς ἡσυχαστὲς γιὰ αἱρετικοὺς (μεσσαλιανιστὲς) καὶ τοὺς μέμφονταν ὡς «ὀμφαλοσκόπους», ἐπειδὴ οἱ μοναχοὶ αὐτοὶ ἐπικέντρωναν τὸ βλέμμα τους, κατὰ τὴ διάρκεια τῆς προσευχῆς, στὸ στέρνο, στὸ μέρος τῆς καρδιᾶς. Ἡ σύγκρουσή τους μὲ τὸν ἅγιο Γρηγόριο ὑπῆρξε σφοδρὴ καὶ προκάλεσε πνευματικὴ θύελλα, ἐφάμιλλη τῆς εἰκονομαχίας.
Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὑπῆρξε ὑπερασπιστὴς τοῦ ἡσυχασμοῦ, τῆς πνευματικότερης ἔκφρασης τοῦ ὀρθοδόξου μοναχικοῦ ἰδεώδους, διότι ἦταν ἀπόλυτα πεπεισμένος πὼς ἡ θεοπτία μέσω τῆς ἀσκήσεως καὶ τῆς νοερᾶς προσευχῆς εἶναι σύμφωνη μὲ τὴ διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας. Γι’ αὐτὸ ὑπῆρξε δάσκαλος καὶ ἐμπνευστὴς τοῦ ἡσυχασμοῦ. Συνεχίζοντας ὁ ἴδιος τὴν μακραίωνη παράδοση τῶν ἀρχαίων Πατέρων καὶ ἀσκητῶν τῆς Ἐκκλησίας, δίδασκε πὼς ὁ ἄνθρωπος, μὲ τὴν ἄσκηση καὶ τὴ νίψη, μπορεῖ νὰ δεῖ καὶ ἀπὸ αὐτὴ τὴ ζωή, μὲ τὰ φυσικά του μάτια, τὸ ἄκτιστο φῶς τοῦ Θεοῦ, αὐτὸ τὸ φῶς ποὺ εἶδαν οἱ μαθητὲς τοῦ Χριστοῦ κατὰ τὴ Μεταμόρφωσή Του στὸ ὅρος Θαβώρ.
Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ἀνάλαβε νὰ ὑπερασπίσει τὸν ἡσυχασμὸ καὶ νὰ τὸν διασώσει ἀπὸ τὴν ἐπέλαση τῶν σχολαστικῶν τῆς Δύσεως. Τὸν ἀγώνα του ξεκίνησε ἀπὸ τὴ Θεσσαλονίκη, ὅπου ἔγραψε τὸ περισπούδαστο ἔργο του: «Περὶ τῶν Ἱερῶς Ἡσυχαζόντων», μὲ τὸ ὁποῖο ἀποδεικνύει ὅτι ἡ θεοπτία τοῦ ἡσυχασμοῦ εἶναι σύμφωνη μὲ τὴν ἁγία Γραφὴ καὶ τὴν Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας. Ἀναπτύσσοντας τὴ θεολογία τῶν προγενέστερων μεγάλων Πατέρων, δίδαξε πὼς ὁ Θεὸς ὑπάρχει ὡς θεία Οὐσία, ἡ ὁποία εἶναι ἀπόλυτα ἀπρόσιτη στὸν ἄνθρωπο. Ἀπορρέουν ὅμως ἀπὸ Αὐτὸν οἱ ἄκτιστες ἐνέργειες, οἱ ὁποῖες αὐτὲς μποροῦν νὰ γίνουν μεθεκτὲς ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο. Τρεῖς μεγάλες σύνοδοι συγκροτήθηκαν στὴν Κωνσταντινούπολη, τὸ 1341, τὸ 1347 καὶ τὸ 1351, ἐπικύρωσαν τὴ θεολογία τοῦ ἁγίου Γρηγορίου, δικαίωσαν τοὺς ἡσυχαστὲς καὶ καταδίκασαν τὸν Βαρλαὰμ καὶ τοὺς μαθητές του. Παρ’ ὅλα αὐτὰ ὅμως ὁ φιλοδυτικὸς πατριάρχης Ἰωάννης Καλέκας τὸν κατηγόρησε τὸ 1343 γιὰ στάση καὶ κατόρθωσε νὰ τὸ στείλει στὴν ἐξορία τέσσερα χρόνια. Τὸ 1347 δικαιώθηκε καὶ ἐξελέγη ἀρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης. Τὸ 1350 συνελήφθη ἀπὸ τοὺς Τούρκους καὶ ἀπελευθερώθηκε τὸ 1355. Κοιμήθηκε στὶς 14 Νοεμβρίου τοῦ 1359 στὴ Θεσσαλονίκη καὶ τὸ 1368 ἀνακηρύχτηκε ἅγιος.
Ὁ μεγάλος αὐτὸς ἄνδρας κατέστη πρότυπο καὶ δάσκαλος τῆς ἄσκησης καὶ ἐνσαρκωτὴς τῶν χριστιανικῶν ἀρετῶν. Εἴτε ὡς ἀρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης, εἴτε ὡς μοναχὸς στὸ Ἅγιο Ὅρος, δίδασκε τὸν ἀέναο ἀγώνα κατὰ τοῦ κακοῦ καὶ τῆς ἁμαρτίας. Προτρέπει τὴν καθολικὴ κάθαρση ἀπὸ τὰ ψυχοκτόνα πάθη, ἡ ὁποία ὀνομάζεται στὴν ἀσκητικὴ ὁρολογία νίψη καὶ δείχνει τὸ δρόμο τῆς ἀσκήσεως, ὡς μονόδρομο τῆς σωτηρίας καὶ τῆς θεώσεως.
Ἡ μεγάλη αὐτὴ πατερικὴ μορφὴ λειτουργεῖ ἀναμφίβολα ὡς φωτεινὸ ὁρόσημο γιὰ μᾶς τοὺς πιστοὺς αὐτὴ τὴν κατανυκτικὴ περίοδο. Τὰ βαθυστόχαστα ὀρθόδοξα συγγράμματά του, ὄχι μόνο ἀποπνέουν ἄρωμα εὐσέβειας, ἀλλὰ εἶναι πρακτικὸς ὁδηγὸς γιὰ τὴν ψυχοσωματική μας ἄσκηση. Εἶναι ὁ μεγάλος δάσκαλος τῆς πνευματικῆς πορείας καὶ τοῦ ἀγώνα μας γιὰ νίψη καὶ κάθαρση ἀπὸ τὰ ψυχοκτόνα πάθη μας, ὥστε δι’ αὐτῆς νὰ λαμπρύνουμε τὸ χιτώνα τῆς ψυχῆς μας γιὰ νὰ ἔχει ἔτσι τὴ δυνατότητα τῆς μεγάλης συνάντησής της μὲ τὸν Νυμφίο Χριστό!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου