Ἡ Β´ Κυριακὴ τῶν Νηστειῶν εἶναι ἀφιερωμένη σ᾿ ἕνα ὑπέρμαχο τῆς Ὀρθοδοξίας: τὸν ἅγιο Γρηγόριο τὸν Παλαμᾶ, Ἀρχιεπίσκοπο Θεσσαλονίκης. Ὁ ἅγιος Γρηγόριος γεννήθηκε στὴν Κωνσταντινούπολη, τέλη τοῦ 13ου αἰώνα, γύρω στὰ 1296. Ἔχοντας «περιφανεῖς καὶ ἐνδόξους γονεῖς», τὸ συγκλητικὸ Κωνσταντῖνο καὶ τὴν εὐσεβέστατη Καλλονή, φρόντισε νὰ κοσμήσει πιὸ πολὺ τὸν ἐσωτερικὸ ἄνθρωπο, ποὺ δὲν φαίνεται, μὲ ἀρετὲς καὶ παιδεία. Μικρὸς ἀκόμα, ἔμεινε ὀρφανὸς ἀπὸ πατέρα. Εἶχε τὴν εὐτυχία ὅμως νά ῾χει μητέρα τὴν εὐσεβέστατη Καλλονή, ποὺ ἡ μόνη...
Ὁ ἅγιος Γρηγόριος πάλεψε μὲ τὸν αἱρετικὸ Βαρλαάμ, μὲ πολλὴ δύναμη καὶ πολλὴ σοφία, καὶ νίκησε στὸ τέλος καὶ τὸν ἀντίπαλό του καὶ τὶς αἱρετικὲς καὶ ἀπὸ τὴ Δύση φερμένες διδασκαλίες του, ἀποδεικνύοντας μὲ γραφικὰ καὶ πατερικὰ πνευματικὰ ἐπιχειρήματα, πὼς τὸ θαβώριο φῶς τῆς Μεταμορφώσεως ἦταν ἄκτιστο κι ὄχι κτιστὸ-ὅπως ἔλεγε ὁ Βαρλαάμ. Στὴ Σύνοδο, μάλιστα, τῆς Κωνσταντινουπόλεως ἐπὶ Ἀνδρόνικου τοῦ Β´, ἡ ἥττα τοῦ Καλαβροῦ ἦταν τόσο μεγάλη, ποὺ ἀναγκάστηκε νὰ φύγει γρήγορα γιὰ τὴν Ἰταλία. Ἔτσι ὁ ἅγιος Γρηγόριος ἔσωσε τὴν Ὀρθοδοξία, ποὺ διέτρεξε γι᾿ ἄλλη μιὰ φορὰ τεράστιο κίνδυνο ἀπὸ τὴ Δύση, καὶ κατέκτησε δίκαια μιὰ ὑψηλὴ θέση στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία. Χειροτονεῖται μετὰ ἐπίσκοπος καὶ στέλνεται ἀπὸ τὴν Κωνσταντινούπολη στὸ θρόνο τῆς Μητροπόλεως Θεσσαλονίκης. Οἱ Θεσσαλονικεῖς, ποὺ πανηγυρίζουν τὴ μνήμη τοῦ ἁγ. Γρηγορίου μὲ πάνδημες γιορτὲς καὶ Λειτουργίες στὸ φερώνυμο ὡραῖο Ναὸ ποὺ τοῦ ἔκτισαν, τότε ἤτανε μοιρασμένοι σὲ δύο φατρίες καὶ δὲν τὸν δέχτηκαν. Ἀναγκάστηκε ὁ ἅγιος Γρηγόριος νὰ φύγει στὴ Λῆμνο, ἀπ᾿ ὅπου ὕστερα ἀπὸ λίγα χρόνια τὸν κάλεσαν οἱ ἴδιοι οἱ Θεσσαλονικεῖς στὴ πόλη τους καὶ τὸν ὑποδέχτηκαν μὲ μεγάλες τιμές. Μετὰ ἀπὸ κάμποσο καιρό, ἀπὸ σεβασμὸ καὶ ἐκτίμηση στὴ μεγάλη του ἁγιότητα, τὸν κάλεσαν στὴν Κωνσταντινούπολη νὰ συμφιλιώσει τ᾿ ἀντιμαχόμενα, γιὰ πολιτικοὺς λόγους, ὑψηλὰ βασιλικὰ πρόσωπα τοῦ Βυζαντίου. Στὸ δρόμο, συλλαμβάνεται ἀπ᾿ τοὺς Ἀγαρηνοὺς καὶ ταλαιπωρεῖται καὶ βασανίζεται ἐπὶ ἕνα χρόνο, περιφερόμενος ἀπὸ χωριὸ σὲ χωριὸ κι ἀπὸ πολιτεία σὲ πολιτεία. Στὴν Προῦσα, ὅπου τελικὰ δικάστηκε, ἐλευθερώθηκε μετὰ τὴν ἀθώωσή του καὶ ἀναχώρησε γιὰ τὸ θρόνο του, ἀφοῦ στήριξε καὶ μὲ τὰ πάθη ποὺ ὑπέφερε καὶ μὲ τοὺς θείους λόγους του, τὶς βασανισμένες ἀπ᾿ τοὺς Ἀγαρηνοὺς χριστιανικὲς ἐκκλησίες τῆς Μικρᾶς Ἀσίας. Κατάκοπος πιὰ ἀπὸ τόσα δεινὰ καὶ τόσους ἀγῶνες γιὰ τὴ σωτηρία τῆς Ὀρθοδοξίας, ἀναπαύτηκε ἐν Κυρίῳ στὴ Θεσσαλονίκη, γύρω στὰ 1360, σὲ ἡλικία 63 χρονῶν. Τὸ ἅγιο λείψανό του σώζεται ἐνταφιασμένο στὸν πρὸς τιμή του καὶ στὸ ὄνομά του ἀφιερωμένο ἱερὸ ναὸ τῆς Θεσσαλονίκης.
Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, ποὺ μὲ μεγάλη συντομία καὶ σὲ ἁδρὲς μόνο γραμμὲς ἀναφερθήκαμε πρὶν λίγο στὸν ἅγιο βίο του, φύλαξε ὅσο ζοῦσε ἀνόθευτη τὴν Ὀρθοδοξία ἀπὸ τὶς ξένες ἐπιδράσεις. Ἀλλὰ καὶ μετὰ τὴν κοίμησή του, α) μὲ τὰ πολλὰ θαύματα, καὶ β) μὲ τὰ βαθιὰ σὲ ὀρθόδοξη πνευματικότητα καὶ θεολογία συγγράμματά του, συνεχίζει νὰ εἶναι ἕνας φύλακας ἄγγελος τῆς πονεμένης καὶ χτυπημένης ἀπὸ χίλιους δύο αἱρετικοὺς Ὀρθοδοξίας μας.
Ἕνα ἀπὸ τὰ πολλὰ θαύματά του, εἶναι κι αὐτὸ ποὺ ἀναφέρεται στοὺς Φράγκους τῆς Σαντορίνης. Τὸ ἀναφέρει ὁ Πατριάρχης Ἱεροσολύμων Νεκτάριος (στὰ 1660), γιὰ ν᾿ ἀποδείξει στοὺς Φράγκους ὅτι λένε ψέματα καὶ συκοφαντίες, ὅταν λένε πὼς ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία δὲν ἀνέδειξε πιὰ κανέναν ἅγιο, ἀπ᾿ τὸν καιρὸ ποὺ χωρίσαμε μὲ τοὺς Δυτικούς, μὲ τὸ σχίσμα. Στὴ Σαντορίνη, λοιπόν, τὴ μέρα τῆς μνήμης τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, δηλ. τὴ Β´ Κυριακὴ τῶν Νηστειῶν, μερικοὶ Φράγκοι, Ρωμαιοκατόλικοι, μπῆκαν σὲ μιὰ βάρκα καὶ ἔκαναν βόλτα στὴ θάλασσα. Μέσα στὴ βάρκα εἶχαν καὶ μερικὰ φραγκόπουλα, δασκαλεμένα νὰ βλαστημοῦν τὸν ἅγιο Γρηγόριο τὸν Παλαμᾶ. Φώναζαν, λοιπόν, τὰ δασκαλεμένα φραγκόπουλα: «ἀνάθεμα στὸν Παλαμᾶ· ἂν εἶναι ὁ Παλαμᾶς ἅγιος, ἂς κάμει νὰ πνιγοῦμε»! Δὲν πέρασε πολλὴ ὥρα καὶ – ὢ τοῦ θαύματος!- μέσα σὲ γαλήνια καὶ ἀκύμαντη θάλασσα, καταποντίστηκε στὸ βυθὸ ἡ βάρκα, μὲ ὅλους τοὺς Φράγκους καὶ τὰ φραγκόπουλα, ποὺ πρὶν λίγο προκαλοῦσαν τὸν ἅγιο, μὲ τὰ ὑβριστικὰ ἐκεῖνα λόγια «ἂν εἶναι ἅγιος ἂς μᾶς πνίξει!»
Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, ὅπως προηγουμένως σημειώσαμε, στήριξε καὶ στηρίζει τὴν Ὀρθοδοξία ὄχι μονάχα μὲ τὰ θαύματά του τὰ πολλά, μὰ καὶ μὲ τὰ πολύτιμα συγγράμματά του, τὰ ὁποῖα, δυστυχῶς, ὄχι μόνον ὁ κόσμος ὁ πολύς, μὰ καὶ οἱ κληρικοὶ καὶ οἱ θεολόγοι μας τὰ ἀγνοοῦν.
Ὁ ἅγιος Γρηγόριος εἶναι ἀπ᾿ τοὺς μεγαλύτερους καὶ μυστικότερους θεολόγους τῆς Ὀρθοδοξίας, καὶ συγχρόνως ἀπὸ τοὺς λιγότερο γνωστούς. Καὶ ἐπειδὴ ἀγνοοῦμε οἱ περισσότεροι τὴ διδασκαλία του καὶ τὰ μυστικά του συγγράμματα, συμβαίνει, ὄχι σπάνια, ὅταν ἀπὸ ἀνάγκη καταπιανόμαστε μ᾿ αὐτά, νὰ τὰ παρερμηνεύουμε καὶ νὰ πέφτουμε στὸ ἀντίθετο στρατόπεδο, τῶν αἱρετικῶν, δίχως νὰ τὸ καταλάβουμε. Ὕστερα πρέπει εὐθὺς ἀμέσως νὰ σημειώσουμε, πὼς ἡ μελέτη τοῦ ἔργου, ἢ πολὺ περισσότερο, ἡ παρουσίαση καὶ ἡ ἑρμηνεία του, χρειάζονται ἰδιοσυγκρασίες συγγενικὲς πνευματικά, ὄχι μονάχα σὲ κλίση καὶ σὲ ἐνδιαφέρον, ἀλλὰ καὶ σὲ κατόρθωση ἁγιότητος. Γιατὶ μὲ τὴ γνώση τῶν θεωριῶν γιὰ τὴ θεωρία τοῦ ἀκτίστου φωτός, δὲν κερδίζουμε ἀπολύτως τίποτε, ὅταν εἴμαστε βυθισμένοι σὲ χίλιες δύο ἁμαρτωλὲς ἔγνοιες, ποὺ δὲν μᾶς ἐπιτρέπουν νὰ γνωρίζουμε τὸ ἄκτιστο φῶς, μὲ τὴν κεκαθαρμένη καὶ ἐξαγνισμένη καρδιά μας. Γι᾿ αὐτό, κι ὅταν ἀκοῦμε ἢ διαβάζουμε γιὰ τοὺς ἀγῶνες τῶν ἡσυχαστῶν καὶ τὴ σκληρὴ μέθοδό τους, μὲ τὴ στροφὴ καὶ τοῦ σωματικοῦ τους βλέμματος πρὸς τὴν καρδιὰ ἐπὶ ὧρες ἀτέλειωτες, γιὰ νὰ δοῦν τὸ θαβώρειο φῶς, δείχνουμε μιὰ ἀπορία -ἂν δὲν ἐκδηλώνουμε ὀρθολογιστικότερα τὴν ἐπιφύλαξή μας, ἢ δὲν χαρακτηρίζουμε καὶ ἐμεῖς τοὺς ἡσυχαστὲς (ὅπως τοὺς ὀνόμασε ὁ δυτικόφρονας Βαρλαὰμ) «ὀμφαλοσκόπους» καὶ «ὀμφαλοψύχους». Κι ἀκόμα – κι ἐδῶ εἶναι ὁ πιὸ μεγάλος κίνδυνος- πιστεύουμε, πὼς μὲ τὴν ἐνδοστρέφεια θὰ δοῦμε τὸ φῶς τοῦ Θαβώρ, ἢ – ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι τοῦ κόσμου- πὼς μὲ τὴν αὐτοσυγκέντρωση καὶ τὴν ἐνδοστρέφεια θὰ βροῦμε τὸ Θεό μας, τὴ σωτηρία μας. Ἀλλὰ μὲ τὴν ἁπλὴ αὐτὴ ἐνδοστρέφεια, δὲν κάνουμε τίποτ᾿ ἄλλο, παρὰ νὰ γινόμαστε περίλαμπροι Νεοπλατωνικοί, οἱ ὁποῖοι θεωροῦσαν τὴ ψυχὴ ὡς θεία ἀρχὴ «καθεαυτήν», καὶ πίστευαν ὅτι ἀρκεῖ νὰ στραφεῖ κανεὶς πρὸς τὴ ψυχή του γιὰ νὰ θεωρήσει τὸ θεῖον. Κάτι ἀνάλογο βέβαια ἔπαθε καὶ ὁ Βαρλαάμ, ποὺ ταύτισε αὐτὴ τὴν ἐνδοσκόπηση τῶν Νεοπλατωνικῶν μὲ τὴ “νοερὰ προσευχὴ” τῶν ἡσυχαστῶν, «ἐκμεταλλευθεὶς ἐπὶ πλέον καὶ τὶς καταχρήσεις ἀπὸ παρανόηση μερικῶν Μοναχῶν, ὡς καὶ τὴν κακοποίηση τῆς νοερᾶς προσευχῆς ἀπὸ τὶς λαϊκὲς μάζες τοῦ Βυζαντίου, στὶς ὁποῖες εἶχε διαδοθεῖ, γιατὶ αὐτὲς ἦσαν ἀνέτοιμες γιὰ τέτοια λεπτὴ ἐργασία» (Θεοκλ. Διονυσιάτου, Μεταξὺ οὐρανοῦ καὶ γῆς, σελ. 116).
Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, ὅμως, πολέμησε γενναιότατα τὴ νεοπλατωνικὴ μυστικὴ καὶ τὸν αἱρετικὸ Βαρλαάμ, προασπίζοντας τὴν πνευματικότητα καὶ τὸν ἀσκητισμὸ τῆς Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας, τὸν ὁποῖο προσπαθοῦσε νὰ διασύρει καὶ νὰ γελοιοποιήσει ὁ Βαρλαάμ. Κήρυξε ὅτι ἡ ψυχὴ δὲν εἶναι ἀπόρροια τοῦ Θεοῦ – γιὰ νὰ εἶναι σίγουρος κανείς, πὼς γυρνώντας μέσα της βρίσκει καὶ θεωρεῖ τὸ Θεό. Ὕστερα – κι αὐτὸ εἶναι τὸ δογματικὸ σημεῖο ποὺ μπορεῖ καλύτερα νὰ μᾶς φωτίσει πάνω στὸ θέμα – διδάσκει, πὼς «ἐκτὸς τῆς ἀνακαίνισης ἀπὸ τὸ Χριστὸ τῆς εἰκόνας τῆς ψυχῆς ποὺ καταστράφηκε ἡ ἐνδοσκόπηση δὲν ὁδηγεῖ, παρὰ μόνο στὴ θεώρηση τῆς διεφθαρμένης ἀνθρωπίνης φύσεως, ἐφ᾿ ὅσον ἡ θεία εἰκόνα μὲ τὴν προπατορικὴ ἁμαρτία ἀμαύρωθηκε. Γι᾿ αὐτὸ ὁ Παλαμᾶς ὀνόμασε «θεωροὺς εἰκόνων» ὅσους ἐνδοσκοποῦσαν, ἀλλὰ βρίσκονταν ἔξω ἀπὸ τὸ χριστιανισμό, σὲ ἀντίθεση πρὸς τοὺς «οἰκείους τοῦ Χριστοῦ», οἱ ὁποῖοι πραγματικὰ ἔβλεπαν τὴν θείαν εἰκόνα, δοξασμένη μέσα σὲ ἄφθονο φῶς»» (π. Θεόκλητος Διονυσιάτης).
Πρέπει, τελειώνοντας, νὰ ποῦμε δύο λόγια καὶ γιὰ τὸ θέμα ποὺ συγκλόνισε τὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ τὸν ιδ´ αἰώνα, στὸ δογματικὸ τομέα. Ὁ Βαρλαάμ, χτυπώντας τὴ «νοερὰ προσευχὴ» τῶν ἡσυχαστῶν, χρησιμοποιοῦσε τὰ γνωστὰ ὅπλα τοῦ Θωμᾶ Ἀκινάτη, «τὰς κτιστὰς χάριτας» τῆς «Καθαρᾶς ἐνεργείας» τοῦ Θεοῦ κ.λπ. Ὁ Βαρλαὰμ καὶ οἱ ὁμόφρονές του, ἔλεγαν, ὅπως εἴπαμε καὶ πιὸ πάνω, πὼς τὸ Θαβώριο φῶς τῆς Μεταμορφώσεως ἦταν κτιστό. Καὶ ἑπομένως οἱ Μοναχοὶ τοῦ ἁγίου Ὄρους, ποὺ μὲ τὶς μεθόδους τοῦ ἡσυχασμοῦ ἔλεγαν πὼς βλέπουν τὸ ἄκτιστο φῶς, πέφτουν σὲ αἵρεση, γιατὶ εἶναι σὰ νὰ λένε, πὼς βλέπουν τὸ Θεό, ἐνῶ, ὅπως λέει τὸ Εὐαγγέλιο, «Θεὸν οὐδεὶς ἑώρακε πώποτε». Τὴν ἄποψη τοῦ Βαρλαάμ, ποὺ ἀκολουθοῦν ἀκόμα καὶ σήμερα οἱ διάδοχοι τοῦ Θωμᾶ καὶ τοῦ Βαρλαὰμ στὴ Δύση, ἀνέτρεψε ὁ ἅγιος Γρηγόριος, χρησιμοποιώντας τὴ διδασκαλία τῆς ἁγίας Γραφῆς καὶ τῶν Πατέρων τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. «Ἡ θεία καὶ θεοποιὸς ἔλλαμψη καὶ χάρη, δὲν εἶναι ἡ οὐσία, ἀλλὰ ἡ ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ». Καὶ ὅπως λέει ὁ Μ. Βασίλειος: «ἡ οὐσία τοῦ Θεοῦ, γιὰ τὸν ἄνθρωπον εἶναι ὁλοκληρωτικὰ ἀκατάληπτη καὶ ἀνέκφραστη στὸ νοῦ, ὅμως οἱ ἐνέργειές του ἔρχονται σὲ μᾶς». Γι᾿ αὐτὸ καὶ οἱ ἡσυχαστὲς μὲ τὴ μεγάλη ἄσκηση καὶ τὸν κυκλικὸ τρόπο τῆς νοερᾶς προσευχῆς, μποροῦσαν νὰ δοῦν τὸ ἄκτιστο φῶς, ποὺ δὲν ἦταν ἡ οὐσία τοῦ Θεοῦ ἡ ἀκατάληπτη, ἀλλὰ «ἡ θεία χάρη καὶ θεοποιὸς ἐνέργεια, στὴν ὁποία ὅσοι μετέχουν ἐπιτυγχάνουν τὴ θέωση». Ὅμως αὐτὴ τὴν ὀρθόδοξη ἄποψη καὶ διδασκαλία, εἶναι ἀδύνατο νὰ τὴν καταλάβει ἡ δυτικὴ ἀριστοτελίζουσα καὶ σχολαστικὴ Θεολογία. Κάνουν σύγχυση μεταξὺ οὐσίας καὶ ἐνέργειας τοῦ Θεοῦ, τὸν ὁποῖο θεωροῦν ὡς «actus purus», δηλ. καθαρὰ ἐνέργεια. Καὶ γι᾿ αὐτὸ δὲν κατάλαβαν ποτὲ τὴν «πρόοδον ἐπὶ τὰ ἔξω» του ἁγίου Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ, οὔτε τὴν «θείαν ἔλλαμψιν καὶ ἐνέργειαν», γιὰ τὴν ὁποία μιλᾶ ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός. Πάντως ἡ Ἐκκλησία, στὶς τοπικὲς Συνόδους Κωνσταντινουπόλεως τοῦ 1341, 1347, καὶ 1351, δικαίωσε τὸν ἅγιο Γρηγόριο καὶ τὴν ὀρθόδοξη διδασκαλία του καὶ καταδίκασε ὡς αἱρετικούς τους ἀντιπάλους του.
Βέβαια, «δὲν μπορεῖ κάποιος μὲ τὴ δική του δύναμη νὰ δεῖ τὸ Ἕν, τὸν Θεό». Αὐτὴ τὴν ἱκανότητα τὴ δίνει μόνον ὁ Χριστὸς στοὺς «καθαροὺς τῇ καρδίᾳ» χριστιανούς. «Πῶς λοιπόν, γράφει ὁ Παλαμᾶς, εἶδαν τὰ μάτια (τῶν Ἀποστόλων) τὴν ἄκτιστη δόξα; Ἔπαθαν ἀλλαγὴ μὲ τὴ δύναμη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καὶ ἀφοῦ ἀπόκτησαν δύναμη ποὺ δὲν εἶχαν προηγουμένως καὶ ἔγιναν Πνεῦμα, ὅτι ἔκαναν γινόταν μὲ τὴ βοήθεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος». Ἔτσι ἡ Ὀρθόδοξη θεολογία, μὲ τὸ στόμα τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, ἀπορρίπτει τὸν φυσιοκρατικὸ ἀγνωστικισμὸ τῆς Δυτικῆς θεολογίας καὶ διδάσκει «τὴν ἐν Χριστῷ γνώση καὶ μέθεξη τῶν ἀκτίστων ἐνεργειῶν τοῦ Θεοῦ ἀπὸ τοὺς χριστιανοὺς» (Θεοκλήτου Διονυσιάτου, Ἀθωνικὰ ἄνθη, σελ. 95).
Πραγματικά, ἅγιοι λόγοι τῆς χάριτος εἶναι οἱ λόγοι τοῦ ἁγ. Γρηγορίου: «ἄρτος ἀγγέλων, δρόσος οὐρανία, νέκταρ, ἀμβροσία, γλυκασμός, μέλι τὸ ἐκ πέτρας». Ἀλλὰ ἐμεῖς ἔχουμε συνηθίσει τὸ στομάχι μας μὲ τὶς κοσμικὲς λογοτεχνίες καὶ φιλοσοφίες, καὶ δὲν ἔχουμε τόπο γιὰ τέτοια πολυτέλεια πνευματικῆς τροφῆς. Νομίζουμε πὼς γίναμε πάνσοφοι, γιατί ξέρουμε πέντε γράμματα. Καὶ νομίζουμε πὼς γίναμε ἅγιοι, γιατὶ διαβάζομε ἕνα θρησκευτικὸ περιοδικὸ ἢ βιβλίο. Τὰ πόσα σκοτάδια ἔχουμε μέσα μας κανένας δὲν μπορεῖ νὰ μᾶς τὸ πεῖ καὶ κανένας ἥλιος δὲν μπορεῖ νὰ τὰ φωτίσει. Μὰ τὸ φῶς ποὺ ζητοῦμε, θὰ ἔρθει μονάχα μὲ τὴ συντριβή, τὸ γονάτισμα, τὸ κομποσκοίνι, τὴ μετάνοια, τὴν ἐγκράτεια, τὴ νοερὰ προσευχὴ καὶ μὲ τὴν ἀσταμάτητη τραγικὴ κραυγὴ τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ: «Κύριε, φώτισόν μου τὸ σκότος! Φώτισόν μου τὸ σκότος!»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου