Σήμερα ἰδίως ποὺ μᾶς ταλανίζει ἡ κρίση, ἡ διχόνοια, ἡ γενικὴ καχυποψία, ὁ φόβος γιὰ τὰ μελλούμενα καὶ ὅλα τὰ φαρμάκια τῆς τρέχουσας ἐπικαιρότητας εἶναι φάρμακο καὶ θεραπεία ἡ προσφυγὴ στὸ «μπαρούτι» τοῦ Εἰκοσιένα καὶ στὸ πνεῦμα ἐθελοθυσίας του. Τὰ ἀπόρθητα λημέρια τῆς Κλεφτουργιᾶς μᾶς διδάσκουν τὴν Πίστη, τὴν ὁμόνοια, τὸ σέβας στὴν Πατρίδα. Μᾶς προφυλάσσουν ἀπὸ τὴν φαυλότητα τῶν πολιτικῶν, ἀπὸ τοὺς ξενοκίνητους τυχοδιωκτισμούς, ποὺ ὅσες φορὲς τοὺς ἐμπιστευτήκαμε, καταβαραθρωθήκαμε. Ἀλλὰ καὶ τὰ θαύματα ποὺ κατορθώνουμε ὅταν ὑπάρχει λαϊκὴ ὁμοψυχία. Ἂς ἀρωματιστοῦμε λοιπὸν ἀπὸ τὰ μαθήματα ποὺ μᾶς προσφέρει ὁ Γέρος τοῦ Μοριά, γιὰ τὴν ὁμοψυχία, τὴν φιλοπατρία, τὸ ἀνεπίφθονον, τὴν συγχωρητικότητητα καὶ τὴν Πίστη.
«Κάλλιο γιὰ τὴν πατρίδα κανένας νὰ χαθεῖ ἢ νὰ κρεμάσει φούντα γιὰ ξένον στὸ σπαθί», ἔλεγε ὁ Ρήγας καὶ σημειώνει ὁ Κολοκοτρώνης στὰ ἀπομνημονεύματά του, ποὺ τὰ ἔγραψε ὁ Τερτσέτης.
«Ἐφύλαξα πίστιν εἰς τὴν παραγγελίαν τοῦ Ρήγα. Καὶ ὁ Θεὸς μὲ ἀξίωσε καὶ κρέμασα φούντα εἰς τὸ Γένος μου ὡς στρατιώτης του. Χρυσὴ φούντα δὲν ἐστόλισε ποτὲ τὸ σπαθί μου, ὅταν ἔπαιρνα δούλευσιν εἰς ξένα κράτη».
Βλέποντας ὁ Κολοκοτρώνης τὸ μεγάλο κακὸ ποὺ γινόταν ἀπὸ τὴν «δολερὴ διχόνοια», τὸ 1824 –ἀφοῦ σκοτώθηκε ὁ σπουδαῖος γιὸς του Πάνος– παραδόθηκε καί τὸν «ἔκλεισαν» στὴν Ὕδρα. Ἦρθε ὁ Ἰμπραὴμ καὶ τὸν ἀναζήτησαν. Στὸ Ἀνάπλι ποὺ ἐπέστρεψε εἶπε: «Πρὶν ἔβγω στὸ Ἀνάπλι ἔριξα στὴ θάλασσα τὰ πικρὰ τὰ περασμένα, κάνετε κι ἐσεῖς τὸ ἴδιο! Στὸ δρόμο ποὺ περνούσαμε νὰ ’ρθουμε στὴν ἐκκλησιά, εἶδα νὰ σκάβουν κάτι ἄνθρωποι. Ρώτησα καὶ μοῦ ’πανε πὼς γιὰ νὰ βροῦνε κρυμμένο θησαυρό. Ἐκεῖ, στὸ λάκκο μέσα, ρίχτε κι ἐσεῖς τὰ μίση τὰ δικά σας. Ἔτσι θὰ βρεθεῖ κι ὁ χαμένος θησαυρός!».
Ἡ πίστη τῶν πατέρων ἠμῶν, ἡ ἁγία μας, ἡ ἡλιόλουστη Ὀρθοδοξία, εἶναι λιθάρι ριζιμιό τοῦ Γένους διότι «ὅταν ἐπιάσαμε τὰ ἅρματα, εἴπαμε πρῶτα ὑπὲρ Πίστεως καὶ ἔπειτα ὑπὲρ Πατρίδος», ὅπως τούς συμβουλεύει. Ὅταν τοῦ Κολοκοτρώνη τοῦ διάβασαν τὴν ἀπόφαση θανάτου στὸ δικαστήριο τῆς ντροπῆς τῶν Βαυαρῶν, εἶπε: «Μνήσθητί μου, Κύριε, ὅταν ἔλθης ἐν τῇ βασιλεία Σου». Τὸ εἶπε μὲ φωνὴ ἄτρεμη καὶ ἔκαμε τὸν Σταυρό του.
Στὴν μάχη τοῦ Σαραβαλίου, τὸ 1821, ὁ Ἀνδρέας Ζαΐμης εἶχε καταφύγει στὴν Μονὴ Ὀμπλού. Ὁ Κολοκοτρώνης τὸν ὀνείδιζε μὲ τὶς λέξεις: «κὺρ Ἀνδρέα, κὺρ Ζαΐμη, τοῖς ἐλάφοις ὅρη τὰ ὑψηλὰ καὶ πέτρα τοῖς λαγωοῖς καταφυγή». Ἀγράμματος μέν, ἀλλὰ γνώριζε τὸ Ψαλτήρι, γιατί λειτουργοῦνταν συχνὰ καὶ ὄρθρου βαθέος καὶ ὄχι δύο λεπτὰ πρὶν ἀπὸ τὴν ἀπόλυση, ὅπως πολλοὶ σημερινοὶ πολιτικοί.
Πολύτιμες, μεταξένιες καὶ οἱ παρακάτω παραινέσεις τοῦ γερω-Κολοκοτρώνη, ἡ ἄγρυπνη συνείδηση τοῦ Γένους. Οὔτε Εὐρωπαίους παιδαγωγοὺς διάβασε οὔτε γνώση τῶν σύγχρονών του «ρευμάτων» εἶχε. Γνώριζε ὅμως τὴν ἑλληνορθόδοξη παράδοση καὶ βίωνε τὰ καθαρὰ ἤθη τοῦ Γένους, τὴν ἠθική τοῦ Εὐαγγελίου ποὺ ζοῦσε ἀπὸ μικρός. Ὁ λόγος του μᾶς θυμίζει τοὺς δικαίους στρατηγοὺς τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, ποὺ ἤσαν στὴν ὑπηρεσία τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ.
Διαβάζουμε στὸν περίφημο λόγο του στὴν Πνύκα, στοὺς μαθητὲς τῆς Ἀθήνας, τὸ 1838: «Παιδιά μου νὰ μὴν ἔχετε πολυτέλεια, νὰ μὴν πηγαίνετε εἰς τοὺς καφενέδες καὶ τὰ μπιλιάρδα. Νὰ δοθῆτε εἰς τὰς σπουδᾶς σας, καὶ καλλίτερα νὰ κοπιάσετε ὀλίγον δύο καὶ τρεῖς χρόνους καὶ νὰ ζήσετε ἐλεύθεροι εἰς τὸ ἐπίλοιπο τῆς ζωῆς σας, παρὰ νὰ περάσετε τέσσαρους πέντε χρόνους τὴ νεότητά σας καὶ νὰ μείνετε ἀγράμματοι. Νὰ σκλαβωθῆτε εἰς τὰ γράμματά σας. Νὰ ἀκούετε τὰς συμβουλᾶς τῶν διδασκάλων καὶ γεροντοτέρων, καί, κατὰ τὴν παροιμία, μύρια ἤξευρε καὶ χίλια μάθανε. Ἡ προκοπή σας καὶ ἡ μάθησή σας νὰ μὴν γίνη σκεπάρνι μόνο διὰ τὸ ἄτομό σας, ἀλλὰ νὰ κυττάζη τὸ καλό τῆς Κοινότητος, καὶ μέσα εἰς τὸ καλὸ αὐτὸ εὑρίσκεται καὶ τὸ δικό σας».
Ὁ ἀγράμματος, ἀλλὰ βαθιὰ μορφωμένος Κολοκοτρώνης, βιώνοντας τὴν συνέχεια τοῦ Γένους, ἐπαναλαμβάνει τὴν ρήση τοῦ μεγάλου Περικλῆ πρὸς τοὺς ἀρχαίους Ἀθηναίους: «Καλῶς μὲν φερόμενος ἀνὴρ τὸ καθ’ ἑαυτόν, διαφθειρομένης τῆς πατρίδος, οὐδὲν ἧσσον ξυναπόλλυται, κακοτυχῶν δὲ ἐν εὐτυχούση, πολλῶ μᾶλλον διασώζεται». (Θουκυδίδης, 2, 60-3). Δηλαδή, σὲ ἐλεύθερη μετάφραση: «Ἂν προοδεύει ἡ πατρίδα σου, προοδεύεις καὶ ἐσύ. Ἂν καταστραφεῖ ἡ πατρίδα, καὶ προκομμένος νὰ εἶσαι, θὰ βουλιάξεις καὶ θὰ χαθεῖς μαζί της». Καί, ἂς προσέξουμε, ἡ μόνη σκλαβιὰ ποὺ μᾶς ἁρμόζει, λέει ὁ Κολοκοτρώνης, εἶναι στὰ γράμματα. Σὲ ποιὰ ὅμως γράμματα;
«Στὰ γράμματα ποὺ διαβάζουνε οἱ ἀγράμματοι κι ἁγιάζουνε» (Ἐλύτης), τὰ γράμματα τῶν Πατέρων, τῶν ἁγίων, τῶν μεγάλων φιλοσόφων τῆς ἀρχαιότητας, τοὺς ὁποίους ζωγράφιζε ἡ Ἐκκλησία μας στοὺς νάρθηκες.
Στὶς ὑποσημειώσεις τῆς «Διηγήσεως Συμβάντων» τοῦ Τερτσέτη, διαβάζουμε: Ἕνας Ἰταλὸς περιηγητὴς ὀνόματι Πέκιο, συναντᾶ τὸν φυλακισμένο στὴν Ὕδρα, στὸ μοναστήρι τοῦ προφήτη Ἠλία, Κολοκοτρώνη. Ἡ συζήτηση ἔφτασε στὶς νίκες τοῦ Μπραΐμη. Τοῦ λέει ὁ στρατηγός:
«Ἠξεύρεις τί ἔφερε τὴν νίκη τῶν Αἰγυπτίων; Ἡ ἑνότης τῆς πολεμικῆς δυνάμεως, ἐνῶ οἱ Ἕλληνες ἀφανίζονται ἀπὸ τὴν μανίαν του νὰ θέλουν νὰ καπιτανεύουν, χωρὶς τὴν ἀπαιτούμενην ἐμπειρίαν».
Ἂς τὸ καταλάβουμε ὅτι τελευταία γραμμὴ ἄμυνας ποὺ ἀπομένει σὲ μᾶς τοὺς Ἕλληνες εἶναι ἡ Παιδεία. Ἡ μοναδικὴ ἐλπίδα γιὰ ἐθνικὴ ἀναγέννηση καὶ ἐπιβίωση. Δὲν προασπίζουν τὴν ἐθνική μας ἀνεξαρτησία καὶ ἐδαφικὴ ἀκεραιότητα, μόνον οἱ πανάξιες ἔνοπλες δυνάμεις. Ὄχι. Τὶς προασπίζει ὁ λαός, ὁ ψυχικὰ καὶ πνευματικὰ ἁρματωμένος. Οἱ ἐλεύθεροι πολίτες πού, ἂν χρειαστεῖ, γίνονται καὶ ὁπλίτες.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου