11 Σεπ 2020

Ὁ Ἅγιος Εὐφρόσυνος ὁ μάγειρας

Ἀγράμματος καὶ ἀγροῖκος χωρικὸς ὁ ὅσιος Εὐφρόσυνος (ὁ ὁποῖος ἑορτάζει στὶς 11 Σεπτεμβρίου) σὲ ἀνδρικὴ ἡλικία ἐγκατέλειψε τὸν κόσμο καὶ εἰσῆλθε σὲ κοινόβιο, ὅπου ἐκάρη μοναχός. Περιφρονημένος ἀπὸ τοὺς συμμοναστᾶς του γιὰ τὴν ἀπαιδευσιὰ καὶ τὴν ἁπλοϊκότητά του, ἐγκολπώθηκε τὴν ταπείνωση τοῦ Χριστοῦ καὶ τοὺς ὑπηρετοῦσε στὴν διακονία τοῦ μαγειρείου. Ἔκανε οἰκονομίες μὲ στερήσεις τοῦ ἐαυτοῦ του, μόνο καὶ μόνο γιὰ νὰ κάνει ἐλεημοσύνες. Τὸ ἐπάγγελμά του, τοῦ ἐπέτρεπε νὰ τρώει πρῶτος τὰ καλύτερα φαγητά. Αὐτὸς ὅμως, δὲν θέλησε νὰ τὸ μεταχειριστεῖ ποτέ. Ἔτρωγε μὲ μεγάλη εὐχαρίστηση τὰ χόρτα καὶ τὶς ἐλιές του, τὴν στιγμὴ ποὺ ἔβραζαν ἢ ἕψηναν μπροστὰ του τὰ ὀρεκτικότερα κρέατα καὶ τὰ προκλητικότερα ψάρια.
Ἀλλὰ αὐτός, ἀντίθετα ἀπὸ ὅτι στὰ κοσμικὰ ξενοδοχεῖα, στὸ μοναστῆρι ἔφτιαχνε μετριότατο φαγητό. Σὲ μερικοὺς ποὺ τὸν εἰρωνεύονταν γι’ αὐτὴ του τὴν κατάσταση, ὁ Εὐφρόσυνος μὲ πραότητα ἀπαντοῦσε: «Ἡ καλὴ μαγειρικὴ δὲν εἶναι τόσο καλὸς βοηθὸς γιὰ τὴν βασιλεία τῶν οὐρανῶν. Τὴν πολλὴ εὐφροσύνη ποὺ ζητοῦν τὰ σώματα, θὰ τὴν χάσουν κατ’ ἀνάγκην οἱ ψυχές. Καὶ ἐγὼ δὲν ἔχω ἐδῶ προορισμὸ νὰ σᾶς κολάσω».
Καὶ καθὼς πάντα ἦταν κατακαπνισμένος ἀπὸ τὴν ἀνθρακιὰ καὶ τὶς στάχτες, ὅλοι τὸν περιγελοῦσαν καὶ τὸν ἐνέπαιζαν, ἀλλὰ καὶ δαρμοὺς δεχόταν ἀπὸ...
τοὺς ἀμελέστερους ποὺ εὕρισκαν ἀφορμὴ τὴν σιωπὴ καὶ τὴν ἀνεξικακία του. Αὐτὸς ὅμως ὁ μακάριος μὲ γενναιότητα καρδιᾶς ὑπέμεινε τοὺς ἐξευτελισμοὺς καὶ τὶς ταπεινώσεις καὶ ἄλλοτε μὲν λουσμένος καὶ ἄλλοτε λαχανιασμένος καὶ χαρούμενος, διήνυε ἐν τῷ κρυπτ τὸ στάδιο τῶν ἀρετῶν διαφεύγοντας τὴν προσοχὴ τῶν ἀνθρώπων.
Στὸ κοινόβιο ἐκεῖνο ὑπῆρχε κάποιος ἐνάρετος ἱερεύς, ὁ ὁποῖος ἐπὶ τρία χρόνια μὲ νηστεῖες καὶ προσευχὲς ἱκέτευε τὸν Θεὸ νὰ τοῦ δείξει τὰ ἀγαθά, «ἃ ἠτοίμασεν ὁ Θεὸς τοῖς ἀγαπῶσιν αὐτὸν» (Α΄ Κορ. 2, 9). Μία νύκτα, ἐνῶ κοιμόταν, ἁρπάχθηκε ὁ νοῦς του στὸν παράδεισο, σὲ πάντερπνο καὶ μυροβόλο κῆπο γεμάτον πολυποίκιλα δένδρα, εὔοσμα ἄνθη καὶ διαυγέστατα τρεχούμενα νερά, ποὺ γλώσσα ἀνθρώπου δὲν μπορεῖ νὰ περιγράψει. Ἐνῶ διαλογιζόταν τίνος ἄραγε νὰ εἶναι ὁ θαυμάσιος ἐκεῖνος παράδεισος, βλέπει τὸν μάγειρα τῆς μονῆς Εὐφρόσυνο στὸ μέσον το κήπου νὰ ἀπολαμβάνει τὰ ἄρρητα ἀγαθά. Ἔκπληκτος τὸν ἐρώτησε πῶς βρέθηκε ἐκεῖ καὶ αὐτὸς ἦταν ὁ τόπος ποὺ ἑτοίμασε ὁ Θεὸς γιὰ ὅσους τὸν ἀγαποῦν.
Ὁ Εὐφρόσυνος το εἶπε: «Ἐγὼ μέν, τίμιε πάτερ, ὅπως γνωρίζεις, δὲν ξεύρω γράμματα ἀπὸ σᾶς ἀκούω αὐτὰ ποὺ λέγει ὁ Ἀπόστολος. Ἐπειδὴ ὅμως ἐλάχιστα βιάσαμε τὸν ἑαυτό μας, βλέπουμε ἕνα μέρος ἀπὸ αὐτὰ ποὺ ἑτοίμασε ὁ Θεὸς γιὰ ὅσους τὸν ἀγαποῦν, διότι ἄνθρωπος ποὺ φορεῖ σάρκα δὲν θὰ ἀντέξει νὰ δεῖ περισσότερα». Ὁ ἱερεὺς τὸν ἐρώτησε ἂν εἶχε ἔλθει καὶ ἄλλη φορᾶ· ὁ Εὐφρόσυνος το ἀπήντησε: «Μὲ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ ἐδῶ μένω πάντοτε καὶ εἶμαι φύλακας τοῦ κήπου». Τότε ὁ ἱερεὺς τοῦ ἔδειξε τρία ὡραιότατα μεγάλα μῆλα καὶ τὸν ἐρώτησε ἂν εἶχε ἐξουσία νὰ τοῦ τὰ δώσει. Ὁ Εὐφρόσυνος, ἀφοῦ ἔσκυψε ἡ μηλιά, τὰ ἔκοψε ἀμέσως καὶ τοῦ τὰ ἔβαλε στὸ ράσο.
Τὴν ὥρα ἐκείνη κτύπησε τὸ σήμαντρο γιὰ τὴν ἀκολουθία τοῦ ὄρθρου. Ὁ ἱερεύς, ἀναπηδώντας ἀπὸ τό κλινάρι του, νόμιζε πὼς εἶχε δεῖ ὄνειρο καὶ ἐξεπλάγη ὅταν μέσα στὸ ράσο του βρῆκε τοὺς τρεῖς παραδείσιους καρπούς. Στὸ ναὸ εἶδε τὸν Εὐφρόσυνο νὰ στέκεται ὅπως πάντα στὸ στασίδι του. Πέφτοντας στὰ πόδια τὸν ἐκλιπαροῦσε νὰ τοῦ πεῖ ποῦ βρισκόταν ἐκείνη τὴ νύκτα. «Ἐκεῖ ἤμουν, πάτερ», τοῦ ἀπήντησε, «ὅπου μὲ βρῆκες». «Καὶ τί μο ἔδωσες, δοῦλε τοῦ Θεοῦ; Πές μου», ἐρώτησε πάλι ὁ ἱερεύς. «Τρία μῆλα ζήτησες καὶ σοὺ τὰ ἔδωσα», τοῦ ἀποκρίθηκε μὲ ταπείνωση ὁ μάγειρας. Ὁ ἱερεὺς τοῦ ἔβαλε μετάνοια καὶ πῆγε στὴ θέση του.
Μετὰ τὴν ἀπόλυση ἔφερε ἀπὸ τὸ κελὶ του τὰ τρία μῆλα, τὰ ἔδειξε στοὺς ἀδελφοὺς καὶ διηγήθηκε ὅσα συνέβησαν τὴ νύκτα. Ἐκεῖνοι θαύμασαν καὶ δόξασαν τὸν Θεό. Ἔπειτα τὰ κατατεμάχισαν καὶ τὰ ἔβαλαν σὲ δίσκο. Ὅσοι μετέλαβαν ἀπὸ τὴν εὐλογία τοῦ δεσποτικοῦ κήπου θεραπεύθηκαν ἀπὸ κάθε ἀσθένεια.
Ὁ δὲ μακάριος Εὐφρόσυνος, τὴν ὥρα ποὺ οἱ μοναχοὶ ἄκουγαν προσεκτικὰ τὴ διήγηση τοῦ ἱερέως, ἄνοιξε τὴν πλάγια θύρα τῆς ἐκκλησίας καί, φεύγοντας τὴν ἀνθρώπινη δόξα, ἀπομακρύνθηκε ἀπὸ τὴν μονὴ καὶ δὲν φάνηκε ποτὲ πιά.
Τελικὰ ὁ Εὐφρόσυνος, πέθανε σὲ ἕνα ἐρημικὸ ἡσυχαστήριο. Καὶ ἡ Ἐκκλησία, ποὺ ξέρει ὅτι στὴν αἰώνια ζωὴ δὲν ἔχει κανένα ἀνώτερο δικαίωμα ἀπὸ ἕναν μάγειρα ἕνας βασιλιὰς ἢ φιλόσοφος, ἀνέγραψε μεταξὺ τῶν ἁγίων της τὸν μάγειρο Εὐφρόσυνο, ἐπειδὴ ἤξερε καὶ νὰ πιστεύει καὶ νὰ ζεῖ κατὰ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ.

1 σχόλιο:

ΚΑΝΤΕ ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ ΤΟΥ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟΥ ΜΑΣ.