18 Ιουν 2020

Ὁ εὐλογημένος Συμεών

Ἀσκητὲς μέσα στὸν κόσμο - Μέρος Ἅ
Τό 1922 ἦρ­θε ἀ­πό τήν Μι­κρα­σί­α μέ τούς πρό­σφυ­γες ἕ­να ὀρ­φα­νό Ἑλ­λη­νό­που­λο, ὀ­νό­μα­τι Συ­με­ών. Ἐγκα­τα­στά­θη­κε στόν Πει­ραι­ᾶ σέ μιά πα­ρα­γκού­λα καί ἐ­κεῖ με­γά­λω­σε μό­νο του. Εἶ­χε ἕ­να κα­ρο­τσά­κι καί ἔ­κα­νε τόν ἀ­χθο­φό­ρο, με­τα­φέ­ροντας πράγ­μα­τα στό λι­μά­νι τοῦ Πει­ραι­ᾶ. Γράμ­μα­τα δέν ἤ­ξε­ρε οὔ­τε πολ­λά πράγ­μα­τα ἀ­πό τήν πί­στη μας. Εἶ­χε τήν μα­κα­ρία ἁ­πλό­τη­τα καί πί­στη ἁ­πλῆ καί ἀ­πε­ρί­ερ­γη.

Ὅ­ταν ἦρ­θε σέ ἡ­λι­κί­α γά­μου νυμ­φεύ­θη­κε, ἔ­κα­νε δύο παι­διά καί με­τα­κό­μι­σε μέ τήν οἰ­κο­γέ­νειά του στή Νί­και­α. Κά­θε πρωΐ πή­γαι­νε στό λι­μά­νι τοῦ Πει­ραι­ᾶ γιά νά βγά­λη τό ψω­μά­κι του. Περ­νοῦ­σε ὅ­μως κά­θε μέ­ρα τό πρωΐ ἀ­πό τό να­ό τοῦ ἁ­γί­ου Σπυ­ρί­δω­νος, ἔμ­παι­νε μέ­σα, στε­κό­ταν μπρο­στά στό τέ­μπλο, ἔ­βγα­ζε τό κα­πε­λά­κι του καί ἔ­λε­γε: «Κα­λη­μέ­ρα, Χρι­στέ μου, ὁ Συ­με­ών εἶ­μαι. Βο­ή­θη­σέ με νά...
βγά­λω τό ψω­μά­κι μου». Τό βρά­δυ πού τε­λεί­ω­νε τήν δου­λειά του ξα­να­περ­νοῦ­σε ἀ­πό τήν Ἐκ­κλη­σί­α, πή­γαι­νε πά­λι μπρο­στά στό τέμ­πλο καί ἔ­λε­γε: «Κα­λη­σπέ­ρα, Χρι­στέ μου, ὁ Συ­με­ών εἶ­μαι. Σ᾿ εὐ­χα­ρι­στῶ πού μέ βο­ή­θη­σες καί σή­με­ρα». Καί ἔ­τσι περ­νοῦ­σαν τά­ χρό­νια τοῦ εὐ­λο­γη­μέ­νου Συ­με­ών.

Πε­ρί­που τό ἔ­τος 1950 ὅ­λα τά ­μέ­λη τῆς οἰ­κο­γε­νεί­ας του ἀρ­ρώ­στη­σαν ἀ­πό φυ­μα­τί­ω­ση ­καί ἐ­κοι­μή­θη­σαν ἐν Κυ­ρί­ῳ. Ἔ­μει­νε ὁ­λο­μό­να­χος ὁ Συ­με­ών καί συ­νέ­χι­σε ἀγόγ­γυ­στα τήν δου­λειά του ἀλ­λά καί δέν πα­ρέ­λει­πε νά περ­νᾶ ἀ­πό τόν ἅ­γιο Σπυ­ρί­δω­να νά κα­λη­με­ρί­ζη καί νά κα­λη­σπε­ρί­ζη τόν Χρι­στό, ζη­τώντας τήν βο­ή­θειά Του καί εὐ­χα­ρι­στώντας Τον.

Ὅ­ταν γή­ρα­σε ὁ Συ­με­ών, ἀρ­ρώ­στη­σε. Μπῆ­κε στό Νο­σο­κο­μεῖ­ο καί­ νο­ση­λεύ­τη­κε πε­ρί­που γιά ἕνα μῆνα. Μιά προ­ϊ­στα­μέ­νη ἀ­πό τήν Πά­τρα τόν ρώ­τη­σε κά­πο­τε:

–Παπ­ποῦ, τό­σες μέ­ρες ἐ­δῶ μέ­σα δέν ἦρ­θε κα­νείς νά σέ δῆ. Δέν ἔ­χεις κα­νέ­να ­δι­κό σου στόν κό­σμο;

–Ἔρ­χε­τα­ι, παι­δί μου, κά­θε πρωΐ καί ἀ­πό­γευ­μα ὁ Χρι­στός­ καί μέ πα­ρη­γο­ρεῖ.

–Καί τί σοῦ λέ­ει, παπ­ποῦ;

–«Κα­λη­μέ­ρα, Συ­με­ών, ὁ Χρι­στός εἶ­μαι, κά­νε ὑ­πο­μο­νή». «Κα­λη­σπέ­ρα, Συ­με­ών, ὁ Χρι­στός εἶ­μαι, κά­νε ὑ­πο­μο­νή».

Ἡ Προ­ϊ­στα­μέ­νη πα­ρα­ξε­νεύ­τη­κε καί κά­λε­σε τόν Πνευ­μα­τι­κό της, π. Χρι­στό­δου­λο Φά­σο, νά ἔρ­θη νά δῆ τόν Συ­με­ών μή­πως πλα­νή­θη­κε. Ὁ π. Χρι­στό­δου­λος τόν ἐ­πι­σκέ­φθη­κε, τοῦ ἔ­πια­σε κου­βέντα, τοῦ ἔ­κα­νε τήν ἐ­ρώ­τη­ση τῆς Προ­ϊ­στα­μέ­νης καί ὁ Συ­με­ών τοῦ ἔδω­σε τήν ἴδια ἀ­πάντη­ση. Τίς ἴδιες ὧρες πρωΐ καί βρά­δυ, πού ὁ Συ­με­ών πή­γαι­νε στό ναό καί χαι­ρε­τοῦ­σε τόν Χρι­στό, τώ­ρα καί ὁ Χρι­στός χαι­ρε­τοῦ­σε τόν Συ­με­ών. Τόν ρώ­τη­σε ὁ Πνευ­μα­τι­κός:

–Μή­πως εἶ­ναι φαντα­σία σου;

–Ὄχι, πά­τερ, δέν εἶ­μαι φαντα­σμέ­νος, ὁ Χρι­στός εἶ­ναι.

–Ἦρ­θε καί σή­με­ρα;

–Ἦρ­θε.

–Καί τί σοῦ εἶ­πε;

–Κα­λη­μέ­ρα Συ­με­ών, ὁ Χρι­στός εἶ­μαι. Κά­νε ὑπο­μο­νή σέ τρεῖς μέ­ρες θά σέ πά­ρω κοντά μου πρωΐ–πρωΐ.

Ὁ Πνευ­μα­τι­κός κά­θε μέ­ρα πή­γαι­νε στό Νο­σο­κο­μεῖ­ο, μι­λοῦ­σε μα­ζί του καί ἔ­μα­θε γιά τήν ζω­ή του. Κα­τά­λα­βε ὅ­τι πρό­κει­ται πε­ρί εὐ­λο­γη­μέ­νου ἀν­θρώ­που. Τήν τρί­τη ἡ­μέ­ρα πρωΐ–πρωΐ πά­λι πῆ­γε νά δῆ τόν Συ­με­ών καί νά δι­α­πι­στώ­ση ἄν θά πραγ­μα­το­ποι­η­θῆ ἡ πρόρ­ρη­ση ὅτι θά πε­θά­νει. Πράγ­μα­τι ­ἐ­κεῖ πού κου­βέντια­ζαν, ὁ Συ­με­ών φώ­να­ξε ξαφ­νι­κά: «Ἦρ­θε ὁ Χρι­στός», καί ἐκοι­μή­θη τόν ὕ­πνο τοῦ δι­καί­ου.

Αἰ­ω­νία του ἡ μνή­μη. Ἀμήν.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΚΑΝΤΕ ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ ΤΟΥ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟΥ ΜΑΣ.